Το Westworld είχε την τιμητική του αυτή την εβδομάδα καθώς το HBO παρουσίασε το πρώτο από τα πολλά επεισόδια, πολλών κύκλων, που φιλοδοξεί να έχει. Βασισμένο στην ομώνυμη ταινία του 1973 η οποία χρησιμοποιείται μόνο ως πρωτογενές υλικό από το ζεύγος Τζόναθαν Νόλαν και Λίσα Τζόι που σκοπεύουν να επεκτείνουν τον ψεύτικο κόσμο του πάρκου αναψυχής και να χτίσουν αρκετές υποπλοκές γύρω από την σχέση μηχανής και ανθρώπου. Παίζει πολύς και γνωστός κόσμος (Άντονι Χόπκινς, Εντ Χάρις, Έβαν Ρέιτσελ Γουντ, Τζέιμς Μάρσντεν, Τζέφρι Ράιτ ενδεικτικά), δείγμα του ότι το δίκτυο επενδύει πολλά και θέλει να δει όλον τον πλανήτη να μιλά γι' αυτό, όπως μιλά τώρα για το Game of Thrones. Τι σχέση έχουν όμως όλα αυτά με το φιλμ του Κράιτον και την επιστημονική φαντασία ως είδος γενικότερα;
Το Westworld ήταν ένα προσωπικό project του Κράιτον. Έγραψε ο ίδιος το σενάριο, καθώς ήθελε να μεταπηδήσει από τη συγγραφή βιβλίων στη σκηνοθεσία, το έστειλε σε όλα τα στούντιο και έγινε δεκτό μόνο στην MGM. Συμβιβάστηκε σε πολλά για να μπορέσει να το σκηνοθετήσει ο ίδιος, όμως σε γενικές γραμμές έβγαλε το αποτέλεσμα που ήθελε, ένα διασκεδαστικό παραμύθι, με λίγη ατζαμίδικη δράση, που έθετε πολύ καίρια ερωτήματα για την ολοένα και δυνατότερη σχέση του ανθρώπου με την τεχνολογία. Πρωταγωνίστρια είναι μια εταιρία, η Delos, που προσφέρει σε εύπορους πελάτες τη δυνατότητα να ζήσουν για λίγες ημέρες την ψευδαίσθηση πως βρίσκονται σε διαφορετική εποχή, φτιάχνοντας αντίστοιχα θεματικά πάρκα, γεμάτα ανθρωποειδή. Το Westworld που αναβιώνει το όνειρο του μέσου αμερικάνου, να γίνει καουμπόης και ήρωας της άγριας Δύσης, είναι ο πιο δημοφιλής προορισμός όμως όλα στραβώνουν όταν τα ανθρωποειδή για άγνωστο λόγο μετατρέπονται σε φονικές μηχανές. Ειδικότερα το εξής ένα του πιστολέρο, με τον Γιουλ Μπρίνερ να μοιάζει πως έχει ξεπηδήσει από το Magnificent Seven που είχε κάνει λίγα χρόνια πριν και να μετατρέπεται σε έναν από τους πιο σιωπηλούς και τρομακτικούς villains που είδε το σινεμά.
H βασική ιδέα του Westworld εξαντλείται στο πρώτο επεισόδιο, καθώς είναι τόσο θεμελιώδης και συγκροτημένη που δεν χρειάζεται σκηνοθετικές φιοριτούρες για να ειπωθεί. Όταν όμως ο στόχος είναι ένα σύνολο από επεισόδια, που πρέπει να κρατήσουν το κοινό σε εγρήγορση για μερικά χρόνια, τότε το σύμπαν της ταινίας υποχωρεί και δίνει τη θέση του στα κέφια των σεναριογράφων.
Στην ταινία, τα ανθρωποειδή τρελαίνονται από κάποιο λάθος που δεν διερευνάται περισσότερο. Για τον Κράιτον δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο, καθώς το πιο σημαντικό θέμα γι' αυτόν ήταν η (μη) απόφαση της εταιρίας για το κλείσιμο του πάρκου, όταν φάνηκαν οι πρώτες ενδείξεις. Ουσιαστικά το σφάλμα στα ανθρωποειδή, μια δηλαδή πολύ απλή σεναριακή ανατροπή, φτάνει για να στηρίξει την ταινία, γιατί αυτό δεν συμβαίνει στο πρώτο δεκάλεπτο αλλά κάπου μετά τη μέση της. Και τι γίνεται στο προηγούμενο διάστημα; Πρωταγωνιστεί το ίδιο το σύμπαν της ταινίας, μέσω της περιγραφής του. Στην επιστημονική φαντασία άλλωστε, δεν είναι το σασπένς, οι δολοπλοκίες και οι ανατροπές που θα μετατρέψουν μια ταινία σε κλασική, αλλά επιλογή του περιβάλλοντος, εντός ή εκτός Γης, στο παρόν ή στο μέλλον. Ο Κράιτον έβαλε για τίτλο το ίδιο το όνομα του πάρκου και για την περισσότερη ώρα, σε μια διευρυμένη εισαγωγή, απλά το περιγράφει. Εκεί είναι και το μυστικό της επιτυχίας του, αφού χωρίς φαινομενικά να συμβαίνει κάτι, θέτει τα ερωτήματα για ποιο λόγο ένας άνθρωπος επιλέγει να ζήσει αληθοφανείς ψευδαισθήσεις και αν υπάρχει κάποιο ηθικό όριο από πλευράς πελατών και εταιρίας σε όσα συμβαίνουν μέσα στο πάρκο. Μόλις ολοκληρώσει με αυτό το κομμάτι, ένα σφάλμα στο πρόγραμμα είναι υπεραρκετό για να συνεχίσει και να ολοκληρώσει το έργο του.
Αυτή η τεχνική στην αφήγηση φυσικά δεν ήταν καινούρια τότε. Από τις πρώτες ακόμη κινηματογραφικές απόπειρες στην επιστημονική φαντασία, η σχεδίαση του κόσμου στον οποίο ξετυλίγεται μια πλοκή είχε μεγαλύτερη σημασία από την ίδια τη πλοκή, έστω και για λόγους εντυπωσιασμού. Στο κλασικό Forbidden Planet για παράδειγμα, οι ήρωες για αρκετή ώρα, να το πω απλοϊκά, πατούν κουμπιά. Φιλοξενούνται σε έναν μακρινό πλανήτη με τεχνολογίες πέρα από τη φαντασία μας και αυτή η φιλοξενία (μέχρι να αρχίσουν τα προβλήματα) γίνεται σχεδόν το μισό μέρος της ταινίας, με ξεναγήσεις και επίδειξη από την πλευρά της παραγωγής ειδικών εφέ, αφού ο σκοπός ήταν ο οπτικός εντυπωσιασμός για τα μη συνηθισμένα σε τέτοια θεάματα μάτια των θεατών που θα τους εξάρει τη φαντασία για τα βάθη του διαστήματος. Ο ίδιος ο Κράιτον τελειοποίησε αυτή την ιδέα πολύ αργότερα, όταν έγραψε το Jurassic Park, που δομικά δεν έχει διαφορές με το Westworld, αλλά εκεί βρήκε και τον τέλειο σκηνοθέτη (τον Σπίλμπεργκ) για να το μετουσιώσει σε υπερθέαμα. Μέχρι να συμβεί το σφάλμα, οι επισκέπτες του πάρκου ξεναγούνται παντού, βλέπουν μέχρι και ντοκιμαντέρ σε μια μίνι κινηματογραφική αίθουσα για το τι συμβαίνει εκεί, έχοντας σχεδόν παρόμοιο ρόλο με αυτόν του θεατή – ακόμη και το logo του πάρκου και το merchandising που βλέπουν, είναι αυτό που θα έβλεπε ο θεατής πριν μπει στην αίθουσα. Και το ερώτημα που έχουν μεταφέρεται ευκολότερα και σε εμάς, πόσοι, ποιοι και γιατί θα πλήρωναν για να είναι πλάι σε ζωντανούς δεινόσαυρους;
Τι από αυτά βλέπουμε στο καινούριο Westworld; Τίποτα, και είναι λογικό. Δεν φταίνε οι συντελεστές, αλλά η φόρμα και οι ίδιοι οι σκοποί του project. Όπως αναμενόταν, η βασική ιδέα του Westworldεξαντλείται στο πρώτο επεισόδιο, καθώς είναι τόσο θεμελιώδης και συγκροτημένη που δεν χρειάζεται σκηνοθετικές φιοριτούρες για να ειπωθεί. Όταν όμως ο στόχος είναι ένα σύνολο από επεισόδια, που πρέπει να κρατήσουν το κοινό σε εγρήγορση για μερικά χρόνια, τότε το σύμπαν της ταινίας υποχωρεί και δίνει τη θέση του στα κέφια των σεναριογράφων. Ήδη άνοιξαν αρκετές υποπλοκές και είναι εμφανές ότι θα ανοίξουν άλλες τόσες όσο παρατείνεται η σειρά. Η φόρμα λοιπόν επιτάσσει περισσότερη ίντριγκα, λιγότερη επιστημονική φαντασία και μάλλον ακόμη λιγότερη ουσία. Ο Νόλαν σίγουρα έχει το ταλέντο να παίξει αφηγηματικά με τον χρόνο και αυτό θα χρειαστεί στην προσέγγιση που ακολουθεί, καθώς εδώ τα ανθρωποειδή του αρχίζουν να έχουν συνείδηση της ύπαρξής τους με αποτέλεσμα να δημιουργούνται μέσα τους μνήμες και υποσυνείδητο, χάνοντας ορισμένες φορές την αίσθηση του πραγματικού χρόνου. Όμως θα πρέπει να φροντίζει, όπως ήδη κάνει, να κρατά πεινασμένο το κοινό, δίνοντάς του την υπόσχεση για κάτι καινούριο σε κάθε επεισόδιο και η ισορροπία ανάμεσα στο ουσιωδες περιεχόμενο και την σεναριακή φλυαρία είναι δύσκολο να κρατηθεί.
Βέβαια, αν το κοινό ανταποκρίνεται και παρακολουθεί, ποστάρει, γεμίζει όλες τις οθόνες με νέα meme, φτιάχνει νέα είδωλα, αναρωτιέσαι που βρίσκεται το λάθος. Για μένα εντοπίζεται στην αδιαφορία τέτοιων δημιουργιών για την διαχρονικότητά τους, καθώς παράγονται βιαστικά με σκοπό να καταναλωθούν βιαστικά και να πεταχτούν όπως τα ανθρωποειδή της σειράς σε μια αποθήκη. Σε μια σκηνή μάλιστα του πρώτου επεισοδίου, ο Νόλαν κάνει μάλλον την πλάκα του με αυτό, βάζοντας τον Χόπκινς (δημιουργό του πάρκου) να συνομιλεί με ένα παλιό δημιούργημά του και οι 2 τους να συμφωνούν πως «δεν τα κάνουν πια τόσο καλά». Το Westworld αποτέλεσε, 43 χρόνια μετά, πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία μιας πολύ ακριβής παραγωγής. Θα μπορούσε άραγε αυτή η σειρά να κάνει το ίδιο για οποιαδήποτε μορφή θεάματος υπάρχει το 2059; Επίσης, συμπτωματικά την ώρα που γράφονταν αυτό το κείμενο, έβλεπα την είδηση πως θα μετατραπεί σε σειρά το Eternal Sunshine of the Spotless Mind, δείγμα μιας γενικότερης δημιουργικής κρίσης που υπάρχει και στην τηλεόραση. Πλέον, τα ακριβά remakes κατευθύνονται στις αίθουσες και τα φθηνότερα στην TV και τις ψηφιακές πλατφόρμες. Φρέσκες ιδέες κανείς;