Γιώργος Χρυσοστόμου: Με θυμώνουν οι ειδήσεις, σου φορτώνουν ερήμην σου ένα καθόλου δικό σου στρες Facebook Twitter
Η φάση με το θέατρο ξεκίνησε ως ψυχική ανάγκη πιο πολύ, μια ανάγκη για αποφυγή της πραγματικότητας, για να μου δίνουν σημασία, όχι ως ανάγκη έκφρασης και τέτοια μπαρμπούτσαλα. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Γιώργος Χρυσοστόμου: Με θυμώνουν οι ειδήσεις, σου φορτώνουν ερήμην σου ένα καθόλου δικό σου στρες

7
  • Γεννήθηκα στη Ρόδο το 1980. Σε κάποιο site γράφει ότι γεννήθηκα το 1971 και υπάρχουν άνθρωποι που τους κάνει εντύπωση που φαίνομαι νεότερος. Θεωρούν ότι έχω κάνει μπότοξ! Μεγάλωσα εκεί, ανάμεσα σε έξι άλλα αδέρφια, και ο πρώτος καιρός στη Σάλακο, ένα χωριό απ' όπου πίνει νερό όλο το νησί, ήταν πολύ βάρβαρος: κρύο, αγροτιά, ελιές – δεν μπορώ να μην τα συνδέσω καρμικά όλα αυτά, εκεί ξεκίνησαν όλα. Τότε γκρίνιαζα, τώρα όμως είμαι χαρούμενος γι' αυτά τα χρόνια στο χωριό, τα ευγνωμονώ, γιατί όποτε επιστρέφω για λίγο στη φύση, δεν χρειάζεται να κάνω εκπαίδευση για να συντονιστώ ξανά, συντονίζομαι κατευθείαν. Χαίρομαι επίσης που ο κόσμος με θαυμάζει για τις ικανότητες και τις γνώσεις μου σχετικά με τα φυτά και το χώμα. Το πιο σημαντικό είναι ότι λόγω αυτής της σχέσης που έχω με τη γη από μικρός δεν με πιάνει ούτε πυρετός. Σπάνια αρρωσταίνω.

 

  • Στην οικογένεια δεν είχαμε κανέναν ηθοποιό, είχα όμως αρκετούς κωμικούς θείους. Είχε μια έκφραση καλλιτεχνική η οικογένεια: ο πατέρας μου είναι αυτοδίδακτος πιανίστας, η μία αδερφή μου έγινε ζαχαροπλάστισσα από μόνη της, η άλλη έγινε γλύπτρια, ένας αδερφός μου άρχισε να φτιάχνει πράγματα με τα χέρια του. Πάντα γινόταν κάτι καλλιτεχνικό γύρω-γύρω, αλλά το δικό μου ήταν ένα βλασταράκι που μεγάλωνε μόνο του εκεί μέσα.

 

  • Η φάση με το θέατρο ξεκίνησε ως ψυχική ανάγκη πιο πολύ, μια ανάγκη για αποφυγή της πραγματικότητας, για να μου δίνουν σημασία, όχι ως ανάγκη έκφρασης και τέτοια μπαρμπούτσαλα. Ήταν ένα συνεχές role playing που ξεκίνησε μέσα στην οικογένεια: όταν έλειπε ο μπαμπάς μου από το σπίτι κι έλεγε «θα προσέχεις εσύ και η μεγάλη σου αδερφή τα παιδιά», έμπαινες σε έναν ρόλο. Στο σχολείο, ας πούμε, πώς μπορούσες να γίνεις λίγο πιο γοητευτικός; Αν γινόσουν λίγο μυστήριος. Στο νησί υπήρχε κάπως η αίσθηση του νεοπλουτισμού, μια νοοτροπία ότι αν δεν πληρούσες κάποιες οικονομικές προϋποθέσεις δεν ήσουν πολύ «in». Αυτό σου δημιουργεί κόμπλεξ, ειδικά στην προεφηβεία, και γίνεται πολύ βίαιο. Τότε είχαν βγει οι μάρκες και έπρεπε να ντύνεσαι έτσι, για να τηρείς τις προϋποθέσεις. Ένα κορίτσι σε κοιτούσε στα παπούτσια για να σε εγκρίνει. Αργότερα, έπρεπε να οδηγείς αυτόματο μηχανάκι για να είσαι «κάποιος», αν οδηγούσες ποδήλατο, δεν ήσουν. Τέτοια πράγματα ηλιθιωδώς καταγράφηκαν λάθος, οπότε ο μόνος τρόπος για να είμαι «in» ήταν να μπω στη φάση του θεάτρου, μια και είχα το μονοπώλιο. Δεν υπήρχε πολύς κόσμος στο νησί που να ασχολείται με το θέατρο. Είχα την τύχη να παίξω σε κάνα δυο παραστάσεις όσο ήμουν ακόμα στο σχολείο κι αυτό έγινε ξαφνικά πολύ αποδεκτό. Σιγά-σιγά έγινε ένα κόλπο για να μπορώ να βγαίνω από το σπίτι. Συμμετείχα σε μια θεατρική ομάδα όπου όλοι ήταν μεγαλύτεροί μου –ο μέσος όρος ηλικίας ήταν τα 25–, οπότε η μάνα μου δεν αγχωνόταν ότι ήμουν με φίλους μου και αλητεύω. Βλακωδώς, βέβαια, γιατί αυτοί με «κάψανε» χειρότερα. Ήμουν 14.

 

Μπορεί να ακούγεται ναρκισσιστικό, αλλά δεν ντρέπομαι να το πω, με απασχολεί η υστεροφημία μου. Το κουβαλάω αυτό από το αρχαιοελληνικό DNA μου και δεν θέλω να ξεχαστώ. Κάποια στιγμή, λογικά, θα με ξεχάσει ο πλανήτης, αλλά θα ήθελα να μείνω στο μυαλό, τουλάχιστον, όσο περισσότερων ανθρώπων μπορώ, είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο. Αυτό, για να ισχύσει, θα πρέπει να είμαι διαρκώς παρών

  • Μετά έρχονται οι Πανελλήνιες και αρχίζει το «τι θα κάνεις, Γιώργο, με τη ζωή σου;». Οι επιλογές ήταν τα «σιγουράκια»: δηλαδή ή θα πήγαινα στον στρατό που έχει λεφτά ή θα γινόμουν νοσοκόμος, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν στο νοσοκομείο και ήξερε. Γενικώς είμαι εξοικειωμένος, κάνω σε φίλους ενέσεις, δεν λιποθυμάω όταν βλέπω αίμα, ξέρω τι να κάνω σε περίπτωση ατυχήματος. Ο μπαμπάς μου είχε την τύχη και την ατυχία να ζήσει δύο ακραία γεγονότα: πέθανε ένας φίλος του στα χέρια του και λίγο καιρό μετά ξεγέννησε μια γυναίκα σε αυτοκίνητο, χωρίς να έχει σπουδάσει καν Μαιευτική. Αυτό του προκάλεσε μια σοφία πολύ ζηλευτή. Ο μπαμπάς μου ήταν γίγαντας, τον έτρεμε το σύμπαν. Ξαφνικά, κάνει ένα «κλακ» και γίνεται ο πιο «γλυκός» άνθρωπος του κόσμου, σε εκνευριστικό σημείο. Κι εγώ τώρα ακολουθώ την πορεία του κάπως. Είμαι κι εγώ τρομερός γίγαντας και προσπαθώ να γίνω πιο γλυκός όσο γίνεται, όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες.
Γιώργος Χρυσοστόμου: Με θυμώνουν οι ειδήσεις, σου φορτώνουν ερήμην σου ένα καθόλου δικό σου στρες Facebook Twitter
Είναι πολύ υπαρξιακή κουβέντα αυτή, αλλά ο θάνατος είναι η μόνη αντικειμενική αλήθεια, δεν υπάρχει άλλη. Γι' αυτό κάνουμε και ό,τι κάνουμε, για να ξορκίσουμε τον θάνατο. Στο θέατρο είμαστε τυχεροί, ανασταίνοντας διάφορους από δω κι από κει ξορκίζουμε κάπως τον θάνατο. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
  • Είμαι ντροπαλός μέχρι αηδίας και η εικόνα του απόμακρου που με ακολουθεί είναι η άμυνά μου. Ένας ευφυής άνθρωπος μπορεί να το καταλάβει αυτό. Είναι ένα κατάλοιπο της παλιάς version του Γιώργου, που καθόταν στο σχολείο μόνος για να προκαλέσει το μυστήριο, αλλά η μεγάλη αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω να διαχειριστώ την αποδοχή. Και από ναρκισσισμό –εντάξει, μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας–, αλλά και από ντροπή. Λέω «κάνε τώρα τον απόμακρο, για να μη σε πλησιάζει άνθρωπος». Στο μετρό είναι η ίδια μάσκα, με ακουστικά. Πραγματικά είναι από συστολή, αλλά δεν γίνεται να το λες αυτό κάθε φορά.
  • Στην Αθήνα μένω από το 2002, αλλά ήρθα πρώτη φορά στη ζωή μου στα 18, βλαχάκι τελείως, για να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό. Ήρθα με δάφνες και τελείωσα αριστούχος. Είχα για καθηγητή τον Μοσχόπουλο, ο οποίος με «τσίμπησε» και με πήγε στο Θέατρο Πόρτα, πρωταγωνιστή, όπου έπαιξα με αρκετή χαλαρότητα και έπαρση. Ήμουν 22 χρονών. Ξεκινάς εντυπωσιακά και μετά είσαι εκτός, είσαι το τίποτα. Έμεινα 6 χρόνια εκτός. Μετά πηγαινοερχόμουν στη Θεσσαλονίκη για τέσσερα χρόνια, έμεινα τρεις μήνες στη Λαμία, στη Λάρισα, αλλά η βάση μου ήταν η Αθήνα, την οποία δεν αλλάζω με τίποτα, ούτε με το πιο ωραίο μέρος του κόσμου. Τη λατρεύω την Αθήνα. Την ξέρω όλη απ' έξω, είχα την ευκαιρία να τη μάθω με χάρτη –το βιβλίο–, πριν βγουν τα GPS στα κινητά, όταν δούλευα ως κλόουν και γύριζα με μηχανάκι σε όλη την Αττική.
  • Ο πρώτος ρόλος που έπαιξα μόλις τελείωσα τη σχολή ήταν το Τέρας, στην Πεντάμορφη και το Τέρας, στο Θέατρο Πόρτα, όπως προανέφερα. Τότε δεν καταλάβαινα πολλά, αλλά αυτό το έργο θέλω να το ξαναπαίξω. Γιατί όταν κατάλαβα την ουσία της ιστορίας, το ότι η Πεντάμορφη διάλεξε το Τέρας και το έκανε ακόμα πιο τέρας για να το ξεφοβηθεί, ήταν τρομακτικό. Αυτό, λοιπόν, το τερατάκι είναι πολύ ευαίσθητη ψυχή, γι' αυτό της έκανε δώρα, γιατί νόμιζε ότι έτσι θα εξαγοράσει την αγάπη της ή ότι έτσι θα γίνει αποδεκτός. Το έζησα κι εγώ αυτό, στ' αλήθεια, με μια πεντάμορφη. Φτάσαμε σε πολλή βία. Ήταν δέκα χρόνια μετά το έργο, αλλά κατάλαβα ότι κάποια έργα συνδέονται με τη ζωή πραγματικά, σε επικίνδυνο σημείο. Πέρασα τη φάση με αυτή την κοπέλα τότε που είχα πολλά λεφτά. Της έκανα πολλά δώρα μπας και, αλλά τίποτα. Έλεγε «άντε φύγε» κι εγώ ξαναπήγαινα. Με έκανε βίαιο, ευχόμουν να πεθάνει και μετά το μετάνιωνα. Κατάλαβα τότε ότι η Πεντάμορφη και το Τέρας δεν είναι ένα παραμύθι για παιδιά, είναι μια ιστορία για τον άνθρωπο. Έτσι είναι όλα τα παραμύθια – αυτό το ένιωσα και στη Μικρή Γοργόνα. Τα παραμύθια έχουν πολύ βαθιά νοήματα, γι' αυτό τα λέμε στους ανθρώπους. Αυτό το τέρας, λοιπόν, άσχετα με την κρίση και όλα τα συναφή, υπάρχει μέσα μας και προσωπικά θεωρώ ότι πρέπει να το κάνεις να βγει πολύ νωρίς, να το ξέρει και ο άλλος ότι υπάρχει και μετά να προσπαθήσεις να το ηρεμήσεις. Γιατί θα βγει έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή, με τρόπο που δεν πρέπει, ή θα σκάσει σε timing τελείως λάθος. Χαίρομαι που το πήρα το μάθημα τότε με την πεντάμορφη.
  • Το τέλος δεν βολεύει κανέναν και δεν το θέλει κανείς. Είναι πολύ υπαρξιακή κουβέντα αυτή, αλλά ο θάνατος είναι η μόνη αντικειμενική αλήθεια, δεν υπάρχει άλλη. Γι' αυτό κάνουμε και ό,τι κάνουμε, για να ξορκίσουμε τον θάνατο. Στο θέατρο είμαστε τυχεροί, ανασταίνοντας διάφορους από 'δω κι από 'κει ξορκίζουμε κάπως τον θάνατο. Πάνω στη σκηνή είμαι πιο ήσυχος από οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Είναι θλιβερό και δειλό, αλλά είναι η αλήθεια. Το θέατρο είναι η πιο μεγάλη κρυψώνα ever. Και είναι φρικτό να ακούς κάποιους να λένε «η ζωή μου είναι το θέατρο». Είναι όπως ο χασικλής που δεν θέλει να δει την πραγματικότητα, τη βλέπει μέσα από κάποιο πρίσμα. Ή ο αλκοολικός. Κι αυτό που κάνω αυτήν τη στιγμή, πέρα από την επιβίωση, είναι πολύ λάθος. Είμαι όλη μέρα σε πρόβες, άρα δεν έχω επαφή. Καμώνομαι ότι έχω επαφή, αλλά δεν έχω. Το θέατρο δεν είναι η ζωή μου, είναι η δουλειά μου και πρέπει να μπορώ να ζω όλη την υπόλοιπη φάση για να την καθρεφτίζω στο θέατρο. Είναι λάθος, και πρακτικά και ψυχικά και πνευματικά, να λες «η δουλειά μου είναι η ζωή μου», σε θολώνει. Χαίρομαι που η φτώχεια με έβαλε να κάνω πολλές δουλειές. Κάποτε είπα στον Μοσχόπουλο ότι δεν θέλω να είμαι «σταθερός ηθοποιός» και μου απάντησε: «Θα εξελιχθείς μόνο αν εξελιχθείς ως άνθρωπος. Και για να εξελιχθείς ως άνθρωπος, πρέπει να ζήσεις. Και για να ζήσεις, δεν πρέπει να έχεις το θέατρο όλη μέρα στη ζωή σου». Χαίρομαι που ασχολούμαι και με άλλα πράγματα. Παίζω μουσική, ξέρω να φυτέψω ένα φυτό, ξέρω να βιδώσω μια λάμπα, να φτιάξω ένα έπιπλο, να βάψω, να κάνω τον κλόουν.
  • Πολλοί ντροπαλοί άνθρωποι κάνουν τον κλόουν, επειδή έτσι μπορούν να κρύβονται. Πέραν των πρακτικών, οι ψυχικοί λόγοι που κάνεις κάτι τέτοιο είναι γιατί ξορκίζεις μια δισυπόστατη κατάσταση. Είναι μια δύσκολη και εκνευριστική δουλειά γιατί έχεις να κάνεις με παιδιά, αλλά όταν πάει καλά, είναι αριστούργημα. Έχει μια μιζέρια, αλλά και μια λάμψη ταυτόχρονα. Τα ψυχικά στοιχεία του διασκεδαστή τα χρησιμοποιούσα για πολύ καιρό στο θέατρο. Στην πορεία κατάλαβα, όμως, ότι τα πράγματα που κρύβει ο κλόουν σε διαβαθμίσεις δεν πρέπει να τα χρησιμοποιείς και στη σκηνή. Ένας κλόουν κουβαλάει περισσότερο το δικό του θέμα και δεν είναι πολύ ευχάριστος. Όταν βλέπω ηθοποιό πάνω στη σκηνή να μου δείχνει περισσότερο το δικό του πρόβλημα παρά του ήρωα που υποδύεται, δεν μπορώ να δω την παράσταση. Το καταλαβαίνεις και από το κοινό, ότι δεν συνδέεται. Ήταν μια ολόκληρη σχολή στο θέατρο που σ' το μάθαινε αυτό, ότι πρέπει να ταράζεσαι. Παλιά έλεγαν: «Άμα κλαίει, είναι καλός». Αλλάζει μια γενικότερη συνειδησιακή κατάσταση. Εξελίσσονται και οι θεατές μαζί με τους ηθοποιούς και όλο τον πλανήτη, όπως εξελίσσεται και το χιούμορ. Δεν γελάς πια με τα αστεία των 80s. Όταν βγήκε ο Τοτός ήταν αστείος, τώρα δεν είναι. Δεν γίνεται να μεταφέρεις τα προβλήματά σου πάνω στη σκηνή. Αυτό είναι κάτι που φαίνεται και στους σκηνοθέτες, όσο και να θέλουν να κρυφτούν. Γενικά, όλη η φάση είναι ένας πίνακας επάνω στον οποίο βάζεις τα μυαλά που κουβαλάς από παιδί, τα χρώματά σου. Απλώς πρέπει να το κάνεις γι' αυτόν που πληρώνει και όχι για να αυνανίζεσαι με αυτά. Αλλιώς, κάτσε και παίξε μόνος.
Γιώργος Χρυσοστόμου: Με θυμώνουν οι ειδήσεις, σου φορτώνουν ερήμην σου ένα καθόλου δικό σου στρες Facebook Twitter
Η ζωή με έμαθε ότι η έβδομη μέρα έχει αξία αν τις έξι προηγούμενες έχεις δουλέψει. Έχει τύχει φάση που είχα λεφτά και κάθισα ένα τρίμηνο χωρίς να κάνω τίποτα και ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής μου. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
  • Επιτυχία για μένα είναι η διάρκεια. Θα θεωρήσω τον εαυτό μου επιτυχημένο εάν έχω καταφέρει να προσέξω το προϊόν μου, το σώμα μου, τη φωνή μου, το μυαλό μου και την πνευματικότητά μου. Αν υποθέσουμε ότι είμαι μια εταιρεία, θα είναι επιτυχία αν καταφέρω να την κρατήσω όσο πιο πολύ γίνεται. Επιτυχημένος θα είμαι αν καταφέρω και είμαι στη σκηνή ενεργός και παρών και όχι απλώς για να συλλέγω τα ένσημά μου σε προχωρημένη ηλικία. Μπορεί να ακούγεται ναρκισσιστικό, αλλά δεν ντρέπομαι να το πω, με απασχολεί η υστεροφημία μου. Το κουβαλάω αυτό από το αρχαιοελληνικό DNA μου και δεν θέλω να ξεχαστώ. Κάποια στιγμή, λογικά, θα με ξεχάσει ο πλανήτης, αλλά θα ήθελα να μείνω στο μυαλό, τουλάχιστον, όσο περισσότερων ανθρώπων μπορώ, είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο. Αυτό, για να ισχύσει, θα πρέπει να είμαι διαρκώς παρών.
  • Ο πιο μεγάλος μου φόβος και ο πιο ουσιαστικός είναι ότι θα μείνω μόνος μου. Τώρα παλεύουν δύο τέρατα μέσα μου, δύο δράκοι, όπως θα έλεγε κι ένας φίλος. Ο ένας λέει «ανοίξου στη συντροφικότητα», κάτι που απαιτεί θυσίες, γιατί πρέπει να θυσιάσεις πράγματα για να χωρέσει ένας άλλος άνθρωπος στη ζωή σου. Και το άλλο τέρας λέει «κάτσε μόνος σου να έχεις την ησυχία σου, να μην έχεις κανέναν πάνω από το κεφάλι σου, καμία ευθύνη». Ο μεγαλύτερος φόβος μου –και δοκιμάζεται διαρκώς– είναι ότι θα είμαι μεγάλος και θα μείνω μόνος μου και θα είμαι μάλλον γκρινιάρης. Ο πιο βαθύς είναι ότι δεν θα καταφέρω ποτέ να φροντίσω έναν άνθρωπο κι ελπίζω να μη μου τα φέρει η ζωή έτσι ώστε να πρέπει να πάθω για να το μάθω. Φοβάμαι ότι δεν θα καταφέρω να μοιραστώ. Λένε ότι το σπίτι είναι η ψυχή του ανθρώπου και στο δικό μου δεν αφήνω κανέναν να μπει. Μπορώ να σου πω εκατομμύρια δικαιολογίες για την παιδική ηλικία, αλλά έχουν φύγει πλέον αυτά από τη μέση. Δεν το έχω καθόλου να καλώ κόσμο στο σπίτι, τρελαίνομαι. Έχω κάνει ένα πάρτι στη ζωή μου. Μέχρι τώρα είχα δικαιολογία, γιατί τα γενέθλιά μου είναι τον Αύγουστο και λείπουν όλοι. Πριν από 5 χρόνια έκανα ένα πάρτι κι έφαγα το άγχος ότι δεν θα έρθει άνθρωπος, αλλά είχε μεγάλη επιτυχία. Παρ' όλα αυτά, δεν το ξανάκανα. Φοβάμαι να καλέσω κόσμο, να τον περιποιηθώ και να τον φιλοξενήσω. Ο φόβος μου είναι ότι δεν θα καταφέρει να ανοίξει ποτέ αυτό το σπίτι, να θυσιάσω μια εβδομάδα από τον χρόνο μου και τη ρουτίνα μου για κάποιον άλλο. Θέλω να το αλλάξω αυτό.
  • Το μεράκι μου είναι να ακούω και να βρίσκω καινούργια μουσική, αλλά και να παίζω ως DJ. Μου αρέσουν τα βινύλια, τα στερεοφωνικά, έχω ταλέντο στα παζλ – βέβαια, είναι πολύ μοναχική δραστηριότητα, αλλά μου αρέσει. Δεν μου αρέσει να διαβάζω. Έχω 800 βιβλία που δεν τα έχω αγγίξει ποτέ. Μου αρέσει να περπατάω με μουσική στα αυτιά και να εξαφανίζομαι. Μέχρι τώρα μου άρεσε και να βγαίνω και να πίνω, αλλά δεν μ' αρέσει πια, βαρέθηκα. Αγαπάω το φαΐ, τα κόκκινα κρασιά, μου αρέσουν τα μεσημεριανά μεθύσια, μου αρέσει να οδηγώ, αλλά δεν έχω αυτοκίνητο. Καμιά φορά πάμε με έναν φίλο μου στη Βόρεια Εύβοια και δεν μιλάμε καθόλου στο αυτοκίνητο, καθόμαστε σιωπηλοί και είναι απόλαυση.
  • Με ενοχλεί η παραβίαση του ιδιωτικού χώρου, η πολύ εύκολη οικειότητα, είναι κάτι που παίρνω προσωπικά και δεν θα έπρεπε. Και δεν μπορώ την αγένεια. Έχω υπάρξει αγενής πάρα πολλές φορές και όταν το βλέπω απέναντί μου με ενοχλεί, γιατί βλέπω τον εαυτό μου. Μακάρι να ήταν λίγο πιο καθαρή αυτή η πόλη. Είμαι ψυχαναγκαστικός με την καθαριότητα. Έχω ένα βίντεο σε παραλία που είμαι μόνος μου και την καθαρίζω όλη, σαν τρελός. Με ενοχλεί που θυμώνω με κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει. Με ενοχλεί η έλλειψη παιδείας. Με θυμώνουν οι ειδήσεις. Καμιά φορά κάνω ένα παιχνίδι: βλέπω ειδήσεις με ήχο και χωρίς. Είναι ένα τελείως άλλο πράγμα. Όταν με πιέζουν να φοβηθώ –γιατί το καταλαβαίνω ότι με πιέζουν– λέω «γιατί μου το κάνεις αυτό;». Σου φορτώνουν πράγματα ερήμην σου και ξαφνικά έχεις ένα στρες που δεν είναι δικό σου.
  • Η ζωή με έμαθε ότι η έβδομη μέρα έχει αξία αν τις έξι προηγούμενες έχεις δουλέψει. Έχει τύχει φάση που είχα λεφτά και κάθισα ένα τρίμηνο χωρίς να κάνω τίποτα και ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής μου. Μακάρι να είμαι χρήσιμος μέσα από αυτήν τη δουλειά όσο περισσότερο γίνεται. Και έξω από αυτήν.
Γιώργος Χρυσοστόμου: Με θυμώνουν οι ειδήσεις, σου φορτώνουν ερήμην σου ένα καθόλου δικό σου στρες Facebook Twitter
Τη λατρεύω την Αθήνα. Την ξέρω όλη απ' έξω, είχα την ευκαιρία να τη μάθω με χάρτη –το βιβλίο–, πριν βγουν τα GPS στα κινητά, όταν δούλευα ως κλόουν και γύριζα με μηχανάκι σε όλη την Αττική. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

  

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Οι Αθηναίοι
7

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Οι Αθηναίοι / Αντουανέττα Αγγελίδη: «Κάθε ταινία μου είναι το ευτυχές τέλος μιας περιπέτειας απορρίψεων»

Μοναδική περίπτωση για το ελληνικό σινεμά, η ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθέτις που τιμάται στο 13ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Ταινιοθήκης αφηγείται τη ζωή και την πορεία της στη LiFO.
M. HULOT
«Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Oι Αθηναίοι / «Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Η αρχιτέκτονας και υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, δεν λησμόνησε ποτέ στην πορεία της πως η μορφή ενός κτιρίου πρέπει να έχει χαρακτήρα, ειλικρίνεια και κλίμακα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Δημοσιογράφος, στιχουργός. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ’ όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Οι Αθηναίοι / Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Η συνιδρύτρια και διευθύντρια της Black Light και συνδημιουργός της σειράς podcast της LiFO «Ζούμε ρε» δραστηριοποιείται ώστε οι ΑμεΑ να διαθέτουν ίσες ευκαιρίες και απεριόριστη πρόσβαση, δίχως στιγματισμούς και διακρίσεις. Και είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Lorenzo

Οι Αθηναίοι / Lorenzo: «Η techno σκηνή έχει γίνει χρηματιστήριο»

Γνώρισε την techno στη Φρανκφούρτη των αρχών των ‘90s. Ερχόμενος στην Αθήνα, όσο έβλεπε ότι ο κόσμος σοκαριζόταν με τις εμφανίσεις του, τόσο περισσότερο του άρεσε να προκαλεί. Ο θρυλικός χορευτής του Factory και ιδρυτής της ομάδας Blend είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ελισάβετ Κοτζιά

Οι Αθηναίοι / «Τα πρώτα χρόνια λέγανε ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου»

Η Αθηναία της εβδομάδας Ελισάβετ Κοτζιά γεννήθηκε μέσα στα βιβλία· κάποια στιγμή, τα έβαλε στην άκρη, για να ξανασυναντήσει τη λογοτεχνία μέσα από μια αναπάντεχη εμπειρία. Άφησε το οικονομικό ρεπορτάζ για την κριτική βιβλίου. Τη ρωτήσαμε γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση στο εξωτερικό, και δεν πιστεύει πως για το ζήτημα αυτό υπάρχουν απλές απαντήσεις.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Πέθανε Σαν Σήμερα / Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της, η κορυφαία θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, που πέθανε σαν σήμερα, μίλησε με πρωτοφανή ειλικρίνεια και απλότητα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Αρετή Γεωργιλή

Οι Αθηναίοι / «Δεν θα σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται»

Η Αρετή Γεωργιλή γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα δώδεκα τελευταία χρόνια, αφότου άνοιξε το Free Thinking Zone, ζει εκεί και στην Αθήνα. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κατιάνα Μπαλανίκα

Οι Αθηναίοι / Κατιάνα Μπαλανίκα: «Μέσα μου είμαι κουτάβι, γι’ αυτό και με πάταγαν όλοι»

Η ηθοποιός που αγαπήθηκε για τους κωμικούς της ρόλους έκανε μόνο δράμα στη σχολή. Θα ήθελε να ξαναπαίξει στην τηλεόραση αλλά βλέπει πως δεν θυμούνται τη γενιά της πια. Είναι ευγνώμων για τη ζωή της και την αφηγείται στη LiFO - γιατί είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μάριο Μπανούσι

Οι Αθηναίοι / Μάριο Μπανούσι: «Αν δεν εκτεθείς στη ζωή, δεν έχει νόημα»

Ο νεαρός σκηνοθέτης, που έχει ήδη μετρήσει διαδοχικά sold out, άρχισε να βλέπει θέατρο όταν μπήκε στη δραματική σχολή. Του αρέσει η ανθρώπινη αμηχανία, η σιωπή και η ησυχία τον γοήτευαν πάντα. Αν και δεν τα πάει καλά με τα λόγια, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
M. HULOT
Γιώργος Τσιαντούλας, ηθοποιός, σκηνοθέτης

Οι Αθηναίοι / «Γελάτε γιατί χανόμαστε, κάντε σεξ, ταξιδέψτε, διαβάστε και φάτε, φάτε, φάτε»

Ο πολυσυζητημένος πρωταγωνιστής της ταινίας «Το καλοκαίρι της Κάρμεν», Γιώργος Τσιαντούλας, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ζει στο Παγκράτι, διατηρεί θεατρική ομάδα στα Τρίκαλα, έχει παίξει σε παραστάσεις του Ρομέο Καστελούτσι και του Δημήτρη Παπαϊωάννου και τα πιο ριψοκίνδυνα πράγματα που έχει κάνει είναι «γαστρονομικοί συνδυασμοί σε λάθος στιγμή και λάθος ώρα».
M. HULOT
Η Μαρινέλλα ειλικρινέστερη παρά ποτέ αφηγείται τη ζωή της όλη στη LIFO

Οι Αθηναίοι / Η Μαρινέλλα ειλικρινέστερη παρά ποτέ αφηγείται τη ζωή της όλη στη LiFO

Η μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού μιλά για τις ανεξίτηλες συναντήσεις της πορείας της, για το πώς πήγε κόντρα στο ρεύμα της εποχής της, για μια ζωή χορτάτη. Δουλεύοντας επί 67 συναπτά έτη δεν ανέχεται να της πει κανείς «τι ανάγκη έχεις;».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ