Η οικογένεια και του πατέρα και της μάνας μου είναι από τα Καρδάμυλα της Χίου – οι καταβολές του πατέρα μου από τη Μικρά Ασία. Όταν ο παππούς μου έγινε διευθυντής στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων ήρθαν εδώ και έχτισε το πρώτο σπίτι στη Νέα Φιλαδέλφεια, που ήταν τότε μόνο χωράφια, για να πηγαίνει με τα πόδια στο Λύκειο. Η Νέα Φιλαδέλφεια είναι ακόμα και σήμερα ωραία περιοχή. Κρατάει μια μεσοαστικότητα, μια ποιότητα ζωής, την παλιά γειτονιά, γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας και επειδή έχω ασχοληθεί με τα κοινά, είμαστε σαν μια μεγάλη παρέα.
• Ο πατέρας μου ήταν καπετάνιος σε εμπορικά πλοία, η μητέρα μου μεγάλωνε την αδελφή μου κι εμένα και, σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής, δεν εργαζόταν. Τότε οι ναυτικοί έλειπαν πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα, έτσι γνώρισα τον πατέρα μου όταν ήμουν τριών χρονών. Του έστειλαν ένα τηλεγράφημα «μπαμπά, ήρθα» στη Σιγκαπούρη, όπου ήταν τότε, για να του ανακοινώσουν τη γέννησή μου, και όταν επέστρεψε, επειδή ήταν δίδυμος με τον αδελφό του, τον είπα θείο, κάτι που τον πλήγωσε πολύ.
• Σχολείο πήγα στο Αρσάκειο της Εκάλης – οι γονείς μας ήθελαν να μας δώσουν μια καλύτερη μόρφωση. Επρόκειτο για μια συντηρητική εκπαίδευση χωρίς περιθώρια και πολλά ερεθίσματα. Είχαμε όμως δυο εμπνευσμένους δασκάλους, μια εξαιρετική φιλόλογο, τη Βάσω Φουντουκάκου, που έβγαινε λίγο εκτός ύλης, και τον καθηγητή των Θρησκευτικών, Αλέξανδρο Καριώτογλου. Είναι αυτός που τιμωρήθηκε προσωρινά πριν από λίγους μήνες επειδή έκανε κορίτσια παπαδάκια στον ναό του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά στην Πλάκα. Όταν συνέβη αυτό κάναμε μεγάλη φασαρία, μαζευτήκαμε όλες οι παλιές του μαθήτριες και κινητοποιηθήκαμε. Όταν μας έκανε μάθημα ήταν κοσμικός, κληρικός έγινε πολύ αργότερα και ήταν κάτι που επέλεξε συνειδητά – αυτό δίδαξε και σε εμάς. Αυτός ο εμπνευσμένος καθηγητής μάς έκανε θρησκειολογία, μας έμαθε τη διαφορά των θρησκειών, πίστευε ότι έπρεπε να επιλέξουμε τον χριστιανισμό έχοντας συνείδηση του τι επιλέγουμε. Έγραψε ένα ωραιότατο βιβλίο με αγάπη, το πρώτο του, για το ισλάμ, για να γίνει κατανοητό στον κόσμο ως θρησκεία και να μην το φοβούνται.
Ήθελα έναν χώρο να συνδυάζει τον πολιτισμό, τον ακτιβισμό και τον δημόσιο διάλογο. Πίστεψα ότι το βιβλιοπωλείο είναι ο κατάλληλος χώρος γιατί όλα ξεκινάνε από τη γνώση, όσο περισσότερη έχεις, όσο περισσότερο ταξιδεύεις, τόσο καλύτερα μπορείς να πολεμήσεις συντηρητικές λογικές.
• Αυτός ο άνθρωπος και η ενασχόλησή μου με τα πολιτικά με έμαθαν να σκέφτομαι ελεύθερα, ανοιχτά, να συγκρίνω και να μη θεωρώ τίποτα δεδομένο, κάτι που μου στοίχισε μια-δυο αποβολές, γιατί έκανα πολλές ερωτήσεις και είχα πολλά ενοχλητικά «γιατί», από την ύλη που διδασκόμασταν μέχρι τα αδέσποτα.
• Μεγάλωσα σε συντηρητική οικογένεια, συντηρητικά, και λόγω αυτών των καθηγητών άρχισα να αμφισβητώ. Η δεύτερη πηγή αμφισβήτησης ήταν τα ταξίδια. Ο πατέρας μου με έπαιρνε πολλές φορές μαζί του, μέχρι έξι χρονών είχα πάει Παναμά, Νέα Ορλεάνη, Αλγερία, νότια Γαλλία. Παραμένει άσβεστη αυτή η αγάπη μέχρι σήμερα, μάλιστα στόχος μου είναι να εξελιχθεί το Free Thinking Zone σε Free Thinking Travelers, να σχεδιάζουμε ταξίδια για ανθρώπους που θέλουν να ταξιδεύουν όχι μόνο για αναψυχή αλλά και για να κάνουν εθελοντισμό. Το σκεπτικό είναι το εξής: η ρύπανση που προκαλείται από ένα ταξίδι που κάνουμε, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα που αφήνουμε για να πάμε σε μια χώρα, και μάλιστα μακρινή, είναι πολύ μεγάλο. Γιατί, λοιπόν, να μη συνδυάσεις την αναψυχή, την ξεκούραση, στην οποία έχουμε όλοι δικαίωμα, με κάτι που έχεις επιλέξει και σου ταιριάζει ανάλογα με το κέφι, τις γνώσεις και τη διάθεσή σου, ισοφαρίζοντας το αποτύπωμά σου; Αυτό διερευνώ, γι’ αυτό τα τρία τελευταία χρόνια πάω στην Αφρική, που μου ταιριάζει και όπου αισθάνομαι ότι οι Δυτικοί έχουμε κάνει το μεγαλύτερο κακό.
• Ο πατέρας μου διάβαζε πολύ. Το πρώτο «μεγάλο» βιβλίο που διάβασα εκεί στα 12, γιατί μέχρι τότε διάβαζα όσα διαβάζουν όλα τα παιδιά, ήταν τα Κατά συνθήκην ψεύδη του Μαξ Νορντάου, ένα μεγάλο δερματόδετο κόκκινο βιβλίο, και μετά το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Σολζενίτσιν. Νομίζω ότι ο πατέρας μου άφηνε τεχνηέντως σε διάφορα μέρη του σπιτιού αυτά τα βιβλία γιατί είχε καταλάβει ότι είχα γραφτεί στην ΚΝΕ. Του άρεσε η Ρωσία, είχε φίλους εκεί, αλλά δεν έπαυε να είναι ένα φοβικό κράτος.
• Στην ΚΝΕ μπήκα όταν ήμουν 12 χρονών, κάποιος φίλος από τη γειτονιά με πήγε. Έμεινα δυο χρόνια, έκανα αφισοκολλήσεις, ό,τι έκανε μια κνίτισσα. Οι γονείς μου δεν το συζήτησαν ποτέ μαζί μου για να μην αντιδράσω, αλλά δεν ήταν λόγω των βιβλίων που άλλαξα και έγινα φιλελεύθερη. Έγινα φιλελεύθερη γιατί στα 14 ένα αγόρι που μου άρεσε ήταν φιλελεύθερο, παιδί με ευρυμάθεια. Τότε ήταν η εποχή που η ΝΔ έβγαινε από τη βαθιά συντήρηση του Καραμανλή και του Αβέρωφ και με ενδιέφερε αυτή η κατάσταση. Κόλλησα με τους φιλελεύθερους και κατάλαβα ότι ο φιλελευθερισμός δεν έχει μόνο οικονομική διάσταση, έχει και κοινωνική και δικαιώματα που στην Ελλάδα δεν προσέχει κανένας και ήταν ταυτισμένα με την αριστερά.
• Μπήκα στο πανεπιστήμιο χωρίς φροντιστήριο, που έκανα όμως για να περνάω μαθηματικά και φυσική γιατί ήμουν σκράπας. Πάντα ήθελα να γίνω αρχαιολόγος, δεν μετάνιωσα ποτέ για τις σπουδές μου. Παρακολουθώ μέχρι σήμερα τις εξελίξεις, αρχαιολόγους της γενιάς μου με δικές τους ανασκαφές· ίσως έχω έναν μικρό ενδοιασμό για το αν θα έπρεπε να συνεχίσω στην ανασκαφή. Ζηλεύω λίγο, αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, έπρεπε να δουλέψω. Μέχρι τότε έκανα δουλειές του ποδαριού, στον ΟΠΑΠ: πήγαινα ξημερώματα και δούλευα στη διαλογή δελτίων, κάναμε αυτήν τη δουλειά για ένα μεροκάματο, που ήταν πολύτιμο για μένα. Η άλλη δουλειά που έκανα ήταν παράνομες ξεναγήσεις. Μόνη μου μάζευα κόσμο και τον ξεναγούσα στην Ακρόπολη και στην Πλάκα. Εκεί ήταν καλά τα λεφτά μέχρι που με ανακάλυψε μια επαγγελματίας ξεναγός και φοβήθηκα, οπότε σταμάτησα αυτήν τη σύντομη καριέρα. Πολλά αστεία περιστατικά συνέβησαν τότε, με αποκορύφωμα την ομάδα κωπηλασίας της Νορβηγίας που ήταν ωραίοι και ψηλοί, αλλά δεν ενδιαφέρονταν και πολύ για όσα τους έλεγα, δηλαδή ό,τι είχα διαβάσει στον Μπούρα και στην Παναγιωτίδου, η ζωφόρος, η αναλογίες, το τρίγλυφο. Γυρίζω κάποια στιγμή και είχαν γίνει λαγοί, μιλούσα μόνη μου. Μετά κατάλαβα ότι για να τα πεις όλα αυτά πρέπει να τα κάνεις να μοιάζουν με παραμυθάκι.
• Στα 23 ξεκίνησα να δουλεύω ως κειμενογράφος στη CIVITAS. Έκανα πολιτική επικοινωνία, εταιρική επικοινωνία, έκανα και ένα μεταπτυχιακό στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο για να φτιάξω μια δική μου επιχείρηση – δεν το κατάφερα ποτέ. Αυτό που μετανιώνω πολύ είναι ότι δεν κατάφερα να φύγω και να ζήσω στο εξωτερικό, αλλά οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν.
• Την επικοινωνία τη μαθαίνεις εμπειρικά. Πιστεύω ότι όλα τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται βασικές επιστήμες, να παίρνουν κάποιες βάσεις, ό,τι και να κάνουν στο μέλλον. Αυτές οι σπουδές σού δίνουν ένα αξιακό σύστημα, βάσεις που σε βοηθάνε μεθοδολογικά, να είσαι λίγο πιο ανεκτικός στη ζωή σου και να ψάχνεις τα πράγματα. Η επιστήμη σού δίνει τη δυνατότητα να μην έχεις βεβαιότητες, να ψάχνεις τα πράγματα δεύτερη φορά, να μην τα θεωρείς όλα δεδομένα και να τα «καταπίνεις» σαν πρόβατο. Η επικοινωνία είναι τεχνική, σαν το μάρκετινγκ, σαν οποιαδήποτε άλλη δουλειά, δεν έχει βάση έρευνας.
• Στην επικοινωνία μού αρέσει ότι μπορείς να επηρεάσεις ή να διαμορφώσεις τον λόγο με τέτοιο τρόπο που να μπορείς να κάνεις και λίγο καλό. Στην πολιτική δεν φτάνει να είσαι ένας καλός ρήτορας, ένας καλός διαχειριστής μιας κακής πραγματικότητας, πρέπει να είσαι και καλός άνθρωπος. Γιατί η πολιτική δεν φέρνει άμεσες αλλαγές, αναγκαστικά θα έρθεις σε επαφή με τον πόνο, ή με το πρόβλημα, ή με το έλλειμμα. Όλοι οι άνθρωποι θέλουν να βελτιώσουν τη ζωή τους, αλλά τους ανθρώπους για τους οποίους δεν μπορείς να κάνεις κάτι πρέπει να τους διαχειριστείς με τιμιότητα, καλοσύνη και διαφάνεια. Δυστυχώς, αυτό δεν υπάρχει.
• Αν και μια βασική αρχή της επικοινωνίας είναι το «truth is well told», οι περισσότεροι δεν την τηρούν, είναι ψεύτες, λαϊκιστές και εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα ή τα συμφέροντα της ομάδας που υπηρετούν. Αυτό που κάνει σήμερα πιο δύσκολη τη δουλειά μας είναι πως όλοι οι πολιτικοί θέλουν να έχουν επικοινωνία, αλλά πολύ λίγοι έχουν ουσία. Εμείς είμαστε το «well told», ως επαγγελματίας μπορώ να βοηθήσω σε αυτό το κομμάτι, δεν μπορώ να βοηθήσω στο «truth» γιατί δεν έχω την πληροφορία, πρέπει να μου τη δώσει ο πολιτικός.
• Αν δεν υπάρχει καλό προϊόν, όσο καλά και να το χειριστώ και να γίνει ανάρπαστο, δεν θα το ξαναπάρει ο καταναλωτής. Αυτός είναι δεύτερος νόμος της επικοινωνίας: όσο πιο καλά επικοινωνήσεις ένα κακό προϊόν, τόσο πιο γρήγορα φέρνεις τον θάνατό του. Αυτό στην εταιρική επικοινωνία ισχύει απόλυτα, στην πολιτική όχι. Γιατί εκεί υπεισέρχεται ο παράγοντας λαϊκισμός. Στη διαφήμιση υπάρχει νόμος, δεν επιτρέπεται η παραπλάνηση, στην πολιτική διαφήμιση δεν υπάρχει, δεν μπορεί να διαγνωστεί και δεν τιμωρείται. Γιατί αν είσαι καλός story teller, μπορείς να πεις οτιδήποτε. Ένας νέος πολιτικός πρόσφατα έλεγε «σε δέκα μέρες θα γίνει στην Ηλιούπολη ένα σχολείο για αυτιστικά παιδιά». Περίμενα και μετρούσα τις μέρες γιατί με αφορά, έχω στην οικογένεια ένα τέτοιο παιδί. Δεν έγινε. Αυτό με ενοχλεί πολύ, η εργαλειοποίηση του προβλήματός μου. Ή το να λες ότι είναι απολύτως ασφαλή τα τρένα μας. Ή το λες και δεν έχεις ιδέα για τα τρένα εδώ ή ξέρεις ότι δεν είναι ασφαλή και το λες για άλλο λόγο. Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρέπει να ασχοληθείς ποτέ ξανά με την πολιτική, πρέπει να αποσυρθείς ησύχως, όταν σε μια εβδομάδα έχεις τα Τέμπη.
• Σύμφωνα με τον απλό νόμο της φυσικής, όταν αδειάζει το κέντρο, αυξάνονται τα άκρα. Δεν υπάρχει το κέντρο που θα μπορούσε να πείσει τους ανθρώπους του ορθού λόγου, και στρέφονται αλλού. Ο καθένας μας έχει στον κύκλο του παραδείγματα τέτοιων μετακινήσεων που έχουν στραφεί δεξιότερα γιατί το νοικοκυριό τους, ιδεολογικό ή φυσικό, πλήττεται, αισθάνονται ανασφάλεια, χάνονται δικαιώματα κατακτημένα, υπάρχει έντονη φορολογία και μείωση εισοδήματος, κινδυνεύει η ελευθερία έκφρασης. Το ίδιο συνέβη με τη Λεπέν και στην Αμερική του Τραμπ, που μετά την προεδρία έχει γίνει του alt right· όταν λες ότι τα βιβλία προωθούν την ομοφυλοφιλία και ο εχθρός είναι η τρανς κοινότητα, όταν πιστεύεις ότι το βιβλίο σε απειλεί και ότι ο μαύρος εύκολα παίρνει ένα όπλο, στο όνομα της καθαρότητας. Από την άλλη, έχουμε την πίεση και τον εξαναγκασμό της woke κουλτούρας και όποιος δεν μιλά με τον σωστό ή επιθυμητό τρόπο οδηγείται σε δολοφονία χαρακτήρα. Η μόνη λύση είναι να πορευτούμε σε αυτή την κοινωνία αποδεχόμενοι τον άλλο.
• Έκανα επικοινωνία στα Βαλκάνια για επτά χρόνια, κι αυτό μου έδωσε μια πολύτιμη εμπειρία. Είναι ένα μωσαϊκό πολυπολιτισμικό και λίγο υποτιμημένο, ένα κομβικό σημείο στην Ευρώπη που συνεχίζει να παράγει πολιτισμό διαφορετικό από τον δυτικό, βγαλμένο από στρώματα φυλών και εθνών. Αποφάσισα να φύγω όταν αισθάνθηκα ηθικά άσχημα για μερικά πράγματα που αφορούσαν τη δουλειά μου.
• Ήθελα να κάνω κάτι δικό μου σε μια εποχή που η Ελλάδα μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου ήταν σε πολύ μεγάλη ένταση. Μετά ήρθαν και τα μνημόνια και είπα, αντί να κάνω μια ΜΚΟ και να είμαι κλεισμένη σε ένα γραφειάκι και κανένας να μην ξέρει τι γίνεται, και οι μισοί να λένε τι κάνει αυτή και οι άλλοι ότι τα τρώει, να ανοίξω ένα βιβλιοπωλείο απόλυτα διαφανές, με δράσεις που θα καλύπτονται από αυτούς που αγοράζουν βιβλία και θα μπορούν να μπαίνουν σε διάφορες ομάδες (πρόσφυγες, ΛΟΑΤΚΙ+), πάντα με ελευθερία έκφρασης. Έτσι θα μπορούμε να κάνουμε δράσεις ελεύθερα και ωραία, χωρίς να είμαστε εξαρτημένοι από κυβερνήσεις και προγράμματα. Έτσι έγινε το Free Thinking Zone τον Δεκέμβριο του 2011.
• Ήθελα έναν χώρο να συνδυάζει τον πολιτισμό, τον ακτιβισμό και τον δημόσιο διάλογο. Πίστεψα ότι το βιβλιοπωλείο είναι ο κατάλληλος χώρος γιατί όλα ξεκινάνε από τη γνώση, όσο περισσότερη έχεις, όσο περισσότερο ταξιδεύεις, τόσο καλύτερα μπορείς να πολεμήσεις συντηρητικές λογικές. Ένας τέτοιος χώρος δεν υπήρχε στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό είναι λιγοστοί και, κυρίως, στρατευμένοι. Εγώ ήθελα να αγγίζω όλα τα δικαιώματα. Η βία είναι το μόνο όριο που υπάρχει. Εδώ μπορούν να φιλοξενηθούν άνθρωποι που έχουν τις πιο αποκρουστικές απόψεις. Ο Πάνος Καμμένος είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, θα τον φιλοξενούσα μια χαρά εδώ. Αν αποκλείεις όποιον είναι διαφορετικός από σένα, δεν θα προχωρήσουμε ως κοινωνία. Στην κοινωνία πρέπει να υπάρχουν τομές, όχι διαιρετικές όμως. Αυτό πιστεύω, γι’ αυτό έκανα αυτόν τον χώρο κι ας είχαμε και πολλά ευτράπελα – μέχρι σύλληψη ομιλητή έχει γίνει εδώ μέσα. Αποφάσισα να κρατήσω έναν ιδεολογικό χαρακτήρα ανόθευτο, φιλελεύθερο, μια καθαρότητα που μου επιτρέπει να κοιμάμαι καλά τα βράδια.
• Σεξισμό δεν έχω συναντήσει στον χώρο του βιβλίου. Τον συνάντησα όμως σε άλλα πεδία, και mansplaining, και «έλα να σου εξηγήσω, κοπελίτσα μου»· και έφτιαξα πολλούς καφέδες σε παρουσιάσεις δικές μου γιατί ήμουνα η μόνη γυναίκα στο δωμάτιο· και πήρα μισθό τρεις φορές κάτω από έναν άντρα στην ίδια θέση με τα ίδια skills. Έχω αντιμετωπίσει πολλά τέτοια.
• Ο χώρος του βιβλίου είναι πιο ανοιχτός σε τέτοια θέματα, όχι όμως στο να μπορέσει να ανοίξει και να δουν διαφορετικά το βιβλίο. Ακολουθούμε το στερεότυπο ότι το βιβλίο είναι πολιτισμικό αγαθό και νομίζουμε πως αυτό αρκεί. Αλλά πωλείται και για να ζήσει μια επιχείρηση πρέπει να χρησιμοποιήσεις τεχνικές σύγχρονες, να φέρεις τον κόσμο κοντά σου και να ανοίξεις την αγορά.
• Αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα του ελληνικού εκδοτικού χώρου. Διαβάζουμε λιγότερο σχεδόν απ’ όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς και δεν έχουμε ούτε μια καλή καμπάνια για το βιβλίο, ούτε στην πανδημία δεν κάναμε. Είμαστε 1.000 εκδοτικοί και 1.500 βιβλιοπωλεία και βγαίνουν 30.000 βιβλία τον χρόνο – ποιος θα τα απορροφήσει; Ούτε εμείς δεν μπορούμε να τα διαβάσουμε, για να τα προτείνουμε στον πελάτη.
• Όταν δαιμονοποιείς την καμπάνια, δεν θα φέρεις ποτέ τον κόσμο που δεν διαβάζει κοντά σου, ούτε τη νέα γενιά που θα διαβάσει κάτι ευπώλητα και δεν θα μάθει ποτέ τον Αλμπάτη, τον Παπαμάρκο ή τους νέους συγγραφείς. Πρέπει να φτάσεις εσύ στο κοινό, γιατί όλοι βγάζουν τα ίδια είδη και όλοι απευθυνόμαστε στο ίδιο κοινό. Αυτός κύκλος, αν δεν ανοίξει, θα πάνε όλα χαμένα.
• Μου αρέσει που είμαι βιβλιοπώλισσα και ρόλος μου είναι να σου δώσω μια κατεύθυνση. Διαβάζω όσο το δυνατό περισσότερο, είναι υποχρέωσή μου, όπως και το να «διαβάζω» τους πελάτες μου. Επειδή τα βιβλία είναι σαν τα ρούχα, πρέπει να σου κάνουν, να ταιριάζουν με τα βιώματα, το γούστο, τη ζωή σου. Αν δεν κάνω αυτό το profiling, δεν είμαι καλή βιβλιοπώλισσα. Είναι μεγάλη η υποχρέωση και η ευθύνη που έχεις σ’ αυτήν τη δουλειά και το προσπαθώ, κυρίως στο κοινωνικό και το πολιτικό. Έχω κάνει μια εξειδίκευση και στη φεμινιστική λογοτεχνία, στο queer, όπου καθοδηγώ συνειδητά τον πελάτη, γιατί πιστεύω ότι, διαβάζοντας τα βιβλία αυτά, που έχουν κοινωνικές προεκτάσεις, μαθαίνεις τις προκαταλήψεις που θα αναγκαστείς να αντιμετωπίσεις, να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου, ακόμα και να είσαι καλύτερος εργοδότης.
• Οι γυναίκες είναι αυτές που υφίστανται τις περισσότερες διακρίσεις. Εννέα στις δέκα φορές διακόπτουμε μια γυναίκα, την εμποδίζουμε να πει μια καλή ιδέα, αυτό το λένε οι έρευνες. Συμβαίνουν περιστατικά αδιανόητα και σήμερα, γιατί το ΜeΤoo έγινε στον πολιτισμό και τον αθλητισμό, που είναι αυτόνομοι χώροι – και πάλι καλά. Στον χώρο των επιχειρήσεων, για τον οποίο δεν έχουμε ακούσει τίποτα, υπάρχει ομερτά, και ας συμβαίνουν αδιανόητες ιστορίες. Είναι ζούγκλα, π.χ. υπάρχει μεγάλη επιχείρηση που διαφημίζεται καθημερινά, και απολύει εγκύους.
• Αυτά όλα, και το ότι άκουγα περιστατικά με ελλείμματα ισότητας μέσα στο βιβλιοπωλείο, ήταν η αφορμή να ξεκινήσω το 2018 το Lean-In, ένα δίκτυο που ενθαρρύνει γυναίκες από κάθε υπόβαθρο και λειτουργεί με κύκλους, αποκλειστικά με εθελόντριες. Οι γυναίκες αυτές δίνουν τον χρόνο και την γνώση τους, βοηθούν άλλες γυναίκες αυθόρμητα, καμία δεν έχει ανάγκη να το κάνει από ματαιοδοξία ή για λόγους προβολής, ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Σήμερα έχουμε 2.500 εθελόντριες, 134 κύκλους σε όλη την Ελλάδα και βραβευτήκαμε από τα κεντρικά ως το δίκτυο με τους περισσότερους κύκλους στον κόσμο. Με κάνει υπερήφανη το ότι συναναστρέφομαι, εμπνέομαι, εμπιστεύομαι και μαθαίνω από άλλες γυναίκες και αυτή είναι μια αξία άυλη, η μεγαλύτερη προίκα μου. Δεν σκοπεύω να σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται και να μιλά γι’ αυτό που πιστεύει, ειδικά σε μια χώρα που τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας είναι περισσότερα από τα ατυχήματα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.