Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη στις 19 Μαΐου 1938. Το σπίτι μας ήταν ένα ημιυπόγειο στο κέντρο της πόλης, συγκεκριμένα στην οδό Παλαιών Πατρών Γερμανού. Το πραγματικό μου όνομα είναι Κυριακή Παπαδοπούλου. Η Κική, το στερνοπούλι μιας εξαμελούς οικογένειας. Σήμερα έχουμε μείνει εγώ και η αδελφή μου, η Λούλα, και είμαστε μια γροθιά. Τους άλλους, δυστυχώς, τους χάσαμε. Σκληρές οι παιδικές μνήμες, αφού μεγάλωσα την εποχή του πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου. Ανήκω σε μια γενιά η οποία ωρίμασε γρήγορα. Ήμουν παιδάκι σε χρόνια που κυριαρχούσαν οι κακουχίες, οι ελλείψεις και οι στερήσεις. Πείνα και μπόλικο κρύο που κανείς σήμερα δεν μπορεί να καταλάβει. Ναι μεν ατελείωτα παιχνίδια σε χωμάτινους δρόμους αλλά και τα πάντα μετρημένα. Από τη μια ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας με την ανεμελιά και απ’ την άλλη η αγριότητα και οι συμφορές. Βιώματα που δεν μπορούν να ξεπεραστούν. Το σημαντικότερο ήταν, όμως, ότι το σπίτι μας ξεχείλιζε από αγάπη. Ζούσαμε φτωχικά, αλλά ευτυχισμένα. Κι αυτό οφείλεται στους γονείς μας. Μια φράση που με ακολουθεί ακόμη και σήμερα είναι: «Τι θα φάμε;». Ξορκίζαμε τους φόβους μας με το φαγητό. Αυτή είναι μια συνήθεια που πήρα απ’ τους γονείς μου, οι οποίοι κατάγονταν από τον Πόντο και πριν έρθουν στην Ελλάδα ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη.
Δεν με ενδιαφέρει η ηλικία. Ποτέ δεν με απασχόλησαν τα χρόνια μου. Για μένα η ημερομηνία γέννησης είναι απλώς ένας αριθμός για το ληξιαρχείο και τίποτα περισσότερο. Με θυμώνει που ο κόσμος σήμερα μονίμως γκρινιάζει. Κυριαρχεί μια μιζέρια, ένας οχαδερφισμός και φθόνος για τον διπλανό. Παρατηρώ ανθρώπους να περνά η ζωή δίπλα τους και αυτοί να κοιτούν στην αντίθετη πλευρά.
• Στους γονείς μου οφείλω πολλά. Απ’ αυτούς πήρα το ήθος, την προσφορά και τη φιλική διάθεση προς τους ανθρώπους. Μου μετέδωσαν αξίες και αρχές όπως η συνέπεια, η ανεξαρτησία και η ειλικρίνεια. Ήταν υπέροχοι άνθρωποι και μεροκαματιάρηδες· έντιμοι, ανοιχτοχέρηδες και, κυρίως, χωρίς προκαταλήψεις ή στερεότυπα· φτωχοί και, φυσικά, καθόλου φιλάργυροι. Ο πατέρας μου, Γιώργος, ο οποίος δούλευε σε φούρνο, έλεγε καθημερινά στη μάνα μου: «Βρε Δομνάκι, βάλε ένα πιάτο ακόμα στο τραπέζι μην περάσει κανένας περαστικός». Αν και δεν είχαν σπουδάσει, δεν ήταν συντηρητικοί και δεν είχαν ταμπού. Μάλιστα, ο πατέρας μου ήταν ανοιχτό πνεύμα και δεν με εμπόδισε ποτέ να ακολουθήσω τις επιθυμίες μου. Ήξερε ότι είχα καλλιτεχνική φλέβα και ότι ήμουν γεννημένη για να ασχοληθώ είτε με το θέατρο είτε με το τραγούδι. Δεν θα ξεχάσω όταν, σε μικρή ηλικία, με ανέβαζε πάνω στο τραπέζι για να του τραγουδήσω. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτός ήταν ο πρώτος μου θαυμαστής.
• Σε ηλικία τεσσάρων ή πέντε ετών συμμετείχα στη ραδιοφωνική εκπομπή «Παιδική ώρα», στην οποία τραγούδησα τη «Φλαμουριά» του Αυστριακού συνθέτη Φραντς Πέτερ Σούμπερτ. Λίγα χρόνια αργότερα θα διαφήμιζα τα καταστήματα ενδυμάτων ΜΕΛΚΑ της Θεσσαλονίκης. Κατά τη διάρκεια του σχολείου, έκανα και βάρδιες σε ένα περίπτερο. Το πρωί μάθημα και μετά δουλειά. Ωστόσο, γνώριζα από πολύ νωρίς ότι το τραγούδι θα ήταν πάντα συνυφασμένο με τη ζωή μου. Ξεκίνησα, λοιπόν, από τα επονομαζόμενα «μπουλούκια», τις επιθεωρήσεις που περιόδευαν στην επαρχία. Κάθε μέρα κι άλλο έργο, διαρκείς πρόβες, άθλιες συνθήκες. Πολλές φορές δίναμε παραστάσεις πάνω σε σανίδια που τα στερέωναν με βαρέλια. Αρχικά, συμμετείχα ως ηθοποιός, αλλά εξαιτίας ενός τυχαίου περιστατικού μεταπήδησα στον χώρο της μουσικής. Συγκεκριμένα, όταν ήμουν 17 ετών, πήγα στον θίασο της Μαίρης Λωράνς, μαζί με ηθοποιούς που έκαναν τότε τα πρώτα τους βήματα στην υποκριτική, όπως η Μάρθα Καραγιάννη, η Σόνια Δήμου, ο Αλέκος Τζανετάκος και ο Κώστας Βουτσάς. Κατά την περιοδεία μας σε ένα χωριό της Καρδίτσας η τραγουδίστρια του θιάσου αρρώστησε. Και μου ζήτησαν να την αντικαταστήσω. Ερμήνευσα το «Μαλαγκένια», το γερμανικό τραγούδι της Κατοχής, και το «Ο άνθρωπός μου» της Σοφίας Βέμπο, που για μένα ήταν ίνδαλμα. Και τα έφερε έτσι η ζωή, που μερικά χρόνια αργότερα έπαιξα στο Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, τη βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ που σκηνοθέτησε ο Κώστας Κουτσομύτης. Υποδυόμουν μια ηθοποιό και θιασάρχισσα μπουλουκιού, τη Μαρίκα Σουέζ.
• Το 1956 ήταν η χρονιά-σταθμός που έγινα η «Μαρινέλλα» κι αυτό οφείλεται στον Τόλη Χάρμα, με τον οποίο συνεργαζόμασταν στο κέντρο «Πανόραμα». Η έμπνευση του ήρθε από το ομώνυμο τραγούδι του. «Κορίτσι μου, είναι δυνατό να σε βγάλουμε στο πάλκο ως Κική Παπαδοπούλου; Για τραγουδίστρια σε πήραμε, όχι για δακτυλογράφο», μου είπε τότε και κάπως έτσι κύλησαν τα πράγματα και μέσω του Στέλιου Ζαφειρίου γνώρισα τον Στέλιο Καζαντζίδη.
• Ο Καζαντζίδης δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο στη διαδρομή μου, ούτε στην ανέλιξή μου. Απεναντίας, με βοήθησε πάρα πολύ. Απ’ αυτόν έμαθα πάρα πολλά στα δέκα χρόνια που ήμασταν μαζί. Μεγάλο σχολείο ο άνθρωπος αυτός. Όταν πρωτομιλήσαμε, μου ζήτησε να κατέβω στην Αθήνα μαζί του για να του κάνω σεγκόντο. «Θα γίνουμε ντουέτο», τον θυμάμαι να μου λέει, και φυσικά δέχθηκα αμέσως. Είχε χωρίσει από την Καίτη Γκρέυ και πήγαμε να μείνουμε στο σπίτι του, στη Νέα Ιωνία, μαζί με τη μητέρα του, Γεσθημανή, την οποία λάτρευε, όπως και αυτή τον ίδιο. Αναμφίβολα, δίπλα του έμαθα πώς να χρησιμοποιώ το φωνητικό μου μέταλλο, την καθαρότητα των φράσεων των τραγουδιών και την ορθοφωνία. Ως προσωπικότητα, ήταν πράγματι ζηλιάρης, αλλά πολύ τίμιος. Παντρευτήκαμε τον Μάιο του 1964 στο Χαλάνδρι. Δυστυχώς, η μητέρα του δεν ήρθε στη γαμήλια τελετή όπως και κανείς άλλος από το σόι του. Πάντως, ακολουθήσαμε κοινή πορεία με επιτυχημένους δίσκους, μεγάλα σουξέ, αμέτρητα ταξίδια, ταινίες, θέατρα, συναυλίες, αλλά προφανώς και με προβλήματα, εντάσεις, όπως έχει κάθε ζευγάρι. Παντρεμένοι ήμασταν μόνο δύο χρόνια. Χωρίσαμε γιατί αυτός δεν ήθελε να δουλεύει, εγώ το αντίθετο. Παραμείναμε, όμως, πολύ καλοί φίλοι μέχρι το τέλος.
• Μέντοράς μου, όταν χώρισαν οι δρόμοι μου με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ήταν ο Γιώργος Κατσαρός. Χρειαζόμουν χρήματα και μου πρότεινε να πάω σε μια περιοδεία που θα γινόταν στη Σοβιετική Ένωση. Δεν γινόταν να αρνηθώ. Αργότερα, μαζί με τον Πυθαγόρα, μου έγραψαν δυο τραγούδια για την παράσταση «Όμορφη Πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη που ανέβαινε στο Παρκ. Στη συνέχεια, όταν ο Γιώργος Ζαμπέτας συνέθεσε το «Σταλιά - Σταλιά» σε στίχους του Διονύση Τζεφρώνη, σκεφτόταν να το πει η φίλη μου, η Αλίκη Βουγιουκλάκη. «Τι είναι αυτό; Να το δώσεις να το πει ο Καζαντζίδης», είπε η Αλίκη στον Ζαμπέτα. Εκείνη τη μέρα, συμπτωματικά, ήμουν στο στούντιο και μόλις άκουσα το τραγούδι πλησίασα συνεσταλμένα τον συνθέτη και χωρίς δισταγμό του είπα: «Μανίτσα, να το πω εγώ αυτό το τραγούδι;». Κι έτσι, αυτό ήταν το πρώτο προσωπικό μου άλμπουμ μετά τον χωρισμό μου με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Την ίδια χρονιά, εμφανίστηκα στην Παλιά Αθήνα της Πλάκας δίπλα στους Δημήτρη Μητροπάνο, Κλειώ Δενάρδου, Σόφη Ζαννίνου με χορευτές τους Μανώλη Καστρινό και Χρυσούλα Ζώκα.
• Το 1968 ο Γιάννης Δαλιανίδης ήθελε να τραγουδήσω σε κάποια σκηνή της ταινίας Γοργόνες και Μάγκες. Τελικά, ερμήνευσα το «Άνοιξε, πέτρα» που έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σε μουσική του Μίμη Πλέσσα. Ένα τραγούδι που ακόμη αντέχει και έχει ριζώσει στις καρδιές των ανθρώπων. Κάθε φορά, όπου και να βρίσκομαι, μου ζητούν να το πω. Καμιά φορά, αν δεν το κάνω, γίνεται χαμός. Αλλά δεν χαλάω χατίρι. Και η κατάληξη; Τόσα χρόνια, το ίδιο παρατεταμένο χειροκρότημα. Μια ωραία συνεργασία, πάντως, ήταν κι εκείνη με τον Κώστα Χατζή στην Πλάκα της δεκαετίας του ’70. Τότε παρουσιάσαμε το πρόγραμμα «Ρεσιτάλ» με 52 καινούργια τραγούδια, τα «Τρελός ή παλικάρι», «Γλυκό της νιότης μου πουλί», «Όλος ο κόσμος είσαι εσύ», «Σ’ αγαπώ», «Σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει», «Η αγάπη όλα τα υπομένει» – ένας τριπλός δίσκος που κυκλοφόρησε το Πάσχα του ’76 και πούλησε 500.000 αντίτυπα. Μέχρι και σήμερα ανήκει στους δέκα εμπορικότερους ελληνικούς δίσκους όλων των εποχών. Με τον Κώστα συνεργαστήκαμε ξανά το 1980 στον δίσκο «Το ταμ-ταμ» και το 1987 στον δίσκο «Συνάντηση».
Η Μαρινέλλα στην Τελετή Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004
• Ανεξίτηλες συναντήσεις της ζωής μου; Τι να πρωτοθυμηθώ. Σίγουρα ανθρώπους που γνώρισα όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 δούλευα στο θρυλικό Stork, το οποίο ήταν στην παραλιακή. Εκεί είχα την απροσδόκητη χαρά να ’ρθει να με ακούσει η Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Ένα άλλο βράδυ είχε έρθει ο Φρανκ Σινάτρα. Μάλιστα, δήλωσε εντυπωσιασμένος απ’ τη φωνή και την παρουσία μου, και είπε: «Αν αυτή η γυναίκα βρισκόταν στην Αμερική, σε δυο μήνες θα ήταν το πρώτο όνομα». Αλησμόνητο ήταν και το ταξίδι στο Ιράν, όπου συνάντησα τον Σάχη της Περσίας. Μου ζήτησε να τραγουδήσω σε ένα πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν στο θέρετρό του, ένα νησί στον Περσικό Κόλπο που ονομαζόταν Κις. Δεν ξεχνώ, επίσης, που ήμουν παρούσα σε ιστορικές στιγμές, π.χ. στις 29 Αυγούστου 2004, όταν συμμετείχα στην Τελετή Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας που έστησε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και τραγούδησα το «Άναψε το τσιγάρο» ή στη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στα εγκαίνια της γέφυρας Ρίου - Αντιρρίου.
• Το βιβλίο Μαρινέλλα - Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια που έγραψε ο φίλος μου Γιάννης Ξανθούλης ήταν μια ιδέα της κόρης μου. Επειδή τα χρόνια φεύγουν και μεγαλώνουμε, με παρότρυνε να τα αφηγηθώ προκειμένου μείνουν ως ένα ιστορικό τεκμήριο. Και μου είπε ότι δεν υπάρχει καλύτερος για την εξιστόρηση αυτή από τον Γιάννη. Όπως θα δει ο αναγνώστης, πρόκειται για μια διαφορετική βιογραφία. Είναι αλήθεια ότι δεν το είχα σκεφτεί, αλλά πάντα μου άρεσε ο τρόπος γραφής του και οι λέξεις που χρησιμοποιεί. Άλλωστε, είμαστε φίλοι πολλά χρόνια, σαν αδέλφια. Τελικά, μπόρεσε να το γράψει επειδή νομίζω ότι με είδε ως μια ηρωίδα του. Για πολλούς μήνες συναντιόμασταν τα μεσημέρια συνοδεία ωραίων φαγητών, κυρίως λαδερών, που μας αρέσουν και στους δύο. Το πρωτότυπο αυτό βιβλίο εμπεριέχει μόνο αλήθειες και το χαρακτηρίζει μια απλότητα. Άνοιξα την ψυχή μου χωρίς καμιά διάθεση καθωσπρεπισμού. Υπήρχαν φάσεις της ζωής μου που, καθώς τις αφηγούμουν, έκλαιγα. Συγκινήθηκα αλλά και γέλασα. Όπως λέει και ο ίδιος: «Φώτισε με μεσημβρινό φως νύχτες ή και μέρες μιας ζωής από χώμα, φωνή, έρωτα, μόχθο και πολλή αγάπη». Οφείλω να πω ότι τρέφω έναν σεβασμό γι’ αυτόν και μια λατρεία. Μόνο αυτός θα μπορούσε να τα γράψει όλα αυτά και να υφάνει με μοναδική μαεστρία προσωπικά μου βιώματα και μνήμες, με τη δική του φροντίδα και αγάπη. Το φινάλε, πάντως, έτσι όπως το έχτισε, ήταν αυτό που με ενθουσίασε απίστευτα.
• Ναι, είναι αλήθεια ότι στην ομοφυλοφιλική κοινότητα με αγαπούν πάρα πολύ. Όλο αυτό, και το λέω για πρώτη φορά, ξεκίνησε ως μια σχέση μητρική απέναντι τους. Ήμουν για εκείνους η μάνα ή η φίλη τους, φρόντιζα με τον δικό μου τρόπο να σβήνω κάθε εμπόδιο που έμπαινε στην έκφραση της διαφορετικότητας. Εν τω μεταξύ, θυμάμαι να μου λένε ότι καμία άλλη τραγουδίστρια δεν ήταν τόσο unisex όσο εγώ. Νομίζω, πάντως, ότι η αφετηρία αυτής της σχέσης ήταν οι εμφανίσεις μου στο Zoom στην Πλάκα. Αρχικά, να πούμε ότι δεν ήταν οι σημερινές εποχές, που υπάρχει περισσότερη ελευθερία, σεβασμός και ανοχή. Όλοι τότε κρύβονταν και αναζητούσαν στοργή και προστασία. Έτσι, όταν έβλεπα τέτοιες παρέες να έρχονται στο μαγαζί, έδινα εντολή στα γκαρσόνια να μην τους παίρνουν λεφτά, όλα ήταν κερασμένα από μένα, χωρίς να τους το λένε όμως. Έβρισκαν, λοιπόν, κάποιες δικαιολογίες. Μιλάμε συνήθως για φοιτητές που δεν είχε καθόλου χρήματα, νέους ανθρώπους που ήθελαν να ζήσουν όπως επιθυμούσαν. Φυσικά, ο λόγος που δεν ήθελα να τους λένε ότι είναι από μένα ήταν για να μην έρχονται σε δύσκολη θέση. Σιγά σιγά, όμως, αυτό μαθεύτηκε και οι παρέες, όπως καταλαβαίνετε, αυξάνονταν. Κι αναρωτιούνταν: «Μα, ποιος είναι αυτός που μας κερνάει συνέχεια;». Όταν, τελικά, κάποιος το ξεφούρνισε, ήρθε ένα πλήθος και μπούκαρε στο καμαρίνι μου. «Τι έγινε, ρε παιδιά;» τους ρώτησα και με ευχαριστούσαν γονυπετείς. Αργότερα, και το λέω επειδή πλέον έχουν περάσει τα χρόνια, ήμουν εκείνη που τους έδωσε χρήματα όταν ήθελαν να πάνε στο Παρίσι, όπου θα συγκεντρώνονταν απ’ όλη την Ευρώπη προκειμένου να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Εκεί να δεις κλάματα επειδή δεν αρνήθηκα να τους βοηθήσω. Τους ρωτούσα συνεχώς: «Τι θα τρώτε; Να πηγαίνετε σε κανένα εστιατόριο με τα λεφτά που σας έδωσα». Ξέρεις, δεν τολμούσαν να πάνε στους γονείς τους και να τους πουν ότι είναι ομοφυλόφιλοι. Αντιλαμβάνεσαι το ξύλο που θα έτρωγαν; Η κατάσταση θα γινόταν χειρότερη αν τους ζητούσαν λεφτά. Ποτέ δεν με ενδιέφερε ο σεξουαλικός προσανατολισμός των ανθρώπων. Γι’ αυτό, όπου και αν εμφανιστώ, οι γκέι, οι λεσβίες και οι τρανς με αποθεώνουν, με λατρεύουν, μου έχουν αδυναμία.
• Η σκηνική παρουσία είναι πολύ σημαντική για έναν καλλιτέχνη. Κατάφερα να δημιουργήσω ένα προσωπικό στυλ. Τόλμησα. Δεν ήταν εύκολο εκείνη την εποχή να πας κόντρα στο ρεύμα της εποχής και να εισαγάγεις πολλές καινοτομίες. Με χαρακτήρισαν οπτικοακουστικό φαινόμενο επειδή έδωσα μεγάλη σημασία στην κινησιολογία, στη συμπεριφορά και στην κίνηση των χεριών. Επίσης, ήμουν η πρώτη που σηκώθηκε από την καρέκλα, που φόρεσε παντελόνι και έκοψε κοντό το μαλλί. Πάντως, τη δεκαετία του ’80 ήταν λιγότερα τα μαγαζιά, όπως και οι τραγουδιστές. Αλλά ο κόσμος που ερχόταν να μας δει ήταν καταπληκτικός, έβλεπε την έξοδο ως μια μορφή ψυχαγωγίας. Όλοι σχεδόν γνωριζόμασταν μεταξύ μας, άλλωστε δουλεύαμε επτά μέρες την εβδομάδα. Ωστόσο, άλλαξαν οι εποχές.
• Δεν μου αρέσουν τα reality ή τα μουσικά σόου της τηλεόρασης. Μου έχουν κάνει πολλές φορές πρόταση να συμμετάσχω με διάφορους τρόπους, αλλά προφανώς και έχω αρνηθεί. Άραγε, ποιο θα ήταν το κέρδος μου; Γενικά, δεν μου αρέσει να βγαίνω στο γυαλί, αλλά ταυτόχρονα μου κάνει αρνητική εντύπωση που εκμεταλλεύονται νεαρά παιδιά, βγάζοντας, χωρίς ντροπή, χρήματα πάνω στην πλάτη τους. Σήμερα υπάρχουν νέοι καλλιτέχνες που βιάζονται να πάρουν το μικρόφωνο και να βρεθούν στην κορυφή μέσα σε μια βραδιά. Τους φουσκώνουν τα μυαλά και καταλήγουν με σουξέ της μιας μέρας. Μάλιστα, έχουν και μάνατζερ, και είναι τόσο γελοίο όλο αυτό. Ευτυχώς, εμείς, στην εποχή μας, δεν είχαμε τέτοια παράσιτα να μας ακολουθούν ή να μας πατρονάρουν. Ειλικρινά, τα λυπάμαι αυτά τα παιδιά που τους ρωτάς ποιος είναι ο Τσιτσάνης και σε κοιτούν αποσβολωμένα. Φταίνε και οι γονείς τους που χωρίς κανένα μέτρο τούς λένε συνεχώς ότι είναι οι καλύτεροι. Επίσης, είναι φοβερό όλο αυτό που γίνεται με τα κινητά ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την ώρα που είσαι στη σκηνή και ερμηνεύεις. Όλοι σηκώνουν τα τηλέφωνα για να αποτυπώσουν τη «στιγμή», με αποτέλεσμα, ενώ έχουν τη Μαρινέλλα μπροστά τους, να τη βλέπουν τελικά μέσα από μια οθόνη. Αδιανόητο.
• Δυστυχώς, το χειροκρότημα έχει γίνει πολύ εύκολο στις μέρες μας, με αποτέλεσμα λίγοι να ξεχωρίζουν. Θυμηθείτε ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης σταμάτησε να εμφανίζεται στα μπουζούκια το 1965 και στο διάστημα 1975-1987 δεν έβγαζε δίσκους. Κι, όμως, ήταν πάντα πρώτο όνομα. Αν κάποιος από τους σημερινούς τραγουδιστές αποφασίσει να μείνει εκτός πίστας ή δισκογραφίας, έστω για λίγο, θα τον αναζητήσει κανείς; Χώρια που οι δίσκοι δεν έχουν και σημασία, αφού δεν πουλάνε. Η τελευταία φορά που ηχογράφησα σε στούντιο και κυκλοφόρησα νέα τραγούδια ήταν πριν από είκοσι χρόνια, με τη Λίνα Νικολακοπούλου και τον Νίκο Αντύπα. Τελικά, ο καθένας έχει το δικό του μπαούλο και μ’ αυτό πορεύεται. Αν πάτε στα μπουζούκια, όλοι οι καλλιτέχνες τραγουδούν τα δικά μας τραγούδια, διαφορετικά δεν μπορούν να διασκεδάσουν τον κόσμο, δηλαδή ακόμα γλεντάνε με τα τραγούδια της Μαρινέλλας, του Γιάννη Πάριου, του Γιώργου Νταλάρα, της Χαρούλας Αλεξίου, της Άλκηστης Πρωτοψάλτη ή της Δήμητρας Γαλάνη. Πάντως, απ’ τους νεότερους εκτιμώ πολύ τον Αντώνη Ρέμο, με τον οποίο μας συνδέει και μια όμορφη φιλία. Έχουμε ταξιδέψει, έχουμε συνεργαστεί, είναι κύριος σε όλα του. Το σημαντικό είναι ότι οι μουσικές επιτυχίες του έχουν αντέξει στον χρόνο.
• Μέχρι πριν από λίγες μέρες εμφανιζόμουν στο ΝΟΧ, έναν υπέροχο χώρο διασκέδασης και ψυχαγωγίας που έχουν φτιάξει ο Ηλίας Μαροσούλης και ο Άγγελος Κοταρίδης. Μαζί με την Μπέτυ Μαγγίρα και τον Στέλιο Διονυσίου δημιουργήσαμε ένα μοναδικό και δυνατό πρόγραμμα με τραγούδια που μας σημάδεψαν, μας συντρόφευσαν, μας έκαναν να ερωτευτούμε, να συγκινηθούμε και να ονειρευτούμε. Κάθε φορά που βγαίνω στην πίστα έχω την ίδια απίστευτη ενέργεια. Νιώθω ευλογημένη που μπορώ ακόμα να κάνω τον κόσμο που έρχεται να περνάει καλά. Μέσα στους καημούς, τις ανησυχίες και τα προβλήματα ερμηνεύεις τα τραγούδια σου και ο άλλος χαίρεται, ξεχνιέται, διασκεδάζει. Κάθε φορά που ανεβαίνω στην πίστα, δεν σκέφτομαι τίποτα. Αφήνομαι στη στιγμή. Όπως έχει πει πολύ εύστοχα ο αγαπημένος μου Γιάννης Ξανθούλης: «Τραγουδώ ερμηνεύοντας ρόλους».
• Ποιος ξέρει, άραγε, τι εποχή είναι αυτή που ζούμε. Περίεργη, ιδιαίτερη. Σύγχρονη και απροσδιόριστη. Θολή και απάνθρωπη. Πολλή βία, γυναικοκτονίες, ατελείωτος θυμός και οργή. Οι ηθικοί κώδικες, ο αυτοέλεγχος, ο αυτοσεβασμός και οι αξίες φθίνουν διαρκώς. Συγχρόνως, πρόκειται και για μια περίοδο που σου επιβάλλει να μη μιλάς. Νομίζω ότι το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι ότι δημιουργήσαμε πολλές μικροκοινωνίες. Οι άνθρωποι δεν επικοινωνούμε μεταξύ μας. Όλα γίνονται γρήγορα, αλλά χωρίς να υπάρχει μια κατεύθυνση. Μια ανεξήγητη ταχύτητα για όλους και για όλα. Άνθρωποι τρέχουν διαρκώς χωρίς κάποιον στόχο. Βαρέθηκα να ακούω τους περισσότερους να λένε: «Που είσαι, βρε συ; Χαθήκαμε».
• Είμαι μια γυναίκα που δεν με ενδιαφέρει η ηλικία. Ποτέ δεν με απασχόλησαν τα χρόνια μου. Για μένα η ημερομηνία γέννησης είναι απλώς ένας αριθμός για το ληξιαρχείο και τίποτα περισσότερο. Προτιμώ να τροφοδοτώ συνεχώς την ψυχή μου, να συντηρώ δημιουργικά το μυαλό μου. Η ζήλια, η καχυποψία, η κακία και ο φθόνος είναι αυτά που μας βαραίνουν και μας γερνούν. Αποφεύγω, επίσης, να συναναστρέφομαι ανθρώπους που μιλούν μόνο για αρρώστιες. Έχω γνωρίσει πολλούς ηλικιωμένους που διαθέτουν νεανικό μυαλό αλλά και αρκετούς νέους που είναι πιο γέροι και από τους γέρους. Το ζήτημα είναι να μην πτοείσαι, να μη λες διαρκώς «δεν μπορώ». Η ζωή είναι μια συνεχιζόμενη αναζήτηση, μια διαρκής πρόκληση. Με θυμώνει που ο κόσμος σήμερα μονίμως γκρινιάζει. Κυριαρχεί μια μιζέρια, ένας οχαδερφισμός και φθόνος για τον διπλανό. Παρατηρώ ανθρώπους να περνά η ζωή δίπλα τους και αυτοί να κοιτούν στην αντίθετη πλευρά.
• Ποτέ δεν αισθάνθηκα μύθος, ούτε θρύλος. Μεγάλες κουβέντες που δεν ταιριάζουν στην προσωπικότητά μου. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν μου λένε τίποτα οι ταμπέλες. Επίσης, ποτέ δεν θα βάλω να ακούσω Μαρινέλλα. Είναι δυνατό να κάθομαι να περνώ την ώρα μου με τα δικά μου τραγούδια; Το βέβαιο είναι ότι είμαι μια γυναίκα χορτασμένη. Αισθάνομαι πολύ τυχερή γιατί έχω ζήσει δεκάδες ζωές. Ό,τι και να γίνει, έχω μάθει ότι προέχουν ο αγώνας, η σκληρή δουλειά και το πείσμα. Σημασία έχει να μην ψωνιστείς και υπερεκτιμήσεις τις δυνατότητές σου. Ακόμη και σήμερα ο χρόνος σταματά όταν βγαίνω στη σκηνή να τραγουδήσω. Η νύχτα μπορεί να σε κάνει σκάρτο άνθρωπο, αλλά εξαρτάται κυρίως από σένα. Προσωπικά, δεν παρασύρθηκα από τις Σειρήνες και θεωρώ ότι παρέμεινα ένας καλός άνθρωπος. Δεν επηρεάστηκα. Και είναι πολύ εύκολο να σε παρασύρει η δόξα και πολύ περισσότερο να μεγαλοπιαστείς όταν έχεις γύρω σου μια «αυλή» που συνεχώς σε αποθεώνει.
• Το ωραιότερο πράγμα που έχω δει όλα αυτά τα χρόνια ήταν η γέννηση της κόρης μου, Τζωρτίνας. Ήταν στο Αρεταίειο, τον Ιούλιο του 1973. Όταν μου την έβαλαν στο στήθος, αποκοιμήθηκα. Εκείνα ήταν από τα πιο αξέχαστα λεπτά της ζωής μου. Όταν γίνεσαι μάνα αρχίζουν να σε κατακλύζουν οι υπαρξιακές ανησυχίες. Η ζωή σου παίρνει μια άλλη τροπή. Ήταν καρπός του έρωτά μου με τον πρωταθλητή ιππασίας Φρέντυ Σερπιέρη, με τον οποίο ήμασταν μαζί τέσσερα χρόνια. Όταν γεννήθηκε η κόρη μας, εκείνος ήθελε να παντρευτούμε. Αποφάσισα, όμως, να μην ανταποκριθώ και του ζήτησα να παραμείνουμε δύο καλοί φίλοι, κάτι που τηρήσαμε μέχρι να φύγει από τη ζωή. Προκάλεσε σοκ το ότι δεν παντρευτήκαμε, αλλά δεν με ενδιέφερε ο κοινωνικός αντίκτυπος ούτε τι θα πει ο κόσμος που είχαμε αποκτήσει ένα παιδί εκτός γάμου. Την κόρη μου την έβγαλα Τζωρτίνα από τον πατέρα μου, Γιώργο, και τον Χρήστο Κατσίμπα, ένα πρόσωπο που εκτιμούσα πολύ.
• Τον ίδιο χρόνο που γεννήθηκε η Τζωρτίνα παντρεύτηκα τον Τόλη Βοσκόπουλο. Μετά το τέλος της σχέσης μου με τον Τόλη αποφάσισα ότι δεν ήθελα να έχω δίπλα μου άλλον άντρα. Ήμασταν μαζί οκτώ χρόνια, αλλά νομίζω ότι ο γάμος μας κράτησε περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να αντέξει. Προφανώς ακολούθησαν κάποια φλερτ, αλλά όταν το παιδί μου μπήκε στην εφηβεία, έβαλα ένα οριστικό τέλος. Όπως πέταξα ένα πρωί τα τσιγάρα μου από το παράθυρο, εγώ που κάπνιζα πέντε πακέτα τη μέρα, όπως σταμάτησα να τρώω κρέας, έτσι αποφάσισα να κάνω και με τους άντρες. Οι παλιοί έρωτες εξελίχθηκαν σε σπουδαίες φιλίες. Φυσικά, δεν ήμουν ποτέ ο άνθρωπος που θα κατέστρεφε τα πάντα για ένα πάθος ούτε είπα στη ζωή μου: «Ποτέ να μη χαθείς από τη ζωή μου, γιατί μου δίνεις δύναμη και νόημα να ζω».
• Ξυπνώ πολύ πρωί γιατί ακόμα μου αρέσει να χαίρομαι τη μέρα και δεν θέλω να περνά αναξιοποίητα ο χρόνος. Ζούμε μαζί με την αδελφή μου, την κόρη μου, τον άντρα της και τα εγγόνια μου, τον Δημήτρη και τη Μελίνα. Μου αρέσει να φροντίζω τα φυτά μου, να απολαμβάνω το φως του ήλιου, να τακτοποιώ τους χώρους του σπιτιού. Κατοικώ εδώ περισσότερο από σαράντα χρόνια. Αγόρασα το σπίτι από τη Ρένα Βλαχοπούλου, αλλά το ανακαίνισα πλήρως. Διακοπές πηγαίνουμε σε ένα εξοχικό που έχουμε στη Χαλκιδική δίπλα στη θάλασσα. Έχουμε κάθε μέρα τις δικές μας ιεροτελεστίες. Γελάμε, κολυμπάμε, μαγειρεύουμε, στιγμές καθημερινής ευτυχίας. Αυτό που μου λείπει περισσότερο είναι η οδήγηση. Κουράστηκα. Στην Αθήνα έχει πολλή κίνηση, ενώ στην εθνική οδό πρέπει να είσαι συνεχώς σε επιφυλακή. Όταν οδηγούσα μου άρεσε να σκέφτομαι, να ταξιδεύει το μυαλό σε σκέψεις και αναμνήσεις. Επίσης, στη διάρκεια της μέρας θα ακούσω σίγουρα κλασική μουσική. Είναι κάτι που με ηρεμεί, ειδικά οι μελωδίες του Σοπέν και του Μπετόβεν.
• Λίγους φίλους έχω δίπλα μου. Ελάχιστους, θα έλεγα. Η φιλία είναι απόσταγμα πολλών ετών. Σήμερα, με περισσή ευκολία λέει ο ένας τον άλλον «φίλο». Οι φιλίες δεν χτίζονται τόσο γρήγορα. Ο καλός φίλος φαίνεται στα δανεικά και αγύριστα. Υπάρχουν άνθρωποι που ήρθαν να μου ζητήσουν δανεικά, λέγοντάς μου «θα σου τα επιστρέψουμε την τάδε μέρα», και ούτε που τα ξαναείδα. Προτιμώ να έρθεις και να μου πεις «δώσε μου πεντακόσια γιατί δεν έχω» κι εγώ με την καρδιά μου θα σου δώσω χίλια. Επίσης, δεν υπάρχει χειρότερο είδος χαρακτήρα από αυτόν που θα σου πει: «Ε, καλά, εσύ τι ανάγκη έχεις;». Μόλις ακούσω από κάποιον αυτήν τη φράση, διαγράφεται αυτομάτως από το οπτικό μου πεδίο. Όσα έχω δημιουργήσει στη ζωή μου τα έχω δουλέψει και με το παραπάνω. Τίποτα δεν μου χαρίστηκε. Δουλεύω 67 συναπτά έτη και θα έρθει ο άλλος να μου πει «τι ανάγκη έχεις;».
• Δόξα τω Θεώ, έχω περάσει ωραία στη ζωή μου. Νιώθω πλήρης βιωμάτων και εμπειριών. Και το καλύτερο είναι ότι εξακολουθώ να κάνω πράξη όσα με ευχαριστούν. Σημασία στη ζωή έχει να πορευόμαστε με ισχυρή θέληση και βούληση για δράση. Να διατηρούμε, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια, μια αισιόδοξη οπτική. Να αξιοποιούμε την κάθε μέρα, βρε παιδί μου. Πάντως, μου αρέσει που είμαι μόνη, έχοντας την οικογένεια μου και κάποιους φίλους. Είμαι κυρία του εαυτού μου. Γι’ αυτό και δεν φοβάμαι το βιολογικό τέλος, ούτε τον θάνατο. Είναι αναπόφευκτος. Κανείς δεν ξέρει πότε θα τον επισκεφθεί. Και, φυσικά, ουδείς γλιτώνει. Αυτό που με τρομάζει είναι η ανημποριά και η καθήλωση που μπορεί να σου προκαλέσει μια αρρώστια. Και είναι αλήθεια ότι όλα αυτά τα χρόνια οι πιο δύσκολες στιγμές ήταν εκείνες που σχετίζονταν με την απώλεια αγαπημένων προσώπων.
• Όλα τα τραγούδια μου τα έχω αγαπήσει εξίσου. Τα τραγουδώ με πολλή χαρά και κέφι. Και πιστεύω ότι δεν πρέπει να βάζεις τίτλους στη ζωή σου. Ο μοναδικός τίτλος που σε αφορά χαράσσεται μόνο στην ταφόπλακά σου. Ως εκ τούτου, είναι ωραίο να θυμάσαι. Αλίμονό σου αν ξεχνάς. Κράτα τα καλά και πέτα τα δυσάρεστα. Αυτό που μου έχει μάθει η ζωή είναι ότι η αγάπη παραμένει το ωραιότερο συναίσθημα. Να είστε, λοιπόν, γενναιόδωροι στη ζωή σας, να μη διστάζετε να πείτε έναν καλό λόγο. Ακούω αρκετούς να λένε ότι η ζωή είναι μικρή. Μπούρδες. Αγάπες μου, η ζωή είναι μεγάλη, από σας και μόνο εξαρτάται αν με τη στάση που θα επιλέξετε θα τη μικρύνετε ή θα τη στενέψετε. Μην ξεχνάτε, λοιπόν, ν’ αγαπάτε. Όπως λέω και σ’ ένα τραγούδι μου: «Η αγάπη όλα τα υπομένει. Η αγάπη όλα τα ελπίζει. Δίνει ζωή στην οικουμένη. Κι η γη γυρίζει κι η γη γυρίζει».
Μέσα στο καλοκαίρι η Μαρινέλλα θα δώσει δύο συναυλίες στην Κύπρο και τον Σεπτέμβριο αναμένεται να εμφανιστεί στο Ηρώδειο.
Το τεύχος δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.