Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, ανάμεσα στα Εξάρχεια και την περιοχή Μουσείου, πλάι στον Λόφο του Στρέφη. Ως νήπιο έπαιζα στο Πεδίον του Άρεως. Ως παιδί με έπαιρνε η μητέρα μου μαζί για ψώνια στη σαββατιάτικη λαϊκή της Καλλιδρομίου. Εκείνο το πανύψηλο, πέτρινο αρχοντικό με την επιγραφή ΑΙΟΛΟΣ, αριστερά στην αρχή του δρόμου, έστεκε ήδη από τότε ερειπωμένο και μισογκρεμισμένο. Τρελαινόμουν να το χαζεύω και να φτιάχνω με τον νου μου ιστορίες για τον μυστηριώδη, ηλικιωμένο κάτοικό του. Στα χρόνια της εφηβείας και την εποχή της Μεταπολίτευσης πέρναγα ατέλειωτες ώρες στο θρυλικό δισκάδικο των αδελφών Φαληρέα, το πρώτο Pop 11, στο υπόγειο της Σκουφά. Εκεί άκουγα τα διάφορα σπάνια βινύλια εισαγωγής, έψαχνα τα underground, ψυχεδελικά ή progressive rock συγκροτήματα της εποχής.
• Από μικρή διάβαζα πολύ και με μανία, από Παπαδιαμάντη μέχρι Σεφέρη, Εμπειρίκο και Κουτρουμπούση, από Πηνελόπη Δέλτα μέχρι Μαρία Μήτσορα, από Ιούλιο Βερν, μέχρι Τίμοθι Λίρι, Τζέρι Ρούμπιν και Άλεν Γκίνσμπεργκ, που τους αγόραζα στα αγγλικά ακόμα τότε από το βιβλιοπωλείο της Ντενίς, στα πίσω δωμάτια του Pop 11.
Για πολλά χρόνια δεν την ήθελα πια αυτή την πόλη. Αυτό όμως τελευταία άλλαξε. Επηρεάστηκα πολύ από το πόσο ποιητικά αποτυπώνουν στις μέρες μας την αθηναϊκή «ασχήμια» κάποιοι Αθηναίοι ζωγράφοι, κομίστες, γραφίστες της νέας γενιάς, που μεγάλωσαν συμφιλιωμένοι με αυτό που εμένα με χάλαγε τις τελευταίες δεκαετίες.
• Ανέκαθεν είχα μια έφεση, μια λαχτάρα για την τέχνη κάθε είδους. Είχα συνεχώς την ανάγκη να εκφράζομαι. Το να απλώνω ένα χρώμα πάνω στο χαρτί με ένα βαρύ από τη νερομπογιά πινέλο είναι η πιο έντονη, νηπιακή μου μνήμη εκστατικής χαράς. Το ίδιο ένιωθα και με το τραγούδι, αλλά και με τον χορό και με τα κάθε λογής ακραία ακροβατικά που έκανα συνεχώς, άλλοτε για… φιγούρα στους γύρω μου άλλοτε, όπως εξηγούσα, «γιατί μου άρεσε να βλέπω τον κόσμο ανάποδα».
• Τελειώνοντας το Λύκειο πέρασα από ένα σωρό διαφορετικές σχολές και επαγγελματικές αποφάσεις. Π.χ. από τη Σχολή Δοξιάδη, όπου για κάμποσους μήνες σπούδασα σχέδιο. Δεν θυμάμαι τι με χάλασε εκεί και κάποια στιγμή σταμάτησα. Παράλληλα, πέρασα από το Πινδάρειο Ωδείο, όπου δίδασκε κλασικό τραγούδι η Ναυσικά Βουτυρά. Αλλά το σταμάτησα κι αυτό μετά από δυο-τρία χρόνια, όταν άρχισα να συνειδητοποιώ ότι η κλασική τοποθέτηση της φωνής παρήγε έναν ψεύτικο ήχο που καθόλου δεν μου άρεσε. Με έθλιβαν και τα διάφορα κουτσομπολιά που άκουγα, η μία επίδοξη πριμαντόνα να θάβει την άλλη.
• Πέρασα και από δύο δραματικές σχολές, τη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, όσο ζούσε ακόμα ο Κουν, και τη Σχολή του Κατσέλη, όσο ζούσε κι εκείνος, ο επίσης σπουδαίος δάσκαλος. Όμως το θέατρο δεν με ενδιέφερε, δεν με ενδιαφέρει να ερμηνεύω ρόλους, προτιμώ την άμεση έκφραση που βγαίνει μέσα από τα δικά μας, προσωπικά ή συλλογικά βιώματα.
• Ως προς τον χορό, ευτύχησα να περάσω από πολύ σημαντικούς και αγαπητούς σε μένα δασκάλους, την Ηρώ Σισμάνη, τον σπουδαίο Γιάννη Μέτση και διάφορους πολύ ενδιαφέροντες ξένους χορευτές-δάσκαλους που δίδαξαν κατά καιρούς στο Χορευτικό Εργαστήρι της Αλεξάνδρας Τσουκαλά στη Σόλωνος.
• Παράλληλα με όλα αυτά, σπούδαζα και στο Κολέγιο Deree στην Αγία Παρασκευή με διπλό μέιτζορ, όπως ονομάζουν οι Αμερικανοί την εξειδίκευση, το ένα ήταν Φιλοσοφία και το άλλο Οικονομικά. Στα μαθήματα για το πρώτο μέιτζορ πρωτάκουσα και διάβασα για τους στωικούς φιλοσόφους, τους κυνικούς και τους επικούρειους, νομίζω μου έσωσαν τη ζωή εκείνα τα μαθήματα. Όμως κάποια άλλα, υποχρεωτικά, που ανήκαν στον κλάδο των Οικονομικών και τα παρακολουθούσα από υποχρέωση, μού ήταν ακατανόητα και δυσάρεστα. Κι έτσι το παράτησα το κολέγιο λίγο πριν από το δίπλωμα. Έπιασα δουλειά ως γραμματέας για να είμαι ανεξάρτητη και λίγους μήνες μετά διάβασα σε μια εφημερίδα για το ανέβασμα της ελληνικής παραγωγής του Jesus Christ Superstar. Μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του ’70!
The secrets of the rocks
• Στην οντισιόν για τους ρόλους του έργου, στο Θέατρο Καλουτά, στην Πατησίων –νομίζω ότι τώρα είναι σούπερ-μάρκετ–, ο Μίμης Πλέσσας και ο Δημήτρης Μαλαβέτας με επέλεξαν για τον ρόλο της Μαρίας Μαγδαληνής.
• Ήταν η πρώτη μου νυχτερινή δουλειά. Έκτοτε ξεκίνησα το μακρύ ταξίδι της τραγουδίστριας. Τα πρώτα μου λεφτά από το τραγούδι τα είχα βγάλει ωστόσο λίγους μήνες πιο πριν, όταν ηχογραφούσα κάθε τόσο στα στούντιο του Ραδιομεγάρου στη Μεσογείων τραγούδια για το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας με διευθυντή-εμπνευστή τον Μάνο Χατζιδάκι· τραγούδια για τη Λιλιπούπολη, για τα πεντάλεπτα μελοποιημένων Ελλήνων ποιητών, για διάφορα αφιερώματα της ορχήστρας της ΕΡΤ, τραγούδια της Λένας Πλάτωνος, του Δημήτρη Λέκκα, του Νίκου Κυπουργού. Πρωτόγνωρα και υπέροχα ήταν για μένα τότε όλα αυτά.
• Το πρώτο νυχτερινό μαγαζί όπου τραγούδησα στη συνέχεια, αν μπορούμε να ονομάσουμε μαγαζί εκείνον τον ιδιότυπο, πολυεπίπεδο χώρο στην αυλή ενός γκρεμισμένου πλέον νεοκλασικού της οδού Βαλτετσίου στα Εξάρχεια, ήταν ο Τιπούκειτος. Κάθε τόσο έμπαινε η αστυνομία και τον έκλεινε. Και μετά από λίγες μέρες ο ιδιοφυής διανοούμενος, δημοσιογράφος και ιδιαίτερα μερακλής ιδιοκτήτης Γιώργος Μπουκουβάλας, με πείσμα και με τις όποιες γνωριμίες του, το ξανάνοιγε.
• Και να ’μαστε πάλι στο μικρό πάλκο χωρίς μικρόφωνα, πλάι στα σκαλοπάτια της εσωτερικής αυλής. Εκεί γνώρισα τη Φλέρυ Νταντωνάκη, την Αρλέτα, τον Λάκη Παπά, τον πάντα φίλο Γιάννη Μπαχ Σπυρόπουλο, εκεί και τον συνθέτη-τραγουδοποιό Σταύρο Παπασταύρου, που δεθήκαμε με πολύχρονη φιλία και κάμποσα χρόνια μουσικής συνεργασίας σε μαγαζιά και σε συναυλίες ανά την Ελλάδα. Έτσι δούλεψα και με τους Λάκη Παπαδόπουλο, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Δήμο Μούτση, τον Νίκο Πορτοκάλογλου και τους Φατμέ, με τον Πάνο και τον Χάρη Κατσιμίχα, με τον Ζωρζ Πιλαλί, με τον Παύλο Σιδηρόπουλο.
• Όλοι, φυσικά, με ρωτούν συνέχεια για τον Παύλο. Είναι από τους λίγους που αξίζουν εκατό τοις εκατό τον μύθο του ονόματός τους. Ένας πραγματικός πρίγκιπας! Ένας καλλιτέχνης αυθεντικός που, σαν voodoo child, κουβάλησε στη πλάτη του κάμποσα από τα δύσκολα της εποχής και του χώρου όπου κινήθηκε.
• Όμως, όπως γράφω και στο βιβλίο, εγώ ήμουν και είμαι κάπως «παντός καιρού». Η τύχη και οι επιλογές μου τα έφεραν έτσι ώστε να συνεργαστώ και να αναπτύξω φιλίες με διαφορετικών ειδών και διαφορετικών «χώρων» και διαμετρημάτων καλλιτέχνες, εναλλακτικούς και άγνωστους, πασίγνωστους και δημοφιλείς, όπως, ας πούμε, με τη θρυλική και υπεραγαπητή σε τόσο κόσμο ακόμα και σήμερα Αλίκη Βουγιουκλάκη.
• Στην ελληνική θεατρική παραγωγή της Evita, που ανέβασε στις αρχές των ’80s, έπαιξα πλάι της τον μικρό, αλλά χαρακτηριστικό ρόλο της μετρέσας του Περόν που έλεγε ένα πολύ όμορφο, λυπητερό τραγούδι. Στην οντισιόν για τους δύσκολους τραγουδιστικά ρόλους του συγκεκριμένου έργου είχε έρθει μέχρι και ο Εγγλέζος μεγαλοπαραγωγός εκείνης της ροκ όπερας, για το ανέβασμα της οποίας υπήρχαν πολύ σκληροί όροι και προδιαγραφές σε κάθε χώρα. Να αναφέρω εδώ ότι τη δύσκολη μετάφραση των τραγουδιών στα ελληνικά την είχε κάνει ο σπουδαίος Μάριος Πλωρίτης.
• Για κάμποσα χρόνια ήμουν στη παρέα της Αλίκης, που ήταν επιπλέον ένας πάρα πολύ θερμός και φιλόξενος άνθρωπος. Μας μάζευε τα βράδια στο σπίτι της, μας φιλοξενούσε στο εξοχικό της, ήταν πολύ δοτική στους πιστούς φίλους της, μου είχε σταθεί τρυφερά και συμβουλευτικά σε κάποια προσωπικά μου προβλήματα τότε. Χαίρομαι που είχα την τύχη να τη γνωρίσω.
• Ένα άλλο ερώτημα που συχνά μου θέτουν τελευταία, ίσως επειδή ετούτο τον καιρό περνάμε ως χώρα αυτήν τη νέα εμφυλιο-πολεμική σχεδόν κατάσταση, υπέρ ή κατά ενός ποπ τραγουδιού, είναι σχετικά με τη Eurovision. Ναι, είχα κι εγώ εκπροσωπήσει την Ελλάδα στον διαγωνισμό της Eurovision στο Μόναχο το 1983, με ένα τραγούδι του Αντώνη Πλέσσα σε ποίηση της Κύπριας ποιήτριας Σοφίας Φίλντιση.
Η Κρίστη Στασινοπούλου διαγωνίστηκε στη Eurovision το 1983 με το τραγούδι «Μου λες»
• Βαριέμαι να διηγηθώ τα εκεί «καλλιτεχνικά» τεκταινόμενα, που έτσι κι αλλιώς καθόλου δεν μου άρεσαν. Δηλώνω απλώς ότι αισθάνομαι περήφανη που, αντίθετα με αυτό που συνήθως συμβαίνει στους καλλιτέχνες, δηλαδή ξεκινούν με πράγματα που τους αρέσουν και μετά από κάποια ηλικία, ανάγκες επιβίωσης κ.λπ., καταλήγουν να κάνουν πράγματα που δεν τους αρέσουν, σ’ εμένα έγινε το ανάποδο. Ξεκίνησα να ψάχνομαι δεξιά κι αριστερά και κατέληξα να προσγειωθώ σε κείνο που ήθελα και μαζί με κείνον που αγαπώ.
• «Εκείνος» είναι, φυσικά, ο συνθέτης και μαέστρος Στάθης Καλυβιώτης, με τον οποίο γνωριστήκαμε το 1989 και έκτοτε κολλήσαμε. Φτιάξαμε έξι δίσκους που πήγαν πολύ καλά στο εξωτερικό και από το 1998 γυρνάμε τον κόσμο με τη μουσική μας.
• Με το που γνωριστήκαμε με τον Στάθη φτιάξαμε τους ΣΕΛΑΝΑ μαζί με τον Βαγγέλη Βέκιο και τον έφηβο ακόμα τότε κιθαρίστα Κωστή Αναγνωστόπουλο. Ήμασταν μια τετραμελής μπάντα με γκαράζ ήχο, που όμως παίζαμε πάνω σε ελληνικούς ρυθμούς και δρόμους. Τα τραγούδια μας ως ΣΕΛΑΝΑ δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Στις διάφορες δισκογραφικές που τα προτείναμε ανατρίχιαζαν οι παραγωγοί. Όμως οι ώρες που παίζαμε μαζί οι τέσσερίς μας, είτε στο προβάδικο είτε σε σκηνές, ήταν μαγικές! Ένα βιβλίο ολόκληρο μου χρειάζεται, ας πούμε, για να περιγράψω εκείνο το επεισοδιακό Ροκ Φεστιβάλ με τίτλο Brave New World. Όλες οι μπάντες της τότε ανεξάρτητης σκηνής με 8 μποφόρ βοριά στην παντελώς ερημική ακόμα τότε παραλία Πάνορμος της Μυκόνου.
• Μετά τη διάλυση των ΣΕΛΑΝΑ, που κράτησαν μόλις έναν χρόνο, συνεχίσαμε οι δυο μας με τον Στάθη πάνω στο ίδιο μπλέξιμο ήχων. Σιγά σιγά, προσθέσαμε βιολί και ακορντεόν στη ροκ μπάντα μας. Ο Στάθης είχε ήδη αρχίσει να μελετά τα παραδοσιακά έγχορδα όργανα κι εγώ τα δημοτικά τραγούδια. Ήταν πάνω στην αλλαγή της χιλιετίας. Λίγο μετά, βρήκαμε επιτέλους και γκάιντα και ήρθε μαζί μας, πιτσιρικάς ακόμα τότε, ο Γιώργος Μακρής. Στο Αn club πήρε το βάπτισμα του πυρός πάνω στη σκηνή, μαζί μας, και μετά κατευθείαν στα βαθιά νερά, στο Τζαζ Φεστιβάλ του Μοντρεάλ στον Καναδά, το πρώτο μεγάλο, διεθνές μουσικό φεστιβάλ που μας κάλεσε – ήμασταν οι πρώτοι Έλληνες που παίξαμε εκεί.
Sol Invictus / Greekadelia live in Athens, July 2013
• Μέχρι τότε γυρνάγαμε τα λίγα, για την ακρίβεια τα πρώτα πρώτα ακόμα τότε, λαϊβάδικα με εναλλακτικό πρόγραμμα, που άνοιγαν κι έκλειναν σκορπισμένα στις διάφορες γειτονιές της πόλης μας: Τσάι στη Σαχάρα στα Ιλίσια, Cafe Asante αργότερα, Καφέ Αλάβαστρο στη Δαμάρεως στο Παγκράτι, Ραβάναστρο πίσω απ’ την Πανόρμου, Λαμπυρίδες πλάι στο Πάντειο. Έμεινε κανένα τους ανοιχτό; Όχι. Δυστυχώς, στη χώρα μας όλοι αυτοί οι μικροί ναοί πολιτισμού ανοίγουν και κλείνουν σε χρόνους dt, «νικημένοι» από τους πολιτιστικούς μητροπολιτικούς ναούς που ορίζουν τον σύγχρονο πολιτισμό μας.
• Μόλις τρία χρόνια πριν είχαμε καταφέρει, μετά από πολλές αρνήσεις και απόλυτη αδιαφορία των τότε δισκογραφικών, να βγάλουμε το πρώτο μας CD, τον Υφαντόκοσμο, στην ανεξάρτητη εταιρεία ΘΕΣΙΣ. Τότε βρέθηκε το CD μας σε κάτι δισκο-εκθέσεις της ΛΥΡΑ και άρχισε να ζητιέται πολύ από το εξωτερικό. Η πρώτη που «μυρίστηκε» ότι αρέσαμε έξω και ήρθε και μας πρότεινε να βγάλουμε το επόμενο CD μας στη ΛΥΡΑ ήταν η Θάλεια Ιακωβίδου. Σε κείνη χρωστάμε το ξεκίνημα της ωραίας αυτής και πολύχρονης περιπέτειας, που ακόμα κρατά. Δυστυχώς, η Θάλεια πέθανε νωρίς, νεότατη, το 2004.
• Τα ΗΧΟΤΡόΠΙΑ κυκλοφόρησαν από τη ΛΥΡΑ αμέσως μετά τον σεισμό της Πάρνηθας το 1999, παίχτηκαν πολύ στα ραδιόφωνα του εξωτερικού, ανέβηκαν ψηλά σε διάφορα τσαρτ Ευρώπης και Αμερικής και από τότε άρχισαν να μας έρχονται η μία μετά την άλλη οι προτάσεις απ’ έξω.
Υφαντόκοσμος
• Από Βόρεια Αμερική και Ευρώπη μέχρι Βραζιλία, Ιβηρική Χερσόνησο, Μάλτα, Κροατία και Αρμενία, άλλοτε σε μουσικά φεστιβάλ, άλλοτε σε συναυλιακούς χώρους και μέγαρα, άλλοτε σε εναλλακτικά κλαμπ μεγαλουπόλεων, κάποιες φορές μέχρι και σε πολιτιστικές συναυλίες σε πλατείες μικρών χωριών. Όλα αυτά τα των περιοδειών μας ανά τον κόσμο είναι που περιγράφω στο βιβλίο.
• Ομολογώ ότι δεν πολυ-παρακολουθώ τη νέα σκηνή των μουσικών, τους καινούργιους τραγουδιστές και τα συγκροτήματα στη χώρα μας, ούτε βγαίνω πια τόσο τη νύχτα. Έχω ωστόσο την αίσθηση ότι το επίπεδο της μουσικής μόρφωσης και η αγάπη προς τη μουσική έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια και ότι η νέα γενιά δημιουργεί και παίζει πολλά και ωραία πράγματα. Μεγάλος ο ρόλος των Μουσικών Γυμνασίων σε όλο αυτό! Θα προτιμούσα ίσως λίγο περισσότερη τόλμη. Η τόλμη υπάρχει πιο πολύ σε είδη που ο κόσμος τα απαξιώνει ως μη «ποιοτικά». Καμιά φορά προτιμώ αυτά τα νέα είδη «λαϊκής» μουσικής από τα κάθε είδους προβλέψιμα αναμασήματα.
• Εκείνο που θα ήθελα να πω σε σχέση με την ελληνική παραδοσιακή μουσική –με κυρίαρχο το ρεμπέτικο τραγούδι, και όχι μόνο– είναι ότι τα τελευταία χρόνια ένα μεγάλο ποσοστό νέων μουσικών σε όλο τον κόσμο που ψάχνονται με εναλλακτικούς ήχους και μουσικούς δρόμους ακούει, παίζει, μελετά και χορεύει ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια και μουσική, από τη Δύση και τον Βορρά της Ευρώπης και της Αμερικής, μέχρι την Ιαπωνία.
• Ας γυρίσουμε όμως πίσω στα γνωστά προβλήματα, εδώ, στην Ελλάδα. Μας ήρθαν το ένα τσουνάμι μετά το άλλο, ανάσα δεν προλάβαμε να πάρουμε. Ο Στάθης κι εγώ τα ζήσαμε όλα αυτά, πότε μέσα, πότε έξω απ’ τη χώρα, και ως προς τα σύνορα και ως προς τις νοοτροπίες.
• Δεν μου αρέσει να κρίνω τους άλλους ανθρώπους. Άμα όμως έχεις βιώσει και κάποια διαφορετικά ήθη και συμπεριφορές άλλων λαών, κρατών, φυλών, χρωμάτων ανά τον κόσμο μπορείς ίσως κάπως πιο εύκολα να βγάλεις κάποια συμπεράσματα. Τότε όμως κινδυνεύεις να γίνει διδακτικός και σε κανέναν δεν αρέσει αυτό. Μακάρι το βιβλίο μου αυτό, εκτός από τη διασκέδαση χάρη στην ανάγνωση ταξιδιωτικών εμπειριών, να προσφέρει στον αναγνώστη και κάποια γνώση, κάποιο μέτρο σύγκριση, κάποιες σκέψεις, γόνιμες και θετικές, σε σχέση με όλα αυτά.
• Ομολογώ ότι δεν είμαι αισιόδοξη ως άνθρωπος. Ποτέ δεν ήμουν, κι ας μη μού φαίνεται, επειδή τον περισσότερο καιρό είμαι γελαστή και «χαρούμενη». Στην πραγματικότητα, με διακατέχει από μικρή η απόλυτη απαισιοδοξία, μαζί και η πεποίθηση ότι η ιστορία των ανθρώπων κάνει κύκλους και ότι το καλό και το κακό πάνε πότε εδώ, πότε εκεί στον κόσμο και στις διάφορες εποχές.
• Δυσάρεστο να το λέω, κακό ίσως να μιλώ δημοσίως ευθαρσώς για μια τέτοια αρνητική άποψη. Μήπως όμως βοηθάει να βλέπει κανείς τα επιμέρους λίγο πιο καθαρά και να αφήνεται με υπομονή και με σοφία στη περίφημη «ροή των πραγμάτων». Όπως λέμε στο χωριό μου… it is as it is. Το χωριό μου όμως αυτό, όπου λέγονται τέτοια τσιτάτα, βρίσκεται σε μια μακρινή παραλία στην Ινδία, στην άκρη της Γκόα. Η απαισιοδοξία, έπειτα, θέλει χιούμορ και γέλιο!
• Η Αθήνα των παιδικών και των εφηβικών μου χρόνων με γοήτευε αφάνταστα. Όσο περνούσαν όμως τα χρόνια με πλήγωνε να βλέπω τις παλιές της γειτονιές μια-μια να αλλάζουν, τα αγαπημένα μου μισογκρεμισμένα και ερειπωμένα γκρι νεοκλασικά, εκείνες οι κεντροευρωπαϊκού στυλ αριστοκρατικές πολυκατοικίες του Κολωνακίου, τα οικογενειακά διώροφα, τα μπάουχαους σπίτια, οι παλιές βιοτεχνίες με τα εργοστασιακά παράθυρα κ.λπ. να μετατρέπονται άρδην είτε σε άσχημες πολυκατοικίες «αισθητικής» των εκάστοτε εργολάβων, είτε σε ροζ και γαλάζια, γλυκανάλατα ανακαινισμένα κτίρια-«τούρτες». Για πολλά χρόνια δεν την ήθελα πια αυτή την πόλη.
• Αυτό όμως τελευταία άλλαξε. Επηρεάστηκα πολύ από το πόσο ποιητικά αποτυπώνουν στις μέρες μας την αθηναϊκή «ασχήμια» κάποιοι Αθηναίοι ζωγράφοι, κομίστες, γραφίστες της νέας γενιάς, που μεγάλωσαν συμφιλιωμένοι με αυτό που εμένα με χάλαγε τις τελευταίες δεκαετίες. Η καλλιτεχνική προσέγγιση όλου αυτού του «άσχημου» urban, με τις τσιμεντένιες ταράτσες στη σειρά, γεμάτες κεραίες και ηλιακούς θερμοσίφωνες, με τον Λυκαβηττό, τον Αρδηττό, τον Στρέφη, την Ακρόπολη να σκάνε μύτη κάθε τόσο ανάμεσα από τις επιθετικές γωνίες μακρόστενων μπαλκονιών μού αρέσει, με συγκινεί βαθύτατα και τελικά μου έχει αλλάξει την οπτική και τη σχέση μου με την πόλη όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω.
• Όπως είπα και νωρίτερα, έχοντας «φάει τη νύχτα με το κουτάλι» που λένε, προτιμώ πια τις νύχτες να κάθομαι σπίτι και είτε μαζί με τον Στάθη να παίζουμε μουσική και να ηχογραφούμε, είτε να γράφω, είτε να ζωγραφίζω. Τις μέρες μού αρέσει να περιπλανιέμαι στα Τουρκοβούνια, τον Υμηττό, την Πάρνηθα. Και από Οκτώβρη και πέρα, με βοριά στον νότιο Σαρωνικό, με νοτιά στον νότιο Ευβοϊκό και κολυμπώντας να βλέπω απέναντι τη χιονισμένη κορφή της Όχης ή το ξερονήσι Άγιος Γεώργιος γεμάτο ανεμογεννήτριες στο βάθος του ορίζοντα, ενώ στον ουρανό περνούν με κατεύθυνση προς Αφρική τα σμήνη των μεταναστευτικών πουλιών. Υπάρχουν κι αυτές οι ομορφιές στην Αττική μας!
• Σύντομα θα κάνουμε μια «επίσημη» παρουσίαση του Ημερολόγια on the road. Τραγούδια για έναν νέο δίσκο έχουν μαζευτεί πάμπολλα και κάθε τόσο ηχογραφούμε με τον Στάθη καινούργια, όμως μετά τα εξαφανίζουμε, σαν τους ντανταϊστές. Συναυλίες στο εξωτερικό, από Ιούλιο και μετά. Υπάρχουν σχεδόν έτοιμα και στον υπολογιστή μου δυο-τρία ακόμα βιβλία, τα έχω ξαναπιάσει τώρα, να πάρουν κι αυτά σιγά σιγά τον δρόμο τους. Έχω πλέον την ανάγκη να κάνω μακριές κι ανέμελες διακοπές, χωρίς να έχω το λάπτοπ μαζί, χωρίς ημερολόγιο, όπως κάναμε τη δεκαετία του ’90. Το χρωστώ στον εαυτό μου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.