Γεννήθηκα στην Αθήνα, στο Αλεξάνδρας. Έμεινα με τη μητέρα μου και τις αδελφές μου εδώ μέχρι έξι-επτά μηνών και έπειτα η μητέρα μου με έστειλε στην Αλβανία, στη γιαγιά μου στα Τίρανα, τη μητέρα της. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει και ο πατέρας μου είχε φύγει ήδη στην Αλβανία. Έμεινα στα Τίρανα με τη γιαγιά μέχρι τα πεντέμισι επειδή ήταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση η μητέρα μου και δεν μπορούσε να μεγαλώσει τρία παιδιά μόνη της. Έκανε μια απόπειρα να με φέρει ξανά στην Αθήνα όταν ήμουν τριών, αλλά εμένα δεν μου άρεσε καθόλου εδώ, έκλαιγα όλη την ώρα, ζήταγα τη γιαγιά μου που τη φώναζα «μητέρα» –αυτή ήξερα για μαμά–, έτσι με ξαναπήγε εκεί και με έφερε ξανά στην Ελλάδα λίγο πριν πάω στο δημοτικό. Από τότε έμεινα στην Ηλιούπολη, έζησα εκεί μέχρι που τελείωσα και τη δραματική σχολή και το 2020 μετακόμισα στο Παγκράτι.
• Ο πατέρας μου δεν έκανε άλλη οικογένεια, παντρεύτηκε τη Lindita, και άνοιξε ταβέρνα στα Τίρανα. Τον έβλεπα τα καλοκαίρια, όταν πήγαινα να δω τη γιαγιά μου και τους συγγενείς μου. Ερχόταν κι εκείνος στην Αθήνα για κάποιες μέρες τον χειμώνα, κάποιες φορές το Πάσχα, οπότε είχαμε επαφή. Με την οικογένειά μου στην Αλβανία είχαμε εξ αποστάσεως επαφή από το σταθερό τηλέφωνο. Έχω προλάβει να μιλάμε με τη γιαγιά μου μέσω καρτοτηλεφώνου στον δρόμο, είναι κάτι που θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά, το να βάζει η μητέρα μου την κάρτα και να μιλάμε με τη γιαγιά μέχρι να τελειώσουν οι μονάδες.
• Γενικά, από τη ζωή μου κρατώ μόνο τις πολύ όμορφες στιγμές. Ενώ υπήρξαν και πολύ δύσκολες λόγω ρατσισμού και οικονομικών δυσκολιών που είχαμε ως οικογένεια, τις έχω διώξει απ’ τη μνήμη μου. Θυμάμαι ως παιδί να παίζω, να χαίρομαι το παιχνίδι, να τρέχω, να είμαι με τους φίλους μου, με τη μητέρα μου, με τις αδελφές μου.
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς κάποιοι άνθρωποι ξυπνάνε και θέλουν να κάνουν τον άλλο να νιώσει άσχημα, με ένα μικρό σχόλιο ή κάτι άγριο. Το μίσος που υπάρχει στα social media είναι τρομακτικό.
• Όταν ήρθα στην Αθήνα δεν μίλαγα ελληνικά, εδώ άρχισα να μαθαίνω – μάθαινα μέχρι και το γυμνάσιο. Βλέπω παιδικά βίντεο και μέχρι κάποια ηλικία, αρχές γυμνασίου, έχω μια κάποια προφορά, καταλάβαινες ότι ήμουν ξένος από τον τρόπο που μιλούσα, κι ας μη φαινόταν εξωτερικά. Ήταν πολλές οι στιγμές που μου φέρονταν άσχημα τα παιδιά, αυτό είναι κάτι που δεν ξεχνάω. Δεν ήταν όλα όμορφα, αλλά έχω επικεντρωθεί σε αυτά, σε αυτές τις αναμνήσεις, σε όμορφες εικόνες. Και η Ηλιούπολη, επειδή έχει μια αίσθηση γειτονιάς, με τα πάρκα, με το άλσος, βοηθούσε σε αυτές τις ωραίες εικόνες.
• Ήμουν ένα τρομερά άτακτο παιδί, τρομερά ζωηρό, τρομερά ενεργητικό, ήθελα όλη την ώρα να κάνω κάτι, δεν μπορούσα να κάτσω σε μια καρέκλα. Δεν μπορούσα να κάτσω στο τραπέζι να φάω, έτρωγα τρέχοντας, είχα φοβερή ενέργεια κι αυτό κούραζε πολύ τη μητέρα μου και τους γύρω μου. Όταν με ρωτούσαν τι ήθελα να γίνω έλεγα «ηθοποιός, θα παίζω στην τηλεόραση». Μετά, επειδή μου άρεσε πολύ να ζωγραφίζω –καθόμουν στην αυλή και ζωγράφιζα με τις ώρες στα κοχύλια και στις πέτρες που μαζεύαμε το καλοκαίρι στις διακοπές, είχα κόλλημα με αυτό–, έλεγα «θα γίνω ζωγράφος». Πάντα ήθελα να κάνω κάτι καλλιτεχνικό, δεν έλεγα ότι θα γίνω γιατρός ή αστροναύτης.
• Δεν ήμουν καλός μαθητής, δεν διάβαζα ποτέ, δεν μου είχαν μεταδώσει οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μου την αγάπη για το διάβασμα. Στο λύκειο διάβαζα μόνο τα μαθήματα καθηγητών με τους οποίους ένιωθα ότι είχα μια σχέση, ότι με αγαπούσαν και με αποδέχονταν, στους υπόλοιπους βαριόμουν. Το «πρέπει» δεν μου άρεσε ποτέ στο σχολείο.
• Με τα καλλιτεχνικά είχα άμεση σχέση. Ενώ με την αδελφή μου είχαμε δοκιμάσει να ασχοληθούμε με κάθε άθλημα που υπήρχε, εμένα δεν μου άρεσε τίποτα, μόλις όμως πήγα ζωγραφική, βρήκα τι ήθελα να κάνω. Υπήρχε ένα τμήμα στο σχολείο όπου μετά τα μαθήματα μπορούσες να κάνεις δύο φορές την εβδομάδα για δύο ώρες ζωγραφική, και εκεί κόλλησα. Το παρακολουθούσα για χρόνια. Όταν ανακάλυψα τη Σχολή Καλών Τεχνών, είπα «ναι, σίγουρα θα δώσω στην Καλών Τεχνών εξετάσεις», αλλά μετά έμαθα ότι έπρεπε να κάνεις γραμμικό και ελεύθερο σχέδιο. Εγώ, όμως, δεν είχα χρήματα γι’ αυτά τα μαθήματα, οπότε, όσο και να ήθελα, δεν υπήρχε η επιλογή.
• Είχα δει δυο παιδικές παραστάσεις με το σχολείο, αλλά θέατρο άρχισα να βλέπω όταν μπήκα στη δραματική σχολή. Και ταινίες είχα δει ελάχιστες. Τη δραματική την ανακάλυψα όταν ήμουν στη Β’ Λυκείου, από μια φίλη που είδα τυχαία στην Ηλιούπολη και μου είπε ότι ήταν στο Ωδείο Αθηνών. Τη ρώτησα «τι είναι η δραματική, μπορείς να μου εξηγήσεις;» και όταν μου εξήγησε είπα «αυτό θα κάνω!». Έτσι, με σύστησε στον δάσκαλό της που έκανε προετοιμασία για τις εξετάσεις, προετοιμάστηκα, έτσι έδωσα στο Κρατικό, στο Εθνικό και στο Ωδείο. Αφού μπήκα στο Ωδείο, ανακάλυψα τι σχολή είναι αυτή.
• Η περίοδος στη δραματική σχολή ήταν υπέροχη. Την τελείωσα το 2020, πρόσφατα. Ξυπνούσα με τεράστια χαρά κάθε μέρα για να πάω από την Ηλιούπολη στο Παγκράτι, στο Ωδείο Αθηνών, χαιρόμουν πάρα πολύ με τα μαθήματα. Κάναμε χορό, θέατρο, performance, κινηματογράφο, ερχόμουν σε επαφή με άλλα παιδιά που ήθελαν να γίνουν καλλιτέχνες, ήμουν στον παράδεισο. Ήταν πολύ όμορφα χρόνια γιατί ένιωθα να είμαι ο εαυτός μου, ότι μπορώ να δοκιμάσω πράγματα, να πειραματιστώ. Μπορεί να ήμουν στο περιθώριο επειδή μου άρεσε να πειραματίζομαι με διάφορα πράγματα, π.χ. αντί να διαβάζω ήθελα να μαζεύω τα αντικείμενα του σπιτιού, να τα βάζω σε μια γωνία και να τα φωτίζω, αλλά στη σχολή ήταν σαν να μου έλεγαν ότι «ναι, δεν είναι κακό αυτό, είναι οk», οπότε ένιωσα πάρα πολύ ωραία. Στη δραματική γνώρισα τις κολλητές μου, άτομα που αγαπάω πάρα πολύ. Τη χρονιά που τελειώναμε κάναμε όλοι μαζί την ταινία του Πάστρα, τα Μπάσταρδα. Μετά έκανα με τον Πάνο τον Κούτρα το γύρισμα για το Ντόντο.
• Όταν ήμουν ακόμα στη σχολή έκανε η Στέγη ένα open call για ένα φεστιβάλ, το Future Now, και έστειλα μια ιδέα που είχα. Ήταν μόλις είχε σκάσει ο κορωνοϊός, και δεν περίμενα να λάβω ποτέ απάντηση, αλλά μια μέρα, την ώρα του μαθήματος, χτυπάει το τηλέφωνό μου και μου λένε «γειά σας, είμαστε από τη Στέγη». Με έλουσε κρύος ιδρώτας, μου είπαν «μας αρέσει η πρότασή σας», κάναμε και τρία ραντεβού, αλλά ήρθε ο κορωνοϊός και δεν ανέβηκε τελικά η Ραγάδα. Ήμουν πολύ στενοχωρημένος και τότε αποφάσισα να ανεβάσω το έργο μόνος μου. Άρχισα να ψάχνω χώρους, έστω μια ταράτσα, μια αυλή. Σε μία από τις πολλές γκαλερί που χτύπησα την πόρτα, στην Κυψέλη, συστήθηκα και είπα την ιδέα μου και μου είπαν «πολύ ωραίο, αλλά δεν μπορούμε να σε βοηθήσουμε, μπορείς όμως να στείλεις σε ένα φεστιβάλ που λέγεται Rooms που γίνεται από την Kappatos Gallery, τον Γεράσιμο Καππάτο, στο ξενοδοχείο St. George Lycabettus». Η κοπέλα της γκαλερί, η Σιμόνη, το έψαξε και μου είπε «λήγει απόψε στις 12 το βράδυ». Ήταν οκτώ, έτσι πήγα στο σπίτι μου τρέχοντας κι έστειλα την πρόταση.
• Μετά από δύο μήνες μου τηλεφώνησε ο Γεράσιμος Καππάτος και μου είπε ότι θέλουν να παρουσιάσουν αυτό το πρότζεκτ. Ήταν η πρώτη φορά που παρουσίασα δουλειά μου και ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος. Είχα κάνει ήδη μια μικρού μήκους ταινία στο δεύτερο έτος και είχα ανακαλύψει ότι ήθελα να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία, έτσι στο φεστιβάλ Rooms πρωτοέδειξα τη δουλειά μου.
• Πήγε πάρα πολύ καλά, ερχόταν κόσμος, ουρές, δεν το περιμέναμε. Ο Γεράσιμος έδιωχνε κόσμο, έλεγε «όσοι το έχετε ξαναδεί, φύγετε, είναι κι άλλοι που θέλουν να το δουν». Παίζαμε τη Ραγάδα σε λούπα, έξι ώρες συνεχόμενα, κάθε μέρα, χωρίς καν διάλειμμα. Η διάρκεια κάθε περφόρμανς ήταν 25 λεπτά. Ήταν μια καταπληκτική εμπειρία και είπαμε «θέλουμε να το κάνουμε κάτι αυτό», έτσι το δείξαμε στο σπίτι της Χρυσής που έπαιζε στη Ραγάδα, που έπειτα έγινε το «Θέατρο στη σάλα». Την παρουσιάσαμε για 12 μέρες και το ένα έφερε το άλλο. Στο σπίτι της Χρυσής ήρθε να δει την παράσταση ο Γιώργος Κουτλής, ο τότε υπεύθυνος της Πειραματικής Σκηνής, και ο Γιάννης Μόσχος, ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Είχα κάνει ήδη πρόταση στην Πειραματική Σκηνή για τη Ραγάδα, αλλά όταν μου ζήτησαν να παρουσιάσω ένα έργο δεν μπορούσε να είναι η Ραγάδα, γιατί είχε κάνει ήδη πρεμιέρα, έτσι έγινε το Goodbye, Lindita. Και μετά το Goodbye, Lindita έγινε η Taverna Miresia. Έτσι έγινε αυτή η τριλογία. Υπάρχουν άτομα που έχουν έρθει να δουν το Lindita και τέσσερις και πέντε φορές, και κάθε φορά μου λένε ότι ανακαλύπτουν και κάτι καινούργιο. Είναι απίστευτο αυτό, γιατί η παράσταση όντως εξελίσσεται, είναι ένας ζωντανός οργανισμός.
• Η πρώτη παράσταση που έπαιξα ως περφόρμερ μόλις τέλειωσα τη σχολή ήταν το Marcel Duchamp των Nova Melancholia. Έκαναν ακρόαση και πήγα, παρότι δεν μου αρέσουν οι ακροάσεις, δεν λειτουργώ, μου κόβονται τα πόδια. Είχα ακούσει γι’ αυτή την ομάδα, δεν είχα δει δουλειά τους, αλλά μου άρεσε το ότι είχε κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι έβλεπα στην Αθήνα. Ακόμα και η ακρόαση ήταν διαφορετική: παρουσίασα κάτι αυτοσχεδιαστικό και μου είπαν «σε θέλουμε στην παράσταση». Πηγαίναμε από γκαλερί σε γκαλερί και η παράσταση ξεκινούσε με τον αυτοσχεδιασμό που είχα κάνει στην ακρόασή τους.
• Έχω δουλέψει και με τον Ευριπίδη Λασκαρίδη, ήμουν βοηθός του στην περφόρμανς που έκανε στην Μπιενάλε, είχα επικοινωνήσει μαζί του γιατί τον θαυμάζω απίστευτα, είναι μοναδικός. Είμαι πολύ χαρούμενος που τον γνώρισα.
• Το ότι το Goodbye, Lindita δεν έχει λόγο δεν έγινε επίτηδες, ήρθε μόνο του, γιατί και η Ραγάδα δεν είχε λόγο. Πολλοί γνωστοί μου έλεγαν «α, ρε έξυπνε, έκανες την παράσταση έτσι για να μπορεί να ταξιδεύει, ε;» – ούτε καν. Και για τη Ραγάδα, που την έκανα σε ένα σπίτι, δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου ότι θα ταξιδέψει, ότι θα παρουσιαστεί σε θέατρο. Έτσι μου προέκυπτε, το ένα έφερνε το άλλο, η σιωπή και η ησυχία πάντα με γοήτευαν, δεν το αποφάσισα. Είναι θεατρικές εικαστικές παραστάσεις αυτές που κάνω, για μένα είναι θέατρο. Ακούω πολλούς καλλιτέχνες να λένε «φτιάχνεις μια δική σου καλλιτεχνική ταυτότητα», αλλά δεν το είχα συνειδητοποιήσει.
• Δίνομαι ολοκληρωτικά σε κάτι, άμα μου αρέσει. Φοβάμαι ότι θα εκτεθώ καμιά φορά, το σκέφτομαι, λέω «ρε συ, μήπως παραεκτίθεμαι;», αλλά μετά σκέφτομαι ότι για μένα αυτό είναι το νόημα της τέχνης. Είναι πολύ βαρύγδουπο, αλλά έτσι το σκέφτομαι, ότι ένας καλλιτέχνης είναι πολύ ωραίο να εκτίθεται. Μου αρέσει γιατί σε αυτήν τη ζωή, αν δεν εκτεθείς, δεν έχει νόημα. Μου αρέσει να εκτίθενται οι άνθρωποι, μου αρέσει η αμηχανία, όπως μου αρέσει να μιλάει κάποιος και να κάνει σαρδάμ, νιώθω ότι είναι κάτι ανθρώπινο αυτό το πράγμα, ότι θα σκοντάψεις, δεν είμαστε ρομπότ. Κι εκεί που σκέφτομαι μήπως εκτίθεμαι πολύ, λέω «βουρ, στην πυρά, δεν πειράζει».
• Η μάνα μου έχει αλλάξει τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, μου έχει καθορίσει τη ζωή η συμπεριφορά της, το ότι ήταν μια πολύ δυναμική γυναίκα. Παραδειγματιζόμουν απ’ αυτήν στο πώς κάνω κι εγώ τα πράγματα στη ζωή μου. Ήρθε να δει την παράσταση ξανά και ξανά, συγκινήθηκε πολύ και δεν το περίμενε, μου έλεγε ότι δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ήταν πολύ ωραίο αυτό.
• Τις φοβάμαι πολύ τις αρρώστιες, αλλά ο πιο μεγάλος μου φόβος είναι ο θάνατος. Τον σκέφτομαι τον θάνατο, είναι κάτι πολύ τρομακτικό, δεν μπορώ νιώσω καθόλου κάποιους ανθρώπους που λένε ότι έχουν ξορκίσει τον φόβο του θανάτου. Δεν μπορώ να το κατανοήσω. Φοβάμαι πολύ και τη μοναξιά, δεν μου έχει τύχει ποτέ και νιώθω ότι δεν θα μου τύχει, αλλά βλέπω κάποιους ανθρώπους που είναι μόνοι τους από επιλογή – το να είσαι μόνος μου φαίνεται το πιο βαρύ πράγμα στον κόσμο.
• Ήμουν ένα άτακτο παιδί, αλλά δεν έχω κάνει ριψοκίνδυνα πράγματα στη ζωή μου. Ριψοκίνδυνο θα μπορούσες να πεις ότι το ότι έπιασα με γυμνό χέρι μια λάμπα στο εστιατόριο του πατέρα μου και έπαθα ηλεκτροπληξία – έμεινα στο νοσοκομείο τρεις μήνες, δεν ήταν σίγουρο ότι θα ζούσα. Ακόμα έχω το σημάδι στο χέρι.
• Για την Αθήνα έχω ανάμεικτα συναισθήματα, την αγαπώ και τη μισώ. Τώρα που ταξιδεύω αρκετά πιάνω πολλές φορές τον εαυτό μου να μου λείπει, αλλά δεν ξέρω αν μου λείπει η πόλη ή το σπίτι μου, οι φίλοι μου, ο γάτος μου. Για μένα είναι ο τόπος μου, οπότε την αγαπάω. Παράλληλα θυμώνω κιόλας πάρα πολύ με όλες τις δυσκολίες που μπορεί να έχουμε, γιατί βγαίνοντας στο εξωτερικό βλέπεις τι δεν έχουμε εδώ. Έχεις μέτρο να συγκρίνεις και σε πιάνει απόγνωση, αυτό το γιατί. Είναι μια πόλη που φαίνεται να θέλει να αρέσει πιο πολύ στους τουρίστες παρά στους ανθρώπους που ζουν και παλεύουν εδώ. Αυτό είναι πολύ άσχημο.
• Με τη Lindita έχουμε πάει στη Σερβία, στη Δρέσδη, στην Αδελαΐδα, στο Άμστερνταμ, στο Μόναχο, κι έχουμε κι άλλα ταξίδια: Στοκχόλμη, Μαδρίτη, Στουτγκάρδη. Το Taverna έχει πάει στη Ρουμανία, τώρα ήμασταν στη Ζυρίχη, θα πάμε στο Τορίνο – έχουν προκύψει πολλά ταξίδια. Τα ταξίδια είναι το μεγαλύτερο όφελος από αυτό που κάνω, είναι τρομερό προνόμιο το ότι ταξιδεύουμε τόσο πολύ, το ότι βλέπουμε τόσα ωραία μέρη και ότι είμαστε τόσο ωραία ομάδα και περνάμε υπέροχα. Ο κόσμος έχει αγκαλιάσει την παράσταση. Μας έκανε εντύπωση το κοινό της Αθήνας που είναι πολύ θερμό και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό, αλλά εξίσου θερμό είναι και το κοινό στο εξωτερικό, σε κάποιες χώρες είναι ακόμα πιο θερμό από της Αθήνας. Στη Ζυρίχη δεν πιστεύαμε την υποδοχή που μας έκαναν, στο Άμστερνταμ επίσης, μας έχει εντυπωσιάσει αυτό.
• Ο σκοπός της τέχνης δεν είναι να σε κάνει καλύτερο απαραίτητα αλλά να σε βάλει σε σκέψεις, οπότε σίγουρα μια παράσταση, μια ταινία, μια φωτογραφία μπορεί να σε βάλει σε σκέψεις, να σου επηρεάσει μια απόφαση. Καλύτερος άνθρωπος είναι αυτός που μετακινείται, οπότε αν η τέχνη τον βοηθήσει σε αυτό, αυτόματα τον κάνει καλύτερο.
• Ελπίδα μού δίνουν οι καλοί άνθρωποι, οι ευγενικοί, αυτοί που έχουν την ανάγκη να μοιραστούν προσωπικές ιστορίες, που δεν είναι απρόσωποι, που είναι θερμοί, που είναι εκεί για να αγκαλιαστούν, να κλάψουν. Αυτοί μού δίνουν ελπίδα γιατί νιώθω ότι υπάρχει ακόμα ανθρωπιά, από τους φίλους μου μέχρι μια άγνωστη γυναίκα που θα γνωρίσω στο πλοίο και θα μιλήσουμε και θα μοιραστούμε πολύ προσωπικά πράγματα και ιστορίες.
• Με ενοχλεί η αγένεια πάρα πολύ, με θυμώνει πολύ ο αγενής και ο επίτηδες σκληρός, δεν αντέχω καθόλου όταν κάποιος προσβάλλει κάποιον άλλο, είτε φίλο μου είτε άγνωστο, δεν μπορώ να το διανοηθώ. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς κάποιοι άνθρωποι ξυπνάνε και θέλουν να κάνουν τον άλλο να νιώσει άσχημα, κάνοντας ένα μικρό σχόλιο ή κάτι άγριο. Το μίσος που υπάρχει στα social media είναι τρομακτικό.
• Μου αρέσει να κάθομαι σπίτι μου να μαγειρεύω, να μαζεύω φίλους μου στην αυλή, να βάζω κάτι στον φούρνο, να πίνουμε κρασί και να συζητάμε. Μου αρέσει πάρα πολύ να μπαίνω σε ναούς, να ανάβω κεριά, να κάθομαι και να παρατηρώ τον κόσμο, πώς προσεύχεται, πώς κάθεται, τι φοράει, πώς κοιτάει, πώς μιλάει. Μπορεί να χαζεύω κάποιον ώρα πολλή. Μου αρέσουν πολύ οι εξορμήσεις. Δεν οδηγώ, αλλά ακόμα και μια μικρή αυθόρμητη πρόταση μου δίνει δύναμη, πολλή ενέργεια. Είμαι ανοιχτός σε πάρα πολλά πράγματα και μου αρέσουν πολλά, αλλά είμαι και περίεργος, γιατί είναι πολλά πράγματα που δεν μ’ αρέσουν. Είμαι control freak, αυτό δεν μου αρέσει, αλλά ευτυχώς δεν προκαλώ πρόβλημα στην ομάδα μου. Ακόμα και σε κάτι πολύ απλό είμαι control freak, π.χ. άμα έχω μαγειρέψει στους φίλους μου, θέλω να κάτσουν εκεί που έχω σκεφτεί, να φάνε το φαγητό όταν είναι ζεστό. Δεν μπορώ καθόλου το χύμα, ούτε καν τη λέξη.
• Εννοείται ότι παίζει ρόλο το να δουλεύεις πολύ, να παλεύεις, αυτό είναι αυτονόητο, αλλά χρειάζεται και τύχη. Θεωρώ τον εαυτό μου και τυχερό άνθρωπο. Είναι καθαρή τύχη το πού έχεις γεννηθεί, γιατί μπορεί να υπάρχει και ένας άνθρωπος με ταλέντο, π.χ. μπορεί να τραγουδάει υπέροχα, που θα μπορούσε να είναι γνωστός, αλλά έτυχε να είναι σε μέρος που δεν μπορεί να του δοθεί καμία ευκαιρία. Το ότι άνοιξαν τα σύνορα και περπάτησαν μέχρι την Ελλάδα οι γονείς μου δεν ήταν τύχη; Θα μπορούσαν στο φευγιό τους από την Αλβανία να είχαν πεθάνει, να μην είχαν γεννηθεί ποτέ τα τρία παιδιά τους, ή θα μπορούσαν να μην είχαν φύγει ποτέ από την Αλβανία και να μεγάλωνα εκεί, και να έκανα κάτι εντελώς διαφορετικό. Έχω δυόμισι χρόνια να πάω στην Αλβανία, από την κηδεία του πατέρα μου. Θέλω να πάω την παράσταση κι εκεί, πρέπει να γίνει.
• Νιώθω ότι πιο ειλικρινά μιλάω στις δουλειές μου απ’ ό,τι στις συνεντεύξεις, δεν τα πάω πολύ καλά με τα λόγια. Προτιμάω να διαβάσω μια απλή συνέντευξη, να ακούσω μια απλή ιστορία, αλλά δεν μπορώ καθόλου τους καλλιτέχνες και γενικά τους διάσημους ανθρώπους που βγαίνουν και μιλάνε με έναν αέρα σαν να τα ξέρουν όλα, και θέλουν να μας μάθουν πώς γίνεται το ένα και το άλλο, αυτό το καθηγητιλίκι δεν το μπορώ από κανέναν. Και το συναντάς στις συνεντεύξεις πολλές φορές, έναν αέρα ότι εγώ είμαι κι άλλος κανένας.
• Τώρα ετοιμάζω μια νέα δουλειά, την ετοιμάζω εδώ και ενάμιση χρόνο, ανυπομονώ πιο πολύ από ποτέ, την πιστεύω πάρα πολύ. Θα είναι στο ίδιο σύμπαν με τις άλλες προφανώς, αλλά θα είναι και διαφορετική. Χαίρομαι πάρα πολύ με την ομάδα αυτής της παράστασης, τα άτομα που συμμετέχουν είναι ένα κι ένα. Τα περισσότερα δεν είναι από το Lindita και το Taverna, και για πρακτικούς λόγους, γιατί οι δυο παραστάσεις συνεχίζουν να ταξιδεύουν, οπότε δεν είναι εύκολο να τους βάλεις όλους στην ίδια ομάδα. Η Lindita ανεβαίνει 16 Οκτώβρη με 3 Νοέμβρη στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στο Τσίλερ, και προς το παρόν θα είναι η τελευταία φορά που θα ανέβει στην Αθήνα. Έχει ανέβει τέσσερις φορές.
• Η ζωή με έχει μάθει ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο, πρέπει να παλέψεις για το οτιδήποτε, γιατί δεν μου έχει προσφερθεί τίποτα απλόχερα, έχω δυσκολευτεί για να κάνω ό,τι έκανα. Μου έχει μάθει επίσης ότι πρέπει να βάζω όρια στους ανθρώπους, όσο και να μ’ αρέσει να είμαι ευγενής και να τους σέβομαι, γιατί πολύ εύκολα μπορούν να τα ξεπεράσουν και να σε εκμεταλλευτούν. Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια που συμβαίνουν πολύ ωραία πράγματα με τη δουλειά μου μού έχουν τύχει και πάρα πολλές δυσκολίες, οπότε έχω μάθει να βάζω όρια στον εαυτό μου και να τον σέβομαι, όπως και τους άλλους. Δεν χρειάζεται να ανεβάσεις τον εαυτό σου σε βάθρο, μόνο να τον σέβεσαι, αλλιώς δεν μπορείς να σεβαστείς κανέναν.
Δείτε εδώ πληροφορίες για την παράσταση Goodbye Lindita
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ