Γεννήθηκα στη Βέροια Ημαθίας τελείως τυχαία. O πατέρας μου ήταν στρατιωτικός και γεννήθηκα κατά τη διάρκεια μιας μετάθεσής του. Λόγω της δουλειάς του γυρίζαμε σε όλη την Ελλάδα, μετακομίζαμε κάθε ένα ή δύο χρόνια, οπότε το περιβάλλον όπου μεγαλώσαμε και εγώ και η αδελφή μου ήταν δύσκολο. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα. Οι γονείς μας ήταν δυο καλοί άνθρωποι, οι οποίοι είχαν έγνοια να μας μάθουν πώς να επιβιώνουμε, ο στόχος ήταν να σπουδάσουμε, να μην έχουμε κανέναν ανάγκη, οπότε μας πρίζωσαν πάρα πολύ με το θέμα της μελέτης και ξεχάσαμε λίγο τη χαρά. Μας έμαθαν πάρα πολύ το καθήκον. Μας προετοίμασαν να είμαστε εντάξει στην κοινωνία, αυτή ήταν η ανησυχία τους.
• Τα παιδικά μου χρόνια είχαν το στίγμα της αλλαγής, από πόλη σε πόλη, σε ένα περιβάλλον πολύ απαιτητικό, μόνο με διάβασμα. Ήταν δύσκολο να κάνω φίλους, παρότι είχα γίνει ένα υπερκοινωνικό πλάσμα για να καλύψω αυτό που έφερνε κάθε αλλαγή. Η πρώτη μέρα στο σχολείο ήταν πάντα πολύ δύσκολη, το να είσαι άγνωστος μεταξύ γνωστών. Αυτό κράτησε σε όλο το δημοτικό και το γυμνάσιο, αλλά όταν τελείωσα το γυμνάσιο παραιτήθηκε ο πατέρας μου απ’ τον στρατό, έτσι το λύκειο το έβγαλα στον Χολαργό. Τότε κάπως ηρέμησε η ψυχή μου, γιατί ήξερα δεν χρειαζόταν πλέον να το παίζω κοινωνική και έξω καρδιά.
Η επιτυχία, όχι η ευτυχία, είναι ένα γινόμενο: ένας παράγοντας να είναι μικρός, αμέσως μειώνεται το αποτέλεσμα, ένας να είναι μηδέν, μηδενίζεται το αποτέλεσμα. Είναι φοβερό αυτό το πράγμα. Οι ευκαιρίες μπορεί να σου δίνονται, αλλά δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, δεν φτάνει ένα θέλω και ένα όνειρο.
• Ήθελα να γίνω πολλά πράγματα, π.χ. γιατρός – η αδελφή μου είναι γιατρός. Λάτρευα και τα μαθηματικά από μικρή, ένιωθα σεβασμό απέναντί τους γιατί αισθανόμουν ότι εκεί βασίζεται όλο το παιχνίδι της ζωής. Έχω καταλάβει τον Θεό μέσα από τα μαθηματικά, τη φύση, γιατί για μένα αυτό είναι ο Θεός, η φύση και η μαθηματική σκέψη. Σίγουρα είχα και μια τάση να μιμούμαι ανθρώπους, να τους παρακολουθώ όταν έρχονταν επίσκεψη: καθόμουν σε μια καρέκλα ακούνητη και παρακολουθούσα τι έκαναν και μετά τους παρίστανα, χωρίς όμως να έχω ξεκάθαρα μες στο μυαλό μου το θέατρο. Ήξερα ότι για την οικογένειά μου το θέατρο ήταν καμένο χαρτί, ήταν πέρα απ’ τις δυνάμεις των γονιών μου· ήταν ένας άγνωστος χώρος, έξω απ’ τα πλάνα που είχαν για μας. Οπότε δεν συζητιόταν καν για να μη συμβεί.
• Παρ’ όλα αυτά, πέρασα στο Μαθηματικό και στο δεύτερο έτος έδωσα εξετάσεις και στο Θέατρο Τέχνης. Μου βγήκε η ανάγκη να μπω στο θέατρο γιατί αισθανόμουν ότι ήταν ο μόνος χώρος όπου θα μπορούσα να βγάλω όλα αυτά που πίεζα μέσα μου, προκειμένου να είμαι εντάξει σε όλα, στο καθήκον. Αισθανόμουν σαν να ταξίδευα. Πέρασα στη δραματική σχολή κι εκεί άρχισαν τα δύσκολα. Ήταν πολύ δύσκολα για μένα εκείνα τα χρόνια. Είχα τις δυο σχολές και έπρεπε να δουλεύω ταυτόχρονα για να τα βγάζω πέρα, με αποτέλεσμα να ζω μέσα στη σχολή το ωραίο του πράγματος, να γελάω και να περνάω φανταστικά, αλλά τις υπόλοιπες ώρες να πρέπει να δουλέψω, οπότε δεν το χάρηκα σε όλο του το μεγαλείο. Ξεκίνησα να δουλεύω μόλις τέλειωσα το σχολείο για να αντεπεξέλθω σε αυτά που εγώ ήθελα, τα Σαββατοκύριακα που δεν είχαμε σχολή έκανα ιδιαίτερα μαθήματα και υποτιτλισμό σε σίριαλ – επειδή είχα από πολύ μικρή υπολογιστή λόγω του Μαθηματικού, δούλευα όλο το βράδυ.
• Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα δούλευα λιγότερο και θα χαιρόμουν περισσότερο τα νιάτα μου. Ωστόσο, δεν θα ήθελα να ξαναγεννηθώ με το μυαλό που έχω τώρα, γιατί θα πέρναγα χάλια. Αυτό είναι το ωραίο στα νιάτα, ότι δεν υπάρχει επίγνωση, υπάρχει το παραμύθι, δεν είναι ωραίο να ξέρεις το τέλος – τι νόημα θα είχε; Η επιτυχία, όχι η ευτυχία, είναι ένα γινόμενο: ένας παράγοντας να είναι μικρός, αμέσως μειώνεται το αποτέλεσμα, ένας να είναι μηδέν, μηδενίζεται το αποτέλεσμα. Είναι φοβερό αυτό το πράγμα. Οι ευκαιρίες μπορεί να σου δίνονται, αλλά δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, δεν φτάνει ένα θέλω και ένα όνειρο.
• Όταν τελείωσα το Τέχνης –το Μαθηματικό το τελείωσα πολύ αργότερα–, άρχισα πάλι να δουλεύω, ξεκίνησα συστηματικά τα ιδιαίτερα. Ταυτόχρονα προσπαθούσα να είμαι με κάποιον τρόπο στο θέατρο. Έκανα κάποια πράγματα με το Θέατρο Τέχνης και μετά συνεργάστηκα με το Εθνικό, με τον Παπαβασιλείου, με τον Λιγνάδη, αλλά έβλεπα ότι δεν τραβούσε, δεν κύλαγε. Ήταν πολύ κουραστικό το να κάνω μαθήματα και μετά να πηγαίνω στο θέατρο, οπότε έγινε μια μετατόπιση μέσα μου, αποφάσισα ότι αφιερώνω ψυχρά και λογικά τον χρόνο μου στην επιβίωση, σε αυτό που ήξερα ούτως ή άλλως να κάνω πολύ καλά. Δούλεψα αρκετά χρόνια ως καθηγήτρια, σχεδόν δεκάξι. Έκανα ιδιαίτερα μαθήματα, δεν ήθελα να πάω σε σχολείο για να μη δεθώ με το επάγγελμα και να αφήσω μια πόρτα ανοιχτή για το θέατρο. Ήταν η μόνη δουλειά εκτός θεάτρου που την έκανα και χαιρόμουν, γιατί είχα να κάνω με ανθρώπους, με παιδιά – είναι τρομερό το πόσο ευάλωτα ήταν, το πόσο εύκολα μπορούσαν να χειραγωγηθούν από έναν κακό δάσκαλο, από έναν κακό γονιό. Έχω ωραίες μνήμες απ’ τα παιδιά.
• Κι έρχεται στη ζωή μου ο άντρας μου, ο Ευθύμης, και μου λέει «τώρα θα κάνεις ό,τι θες εσύ, είμαι εγώ εδώ». Τότε ήταν που η Λένα Κιτσοπούλου, με την οποία είμαστε τριάντα χρόνια φίλες, απ’ τη σχολή συμμαθήτριες και συγκάτοικοι για κάποια χρόνια, άρχισε να κάνει τα δικά της πράγματα, έγραφε, έβγαζε τα βιβλία. Με ρωτάει «θέλεις;» και λέω «θέλω!». Εκεί ξεκίνησε το Χαίρε Νύμφη του Ξενόπουλου. Από τότε τα έφερε η τύχη έτσι που μου ήρθαν βολικά τα πράγματα, δηλαδή δεν έμεινα ποτέ χωρίς δουλειά. Ήμουν τυχερή, γιατί δούλεψα και με ανθρώπους που ήθελα –ήταν και επιλογή μου, βέβαια, αυτό, πάντα ήμουν σε χώρους όπου αισθανόμουν άνετα, ότι είχαμε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας–, έτσι πήγαν καλά τα πράγματα. Δεν χρειάστηκε να ξανακάνω ιδιαίτερα.
• Τον άντρα μου τον έχασα πριν από έναν χρόνο, διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα κι έφυγε μέσα σε έξι μήνες. Είναι τρομερό. Από τότε που άρχισα να επικοινωνώ τον θάνατό του συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει ελληνική οικογένεια που να μην έχει χάσει δικό της άνθρωπο από καρκίνο. Ειδικά όταν είσαι νέος είναι τόσο ανοιχτά όλα, παιδιά, καριέρα, όνειρα, θέλω, και ξαφνικά έρχεται η αρρώστια και σου αλλάζει τελείως το όποιο πλάνο. Έχω ένα σύνδρομο ελέγχου των πραγμάτων και ο θάνατος του Ευθύμη μου το κατέρριψε όλο αυτό, δεν ελέγχω τίποτε απολύτως. Είναι πολύ δύσκολο, δεν μπορείς να το διαχειριστείς, απλώς έχω αποφασίσει ότι θα ζήσω πλέον με μια τρύπα στην καρδιά και μια πινέζα στο κεφάλι. Έχει γίνει πιο εύκολο και το φευγιό το δικό μου, το βλέπω πιο ήρεμα. Παλεύω να αντεπεξέλθω σε όλα αυτά που μου ’ρχονται, προσπαθώ να μην τα χαρακτηρίζω πια. Δεν βγαίνω σχεδόν καθόλου, γιατί παθαίνω κρίσεις πανικού. Πορευόμαστε, παλεύω να βγει η ζωή, μέρα τη μέρα.
• Ο Ευθύμης μου άλλαξε τη ζωή, γιατί μπόρεσα να ακουμπήσω σε αυτόν, με εμπιστεύτηκε, εμπιστεύτηκε ότι αυτό που ήθελα να κάνω ήταν αυτό που μου ταιριάζει, που με κάνει χαρούμενη. Νομίζω η γνωριμία μου με τον άντρα μου ήταν η σημαντικότερη στιγμή της ζωής μου όσον αφορά το ότι μπήκα σε έναν δικό μου δρόμο πια. Σαν να αφαιρούσε από πάνω μου τα φορεμένα.
• Όταν τον έχασα ο φόβος μη χάσω τους αγαπημένους μου ανθρώπους θέριεψε. Για κάποιον λόγο θεωρούσα ότι τον άντρα μου δεν θα τον χάσω ποτέ, κι όταν έγινε αυτό αισθάνθηκα πολύ ευάλωτη, οπότε ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι μη χάσω την αδελφή μου, τα παιδιά της και τους φίλους μου. Όταν έχασα τον Ευθύμη μου πήρα τους γονείς μου στο σπίτι, οι οποίοι είναι μεγάλοι άνθρωποι. Η μητέρα μου είναι με άνοια, κατάκοιτη, και ήταν σαν να ήθελα να δω πώς κλείνει όλο αυτό, όλη αυτήν τη φθορά – ήθελα από παιδί να γίνω γονιός. Ζω περίεργες μέρες, έχω ένα πένθος και αναμένω πένθος, ζώντας τη φθορά του χρόνου αυτήν τη φορά, όχι της αρρώστιας. Για κάποιον λόγο, πες τον μαζοχιστικό, πες τον του καθήκοντος, θέλω να το βιώσω – και το βιώνω σε όλο του το μεγαλείο.
• Το πιο μεγάλο μου όφελος από την ασχολία μου με το θέατρο είναι η χαρά. Χαίρομαι, είναι το μόνο που με ενδιαφέρει σε αυτήν τη δουλειά, τίποτε άλλο. Οι ώρες που είμαι στο θέατρο να είμαι καλά, να περνάω καλά, να γελάω, να νιώθω, να μη φοβάμαι να νιώσω να μην φοβάμαι να δείξω, γιατί γενικά ως άνθρωπος είμαι κλειστή, έχω λίγο «ανάπηρο» συναίσθημα. Έχω πολύ δυνατή λογική, αλλά το συναίσθημά μου έχει μια δυσκολία να αφεθεί, οπότε μέσα από το θέατρο βρήκα έναν ακίνδυνο τρόπο να δείξω, να βγάλω και πράγματα που νιώθω.
• Τα Μαθηματικά με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ, μου έχουν χτίσει μια λογική η οποία με έχει σώσει και συνεχίζει να με σώζει στη ζωή μου, γιατί πάνω σε αυτή βασίζομαι. Με βοηθάει να αξιοποιώ και το συναίσθημά μου, μου δημιουργεί πυλώνες στους οποίους βασίζομαι, έτσι παλεύω να αντιμετωπίσω και τα άλλα, τα δύσκολα.
• Δεν νομίζω ότι η τέχνη έχει τη δύναμη να αλλάξει συνειδήσεις, χαρακτήρες, παρά μόνο αν εσύ το θέλεις. Νομίζω ότι από το θέατρο παίρνεις αυτό που εσύ θέλεις. Ο κόσμος έχει κουραστεί από όλο το άλλο, το τελείως τηλεοπτικό, και δεν εννοώ μόνο το να βλέπεις τηλεόραση, εννοώ το τηλεοπτικό που έχει μπει και στις ζωές μας, έναν τρόπο διασκέδασης και έναν τρόπο σκέψης που μας έχουν «φορέσει». Νομίζω ότι και το κλείσιμο λόγω του κορωνοϊού τον έκανε να δει τι έχει περισσότερο ανάγκη. Οπότε επιλέγει ένα, και νομίζω ότι αυτό είναι το θέατρο, γιατί είναι και προσιτό οικονομικά εδώ σε σχέση με άλλες χώρες. Είναι έξοδος, γι’ αυτό και ο κόσμος κάνει τόσα sold-out σε παραστάσεις τελευταία. Ο κινηματογράφος έχει χάσει την όποια αίγλη είχε λόγω του Netflix και κάθε πλατφόρμας, δεν είναι πια έξοδος. Στο σπίτι σου μπορείς να δεις όποια ταινία θες, σε όποια θέση θες.
• Θα έλεγα ότι, δυστυχώς, δεν μου δίνει τίποτα ελπίδα, αλλά υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι γύρω μου και το ενδιαφέρον τους και η αγάπη τους με κάνουν να ελπίζω, η αδελφή μου, τα ανίψια μου, οι φίλοι μου. Το ότι με ρωτάνε «τι κάνεις;» μού δίνει λίγη ελπίδα. Είμαι χαρούμενη που κατάφερα να κρατηθώ σε κάποια πράγματα που ήθελα, τα έκανα και δεν τα ξεπούλησα.
• Με τη Λένα έχω συνεργαστεί πολλές φορές και είναι μεγάλη η χαρά, γιατί πέρα από το συναισθηματικό δέσιμο που έχουμε, την πιστεύω πάρα πολύ και τη σέβομαι και ως μυαλό και ως ταλέντο, είναι όλες οι τέχνες μαζεμένες σε έναν άνθρωπο. Δεν έχω γνωρίσει πιο πολύπλευρο άτομο, που με ό,τι και να καταπιαστεί να είναι πρώτο. Την σέβομαι ως καλλιτέχνιδα πέρα από οποιοδήποτε συναίσθημα φιλίας υπάρχει. Έχω συνεργαστεί και με άλλους ανθρώπους που εκτιμώ βαθιά, τον Νίκο Μαστοράκη, ο οποίος μου έδωσε μια ώθηση να πιστέψω περισσότερο ότι μπορώ, με τον Νίκο Καραθάνο, τον Άρη Μπινιάρη, που τώρα τελευταία δουλεύω μαζί του και χαίρομαι, και με άλλους ανθρώπους.
• Όλοι οι ρόλοι με έχουν δυσκολέψει και όλοι μου έχουν φέρει χαρά. Το Σαλό ήταν κάτι πολύ δύσκολο, άγριο, γι’ αυτό επέλεξα, με τη σύμφωνη γνώμη του Άρη βέβαια, να κάνω κάτι πιο ελαφρύ, γιατί αυτά τα λόγια πραγματικά δεν λεγόντουσαν. Μάλιστα δυσκολεύτηκα να τα μάθω, γιατί ήταν σαν να αντιδρούσε το μέσα μου. Ήταν δύσκολο να παλέψεις και με αυτό, γιατί έβλεπες ότι υπήρχε ένα κομμάτι μέσα σου που αυτά τα λόγια μπορούσαν να ακουμπήσουν, και απλώς δεν ήθελες να ασχοληθείς με αυτό. Με τον Άρη θα συνεργαστούμε ξανά τον χειμώνα – είχαμε κάνει και τη Φάρμα των ζώων. Έχει πάθος αυτό το παιδί με αυτό που κάνει.
• Η νέα γενιά είναι μια γενιά άγνωστη και απογοητευμένη απ’ όλα, από την πολιτική, από τα πιστεύω που το ένα μετά το άλλο καταρρέουν, από τους πολιτικούς. Η ανθρώπινη επαφή είναι «πεταμένη», το φλερτ, όλα, γίνονται διαδικτυακά, άλλα αντ’ άλλων. Όλες οι αντιδράσεις είναι υπερβολικές, κι όλα γίνονται προστατευμένα. Έχουν αλλάξει και τα πάντα πια, οι άνθρωποι της γενιάς μου θέλαμε να φύγουμε απ’ το σπίτι, να νοικιάσουμε, και μπορούσαμε, δουλεύοντας, να το πετύχουμε. Τώρα τα παιδιά δεν θέλουν να φύγουν, φοβούνται, αλλά δεν δέχονται και τις πιέσεις που δεχόμασταν εμείς, είναι ελεύθερα στο σπίτι τους, δεν μπορούνε όμως και να φύγουν για να ζήσουν μόνα τους, επειδή η ζωή είναι πλέον πανάκριβη. Δεν είναι τυχαίο που και στο θέατρο βλέπεις πλέον μόνο αστούς, τα περισσότερα παιδιά που ασχολούνται πλέον με αυτό είναι από αστικές οικογένειες που μπορούν να βοηθηθούν απ' τους γονείς τους.
• Με ενοχλεί η αγένεια. Γιατί η κακία, η ζήλια, είναι συναισθήματα και τα δέχεσαι, αλλά η ευγένεια μαθαίνεται. Ακόμα κι αν δεν την έχεις μάθει από το σπίτι σου, φροντίζεις, μεγαλώνοντας, να τη μάθεις. Με ενοχλεί το ότι δεν υπάρχει καμία ευχαρίστηση σε αυτά που γίνονται, ακούς τους ανθρώπους να σου λένε ότι όλα καλύπτουν κάποια ανάγκη συνήθως πρακτική. Όλη αυτή η πρακτικότητα που έχει μπει πλέον στη ζωή όλων, και δεν με εξαιρώ, σου διαλύει οτιδήποτε ωραίο έχεις στη σκέψη. Αυτό με στενοχωρεί βαθιά, ότι μπαίνουμε σε έναν πρακτικό τρόπο ζωής.
• Μου αρέσει να διαβάζω, να είμαι με τους φίλους μου, με την αδελφή μου, με τον σκύλο μου τον Μέρλιν, πολύ· περνάω χρόνο μαζί του γιατί είναι μεγάλος κι αυτός και έρχεται κι εκεί ο φόβος της απώλειας. Με ευχαριστεί να κάνω πράγματα που θα μου δώσουν χαρά έστω για λίγο, το να διαβάζω με ηρεμεί, βλέπω καμιά ταινία –σειρές δεν βλέπω, κουράζομαι–, μου αρέσει να μιλάω με τους ανθρώπους μου.
• Πάντα ήμουν φοβισμένη, δεν ήμουν άνθρωπος που ανοιγόταν και πάντα ζήλευα φίλες και φίλους που πέφταν στα πατώματα για έναν έρωτα. Εγώ δεν το είχα αυτό, δεν επέτρεπα να μου συμβεί, ήθελα να έχω τον έλεγχο των συναισθημάτων μου. Καλώς ή κακώς έτσι την έβγαλα. Ωστόσο έχω ερωτευτεί και με έχουν ερωτευτεί – ο άντρας μου ήταν για μένα ο μεγάλος μου έρωτας.
• Το «Και λέγε λέγε» ξεκίνησε όπως ξεκινάνε όλα έργα της Λένας, με μια διάθεση να περάσουμε καλά, να βγάλουμε αυτά που εμείς θέλαμε. Έχει να κάνει με την απελπισία στην τέχνη, στην ανθρώπινη επαφή, στον έρωτα. Είναι μια ωδή στην απελπισία.
• Η μεγαλύτερη δυσκολία για έναν καλλιτέχνη είναι τα αυτονόητα. Εγώ δουλεύω και αμείβομαι ανάλογα με τη δουλειά που κάνω, σε ένα περιβάλλον όπου υπάρχει σεβασμός, δεν είναι όμως για όλους έτσι. Η επιβίωση για τον καλλιτέχνη στην Ελλάδα είναι το πιο μεγάλο πρόβλημα αυτήν τη στιγμή, γιατί με τον α ή τον β τρόπο όλοι βρίσκουμε ανθρώπους που λειτουργούμε μαζί τους, που μπορούμε να βγάλουμε αυτά που θέλουμε, να μιλήσουμε γι’ αυτά που θέλουμε, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα μπορούμε πάντα να ζούμε από αυτό. Και ο σεβασμός της μοναδικότητας του καθενός είναι δύσκολο πράγμα.
• Δεν υπάρχει ευτυχία και δεν πιστεύω ότι ο άνθρωπος ήρθε στη γη για να ευτυχήσει. Δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος ένας άνθρωπος σκεπτόμενος, αν σκέφτεται όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Είμαστε ένα τίποτα και είναι μια μεγάλη σαχλαμάρα η ζωή. Υπάρχει ένα τραγούδι που τα λέει όλα: «Τι να την κάνω τη ζωή αν ήταν κι άλλη τόση, αφού υπάρχει θάνατος και το κορμί θα λιώσει;». Δεν παλεύεται η αίσθηση του θανάτου, ούτε η απώλεια παλεύεται. Με τη λογική το καταλαβαίνεις και το αποδέχεσαι, λες «έτσι είναι», αλλά δεν είναι τόσο απλό.
Η Ιωάννα Μαυρέα παίζει στην παράσταση «Και λέγε λέγε» της Λένας Κιτσοπούλου, που ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν - Σκηνή Φρυνίχου (Φρυνίχου 14, Πλάκα).
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.