Στις αρχές του 20ου αιώνα, πριν το σινεμά ανακαλύψει το διάστημα, τους υπερήρωες, τις εκρήξεις, τα γρήγορα αυτοκίνητα και όσα κυριαρχούν σήμερα στο είδος της περιπέτειας, στράφηκε προς τη ζούγκλα. Σε χρόνια που υπήρχαν ακόμη αρκετά αχαρτογράφητα πεδία στον πλανήτη, αλλά και η πληροφορία για τα χαρτογραφημένα σπάνια έφτανε αυτούσια προς όλους τους αποδέκτες, η ζούγκλα ήταν το μεγάλο μυστήριο που μέσα σε αυτό μπορούσαν να κρύβονται τα πάντα: αρχαίοι πολιτισμοί, κανίβαλοι, αλλά και προϊστορικά θηριώδη ζώα που (γιατί όχι;) κατέφυγαν εκεί, όταν ο άνθρωπος άρχισε να μετατρέπει τον φυσικό χώρο με βάση τις δικές του ανάγκες.
Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το είδος της εξωτικής περιπέτειας, όχι μόνο στον κινηματογράφο, καθώς νωρίτερα έκαναν την εμφάνισή τους κόμικς και παιδικά μυθιστορήματα με πολλή φαντασία για τον άγνωστο κόσμο των περιοχών που απείχαν χιλιάδες χιλιόμετρα από τον λεγόμενο δυτικό πολιτισμό. Ενώ λοιπόν ο μεγαλύτερος ήρωας του είδους ήταν ο Ταρζάν, το ξεχασμένο παιδί πλουσίων που γαλουχήθηκε από τα ζώα της ζούγκλας και έγινε το σύμβολο σύγκρουσης του εκλεπτυσμένου με τον πρωτόγονο άνθρωπο, είχε έρθει η στιγμή να εφευρεθεί και ένας αντιήρωας, ένα μη ανθρώπινο «προϊόν» της ζούγκλας που θα ερχόταν σε επαφή με τον πολιτισμό μας. Αυτός θα ήταν τελικά ο Κονγκ, ένας θηριώδης γορίλλας που είναι ο φόβος και ο τρόμος των φυλών που ζουν κοντά του και βρίσκεται σε ένα νησί του Ινδικού Ωκεανού όπου λατρεύεται ως θεότητα.
Η ουσία είναι πως το τέρας που μαγεύεται από την ομορφιά και λειτουργεί με βάση την αγάπη, εξακολουθεί να γοητεύει το κοινό που αγκάλιασε όλες τις σοβαρές κινηματογραφικές απόπειρες που έγιναν, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά με τους αντιήρωες στο σινεμά. Ίσως φταίει το ότι είναι πιο μικροσκοπικοί.
Ο Κονγκ, σε αντίθεση με τον Ταρζάν, δημιουργήθηκε ως ιδέα για να αξιοποιηθεί απευθείας από τον κινηματογράφο και δεν βασίστηκε σε προγενέστερο γραπτό υλικό που τον κατονόμαζε. Προήλθε μέσα από απομνημονεύματα εξερευνητών που διάβαζε μικρός ο Μέριαν Κούπερ και αφορούσαν κυρίως μέρη της Αφρικής, στις οποίες κάποιοι τοπικοί λαοί αναφέρονταν σε ένα είδος γορίλλα που είχε μεγάλο μέγεθος και έμοιαζε ανίκητος. Οι ιστορίες αυτές είχαν μείνει στο μυαλό του και όταν, μεγαλύτερος πλέον, βρέθηκε στην κινηματογραφική βιομηχανία και συγκεκριμένα στο κραταιό τότε RKO, πρότεινε ως θέμα μια ταινία με έναν τεράστιο γορίλλα που θα προκαλούσε τον τρόμο. Σκεπτόμενος το σενάριο ξεκίνησε από το τέλος, αφού το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν η εικόνα αυτού του τέρατος πάνω στο ψηλότερο κτίριο της Νέας Υόρκης να παλεύει με μαχητικά αεροπλάνα. Με βάση αυτό έφτιαξε την πλοκή, όπου ένα κινηματογραφικό συνεργείο ανακαλύπτει τυχαία το τέρας σε ένα νησί όπου ζει με κάποια απομεινάρια της εποχής των δεινοσαύρων. Η μεγάλη επιρροή για την ιστορία του ήταν βέβαια το παραμύθι «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» καθώς το δικό του τέρας θα συναντούσε την όμορφη ηθοποιό που βρέθηκε στο νησί, η γοητεία της οποίας ήταν το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να λυγίσει τη δύναμή του.
Ανταλλάζοντας ιδέες για το όνομα του φιλμ, ο Κούπερ ερωτεύτηκε τον ήχο της λέξης Κονγκ και το στούντιο συμφώνησε, ζητώντας όμως να προστεθεί και μια περιγραφική συνέχεια, όπως π.χ. Ο Βασιλιάς της Ζούγκλας ή το Τέρας της Ζούγκλας. Ο Κούπερ δεν ενθουσιάστηκε με κάτι από αυτά, όμως ο παραγωγός Ντέιβιντ Σέλζνικ βρήκε τη μικρή λέξη που έλειπε για να συμπληρωθεί οριστικά το παζλ, κι έτσι γεννήθηκε ο Κινγκ Κονγκ. Η Φέι Ρέι επιλέχθηκε ως η ξανθιά που θα θάμπωνε το τέρας, μια που οι δημιουργοί έψαχναν απαραίτητα για ξανθιά, ώστε να έρχεται σε αντίθεση με το σκούρο του Κονγκ, ενώ μετά από αυτήν όλο το βάρος έπεσε για οπτική απεικόνιση των μαχών. Μοντέλα προσαρμοσμένα πάνω στο υποτιθέμενο μέγεθος του Κονγκ και τεχνικές stop-motion animation υπόσχονταν ένα θέαμα που μέχρι τότε δεν είχε δει το κινηματογραφικό κοινό. Ο Κούπερ ζήτησε, τρεις μήνες πριν την κυκλοφορία της ταινίας, να βγει η ιστορία πρώτα σε βιβλίο, πιστεύοντας πως κάτι τέτοιο θα κάνει πολύ καλό στο φιλμ. Έτσι κι έγινε, τον Δεκέμβριο του 1932 το μυθιστόρημα Κινγκ Κονγκ αποτέλεσε ιδανικό ορεκτικό για τα συνεχόμενα sold out που έγιναν τον Μάρτιο του 1933, όταν τελικά βγήκε το φιλμ στις αίθουσες.
Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό για την εποχή, τα εφέ του αξέχαστα και το φινάλε συγκινητικό με το τέρας να «σκοτώνεται από την ομορφιά» σύμφωνα με τη διάσημη φράση που ακούγεται στο τέλος της ταινίας. Και η επιτυχία της ταινίας δεν ήταν ένα πυροτέχνημα, αφού το φιλμ επανακυκλοφόρησε επίσημα στους κινηματογράφους 5 φορές ως το 1956, όλες επιτυχημένες εμπορικά. Παράλληλα, δημιουργήθηκε αυτό που θα λέγαμε σήμερα franchise που θα εξαργύρωνε όσο γινόταν τη δημοφιλία του ερωτευμένου γορίλλα. Μόλις 9 μήνες μετά την πρεμιέρα, τον Δεκέμβριο του 1933, κυκλοφόρησε το Son of Kong, το μοναδικό επίσημο sequel του αυθεντικού φιλμ. Ήταν κατά πολύ φθηνότερο από το πρώτο, δεν είχε ίδια πρωταγωνίστρια, αλλά ακολούθησε τις περιπέτειες του κινηματογραφιστή Ρόμπερτ Άρμστρονγκ, αυτού που έφερε τον Κονγκ στη Νέα Υόρκη, που ξαναβρίσκεται στο ίδιο νησί και ανακαλύπτει έναν μικρότερο γορίλα, τον οποίο θεωρεί ως γιο του Κονγκ, ενώ μπλέκει και σε κυνηγητά με γιγαντιαία ερπετά. Το αποτέλεσμα ήταν μάλλον γελοίο και η επιτυχία ήταν μικρή μεν, αλλά πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με την πραγματική αξία του φιλμ, κάτι που άφηνε να εννοηθεί πως ο μύθος του Κονγκ θα αποτελούσε ξανά αντικείμενο ταινίας.
Το 1962 ο Ισίρο Χόντα θα έφερνε στην ίδια οθόνη τα 2 μεγαλύτερα σε μέγεθος τέρατα του παγκόσμιου σινεμά. Ο Κινγκ Κονγκ, αφού πρώτα κατατρόπωνε ένα γιγαντιαίο χταπόδι, θα αντιμετώπιζε τον Γκοτζίλα σε μια πραγματική σύγκρουση γιγάντων. Το φιλμ ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία που έκανε η σειρά των ταινιών με ήρωα τον Γκοτζίλα και με τα χρόνια απέκτησε δικαιολογημένα cult χαρακτήρα, όπως και η συνέχεια του, το King Kong Escapes όπου ο ήρωας μας, αφού ξαναβρίσκει μερικούς δεινόσαυρους, έρχεται αντιμέτωπος με ένα τεράστιο ρομπότ που έχει σχεδιαστεί με βάση αυτόν. Στις ΗΠΑ τα χρόνια περνούσαν και η ταινία του 1933 φαινόταν όλο και πιο γερασμένη, γι' αυτό ο Ντίνο ντε Λαουρέντις θα έδινε την ψυχή του (και 25 εκ. δολάρια) για να δημιουργήσει τον Κινγκ Κονγκ της νέας γενιάς. Το φιλμ του 1976, αυτό που η σημερινή γενιά των σαραντάρηδων έχει δει δεκάδες φορές στην ελληνική τηλεόραση, άλλαξε το κινηματογραφικό συνεργείο με εκπροσώπους πετρελαϊκής εταιρίας, προσπάθησε να έχει ένα πιο οικολογικό ύφος, είχε και εξαιρετικό πρωταγωνιστικό δίδυμο (Τζεφ Μπρίτζες, Τζέσικα Λανγκ), όμως ο Ντε Λαουρέντις εμπιστεύτηκε υπερβολικά έναν μέτριο σκηνοθέτη, τον Τζον Γκίλερμιν που παρέδωσε ένα αμετροεπές φιλμ παρά την εξαιρετική κινηματογράφηση, ειδικά στις σκηνές του νησιού. Εμπορικά πάντως η ταινία κρίθηκε επιτυχημένη και ο Γκίλερμιν έδωσε 10 χρόνια μετά την χαριστική βολή στον Κονγκ, με το King Kong Lives όπου ο νεκρός γορίλλας μπορεί να επιστρέψει στη ζωή μέσω τεχνητής καρδιάς (!), όμως χρειάζεται συμβατό αίμα και ένας τυχοδιώκτης, ερωτευμένος με τη γιατρό που σχεδίασε το όλο project (που την υποδύεται η Λίντα Χάμιλτον, φρέσκια μετά την επιτυχία του Εξολοθρευτή) θα φέρει από το Μπόρνεο έναν θηλυκό γορίλλα, η επέμβαση θα πετύχει, αλλά τα 2 τέρατα θα δραπετεύσουν και θα διαλύσουν την πόλη.
Το σενάριο αυτό ήταν αρκετό να θαφτεί εντελώς η ιστορία του Κονγκ για περίπου 20 χρόνια, όταν και η ασφυκτική πίεση ενός φανατισμένου σινεφίλ για ένα νέο ριμέικ έπιασε τόπο. Ήταν δύσκολο να πεις όχι τότε στον Πίτερ Τζάκσον, μετά την κολοσσιαία καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και έτσι το 2005 η Ναόμι Γουότς έγινε η τρίτη ξανθιά με την οποία θα ερωτευόταν το τέρας με τη μεγάλη καρδιά. Ο Τζάκσον έδρασε σαν να μην υπήρξε ποτέ το φιλμ του 1976 και η ταινία του κοιτούσε στα μάτια αυτό που ονειρεύτηκε ο Κούπερ και το είχε κάνει όσο καλύτερα μπορούσε το 1933. Το αποτέλεσμά του σφύζει από σινεφιλία, ταλαιπωρεί λίγο το κοινό με τα κουραστικά CGI, έχει την συνήθη υπερβολή του Τζάκσον στη διάρκεια, αγαπάει όμως τον ήρωά του ίσως περισσότερο από κάθε άλλη ταινία που είχε γίνει γι' αυτόν. Το «it was beauty that killed the beast» που ξανακούμε από τα χείλη του Τζακ Μπλακ ήταν πιο συγκινητικό από κάθε άλλη φορά.
Φθάνουμε λοιπόν στο σήμερα, στα χρόνια που ό,τι μπορεί να ξαναγίνει σε ριμέικ, γίνεται. Ο Κονγκ όχι μόνο δε θα μπορούσε να λείπει, έστω και αν πέρασαν μόλις 12 χρόνια από το φιλμ του Τζάκσον, αλλά αποτελεί και μέρος ενός μεγαλύτερου franchise που θα τον ξαναενώσει με τον Γκοτζίλα, αφού κι αυτό ξαναγυρίστηκε το 2014. Η ιαπωνική συνάντηση του 1962 θα επανέλθει το 2020 σε αμερικανικό έδαφος, ιδέα που, αν υπολογίσουμε τη φασαρία που κάνουν τα σημερινά blockbusters, μοιάζει ελαφρώς εφιαλτική. Η ουσία είναι πως το τέρας που μαγεύεται από την ομορφιά και λειτουργεί με βάση την αγάπη, εξακολουθεί να γοητεύει το κοινό που αγκάλιασε όλες τις σοβαρές κινηματογραφικές απόπειρες που έγιναν, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά με τους αντιήρωες στο σινεμά. Ίσως φταίει το ότι είναι πιο μικροσκοπικοί.