Κατεβαίνω τη Δορυλαίου δίπλα απ' το άβατο της αμερικανικάς πρεσβείας. Φυσάει ένας αέρας που κάνει το σκηνικό να μοιάζει με σελίδα από βιβλίο του Τζον Λε Καρέ (με πολλούς πράκτορες και πολλές συνωμοσίες). Σκέφτομαι το παλιό μου σπίτι στην οδό Μιχαήλ Μελά, απέναντι από ένα τετράγωνο που είχε έναν πολύ ψηλό τοίχο πίσω, από τον οποίο κρυβόταν ένα άδειο οικόπεδο με μερικά ψηλά δέντρα και ένα μικρό σπιτάκι. Σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή σαν κι αυτή ήταν περιέργο να έχει μείνει ανοικοδόμητο ένα τέτοιο σημείο. Αργότερα έμαθα ότι το εν λόγω κτήμα το είχε κάνει δωρεά ο Ανδρέας Συγγρός στην αλβανική πρεσβεία, ενώ ο φύλακας που περνούσε εκεί ήσυχα τη ζωή του είχε γίνει τοπικός θρύλος (υπήρχε ή ήταν φάντασμα;). Ήταν εκείνη η εποχή που το «Σπύρος και Βασίλης» της Λάχητος ήταν ακόμα ένα από τα πιο γκουρμέ εστιατόρια της Αθήνας και σέρβιρε σαλιγκάρια, βατραχοπόδαρα, πάπια με πορτοκάλι κι ένα τέλειο φιλέτο με σος «καφέ ντε παρί» για τους αστούς που είχαν μεγαλώσει με τη γαλλική κουλτούρα.
Και μετά, πιο κάτω, η πλατεία Μαβίλη, αχ αυτή. Εκεί που «ξεπαρθενευτήκαμε» πριν δεκαπέντε χρόνια, τις εποχές που τα έργα του μετρό είχαν εγείρει ένα εργοτάξιο στο μισό μέρος της πλατείας, εκεί που ξεκίνησε η προ-χίπστερ φάση της Αθήνας, μια πρώιμη Αβραμιώτου, ένα μέρος όπου παίζαμε μπάλα, πίναμε μπίρες απο το περίπτερο, ερωτευτήκαμε, κοιμήθηκαμε στα παγκάκια, κάναμε ολονύχτιες συζητήσεις με τους αλκοολικούς δικηγόρους που έπιναν ουίσκια με πολύ πάγο στον Λώρα. Τα χρόνια της απόλυτης αθωότητας. Hot dog με διπλό λουκάνικο από τη «θρυλική» καντίνα, κατούρημα στην υπόγεια τουαλέτα του Flower και η εμβληματική αντικατάσταση της προτομής της Αλίκης Βουγιουκλάκη με μια σιδερώστρα. Τότε κάναμε τους περισσότερους φίλους στη ζωή μας, έστω κι αν πολλόι από αυτούς έχουν χαθεί στου δαιδαλώδεις διαδρόμους αυτής της πόλης. Και τους Archive κάπως έτσι τους γνώρισα. Τυχαία. Μέσω φίλων, ύστερα από μια αθηναϊκή τους συναυλία. Και μετά περάσαμε μαζί ένα τρελό καλοκαίρι στην Ίο, που καθόμασταν όλη μέρα γύρω από την πισίνα του ξενοδοχείου και τα βράδια πίναμε κοκτέιλ στο μποέμικο Lord Byron. Οι Archive ξαναγυρνούσαν πάντα στην Ελλάδα. Άλλοτε για συναυλίες και άλλοτε για διακοπές. Και ειδικά με τον Darius (Keeler) κολλήσαμε. Και ξαναγυρίσαμε εκεί, στην πλατεία Μαβίλη, στο Μικρό Μπαρ του Γιάννη (άνθρωπος) και του Μίσα (σκύλος). Είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου μέρη στην Αθήνα, από αυτά που επειδή τα αγαπάς πολύ δεν πηγαίνεις συχνά για να μην τα βαρεθείς. Ωραίο, μικρό, ξύλινο, απόμερο, με μια μικρή τηλεόραση μόνιμα συντονισμένη σε ένα teletext που μεταδίδει αποτελέσματα στοιχήματος, συχνά κάποιους ξέμπαρκους τουρίστες από το διπλανό ξενοδοχείο, ηλικίες 45+ και μουσική από κασέτα, συλλογές που έχουν φτιάξει φίλοι και γνωστοί με παλιοροκιές, τζαζ και Χατζιδάκι. Ο Γιάννης έχει μεγάλη τρέλα με τα σκυλιά. Κάποτε είχε μια σκυλίτσα, τη Μαργκώ (η οποία όταν άκουγε το όνομα «Μητσοτάκης» γάβγιζε και χτυπούσε την τζαμαρία). Ένα βράδυ η Μαργκώ χάθηκε. Κάποια από τις επόμενες ημέρες πήγε για ποτό εκεί ο Danny (Griffiths), το έτερο (μαζί με τον Darius) βασικό μέλος των Archive. Συγκινήθηκε από την ιστορία της Μαργκώ και λίγο πριν το ξημέρωμα βγήκε να κολλήσει αφίσες στη γειτονιά με το πρόσωπό της. Κατέληξε με ράμματα στα χείλη στο Ιπποκράτειο, όταν έπεσε από τη ράμπα ενός τρόλεϊ. Θυμίζω στον Darius την ιστορία και γελάει. Έχει έρθει με 5 φαν του εδώ («ποιος είσαι, ο Μικ Τζάγκερ;», του λέω) μετά το live στο Badminton. Τον τελευταίο χρόνο έχει αφήσει το νότιο Λονδίνο για το Παρίσι. Έχει ένα διαμέρισμα στη Μονμάρτη. Το περιγράφει στα κορίτσια και μετά τους λέει για τη Μαρία Αντουανέτα της Σοφίας Κόπολα και το πόσο λατρεύει αυτή την εποχή και για ένα μπιστρό δίπλα στο σπίτι του που πηγαίνει και τρώει γαλλικά τυριά και μοσχαρίσια μπριζόλα που την ψήνουν στο τραπέζι σου και τότε προσγειώνεται πάνω στο μπαρ μια μακαρανάδα με κιμά (η σπεσιαλιτέ του Γιάννη) και ο Darius παθαίνει σοκ γιατί δεν περίμενε ποτέ ότι σ' ένα μπαρ που το έχουν ένας άνθρωπος και ένας σκύλος θα έτρωγε αυτό το φαγητό στις 3 το πρωί.
σχόλια