Δεν γνωρίζω ακριβώς (ούτε περίπου) τα βαθύτερα κίνητρα και κριτήρια που ωθούν κάθε τόσο αυτόν τον περιβόητο κ. Δημητρά, υπό την ιδιότητα του εκπροσώπου του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ), να ζητά τη δίωξη επιφανών αρθρογράφων κατά κανόνα νέο-συντηρητικής/νέο-αντιδραστικής αντίληψης με την αιτιολογία της ρητορικής μίσους και του ερεθισμού ρατσιστικών ενστίκτων. Τον σκέφτομαι, πάντως, καμιά φορά να τσεκάρει από το πανοπτικόν σύστημα που έχει εγκαταστήσει, από έναν πύργο ελέγχου ορθότητας, τις τυχόν παραβιάσεις στις οποίες υποπίπτουν γραφιάδες-αναλυτές του σύγχρονου πολιτισμικού ναρκοπέδιου.
Και είναι μεγάλος ο πειρασμός να τον εκτιμήσεις τελικά, ακόμα κι αν διαφωνείς με το διωκτικό έργο του, όπως μπορείς να εκτιμήσεις ως εκκεντρική, εμμονική περίπτωση κάποιον στην Ελλάδα, ειδικά που έχει βρεθεί εντεταλμένος να κάνει μια αναγκαία βρομοδουλειά και του την έχουν πέσει όλοι. Και όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι. Από το κέντρο ως την περιφέρεια, από το indymedia ως τα ποικίλα, πολυπλόκαμα εθνικιστικά/ακροδεξιά μέσα που λυμαίνονται κάθε υποφωτισμένη γωνιά του ελληνικού Ίντερνετ. Αυτή είναι άλλωστε η μοίρα ενός εισαγγελέα ορθότητας στον σύγχρονο κόσμο: να εγκαλείται είτε ως ημιπαράφρων «δικαιωματάκιας» είτε ως εγκάθετη μαριονέτα global σκοτεινών δυνάμεων τύπου George Soros.
Η ξενοφοβία και ο ρατσισμός δεν είναι αστεία πράγματα ούτε ιδεολογικά κολλήματα δικαιωματιστών της πολυθρόνας που αδιαφορούν για τα αληθινά δράματα του κοσμάκη και όποιος ρίχνει λάδι στη φωτιά, πετώντας ευκόλως παρεξηγήσιμες ατάκες, οφείλει να φέρει και κάποια ευθύνη.
Σαφώς και αποτελεί υπερβολή και πολυτέλεια −και ορθώς εγείρει ζήτημα ελευθερίας του λόγου− η ποινική δίωξη αρθρογράφων σε mainstream έντυπα, οι οποίοι ενδεχομένως ενεργούν εμπρηστικά ή/και κακόβουλα, δεν υπερβαίνουν όμως τα όρια, όπως τα υπερβαίνουν καθημερινά άπειρες ρατσιστικής έμπνευσης δημοσιεύσεις σε πάσης φύσεως «εναλλακτικά» μέσα εθνικοπατριωτικής παραφιλολογίας.
Αναρωτιέμαι όμως... Δεν θα πρέπει να υπάρχει κι ένας επίσημος «μπάτσος κουλτούρας» που να τιμωρεί όπως ο διαιτητής στο ποδόσφαιρο τη διαφαινόμενη πρόθεση, ανακαλώντας στην τάξη όσους γράφουν με το μάτι γυρισμένο ανάποδα (ειδικά σε «σοβαρά» μέσα) και χαϊδεύουν τις επικίνδυνες εμμονές που τρέφουν τόσο πολλές φασιστοειδείς σκατοψυχούλες οι οποίες έχουν αναδυθεί στην επιφάνεια λόγω των έκτακτων και δυσμενών περιστάσεων; Δεν ενοχλούν τους –ακραιφνείς ευρωπαϊστές υποτίθεται− συγγραφείς των εν λόγω κειμένων η οικειοποίηση και η πανηγυρική αναδημοσίευσή τους από τέτοιους κύκλους; Και κυρίως, δεν τους ενοχλεί το γεγονός ότι τα επίμαχα αποσπάσματα μοιάζουν στεγνά προβοκατόρικα, επιμελώς αμφιλεγόμενα και γραμμένα πάνω σε μια φούρια να την πουν σώνει και καλά στην αποκαλούμενη, και από τους ίδιους, κυρίαρχη προοδευτική «θολοκουλτούρα» (αυτό τον υποτιμητικό όρο τον θυμάμαι από μικρός ως το πιο ξεκάθαρο δείγμα επιθετικής δεξιάς αναφορικά με οτιδήποτε αμφισβητούσε τα πατροπαράδοτα δόγματα) ενός αφηρημένου δικαιωματισμού;
Η ξενοφοβία και ο ρατσισμός δεν είναι αστεία πράγματα ούτε ιδεολογικά κολλήματα δικαιωματιστών της πολυθρόνας που αδιαφορούν για τα αληθινά δράματα του κοσμάκη και όποιος ρίχνει λάδι στη φωτιά, πετώντας ευκόλως παρεξηγήσιμες ατάκες, οφείλει να φέρει και κάποια ευθύνη. Δεν είναι για να τον τρέχουν στα δικαστήρια άμα δεν γράφει κανονικές ακρότητες αλλά ούτε δικαιούται και να εμφανίζεται ως εξιλαστήριο θύμα και οσιομάρτυρας μιας καταπιεστικής περιρρέουσας κορεκτίλας που έχει επικρατήσει και λογοκρίνει την ελεύθερη έκφραση. Αστεία πράγματα. Πρόκειται για αντίληψη που μοιάζει με μανία καταδιώξεως και αποτελεί την αντίστροφη (και εξίσου στρεβλή) όψη τού να αποκαλείς φασίστα όποιον δεν συμφωνεί μαζί σου και επιχειρεί να εκφράσει κάτι πιο σύνθετο.
Η ηλικιωμένη κυρία εδώ δίπλα έχει το δικαίωμα να νοσταλγεί τις παλιές καλές εποχές ησυχίας, τάξης και ασφάλειας πριν από την εμπειρία συνύπαρξης με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Είναι φασίστρια; Είναι ρατσίστρια; Όχι. Είναι απλώς μεγάλη γυναίκα. Δεν έχει όμως ανάγκη να δηλητηριάζει κι άλλο την ύπαρξή της ούτε να κανονικοποιεί τα πιο ξενοφοβικά της ένστικτα, διαβάζοντας τις «αιρετικές» απόψεις έγκριτων αρθρογράφων, οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, «θα έχουν πάντα το Παρίσι».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια