Η «Τζαμάικα» ξεκινά το ταξίδι της στις ελληνικές αίθουσες. Μια ιδέα του Φάνη Μουρατίδη που πριν από τρία χρόνια την εκμυστηρεύτηκε στον Ανδρέα Μορφονιό με την ελπίδα να μεταφερθεί κάποια στιγμή στον κινηματογράφο. Ο τελευταίος φαίνεται να άκουσε την ιστορία που ήθελε για να κάνει το πέρασμα στη μεγάλη οθόνη.
Δουλεύοντας ασταμάτητα για την τηλεόραση από την αρχή της δεκαετίας του '90 κι έχοντας μια μακροχρόνια συνεργασία με τον Γιάννη Μπέζο («Της Ελλάδος τα παιδιά», «Εκείνες κι Εγώ», «Άκρως Οικογενειακόν», «Ευτυχισμένοι Μαζί»), κάνει το πρώτο του βήμα στον κινηματογράφο μέσα από τη σχέση δύο αδελφών (Φάνης Μουρατίδης, Σπύρος Παπαδόπουλος) που άλλα ονειρεύτηκαν και άλλα έκαναν, αποξενώθηκαν, μέχρι που ένα κομβικό γεγονός τούς ξαναφέρνει κοντά.
Κοινή τους μνήμη ένα View-Master στο οποίο έβλεπαν κατά τη διάρκεια των παιδικών τους χρόνων τις παραλίες στην Τζαμάικα με την ελπίδα πως κάποτε θα έκαναν αυτό το μαγικό ταξίδι.
Δεν ξέρω αν λειτουργεί πάντα θετικά η νοσταλγία. Μένεις πίσω, δένεσαι με το παρελθόν και αδυνατείς να δεις το παρόν και το μέλλον, είναι σαν φρένο. Είμαι κι εγώ νοσταλγικός τύπος, μ' αρέσει να σκέφτομαι ιστορίες από τα παιδικά και τα μαθητικά μου χρόνια, αλλά δεν ζω μ' αυτές.
Βρεθήκαμε με τον Ανδρέα Μορφονιό σε μια κουβέντα που ξεκίνησε από την Τζαμάικα και κατέληξε στους ισχυρούς δεσμούς μας, τον κίνδυνο που ενέχει η προσκόλληση στη νοσταλγία, από τον οποίο πάσχει και η ελληνική τηλεόραση που, σύμφωνα με τον ίδιο, δυσκολεύεται να κοιτάξει μπροστά.
— Έχεις πάει ποτέ στην Τζαμάικα;
Όχι (γέλια). Είναι μακρινός προορισμός ακόμα και σήμερα που τα αεροπορικά ταξίδια έχουν γίνει πιο εύκολα, πόσο μάλλον τότε που την ονειρεύονταν οι ήρωες της ταινίας.
— Τι πιστεύεις ότι έχει αυτό το όνομα; Κάποτε γράφτηκε τραγούδι για την Τζαμάικα, τώρα γίνεται τίτλος ταινίας.
Έχει κάτι το εξωτικό, ίσως είναι και η λέξη, ο ήχος της. Καταγράφεται πολύ έντονα ως ονομασία και αντιπροσωπεύει την περιπέτεια, κάτι άπιαστο που θέλεις να το ζήσεις, αλλά και το όνειρο πως μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς προβλήματα και έννοιες. Ο Γιώργος Φειδάς έγραψε το σενάριο με άλλο αρχικό τίτλο και το άλλαξε σε Τζαμάικα με αυτό το σκεπτικό.
— Πώς προέκυψε η ιδέα της ταινίας;
Η ιστορία ξεκίνησε από μια ιδέα του Φάνη Μουρατίδη, βασισμένη σε πραγματικά πρόσωπα και περιστατικά, πριν από τρία χρόνια. Στη συνέχεια η ιδέα δόθηκε στον Γιώργο Φειδά, ο οποίος πάνω σε αυτήν έφτιαξε το σενάριο της ταινίας, κι έτσι ξεκινήσαμε. Η ταινία έπρεπε να γυριστεί μόνο καλοκαιρινούς μήνες. Προσπαθήσαμε να το κάνουμε αυτό πέρσι το καλοκαίρι, αλλά είχαμε ακόμα οικονομικά προβλήματα. Υποσχεθήκαμε στον εαυτό μας να το κάνουμε φέτος και τελικά βρέθηκαν οι συμπαραγωγοί και τα καταφέραμε.
— Πώς θα περιέγραφες τους δύο χαρακτήρες;
Αν θυμάσαι, στην ταινία, όταν οι δυο τους ήταν παιδιά, ονειρεύονταν την πορεία της ζωής τους πολύ διαφορετικά και ανάποδα. Οι φοβίες του ενός τον πήγαν πίσω, ενώ ο άλλος έφυγε, εκτινάχθηκε. Θεωρητικά είχε τα πάντα, αν και τελικά αποδεικνύεται ότι αυτό που αποζητούσε ήταν η αγάπη του αδελφού του. Είναι πολύ καλό παράδειγμα οι δυο τους για το τι φαίνεται πως έχει αποκτήσει ο καθένας και τι έχει στην πραγματικότητα.
— Για μένα η σχέση τους μοιάζει περισσότερο με ωδή στην ελληνική ξεροκεφαλιά.
Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες, υπάρχει ως στοιχείο. Σκέψου ότι πέρα από τις διαφορές που έχουν ως χαρακτήρες, μαθαίνουμε ότι ο βασικός λόγος που έχουν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλο είναι μια παρεξήγηση που θα μπορούσε να είχε λυθεί πολύ νωρίτερα, αν οι δυο τους λειτουργούσαν διαφορετικά.
— Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που θίγει η ταινία είναι η μανία με τη νοσταλγία. Θεωρείς ότι η νοσταλγία επηρεάζει θετικά ή αρνητικά κάποιον;
Δεν ξέρω αν λειτουργεί πάντα θετικά η νοσταλγία. Μένεις πίσω, δένεσαι με το παρελθόν και αδυνατείς να δεις το παρόν και το μέλλον, είναι σαν φρένο. Είμαι κι εγώ νοσταλγικός τύπος, μ' αρέσει να σκέφτομαι ιστορίες από τα παιδικά και τα μαθητικά μου χρόνια, αλλά δεν ζω μ' αυτές.
Έχω φίλους στο Facebook που τους βλέπω να ποστάρουν καθημερινά πράγματα που αφορούν αποκλειστικά το παρελθόν. Πως η ζωή ήταν καλύτερη τότε, η ντομάτα που τρώγαμε ήταν διαφορετική, τα παιδιά έπαιζαν περισσότερο, τέτοια πράγματα. Νομίζω ότι πρέπει να κρατάμε αναμνήσεις που μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους και μας βοηθούν να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις ή σχέσεις, μόνο έτσι λειτουργεί θετικά η νοσταλγία.
Το παρόν είναι η ζωή σου και αυτό που πρέπει να σε απασχολεί είναι το μέλλον σου, ακόμα και αν δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Για παράδειγμα, όταν ήμουν στο λύκειο, είχα έναν φίλο που μελετούσε τις προφητείες του Νοστράδαμου και με είχε πείσει για το τέλος του κόσμου.
Θυμάμαι να τον ρωτάω τι νόημα έχει να σπουδάσουμε και να κάνουμε όνειρα και μου απάντησε πως δεν μπορείς να ζήσεις έτσι, πρέπει να κάνεις τη ζωή σου και τα σχέδιά σου ό,τι κι αν συμβεί.
— Να περάσουμε λίγο στην τηλεόραση. Δουλεύεις στον χώρο από το ξεκίνημα σχεδόν της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Δουλεύω στην τηλεόραση από τις αρχές της δεκαετίας του '90 μέχρι τώρα ανελλιπώς. Είναι ένα μέσο χάρη στο οποίο μπόρεσα, όσο ήταν δυνατό, να εκφραστώ καλλιτεχνικά, αλλά και αυτό που με ζει. Έχω κάνει δουλειές όλα αυτά τα χρόνια που τις έχω απολαύσει πολύ.
— Υπάρχουν κάποιες αγαπημένες σου;
Το «Ευτυχισμένοι Μαζί» και η «Κλινική Περίπτωση», γιατί είναι δουλειές στις οποίες έδωσα πολλή ενέργεια για να γίνουν καλές. Το πρώτο ήταν μια γεμάτη, κωμική σειρά που έπιασε πολύ κόσμο γιατί είχε γνώριμες καταστάσεις και αναγνωρίσιμους τύπους από την καθημερινότητα. Έδεσαν καλά τα υλικά και άρεσε πολύ στον κόσμο, γι' αυτό προβάλλεται συνέχεια.
Το άλλο ήταν η πιο κινηματογραφική, ας πούμε, σειρά που μπόρεσα να φτιάξω, με ωραία locations που μου έδωσαν την ευκαιρία να κάνω κάτι παραπάνω, να εκφραστώ διαφορετικά. Θα ήθελα ασχολούμαι με δουλειές που μπορούν να έχουν την ποιότητα μιας ταινίας, να μου δίνουν την ευκαιρία να γίνομαι κι εγώ καλύτερος. Δεν είναι πάντα εφικτό κάτι τέτοιο.
— Ενώ στο εξωτερικό οι σειρές έχουν προοδεύσει πολύ, εδώ μοιάζουν να έχουν μείνει σε παλιότερη εποχή. Γιατί;
Είναι πολύ περίεργο και πραγματικά δεν καταλαβαίνω τι περιμένουμε. Για παράδειγμα, διάβαζα πρόσφατα πως το Netflix θα ήθελε να συνεργαστεί με Έλληνες παραγωγούς, δεν ξέρω αν είναι αλήθεια.
Εδώ και χρόνια θα έπρεπε να έχουμε σκεφτεί τη δημιουργία σειρών που θα μπορούσαν να φύγουν από τα στενά όρια της ελληνικής αγοράς, αλλά τα κανάλια πάντα ενδιαφέρονταν για ένα πράγμα: να φτιάξουν μια σειρά, να κάνει τον κύκλο της, να πάρουν τα κέρδη της διαφήμισης και μετά να την προβάλλουν σε επανάληψη για χρόνια.
Δεν βγήκε ποτέ κανείς να κάνει μια σειρά με άλλες προδιαγραφές. Ίσως δεν πήραμε χαμπάρι την τροπή που θα έπαιρνε η τηλεόραση. Έξω πλέον τα καλύτερα σενάρια κρατιούνται για την τηλεόραση κι εμείς είμαστε ακόμα στην εποχή των sitcoms.
Μια κουβέντα που κάνω αυτές τις μέρες για την επόμενη σεζόν είναι πάλι σε αυτήν τη λογική. Έχω κάνει πολλά τέτοια, και εγώ και άλλοι συνάδελφοι, δεν καταλαβαίνω γιατί να στρεφόμαστε στο ίδιο είδος.
Επανήλθαν όλα τα τηλεπαιχνίδια. Έχω μείνει άναυδος με αυτό. Δυστυχώς, είναι κάτι που υπάρχει στη χώρα μας, το 'χει ο Έλληνας. Ένα πράγμα που πάει καλά το τερματίζουμε, βγάζοντας από τη μύγα ξίγκι. Π.χ. βγήκε το «Survivor» πέρσι, μετά βγήκαν άλλα τρία κι έπειτα άλλα τόσα κι αυτό γίνεται χωρίς μέτρο, μέχρι κάποια στιγμή να σιχαθεί ο κόσμος.
— Κινηματογραφικά έχεις κάποιο μελλοντικό σχέδιο;
Υπάρχει ένα σενάριο που ήθελα να μεταφέρω στον κινηματογράφο πριν από δυόμισι χρόνια, το καλοκαίρι των capital controls, αλλά τότε ήταν αδύνατο. Είναι βασισμένο σε ένα θεατρικό έργο που έκανε επιτυχία πριν από λίγα χρόνια στο θέατρο Πορεία.
Το θεατρικό ήταν γραμμένο για εφήβους και πάνω σε αυτό κάναμε μια προσαρμογή, αναπτύξαμε κι άλλους χαρακτήρες και φτιάξαμε ένα διαφορετικό σενάριο.
Πρόκειται για έναν Έλληνα που πηγαίνει στο ίδιο κάμπινγκ για χρόνια κι έχει μια συγκεκριμένη θέση κάτω από ένα δέντρο και πιστεύει πως επειδή τον ξέρουν όλοι, θα παραμείνει δική του. Τη θέση, όμως, παίρνει ένας Ιρανός οικονομικός μετανάστης με την οικογένειά του κι έτσι ξεκινάει ένας τσακωμός, καθώς ξυπνούν ρατσιστικά ένστικτα, και ακολουθεί ένα Σαββατοκύριακο με πολλά κωμικοτραγικά γεγονότα.
Καθοριστικό ρόλο παίζουν τα παιδιά των δύο οικογενειών που, σε αντίθεση με τους γονείς, δεν έχουν να χωρίσουν κάτι. Θέλω να το κάνω, ελπίζω να γίνει όντως η επόμενη ταινία μου.
— Έστω και με σενάρια που φλερτάρουν με το δράμα, βλέπω πως δεν αφήνεις την κωμωδία.
Η κωμωδία είναι μέρος της καθημερινής μας ζωής, τουλάχιστον της δικής μου. Στις δύσκολες και δραματικές καταστάσεις το κωμικό λειτουργεί ως βαλβίδα εξαέρωσης. Στην «Τζαμάικα» δούλεψε καλά, το παρατήρησα από τις αντιδράσεις του κοινού στην πρεμιέρα της ταινίας.
— Και κάτι τελευταίο. Κατά καιρούς κάνεις μικρά cameo στις δουλειές σου, εμφανίζεσαι λίγο και στην «Τζαμάικα». Πώς προέκυψε αυτό;
Ξεκίνησε σαν πλάκα πριν από χρόνια στο «Άκρως Οικογενειακόν», σε ένα εξωτερικό γύρισμα για το οποίο δεν είχαμε πολύ κόσμο κι έπαιξα τελικά εγώ έναν αστείο τύπο που ενοχλεί συνέχεια τους ήρωες.
Ο Γιώργος Φειδάς φταίει για όλα, που έγραψε πριν από χρόνια έναν ρόλο στο πρώτο επεισόδιο μιας σειράς που κάναμε, λέγοντάς μου πως έπρεπε να τον παίξω εγώ. Από τότε ψωνίστηκα, σαν τον Χίτσκοκ, και συνέχισα (γέλια).
Πέρα από αυτό, στις πρόβες συνηθίζω να παίζω κανονικά όλους τους ρόλους, ανδρικούς και γυναικείους, επειδή συχνά προσθέτω πολλά κωμικά πράγματα στο κείμενο που ήδη υπάρχει. Όπως μου λένε και οι συνεργάτες μου, αφού παίζω όταν το δείχνω, γιατί να μην παίξω και κανονικά;
Η «Τζαμάικα» κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από τη Feelgood Entertainment.