Υπάρχουν πραγματικότητες και εμπειρίες που δεν πρέπει να τις «διαπραγματευόμαστε». Είναι αρνητικές και ζοφερές καταστάσεις, τελεία και παύλα.
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης, η δικτατορία, η καταπίεση και εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων – τέτοιες εμπειρίες δεν χωράνε εκείνο το γελοίο και συχνά εξοργιστικό «ξέρετε, δείτε και τη θετική του πλευρά». Όπως έγραφε ο Βαρλάμ Σαλάμοφ, από ένα γκούλαγκ δεν μπορεί να βγει τίποτα καλό.
Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο όταν έχουμε να κάνουμε με έργα της σκέψης και της διανόησης: με τους στοχαστές δεν έχει νόημα η ισοπεδωτική απόρριψη και η προσπάθεια μείωσης των μεγεθών τους, επειδή, ας πούμε, μας είναι αντιπαθής μια πολιτική κληρονομιά.
Ο Μαρξ ανήκει στην ευρωπαϊκή κληρονομιά της σκέψης, της κοινωνικής επιστήμης και θεωρίας. Είναι όμως και ο ιδρυτής του νεότερου κομμουνισμού, αν και συναντούμε διάφορες πρωτο-κομμουνιστικές δοξασίες ήδη από την αρχαιότητα και φυσικά στον χριστιανικό Μεσαίωνα και στις αμέτρητες αιρέσεις του.
Είναι αρκετά τα παραδείγματα με έργα και στοχαστές που συνδέθηκαν με πολιτικά δεινά και κινδύνους. Διασώζονται, παρ' όλα αυτά. Και είναι κρίμα και μεγάλο λάθος να αντιμετωπίζονται ως εργαλεία στις διαμάχες των social media και στο εφήμερο πολιτικό παιχνίδι.
Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι η απόρριψη της κομμουνιστικής ιδέας, και πολύ περισσότερο η αντίθεση στις απόπειρες πρακτικής εφαρμογής της, γίνεται πάτημα και για την αποκήρυξη του Μαρξ ως τσαρλατάνου, αντιγραφέα, κακού οικονομολόγου, φιλοσόφου κ.λπ.
Εκτός, λοιπόν, από τους γνωστούς ειδωλολάτρες και υμνητές (που νομίζουν, ακόμα και σήμερα, πως κάνουν κάτι ανατρεπτικό, μιλώντας διαρκώς για τον μαρξισμό), υπάρχει πια και κόσμος που δεν θέλει ν' ακούει ούτε το όνομά του.
Η ήπειρος της σκέψης δεν επιτρέπει όμως αποκλεισμούς και απαγορευτικά. Ξεχνάμε, ας πούμε, ότι ο Μαρξ είναι τέκνο μιας Γερμανίας και μιας Ευρώπης όπου ο κανόνας ήταν ο αποκλεισμός των πολλών και από το δικαίωμα της ψήφου, η παιδική εργασία, η δωδεκάωρη ή δεκαπεντάωρη βάρδια στο εργοστάσιο, τα άσυλα και τα φτωχοκομεία, όπως τα περιγράφει ο άλλος Κάρολος, ο Ντίκενς.
Δεν έζησε σε έναν φιλελεύθερο κόσμο με νομικές εγγυήσεις και αντίβαρα, ούτε πρόλαβε την καταναλωτική κοινωνία για τις μεσαίες και τις λαϊκές τάξεις (παρά για ένα μικρό τμήμα της ανώτερης μεσαίας τάξης).
Πέθανε το 1883 και όχι, ας πούμε, το 1983, για να έχει ζήσει το σοβιετικό πείραμα, τις τραγωδίες του υπαρκτού σοσιαλισμού, τη μοίρα αυτού που ονομάστηκε «μαρξιστική Αριστερά» στον 20ό αιώνα.
Υπάρχει, φυσικά, η άποψη που λέει ότι η πνευματική ευθύνη ενός στοχαστή είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα με την πολιτική του ενοχή. Βλέπουν έτσι τον Μαρξ ως τον εμπνευστή του Γκουλάγκ και φτάνουν, σε δευτερόλεπτα, μέχρι τον Κιμ της Βόρειας Κορέας, που είναι πολύ πιο πιθανό να διαβάζει manga παρά Μαρξ. Είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα;
Μα, αν δεχτούμε αυτήν τη λογική, πρέπει να πάψουμε να λογαριάζουμε και τον Πλάτωνα στους σημαντικούς και αξιομνημόνευτους. Διότι ο Πλάτωνας, ως γνωστόν, ήταν κατά της δημοκρατίας και πρόθυμος να συμβουλεύει τυράννους.
Πρέπει να μικρύνουμε το ανάστημα και τόσων άλλων που είχαν ενδεχομένως κακό χαρακτήρα, περίεργες και εξωφρενικές ιδέες ή συλλογισμούς που χρησιμοποιήθηκαν από τους ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα.
Πώς θα 'πρεπε να χειριστούμε έτσι και την αντίστοιχη επέτειο του Νίτσε, όταν ξέρουμε ότι κάποιες από τις σκέψεις του γνώρισαν δόξες σε εκλαϊκευμένες εκδόσεις στη χιτλερική Γερμανία ‒ ενώ συγχρόνως αποσιωπήθηκαν πολλά άλλα του κείμενα;
Είναι αρκετά τα παραδείγματα με έργα και στοχαστές που συνδέθηκαν με πολιτικά δεινά και κινδύνους. Διασώζονται, παρ' όλα αυτά. Και είναι κρίμα και μεγάλο λάθος να αντιμετωπίζονται ως εργαλεία στις διαμάχες των social media και στο εφήμερο πολιτικό παιχνίδι.
Οι άνθρωποι που ξεπέρασαν τη μετριότητα και έγιναν δημιουργοί νέων εννοιών και συλλογισμών ανήκουν στο «κόμμα της ανθρωπότητας». Με αυτή την έκφραση ο ιστορικός Πήτερ Γκέι χαρακτήριζε τους στοχαστές του Διαφωτισμού. Και ο Μαρξ είναι προέκταση αυτού του «κόμματος» και ας έγραψε το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ο κομμουνισμός, άλλωστε, ξεκίνησε ως προσπάθεια να πραγματοποιηθεί πλήρως η δημοκρατία, η λαϊκή εξουσία. Το γεγονός ότι πάνω σε αυτόν το ριζοσπαστισμό στήθηκε μια ολόκληρη Ιστορία καταχρήσεων, βίας και τερατογενέσεων είναι αδιάψευστο. Ο Μαρξ, ωστόσο, διαβάζεται και θα διαβάζεται. Συνομιλεί με μια εποχή, με τις κρίσεις των μοντέρνων καιρών, με την ιστορία των καπιταλισμών που αλλάζουν και μεταμορφώνουν όλο τον πλανήτη.
Στην Ελλάδα όμως έχουμε μια ιδιαιτερότητα: μετά τη δικτατορία, τα μαρξο-λενινιστικά βιβλία και οι κάθε λογής αριστερές αναφορές έγιναν ένα κύμα που παραμέρισε πολλές άλλες σημαντικές στιγμές της κοινωνικής θεωρίας και των πολιτικών ιδεών.
Οι μαρξιστές ή «μαρξίζοντες», πιο παραδοσιακοί και πιο σύγχρονοι, μέσω Γαλλίας ή από άλλους δρόμους έγιναν ένα θορυβώδες «κόμμα» που περιφρονούσε τις άλλες πολιτιστικές και ιδεολογικές παραδόσεις. Κυκλοφόρησαν μέχρι και έργα του Εμβέρ Χότζα ή κάτι απίθανων μαρξιστών κάθε γωνιάς της γης, ενώ δεν μπορούσες να βρεις μεταφράσεις φιλελεύθερων ή άλλων «αστών θεωρητικών».
Ο πάταγος που έκανε ένας τάχα αυτάρκης και κάποτε αλαζονικός μαρξισμός με τις αιρέσεις και τις γραφές του δημιούργησε αντιπάθειες και μια ορισμένη ενόχληση σε νεότερους ανθρώπους: ιδίως σε κάποιους που δεν καταλαβαίνουν τα ιερογλυφικά της αριστεράς και τα χρονικά της μεταπολίτευσης.
Είναι πιθανό αυτή η τάση να αυξηθεί και να γίνει ακόμα πιο επιθετική, όσο η ηθική και μορφωτική αλαζονεία από τα αριστερά εξατμίζεται μες στην αμηχανία και στους θυμούς που φέρνει η εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί έτσι να πάρει η μπάλα όχι μόνο τον Μαρξ αλλά και καθετί που αναφέρεται στις παραδόσεις της κοινωνικής κριτικής και της κριτικής στον καπιταλισμό.
Θα είναι, βέβαια, δείγμα ανησυχαστικό αυτή η άλλη ισοπέδωση: η αντιστροφή της «αριστερής ηγεμονίας» σε έναν τζημερικό «καπιταλιστικό ρεαλισμό» με μεγάλες δόσεις ημιμάθειας. Γι' αυτό και έχει σημασία να επιστρέφουμε στο κόμμα της ανθρωπότητας, δίχως αποκλεισμούς και μνησικακίες. Γιατί οι ιστορικές και πολιτικές τραγωδίες δεν προκαλούνται από τους γραφιάδες και τους ερευνητές αλλά απ' όσους τους διάβασαν, πιστεύοντας πως είναι προφήτες και θεραπευτές.
Αυτοί, ευτυχώς, γίνονται λιγότεροι με τα χρόνια και τούτο μόνο κέρδος είναι. Αρκεί να μην πηδήξουμε από το ζήτω στο ανάθεμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια