Ειλικρινά δεν εξεπλάγην καθόλου στο άκουσμα της είδησης ότι οι 18 αστυνομικοί που είχαν μηνύσει μια σειρά φορείς και πολίτες, ανάμεσά τους ο σημερινός πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δια της πληρεξουσίου τότε δικηγόρου του Ζωής Κωνσταντοπούλου ύστερα από την «αιματοβαμμένη», «πνιγμένη» στα χημικά επιχείρηση ΜΑΤ, Δέλτα, Δίας και λοιπών κατασταλτικών δυνάμεων στο Σύνταγμα κατά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου (28-29/7/2011) που σήμανε και το βίαιο τέλος του «κινήματος των πλατειών», κρίθηκαν πριν λίγες μέρες αθώοι από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, παρά το άφθονο ενοχοποιητικό υλικό που έχει διασωθεί σε βίντεο και φωτογραφίες.
Δεν το συνηθίζουν οι δικαστές – και όχι μόνο οι Έλληνες - να καταδικάζουν ένστολους που επιδεικνύουν «υπερβάλλοντα ζήλο» στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, είτε ύστερα από συγκεκριμένες πολιτικές εντολές ή/και από προσωπική πρωτοβουλία, ειδικά όταν αντιμετωπίζουν «αναρχοκομμουνιστοσυμμορίτες» κατά το λεξιλόγιο παλιών καλών καιρών. Αλίμονο αν η εξουσία είχε αυτοκτονικές τάσεις!
Ήταν πολλές και συγκλονιστικές οι σκηνές συντροφικότητας, αλληλεγγύης, θάρρους και αυταπάρνησης που εκτυλίχθηκαν στο Σύνταγμα την ημέρα (και όχι μόνο) που «μπήκαν στην πόλη οι εχθροί», όπως έλεγε το τραγούδι από τα μεγάφωνα, αφήνοντας πολύτιμη παρακαταθήκη για τα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθούσαν.
Μήπως π.χ. καταδικάστηκαν ποτέ οι αστυνομικοί που δολοφόνησαν εν ψυχρώ τον 23χρονο διαδηλωτή Κάρλος Τζουλιάνι στη Γένοβα στις 20/7/01; Διώχθηκαν ποινικά οι Ισπανοί ΜΑΤάδες που είχαν εκκενώσει πάλι το '11 την Puerta del Sol της Μαδρίτης σπάζοντας χέρια και κεφάλια ή μήπως οι Νεοϋορκέζοι συνάδελφοί τους που έκαναν τα ίδια στο κατειλημμένο Zuccotti Park τον ίδιο χρόνο;
Αφήνω κατά μέρος ως άλλο κεφάλαιο το ότι κανείς αστυνομικός δεν έχει από όσο ξέρω καταδικαστεί κανονικά στις ΗΠΑ για τους δεκάδες εν ψυχρώ φόνους Αφροαμερικανών, κατά κανόνα, «υπόπτων» κάθε χρόνο. Ο καταδικασθείς ένστολος φονιάς του «δικού μας» Αλέξη Γρηγορόπουλου ήταν απλά από εκείνες τις εξαιρέσεις που υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν κανόνες.
Δεν παραξενεύτηκα με την απόφαση, οπότε, κι ας ήμουν αυτόπτης μάρτυς εκείνου του άθλιου, απρόκλητου «πογκρόμ» για την εκκένωση της επί μήνες κατειλημμένης πλατείας που διάνθισαν σκηνικά ακραίας, ωμής αστυνομικής βίας, κι ας γλίτωσα κι ο ίδιος παρά τρίχα τα χειρότερα χάρη στο άγνωστο εκείνο ζευγάρι που με συνέτρεξε σαν ένιωσα να χάνω τις αισθήσεις μου από ένα ασφυξιογόνο.
Ήταν πολλές και συγκλονιστικές οι σκηνές συντροφικότητας, αλληλεγγύης, θάρρους και αυταπάρνησης που εκτυλίχθηκαν στο Σύνταγμα την ημέρα (και όχι μόνο) που «μπήκαν στην πόλη οι εχθροί», όπως έλεγε το τραγούδι από τα μεγάφωνα, αφήνοντας πολύτιμη παρακαταθήκη για τα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθούσαν.
Δεν πίστευα εξαρχής ότι η κατάληψη της «κάτω πλατείας», με όλους τους ενδιαφέροντες αυτοοργανωτικούς κι αμεσοδημοκρατικούς πειραματισμούς της ήταν αρκετά κραταιά και μαζική ώστε να ανέτρεπε το μνημονιακό πεπρωμένο ή ότι, ακόμα κι αν το κατάφερνε, διέθετε κάποιο συγκεκριμένο, βιώσιμο σχέδιο και για το day after.
Ήταν, εντούτοις, εκείνο που έπρεπε, που επιβαλλόταν να γίνει κι αυτό σίγουρα ενόχλησε, γι΄αυτό η βίαιη εκκένωση τότε, γι΄αυτό και η κατασυκοφάντησή της τόσο από τη συντηρητική παράταξη όσο κι από τα καθεστωτικά ΜΜΕ τα επόμενα χρόνια.
Ούτε περίμενα βεβαίως να... εφεσιβάλει τη δικαστική απόφαση ο εκ των τότε μηνυτών σημερινός πρωθυπουργός, ο μεγάλος κερδισμένος του «κινήματος των πλατειών». Έχει κι εκείνος βλέπεις πλέον χρεία «πραιτωριανών», λογικό ήταν οπότε να μη σχολιάσει καν τη δικαστική απόφαση. Όσο για τη Ζωή, έχει πια άλλες προτεραιότητες στον δικό της μοναχικό πολιτικά δρόμο.
Δεν μπορώ όμως να μην σχολιάσω το αυτονόητο, ότι δηλαδή τέτοιες δικαστικές αποφάσεις εκτρέφουν ακόμα περισσότερο την αστυνομική βία και αυθαιρεσία. Που αν στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ έχει περιοριστεί, αυτό μάλλον οφείλεται στην έλλειψη μαζικών, δυναμικών κινητοποιήσεων παρά σε κάποιον σοβαρό «εκδημοκρατισμό» που ποτέ δεν ήρθε, άσχετα αν κάποιοι μεμονωμένοι ένστολοι όπως π.χ. στο Τμήμα Αντιμετώπισης Ρατσιστικών Περιστατικών της ΕΛ.ΑΣ πασχίζουν να δώσουν ένα άλλο δείγμα γραφής – όσο ειλικρινείς κι αν είναι ως προς αυτό, παραμένουν μια «φωτεινή» εξαίρεση σε ένα σώμα όπου η κυρίαρχη ιδεολογία – ιδίως στις «μονάδες κρούσης» - είναι και παραμένει σε μεγάλο βαθμό ακροδεξιά.
Μόνο τυχαίο δεν είναι εξάλλου που στην πρόσφατη Λίστα Διαφθοράς που εξέδωσε η οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια (2017) «πρωταθλητές» στη διαφθορά αναδείχτηκαν οι αστυνομικοί (62% των σχετικών καταγγελιών) με δεύτερους τους δικαστές, παρότι η κατάσταση εμφανίζεται ελαφρά βελτιωμένη σε σχέση με το '16.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει ότι μεταξύ 2009-17 η Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛΑΣ επιλήφθηκε συνολικά 201 περιπτώσεων «ακραίας και βίαιης» συμπεριφοράς αστυνομικών οργάνων (οι 27 εξ αυτών μέσα στο '17), με τις 136 να συμβαίνουν σε βάρος αλλοδαπών καθότι ευκολότερος «στόχος», οι δε 55 να αφορούν βασανιστήρια πάλι σε βάρος κυρίως αλλοδαπών (39 περιπτώσεις).
Επιστρέφοντας στα γεγονότα του Ιουλίου του '11 στην πλατεία Συντάγματος, εννοείται ότι οι ευθύνες του αστυνομικού «πογκρόμ» είναι καταρχήν πολιτικές καθώς υπήρχαν συγκεκριμένες πολιτικές εντολές για τη βίαιη εκκένωση.
Η Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων, που έσπευσε να πανηγυρίσει για την αθωωτική απόφαση, απέφυγε ωστόσο να κάνει την παραμικρή αυτοκριτική για τις αστυνομικές βαρβαρότητες εκείνων των ημερών, πιστή στην κλαδική «ομερτά».
Αλλά βέβαια με τέτοιες αποφάσεις κι ανακοινώσεις, αφενός πριμοδοτούνται ο αυταρχισμός και το ακαταλόγιστο των ενστόλων, αφετέρου βαθαίνει η πόλωση μεταξύ κοινωνίας των πολιτών και εξουσίας, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα ακόμα περισσότερο τις αντοχές και το κύρος την ισχνής, αναιμικής, θλιμμένης μεταμνημονιακής μας δημοκρατίας.
σχόλια