Στις 7 Νοεμβρίου 1900 ο καπετάνιος Δημήτρης Κοντός στέλνει μια επιστολή στη Γενική Εφορεία Αρχαιοτήτων: «Ο υποφαινόμενος αλιεύων σπόγγους εν ελληνικοίς ύδασιν ανεύρον εν τω βυθώ της θαλάσσης δεξιάν χείρα χαλκού αγάλματος κατά τι μεγαλειτέραν του φυσικού». Στην πραγματικότητα, το Ναυάγιο των Αντικυθήρων είχε εντοπιστεί λίγο πριν από το Πάσχα του 1900, όταν δύο πλοιάρια σπογγαλιέων από τη Σύμη είχαν προσαράξει στη θέση «Πινακάκια», ΒΑ των Αντικυθήρων. Όταν πέρασε η θαλασσοταραχή, ο δύτης Ηλίας Σταδιάτης καταδύθηκε στην περιοχή και σε βάθος 42 μέτρων αντίκρισε τα κατάλοιπα ενός ναυαγίου που το φορτίο του περιλάμβανε μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα και πλήθος άλλα θαυμάσια αντικείμενα. Ο δύτης επέστρεψε στην επιφάνεια με το χέρι ενός χάλκινου αγάλματος.
Με την ανακοίνωση της εύρεσης του ναυαγίου ξεκίνησε αμέσως εκείνο τον Νοέμβριο μια συγκλονιστική προσπάθεια για την ανέλκυση των ευρημάτων που διήρκεσε περίπου έναν χρόνο, μέσα στις ταραχώδεις καιρικές συνθήκες του χειμώνα του 1900 και της άνοιξης του 1901, με σημαντικές τεχνικές δυσκολίες λόγω του βάρους των ευρημάτων αλλά και μεγάλη θέληση να ολοκληρωθεί το τιτάνιο αυτό έργο.
Το πλοίο που ναυάγησε έξω από τα Αντικύθηρα ήταν μια ολκάδα, φορτηγό-σκάφος υπολογιζόμενης χωρητικότητας 300 τόνων, και ήταν ήδη αρκετά ταξιδεμένο όταν χάθηκε στη θάλασσα μαζί με το πολύτιμο φορτίο του περί το 60-50 π.Χ. Είναι σαφές ότι κατευθυνόταν προς κάποιο λιμάνι της Ιταλίας, μεταφέροντας εκεί πολύτιμα αγάλματα και σκεύη για τους Ρωμαίους αριστοκράτες, ξεκινώντας από κάποιο λιμάνι του Αιγαίου, ίσως τη Δήλο.
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας φιλοξενείται από τον Απρίλιο του 2012 μια σπουδαία έκθεση, στην οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά εκτεθειμένα όλα μαζί τα ευρήματα που ανελκύσθηκαν από το Ναυάγιο των Αντικυθήρων, τόσο από την πρώτη ηρωική επιχείρηση του 1900-1901 όσο και από τη δεύτερη έρευνα, που πραγματοποίησε η ομάδα του Jacques-Yves Cousteau το 1976.
#quote#
Καθώς εισέρχεται ο θεατής στην έκθεση, τον υποδέχεται η εικόνα μιας πλώρης που εξέχει, ενώ συγχρόνως ακούγεται η ωραία μουσική επένδυση της Ευανθίας Ρεμπούτσικα. Η πρώτη αίθουσα έχει ευφάνταστα διαμορφωθεί στο σχήμα που έχει το σκαρί ενός πλοίου. Αν καταφέρει κανείς να συγκρατήσει την παρόρμηση να τρέξει προς τον συγκλονιστικό Έφηβο, μπορεί να μάθει περισσότερα για τις δύο ενάλιες ερευνητικές επιχειρήσεις που έγιναν στο ναυάγιο, από το αρχειακό υλικό που εκτίθεται για πρώτη φορά. Στα δεξιά της αίθουσας ζωντανεύουν οι επιβάτες του πλοίου. Αυτό είναι το πρωιμότερο ελληνικό ναυάγιο στο οποίο σώθηκαν ανθρώπινα οστά, η μελέτη των οποίων κατέδειξε την παρουσία ενός άνδρα ηλικίας 20-25 ετών, μιας νεαρής, πιθανόν ενήλικης γυναίκας και ενός τρίτου ατόμου, ηλικίας περίπου 15 ετών. Η ζωή τους επάνω στο πλοίο διαβάζεται στα πιόνια των επιτραπέζιων παιχνιδιών που έπαιζαν για να περνούν τις ώρες τους, στα κατάλοιπα από τις ελιές και τα σαλιγκάρια που έτρωγαν, στις χύτρες στις οποίες μαγείρευαν, ακόμα και στις κεραμίδες που κάλυπταν το ενδιαίτημά τους.
Ο Έφηβος των Αντικυθήρων στο κέντρο της πρώτης αίθουσας είναι αναμφίβολα ένα από τα ωραιότερα αρχαία ελληνικά αγάλματα. Είχε αρχικά θεωρηθεί άγαλμα Ερμή ή Απόλλωνα και η συντήρησή του (σώθηκε σε πολλά κομμάτια) υπήρξε μεγάλη πρόκληση για την εποχή της. Ο περίφημος Έφηβος είναι πρωτότυπο χάλκινο έργο του 340-330 π.Χ. και σύμφωνα με τις επικρατέστερες απόψεις αποδίδει τον Περσέα που επιδεικνύει το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας ή τον Πάρι που προτείνει το μήλο στην ομορφότερη θεά στο γνωστό μυθικό επεισόδιο της Κρίσης.
Πίσω από τον όμορφο νέο, στην «πλώρη» της αίθουσας, εκτίθενται τα πολύτιμα γυάλινα αγγεία του φορτίου, καθένα τους διαφορετικό, όλα όμως εντυπωσιακά μοντέρνα.
Περνώντας προς τη διπλανή αίθουσα, στέκει κανείς να θαυμάσει ό,τι απέμεινε από έναν ακόμη περίφημο ανδριάντα, τον λεγόμενο «Φιλόσοφο» των Αντικυθήρων, που αποδίδει ίσως τον Αντισθένη ή, κατά τη Σέμνη Καρούζου, τον Βίωνα τον Βορυσθενίτη, έναν φιλόσοφο με περιπετειώδη ζωή που οδηγήθηκε στον Κυνισμό και στην ειρωνεία και προς το τέλος της ζωής του στη μαγεία, για να αντιμετωπίσει τον φόβο του θανάτου. Το πορτρέτο αυτό είναι από τα σπουδαιότερα γλυπτά δείγματα ψυχογραφικής εμβάθυνσης της αρχαιότητας.
Στη δεύτερη αίθουσα του μουσείου το αίσθημα της κατάδυσης εντείνεται με το ωραίο εύρημα της προβολής στην οροφή και της μεγάλης αφίσας με την εικόνα του βυθού με τους δύτες. Το διάχυτο γαλάζιο αναδεικνύει ωραία τα υπέροχα γλυπτά αυτής της αίθουσας. Όλα τα μαρμάρινα αγάλματα εδώ στέκουν σημαδεμένα παράδοξα λόγω του τυχαίου τρόπου που στάθηκαν στον βυθό κατά την τελική πτώση του πλοίου: όσα μέρη έμειναν μέσα στην άμμο του βυθού προστατεύτηκαν απόλυτα, διατηρώντας τη στιλπνότητα του παριανού μαρμάρου, ενώ όσα ήταν εκτεθειμένα καταστράφηκαν και φαγώθηκαν από τη θάλασσα ανεπανόρθωτα. Μέσα στην αίθουσα αυτή προσπαθούν να αναδυθούν διστακτικοί και κουρασμένοι οι θεοί και οι ήρωες της αρχαίας Ελλάδας, μέλη μεμονωμένα, στάσεις παγωμένες, χειρονομίες σταματημένες στα ακροδάχτυλα, σπαράγματα από γνώριμες μυθολογικές εικόνες. Η επίσκεψη στην έκθεση αξίζει έστω και μόνο για τις σκέψεις που θα κάνει κανείς μπροστά στα αγάλματα αυτά.
Η τρίτη αίθουσα της έκθεσης αφιερώνεται δικαίως ολόκληρη στον λεγόμενο Μηχανισμό των Αντικυθήρων, έναν εκπληκτικής ακρίβειας μηχανικό υπολογιστή με κίνηση μέσω οδοντωτών τροχών, κορυφαίο επίτευγμα της αρχαιοελληνικής διάνοιας, η κατασκευή του οποίου προϋποθέτει υψηλότατη γνώση μηχανικής, τεχνολογίας υλικών, αστρονομίας, αστρολογίας και μαθηματικών.
Η πλήρης κατανόηση του μηχανισμού από την τεχνολογία του 21ου αιώνα παραμένει ζητούμενο, ωστόσο πολυετείς μελέτες, και ιδίως οι πολύ πρόσφατες, καταδεικνύουν ότι ο μηχανισμός εκτελούσε τον ηλιακό, σεληνιακό και ζωδιακό κύκλο, υπολόγιζε γνωστές αστρονομικές περιόδους, όπως τον κύκλο του Μέτωνα και του Σάρου, προέβλεπε εκλείψεις ηλίου και σελήνης, κινήσεις πλανητών και υπολόγιζε αρχαία γεγονότα, όπως οι πέντε μεγάλοι αγώνες της αρχαιότητας (Ολύμπια, Ίσθμια, Νέμεα, Πύθια και Νάια στη Δωδώνη). Οι επιγραφές που φέρει ο μηχανισμός αποτελούν οδηγίες χρήσης του και ο τύπος των γραμμάτων τους χρονολογεί τον μηχανισμό στο 150-100 π.Χ. Ήταν, δηλαδή, ήδη σε χρήση περί τα 100 χρόνια μέχρι τη στιγμή που ναυάγησε το πλοίο έξω από τα Αντικύθηρα.
Οι αποκαταστάσεις του μηχανήματος που έχουν επιχειρηθεί είναι εντυπωσιακότατες και δίνουν μια καλή εικόνα για τη μορφή που θα είχε, πριν φύγετε όμως πρέπει οπωσδήποτε να σταθείτε οι ίδιοι μπροστά στον μηχανισμό, να τον παρατηρήσετε με τα μάτια σας. Καθώς θα τον κοιτάζετε, σκεφτείτε μια ιστορική λεπτομέρεια που αφορά την ανεύρεσή του. Ένας υπαξιωματικός του Ναυτικού στο οπλιταγωγό πλοίο «Μυκάλη» που βοηθούσε στην ανέλκυση των ευρημάτων στην επιχείρηση του 1900-1901, όταν είδε την άμορφη μάζα, νόμιζε ότι ήταν άχρηστο κομμάτι βράχου κι ετοιμάστηκε να το ξαναρίξει στη θάλασσα, τον απέτρεψε όμως ο αξιωματικός Περικλής Ρεδιάδης, που διέκρινε στη μάζα τμήμα μετάλλου.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή την παράταση που δόθηκε στην έκθεση «Το Ναυάγιο των Αντικυθήρων: Το πλοίο, οι θησαυροί, ο μηχανισμός» ως τον Αύγουστο του 2013, με σκοπό να παραινέσει όποιον δεν έχει δει ακόμα την έκθεση αυτή να το κάνει οπωσδήποτε. Είναι μια έκθεση που προσπαθεί να ερεθίσει τις αισθήσεις, να συγκινήσει και να διδάξει διακριτικά, πετυχαίνοντας τελικά να εντυπωσιάσει με τον καλύτερο τρόπο. Η επιτυχία της οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον επιστημονικό μόχθο μιας μεγάλης ομάδας που εργάστηκε με καπετάνιο τον Νικόλαο Καλτσά, τον απελθόντα διευθυντή του μουσείου, που σφράγισε με τον καλύτερο τρόπο τη μακρά θητεία του. Ο κατάλογος της έκθεσης, μια καλογραμμένη και καλαίσθητη έκδοση, είναι το πλέον ενημερωμένο και εύληπτο έργο για τους θησαυρούς του ναυαγίου στα Αντικύθηρα.
Μια μόνο παράλειψη θα είχα να επισημάνω και ταυτόχρονα σημείωση για τους μελλοντικούς επισκέπτες. Η έκθεση δεν περιορίζεται μόνο στις τρεις αίθουσες στο ισόγειο του μουσείου, αλλά συνεχίζει στο ωραίο αίθριο του μουσείου, με μερικά εντυπωσιακά, ευμεγέθη γλυπτά, που τα απολαμβάνει κανείς με φυσικό φως. Είναι κρίμα που αυτό δεν αναφέρεται στο φυλλάδιο που δίνεται δωρεάν στην είσοδο ούτε επισημαίνεται με άλλο τρόπο, βγαίνοντας από τις αίθουσες.
*Στίχος από το ποίημα «Φωνή απ' τη θάλασσα» του Κ.Π. Καβάφη
σχόλια