Oι Ιάπωνες θ'ακούσουν για πρώτη φορά τη φωνή της «Υψίστης Αρετής», του «Ουράνιου Κυρίαρχου» Αυτοκράτορα Χιροχίτο στο εθνικό ραδιόφωνο, στις 15 Αύγουστου του 1945, δώδεκα το μεσημέρι νταν.
Ο Χιροχίτο, στο ιστορικό διάγγελμά του, θα παραδεχτεί την «όχι νίκη» της Ιαπωνίας «ηχογραφώντας» την πρώτη πράξη της συνθηκολόγησης, πριν τις τελικές τζίφρες επί του θωρηκτού Μιζούρι, στις 2 του Σεπτέμβρη.
Η πάλαι ποτέ ανίκητη Ιαπωνία στέκεται ρημαγμένη, ντροπιασμένη κι έντρομη μπροστά στην προοπτική της αναγκαστικής εκδημοκράτισης και της συμμαχικής κατοχής.
Η φεουδαρχική μιλιταριστική αυτοκρατορία πρέπει να διαχειριστεί τα νέα δεδομένα: τoν εθνικό θρήνο της απώλειας της θεϊκής ιδιότητας του Χιροχίτο, το εθνικό πένθος της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, την εθνική φρίκη της μονάδας 731 (με τις ζωοτομές σε ζωντανούς αιχμαλώτους), το εθνικό αίσχος των comfort women (αυτού του αδιανόητου «κρατικού» trafficking γυναικών), την κατοχή και την πείνα και τους σκοτωμένους.
Σπάζοντας τους κώδικες της πατριαρχίας (που η παραδοσιακή πορνεία διατηρούσε ευλαβικά) κυκλοφορούν αγκαζέ με τους μπόιφρεντς, πίνουν ουίσκι, τρώνε στέικς, χορεύουν μπλουζ, τζαζ, σουίνγκ, καπνίζουν Lucky Strike, έχουν βαμμένα νύχια, φορούν έντονο μέικ απ, νάιλον κάλτσες, παντελόνια, ψηλοτάκουνα, μασούν επιμελώς τσίχλα.
Με τον Β' παγκόσμιο πόλεμο να μετρά 3,5 εκατομμύρια νεκρούς Ιάπωνες (στρατιώτες και αμάχους), με τα μεγάλα αστικά κέντρα ισοπεδωμένα και την ύπαιθρο καμμένη γη, τα περιθώρια αντίδρασης στη συμμαχική κατοχή ήταν ελάχιστα.
Η αυτοκρατορική ηγεμονία μετατρέπεται (αναγκαστικά) σε συνταγματική μοναρχία: η παράδοση στις νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις είναι –παρά τα προσχήματα– άνευ όρων.
Η ιαπωνική πολιτική ηγεσία, πανικόβλητη μπροστά στην επερχόμενη είσοδο 500.000 στρατιωτών (Αμερικανοί οι περισσότεροι και λίγοι Βρετανοί της Κοινοπολιτείας), ιδρύει εσπευσμένα τη RAA (Recreation and Amusement Association), την περίφημη Υπηρεσία Διασκέδασης και Ψυχαγωγίας. Η RAA, που θα λειτουργήσει κάτω από κρατική επίβλεψη, δεν είναι τίποτε άλλο από μια σειρά κρατικών μπορντέλων για τους ξαναμμένους γιάνκις του Ντάγκλας Μακ Άρθρουρ.
Αντίθετα με την περίπτωση των «comfort women» που στρατολογήθηκαν με τη βία (για να εξυπηρετήσουν τον ιαπωνικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου), οι εργαζόμενες στα «νέα μπορντέλα» (iantai) το κάνουν με τη θέλησή τους. Πάμφτωχες ανήλικες από την επαρχία, νεαρές χήρες, πρώην ιερόδουλες, ψευτογκέισες αλλά και κορίτσια των συμμοριών γιακούζα σπεύδουν να δηλωθούν και να πιάσουν δουλειά.
Περίπου είκοσι χιλιάδες γυναίκες «προσλαμβάνονται» στον ψυχαγωγικό τομέα, ξεπερνώντας τις προσδοκίες των ιθυνόντων, που τις «ψαρεύουν» μέσω αγγελιών και αφισών σ' όλη την κατεχόμενη επικράτεια.
Οι παραπλανητικοί τίτλοι που αναζητούσαν εναγωνίως τις «Νέες Γυναίκες της Ιαπωνίας», (The Νew Women of Japan) δεν πτοούν ακόμα και παραδοσιακές μεσοαστές που μπροστά στο φάσμα της λιμοκτονίας προτιμούν την εκπόρνευση.
Η κάθε κοπέλα θα πληρώνεται με το μισό της αξίας του κουπονιού που θα της αφήνει ο πελάτης (περίπου μισό δολάριο δηλαδή) με το υπόλοιπο να καταλήγει στο κρατικό ταμείο.
Τα πρώτα αυτά κορίτσια δεν θα αποδειχτούν αρκετά να λειτουργήσουν ως κυματοθραύστες και μαξιλαράκια ασφαλείας («breakwaters» και «buffer materials», κατά τους ιστορικούς της περιόδου) για τη διατήρηση της τάξης και ηθικής στις «καλές» γυναίκες της μεσαίας και ανώτερης τάξης.
Το σχέδιο της κυβέρνησης να τις χρησιμοποιήσει ως καμικάζι για να αποφύγει τους βιασμούς και τις σεξουαλικές επιθέσεις στις ενάρετες Γιαπωνέζες (διατηρώντας την επιθυμητή «καθαρότητα της φυλής»), αποτυγχάνει.
Τα πορνεία της RAA ανοίγουν επίσημα στις 18 Αυγούστου του 1945, αλλά οι βιασμοί και οι σεξουαλικές επιθέσεις απ' τους νεοφερμένους γιάνκηδες αυξάνονται και πληθύνονται. Τον Απρίλιο του '46 σαράντα Αμερικανοί στρατιώτες μπαίνουν σε μια γυναικολογική κλινική στην πόλη Omon και βιάζουν εβδομήντα επτά γυναίκες, η μία μάλιστα λεχώνα που μόλις είχε γεννήσει.
Το ίδιο σκηνικό ανεξέλεγκτης σεξουαλικής βίας θα επαναληφθεί στην πόλη Nagoya, με πενήντα στρατιώτες να βιάζουν το σύνολο του γυναικείου πληθυσμού, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Επιπρόσθετα στα κρατικά πορνεία τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (VD) θερίζουν με αποτέλεσμα τον Μάρτιο του 1946 να σφραγιστούν από την αμερικανική διοίκηση κι οι εργαζόμενες να πεταχτούν στο δρόμο.
Τότε φτάνει η ώρα των pan pan girls. Mε την ελεγχόμενη κρατική πορνεία σε διωγμό, οι πρώην εργαζόμενες της RAA ξεκινούν ένα ιδιότυπο σεξουαλικό αντάρτικο πόλεων, δουλεύοντας ανεξάρτητα και παίρνοντας τα εργασιακά τους δικαιώματα στα χέρια τους.
Χιλιάδες γυναίκες (πεντακόσιες χιλιάδες κατά προσέγγιση, κατά τη χρονική περίοδο 1946-1952), κυρίως ανήλικα κορίτσια, θα ασκήσουν ένα ιδιότυπο είδος πορνείας του πεζοδρομίου, προσφέροντας την επ' αμοιβή σεξουαλική τους συντροφιά στα μεθυσμένα από εξωτισμό στρατεύματα κατοχής.
Τα κορίτσια pan pan δουλεύουν στους δρόμους του Τόκιο, της Γιοκοχάμα, της Οσάκα, του Κιότο κι είναι «ό,τι πιο κοντινό στο Χόλιγουντ» διέθετε η Ιαπωνία μεταπολεμικά.
Σπάζοντας τους κώδικες της πατριαρχίας (που η παραδοσιακή πορνεία διατηρούσε ευλαβικά) κυκλοφορούν αγκαζέ με τους μπόιφρεντς, πίνουν ουίσκι, τρώνε στέικς, χορεύουν μπλουζ, τζαζ, σουίνγκ, καπνίζουν Lucky Strike, έχουν βαμμένα νύχια, φορούν έντονο μέικ απ, νάιλον κάλτσες, παντελόνια, ψηλοτάκουνα, μασούν επιμελώς τσίχλα.
Τίποτε στην εμφάνιση ή την συμπεριφορά δεν θυμίζει τους παραδοσιακούς γυναικείους κώδικες της ιαπωνικής ηθικής – καμιά ντροπή, καμιά πίστη, καμιά αφέλεια για τις πεταλούδες της νύχτας.
Τα κορίτσια της νύχτας, τα κορίτσια pan pan, θέλουν να διασκεδάζουν, να χορεύουν, να φλερτάρουν, να ορίζουν τη σεξουαλικότητά τους, να βγάζουν εύκολα χρήμα, να είναι κυρίαρχες του σώματος και της ζωής τους. Κάποιες κατάφεραν ν'αλλάξουν ζωή, κάποιες προτίμησαν να παραμείνουν ελεύθερες κι ωραίες, όπως η θρυλική Yokohama Mary.
Με τα panglish (τα pidgin κουτσοαγγλικά τους) εκφράζουν έναν ιδιότυπο ερωτισμό, την παρακμή μιας εποχής και την απαρχή μιας νέας σεξουαλικής ταυτότητας, δομημένης στον υλισμό.
Τα κορίτσια pan pan σόκαραν την τραυματισμένη χώρα τους και θεωρήθηκαν μιάσματα και κοινωνικά απόβλητα. Στις τάξεις τους (μέχρι το 1952 που η συμμαχική κατοχή έληξε με τη Συνθήκη του Σαν Φρανσίσκο) προσέλκυσαν γυναίκες κάθε κοινωνικής κλίμακας και τάξης, συνιστώντας το προπύργιο της ρήξης με το φεουδαρχικό πατριαρχικό παρελθόν.
Η ιαπωνική λογοτεχνία τις άγγιξε αργά, επιφυλάσσοντας μειωτικούς χαρακτηρισμούς, στο πλαίσιο της νοσταλγίας ενός ιδιότυπου εθνικισμού.
Σήμερα τα pan pan girls εξακολουθούν ν' αποτελούν ταμπού και μόνιμο εθνικό τραύμα της χώρας ζώντας κυρίως μέσα από τις επουλωτικές μεταφορές των manga και των anime.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 22.2.2019