Το ακούμε χρόνια: είναι δεμένα τα χέρια της αστυνομίας, δεν την αφήνουν να κάνει τη δουλειά της. Πάντα απορούσα ποιος και γιατί της τα έδενε. Δεν έχει όμως πια σημασία, τώρα τα χέρια της αστυνομίας λύθηκαν. Προχτές ας πούμε, στα δικαστήρια της Ευελπίδων, αστυνομικοί με λυμένα χέρια επιτέθηκαν απρόκλητα εναντίον συγγενών και φίλων που περίμεναν να οδηγηθούν στον εισαγγελέα οι συλληφθέντες μετά την πορεία του Πολυτεχνείου. Κι όταν μια μάνα φώναξε «Γιατί μας χτυπάτε;», ο ένστολος δημόσιος λειτουργός της είπε «Τράβα από εδώ, τον πούλο!» και με λυμένο χέρι την κοπάνησε με το κλομπ στην πλάτη.
Λυμένα χέρια είχαν και τα κρατικά όργανα που πήγαιναν καροτσάκι συλληφθέντα στα Εξάρχεια. Με λυμένα χέρια τον έδειραν, με λυμένα χέρια τον έγδυσαν, με λυμένα χέρια ο ένας του έκανε εικονικό βιασμό διατρανώνοντας «Έτσι γαμάνε οι χακί. Στα Εξάρχεια έχουμε χούντα ρε, το κατάλαβες; Όποιος δε δέχεται φάπα και πούτσα δε θα μπαίνει στα Εξάρχεια». Είχαν μάλιστα και τον νου τους, μην τους πάρει κανένα μάτι: στην Μπουμπουλίνας συνεννοήθηκαν «μη τον πάτε στο υπουργείο, έχει κάμερες».
Επαναλαμβανόμενο το μοτίβο του γδυσίματος. «Μας έβγαλαν τα ρούχα, μας έβαλαν να σκύβουμε, μας κοιτούσαν, ήταν μια απόλυτα εξευτελιστική διαδικασία» κατήγγειλαν προσαχθέντες για αφισοκόλληση στο Κερατσίνι. Πρέπει, βλέπετε, γυμνό το σώμα να νιώσει την κυριαρχία της κρατικής ισχύος, τη σεξουαλική καθυπόταξη, τον εξευτελισμό. Η δημόσια δύναμη στα χνάρια της θύρας 7 ή 13. Έτσι γ... ο Πειραιάς, η Λεωφόρος και η ΓΑΔΑ. Κάθε τρεις και λίγο μερικοί μαντράχαλοι με χακί ξεβρακώνουν κάποιον, στέκονται γύρω του και το ευχαριστιούνται. Ξεχειλίζουν τοξική αρρενωπότητα και εκδικητική λίμπιντο οι επιφορτισμένοι με την ασφάλειά μας.
Θυμάστε την «υπόθεση ζαρντινιέρα»; Το θύμα του ανελέητου ξυλοδαρμού αποζημιώθηκε με 450.000 ευρώ από το ελληνικό Δημόσιο. Όμως οι αστυνομικοί που τον έσπασαν στο ξύλο αθωώθηκαν. Και μάλιστα αυτά σε εποχές που είχαν δεμένα τα χέρια! Φανταστείτε τώρα που λύθηκαν.
Τώρα λύθηκαν τα χέρια (ελεύθερα ήταν και πριν αλλά τώρα τους το λένε με κάθε ευκαιρία). Κι όποιος δυσφορεί με την αστυνομική αυθαιρεσία θεωρείται αυτοδικαίως ότι δεν θέλει ασφάλεια. Ότι είναι με τους μπαχαλάκηδες. Γράφεις, ας πούμε, ότι είναι αδιανόητο οπλισμένα κρατικά όργανα να μη φέρουν τα διακριτικά τους και σχολιάζει ο ανόητος από κάτω: «Γιατί, οι κουκουλοφόροι φοράνε διακριτικά;» Χωρίς να αναλογιστεί τι λέει, ποιον απίθανο συμψηφισμό επιχειρεί, τι απαξίωση για το κράτος δικαίου φανερώνουν τα λόγια του.
Να θυμηθούμε τα βασικά: η δημόσια ασφάλεια, προϋπόθεση κοινωνικής γαλήνης, αφορά πρωτίστως τους πολλούς και τους αδύναμους (οι πλούσιοι κάνουν αλλιώς τα κουμάντα τους με την ασφάλεια). Άρα, φυσικά και θέλουμε δημόσια ασφάλεια. Φυσικά και δεν θέλουμε περιοχές με συμμορίες, μάτσο επιθετικότητα, έμφυλη βία και παρενόχληση, όπλα, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών και ληστείες. Άρα, φυσικά λέμε ναι στην παρουσία δημόσιας δύναμης στο κέντρο της πόλης. Και λέμε όχι στα «άβατα».
Η παραβατικότητα, η μητροπολιτική βία, ο αντιεξουσιαστικός χουλιγκανισμός και η στρέβλωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας επέφεραν στο κοινωνικό σώμα αλλοιώσεις και αντανακλαστικές αντιδράσεις. Όσοι πολιτικοί φορείς θεωρούσαν θέμα ταμπού την ασφάλεια και υποτιμούσαν τον γνήσιο φόβο των μεσοστρωμάτων απομακρύνθηκαν από την κοινή λογική και την πρόσληψη της βιωμένης πραγματικότητας. Κάτι έπρεπε να πουν στον παππού που φοβόταν (δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα) να σηκώσει τη σύνταξη μην του την κλέψουν στη γωνία. Μη λέγοντας τίποτα, χάρισαν την ασφάλεια (και την ψήφο του παππού μαζί) σε εκείνους που την εργαλειοποίησαν με το δόγμα της μηδενικής ανοχής.
Αλλά, για να συνεννοούμαστε: άλλο αστυνόμευση κι άλλο αστυνομοκρατία. Άλλο πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος κι άλλο αποχαλινωμένοι ράμπο στις γωνίες. Γιατί τότε έχουμε διπλό τζακ ποτ: αστυνομοκρατία χωρίς αστυνόμευση. Έχουμε διμοιρίες ΜΑΤ στην Πατησίων και ανενόχλητο εμπόριο ναρκωτικών έξω από τις κλούβες. Την πιάτσα της οδού Αντωνιάδου δίπλα στην ΑΣΟΕΕ να καθαρίζει ίσα ίσα για να κάνει ένα πανηγυρικό τουίτ ο αρμόδιος επί της δημόσιας τάξης υπουργός και να πουλήσουν κανονικότητα και τάξη τα μίντια. Τώρα η πιάτσα λειτουργεί όπως πριν, στα πεζούλια οι εξαρτημένοι βαράνε όπως πριν. Θέλει κι η πρέζα την κανονικότητά της. Μόνη διαφορά η διμοιρία παραδίπλα. Αστυνομοκρατία χωρίς αστυνόμευση που λέγαμε. Κι εμείς βέβαια το ξέραμε ότι δεν είναι δουλειά των ΜΑΤ να πολεμάνε το ναρκεμπόριο. Στους φουκαράδες που πίστευαν ότι έφταιγε το πανεπιστημιακό άσυλο ποιος θα το πει τώρα;
«Να λυθούν τα χέρια της αστυνομίας» φώναζαν στα κανάλια οι συνδικαλιστές του κλάδου. Οι ίδιοι που έλεγαν για «ανθρώπους που αποτελούν σκόνη» και για άλλους «πραγματικά σκουπίδια» αλλά επιτέλους «μια αθόρυβη νέας τεχνολογίας ηλεκτρική σκούπα η οποία είναι η αστυνομία θα ρουφήξει όλα τα σκουπίδια μέσα από τα Εξάρχεια». Οι ίδιοι που έλεγαν «Αυτή είναι η πρακτική. Σε όποιον αρέσει» μετά τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου. Γιατί ανάμεσα στα εύλογα αιτήματά τους (απολαβές, εξοπλισμός, συνθήκες εργασίας) περιλαμβάνεται και η άνευ όρων ασυλία και ατιμωρησία. Και όποτε αντιμετωπίζουν το δημοκρατικό ζητούμενο, λογοδοσία αντί του νόμου της σιωπής, οι συνδικαλιστές εκφέρουν λόγο έντασης. Ανερυθρίαστα αυτοτοποθετούνται στο δεξί άκρο του άξονα, προπαγανδίζουν την καθολίκευση της βίας και τη θεωρία της συλλογικής ευθύνης. Δικαιολογούν τη διάχυτη κουλτούρα υπέρμετρης βίας στα σώματα ασφαλείας.
Φυσικά, έχει τεράστιες ευθύνες και η δικαιοσύνη. Όταν (σπανίως) υποθέσεις αστυνομικής αυθαιρεσίας φτάνουν στα δικαστήρια, πολλοί δικαστές αγκαλιάζουν τους θύτες. Θυμάστε την «υπόθεση ζαρντινιέρα»; Το θύμα του ανελέητου ξυλοδαρμού αποζημιώθηκε με 450.000 ευρώ από το ελληνικό Δημόσιο. Όμως οι αστυνομικοί που τον έσπασαν στο ξύλο αθωώθηκαν. Και μάλιστα αυτά σε εποχές που είχαν δεμένα τα χέρια! Φανταστείτε τώρα που λύθηκαν.
Και η πολιτική ηγεσία; Είναι σαφές το σήμα που στέλνεται όταν δεν παραγγέλνονται ΕΔΕ (έστω για τα μάτια του κόσμου) για τις καταγγελίες για αστυνομική αυθαιρεσία. Don 't worry be happy, λέει η ηγεσία στο σώμα. Κι όταν ο υπουργός δηλώνει με νόημα ότι κάποιοι θέλουν έναν νέο Γρηγορόπουλο, αποκαλύπτει τη βεβαιότητα ότι στο υπουργείο του υπάρχει έτοιμος ένας νέος Κορκονέας. Με λυμένα τα χέρια.
σχόλια