Μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος-whistleblower είναι αυτός που καταγγέλλει ή φανερώνει μια παρανομία ή μια άδικη πράξη, πολλές φορές με προσωπικό ρίσκο, για να προστατεύσει ή να υπερασπιστεί το δημόσιο συμφέρον. Στα αγγλικά προέρχεται από τις λέξεις «whistle» (σφυρίχτρα) και «blow» (φύσημα) που σημαίνει αυτόν που φυσάει τη σφυρίχτρα, σαν τον διαιτητή όταν διαπιστώνει φάουλ.
Γενικά, οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος είναι σημαντικοί για τη διερεύνηση της αλήθειας και την αντιμετώπιση της διαφθοράς, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες των οποίων η απόδειξη και η τεκμηρίωση παρουσιάζουν δυσκολίες. Αρκεί να είναι αξιόπιστοι και να μην έχουν δόλο.
Στη χώρα μας, ωστόσο, το πολιτικό σύστημα μαζί με τη δικαστική εξουσία στα υψηλά της κλιμάκια κατάφεραν ‒με αποκορύφωμα την υπόθεση Novartis‒ να απαξιώσουν τον θεσμό των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, εάν όχι και να τον ευτελίσουν εντελώς.
Το πολιτικό σύστημα μαζί με τη δικαστική εξουσία στα υψηλά της κλιμάκια κατάφεραν ‒με αποκορύφωμα την υπόθεση Novartis‒ να απαξιώσουν τον θεσμό των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, εάν όχι και να τον ευτελίσουν εντελώς.
Τα πρόσωπα στα οποία δόθηκε η ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος στην υπόθεση της Novartis αφενός δεν φαίνεται να πληρούν τις προϋποθέσεις γι' αυτό, αφετέρου το κατηγορητήριο που αφορά τα πολιτικά πρόσωπα στηρίχτηκε αποκλειστικά και μόνο στους ισχυρισμούς τους. Δεν υπάρχει ποινικό σύστημα σε δυτική χώρα που να στηρίζει κατηγορία μόνο σε ανώνυμους μάρτυρες, χωρίς άλλα στοιχεία πλην των ισχυρισμών τους.
Όλοι οι γνωστοί whistleblowers που αποκάλυψαν μεγάλες υποθέσεις (Σνόουντεν, Μάνινγκ κ.ά.) πλαισίωσαν τις καταγγελίες τους με αμέτρητα έγγραφα και ντοκουμέντα που τεκμηρίωναν, χωρίς να αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία, όσα κατήγγελλαν. Στην υπόθεση Novartis τίποτα παρόμοιο δεν συνέβη και ο «Μάξιμος Σαράφης» σίγουρα δεν είναι ο Έλληνας Σνόουντεν.
Whistleblowers, προϋποθέσεις και κίνδυνοι
Οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος είναι πρόσωπα που έχουν εσωτερική πληροφόρηση, συνήθως λόγω της εργασιακής τους σχέσης, τα οποία παρέχουν στις Αρχές πληροφορίες για παράνομες πράξεις που μπορεί να αφορούν διαφθορά, απάτη, δωροδοκία, παραβίαση κανονισμών ή πράξεις που συνιστούν απειλή για το δημόσιο συμφέρον ή την εθνική ασφάλεια.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να δοθεί σε κάποιον καθεστώς μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος από την ελληνική Δικαιοσύνη είναι να μην εμπλέκεται ο ίδιος στις παράνομες πράξεις που αποκαλύπτει και να μην έχει προσωπικό όφελος από τις αποκαλύψεις αυτές.
Οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος χρήζουν προστασίας, καθώς, μετά τις αποκαλύψεις τους, υπάρχει περίπτωση να βρεθούν αντιμέτωποι με κατηγορίες κατασκοπείας, παραβίασης προσωπικών δεδομένων, απόρρητων στρατιωτικών και διπλωματικών εγγράφων κ.ά. (π.χ. υπόθεση Τσέλσι Μάνινγκ).
Μία από τις πιο γνωστές και χαρακτηριστικές περιπτώσεις whistleblower είναι ο 37χρονος σήμερα Έντουαρντ Σνόοουντεν που αποκάλυψε τις πρακτικές μαζικών παρακολουθήσεων από τη NSA (Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ), για την οποία εργαζόταν.
Ο πρώην συνεργάτης της NSA, Έντ. Σνόουντεν, τον Ιούνιο του 2013 έδωσε στη δημοσιότητα έναν τεράστιο αριθμό απόρρητων εγγράφων τα οποία αποδείκνυαν λεπτομερώς ότι η αμερικανική κυβέρνηση παρακολουθούσε εκατομμύρια πολίτες, καταγράφοντας τις ιδιωτικές τους συνομιλίες και τα προσωπικά δεδομένα τους. Μετά τις αποκαλύψεις αυτές η αμερικανική κυβέρνηση τον κατηγόρησε για κατασκοπεία, υπεξαίρεση και παράνομη χρήση κρατικών εγγράφων και έκτοτε ζει εξόριστος στη Μόσχα, καθώς στις ΗΠΑ έχει κηρυχθεί καταζητούμενος.
Πρόδρομος των σημερινών whistleblowers θεωρείται ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ, ο οποίος τον Ιούνιο του 1971 παρέδωσε στους «New York Times» 7.000 σελίδες απόρρητων εγγράφων στα οποία είχε πρόσβαση ως αναλυτής και αποκάλυπταν πολλές σκοτεινές πτυχές της επέμβασης των ΗΠΑ στο Βιετνάμ. Μετά τη δημοσίευση τους, κατηγορήθηκε για αποκάλυψη κρατικών μυστικών και κατασκοπεία.
Οι μάρτυρες «δημοσίου συμφέροντος» στην ελληνική εκδοχή
Σύμφωνα με τον σχετικό νόμο του ποινικού κώδικα, «... είναι δυνατόν, μετά από έγκριση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς, να χαρακτηρίζεται ως μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος με πράξη του κατά τόπον αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή του εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς όποιος, χωρίς να εμπλέκεται καθ' οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, συμβάλλει ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχει στις διωκτικές αρχές, στην αποκάλυψη και δίωξή τους».
Απαραίτητες προϋποθέσεις δηλαδή για να τεθεί κάποιος σε καθεστώς προστασίας μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος είναι α) να συμβάλει ουσιωδώς με τις πληροφορίες του στην αποκάλυψη παράνομων πράξεων β) να μην εμπλέκεται με κανέναν τρόπο στις εν λόγω πράξεις και γ) να μην αποβλέπει σε ίδιον όφελος.
Ποιες από τις προϋποθέσεις αυτές πληρούν για να τεθούν σε καθεστώς μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος οι μάρτυρες της Novartis «Μάξιμος Σαράφης» και «Αικατερίνη Κελέση»; Σύμφωνα με τις πληροφορίες του ρεπορτάζ, καμία.
Πρώτα απ' όλα, δεν έχουν συμβάλει στην αποκάλυψη ή τεκμηρίωση παράνομων πράξεων όσον αφορά τα πολιτικά πρόσωπα που κατήγγειλαν. Υπάρχουν μόνο οι αναπόδεικτοι ισχυρισμοί τους, οι οποίοι δεν πλαισιώθηκαν από ντοκουμέντα ή κάποια αξιόπιστα στοιχεία.
Για τις 8 στις 10 περιπτώσεις πολιτικών εναντίον των οποίων κατέθεσαν οι «Σαράφης» και «Κελέση» οι μαρτυρίες έχουν κριθεί αβάσιμες, καθώς οι υποθέσεις αυτές, ελλείψει στοιχείων, μπήκαν στο αρχείο. (Οι άλλες δύο περιπτώσεις, πέραν των οκτώ, εξετάζονται).
Γεννάται το εύλογο ερώτημα: γιατί έδωσαν καθεστώς προστασίας μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος στους «Μάξιμο Σαράφη» και «Αικατερίνη Κελέση», αφού, όπως φαίνεται, δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις;
Εκτός από το θέμα της αξιοπιστίας τους, όμως, και της μη συνεισφοράς αποδεικτικών στοιχείων, φαίνεται ότι υπάρχει και εμπλοκή τους στην υπόθεση και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο εξαρχής δεν θα έπρεπε να ενταχθούν στο καθεστώς μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος. Πέρα από τις καταθέσεις άλλων μαρτύρων εναντίον τους, που τους εμπλέκουν κανονικά, υπάρχει ομολογία πρώην υπουργού ο οποίος γνώριζε (αν και δεν θα έπρεπε) και ομολόγησε την εμπλοκή τους δημόσια, ενώ υποστήριξε ότι οι μάρτυρες ενέχονται και για παράνομο πλουτισμό. Και μόνο αυτή η ομολογία ήταν αρκετή για να μην μπουν σε καθεστώς προστασίας.
Πριν από δύο χρόνια, σε πρωινή εκπομπή στον τηλεοπτικό σταθμό του ΑΝΤ1, ο τότε αναπληρωτής υπουργός Υγείας, ο οποίος ανήκει στον στενό κύκλο του Αλέξη Τσίπρα, είχε αποκαλύψει ότι πρόκειται για «πρώην στελέχη της εταιρείας», τα οποία τα «μαγκώσανε και αρχίσαν να κελαηδάνε και να δίνουν». Ο Π. Πολάκης είχε προσθέσει, μάλιστα, ότι δεν πρόκειται για «αγαθά παιδιά» αλλά για κάποιους που τους έπιασαν για αθέμιτο πλουτισμό, «τους πίεσαν και κελάηδησαν». Ο κ. Πολάκης παραδέχτηκε, επίσης, ότι αυτά τα γνωρίζει γιατί «είναι ενημερωμένος», ενώ, ως εκτελεστική εξουσία τότε, δεν θα έπρεπε να έχει καμία ανάμειξη ούτε, φυσικά, να γνωρίζει.
Εάν αποδειχτεί ότι οι δύο μάρτυρες με ψευδώνυμο είναι αυτοί που ακούγεται ότι είναι στα πολιτικά και στα δημοσιογραφικά γραφεία, τότε ούτε η προϋπόθεση του να μην αποβλέπει σε ίδιον όφελος ο μάρτυρας ισχύει, καθώς, σύμφωνα με τις πληροφορίες του ρεπορτάζ, φέρονται να έχουν καταθέσει στις ΗΠΑ, προσδοκώντας να εισπράξουν ποσοστό επί του προστίμου που θα επιβάλουν οι Αρχές εκεί στη Novartis. Βέβαια, στις ΗΠΑ ουδόλως ενδιαφέρονται για το εάν εμπλέκονται ή όχι Έλληνες πολιτικοί, καθώς το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να στριμώξουν τη φαρμακευτική εταιρεία και να πληρώσει μια μεγάλη αποζημίωση.
Μετά απ' όλα αυτά, γεννάται το εύλογο ερώτημα: γιατί έδωσαν καθεστώς προστασίας μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος στους «Μάξιμο Σαράφη» και «Αικατερίνη Κελέση», αφού, όπως φαίνεται, δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις; Και γιατί η κυβέρνηση και οι θιγόμενοι πολιτικοί κάνουν τόση φασαρία για την «κουκούλα» (όπως αδόκιμα χαρακτηρίζουν το καθεστώς της ανωνυμίας), αντί να επισημάνουν απλώς το αυτονόητο; Δηλαδή ότι δεν πρόκειται για πραγματικούς μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις;
Απορία γεννά και η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία επιλέγει να ταυτιστεί με τους συγκεκριμένους μάρτυρες της Novartis, επιμένοντας ότι πρέπει να διατηρήσουν το status της προστασίας και να μην αποκαλύψουν την πραγματική τους ταυτότητα, παριστάνοντας ότι δεν βλέπει πως οι προϋποθέσεις δεν υπάρχουν και ότι δεν κατάφεραν να στοιχειοθετήσουν καμία από τις βαριές κατηγορίες τους κατά των πολιτικών προσώπων.
Τι γίνεται στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι οι μάρτυρες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να παραμείνουν στο καθεστώς προστασίας; (αν δεν υπάρχουν πολιτικές σκοπιμότητες, επιχείρηση συγκάλυψης, ή άλλα συμφέροντα).
Ο αρμόδιος εισαγγελέας οφείλει να ανακαλέσει την απόδοση του καθεστώτος προστασίας μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής δίκης, αν κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που τον οδήγησαν στην έκδοσή της.
Όσα συμβαίνουν με τους μάρτυρες στην υπόθεση Novartis δεν είναι τα μόνα που γελοιοποιούν τον θεσμό του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος στη χώρα μας. Την περασμένη εβδομάδα οι μάρτυρες με τις κωδικές ονομασίες «Σαράφης» και «Κελέση» προσπάθησαν να αποφύγουν την εξέτασή τους από την Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής, παρότι αυτή λειτουργεί ως εισαγγελική αρχή, με παρόμοια δικαιώματα και τις ίδιες εξουσίες. Σύμφωνα με τον επίτιμο πρόεδρο της Ένωσης Εισαγγελέων, Βασίλη Μαρκή, ο οποίος σε ραδιοφωνική του συνέντευξη σχολίαζε τις εξελίξεις στην υπόθεση Novartis: «Η επιτροπή της Βουλής δεν είναι πολιτικό όργανο αλλά δικαστικό και έχει όλα τα δικαιώματα του εισαγγελέα που ερευνά μια υπόθεση».
Άλλο ένα παράδοξο είναι ότι υποτίθεται πως οι δύο μάρτυρες δεν θέλουν να αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους για να μη μάθουν ποιοι πραγματικά είναι αυτοί τους οποίους κατήγγειλαν για χρηματισμό (δηλαδή Σαμαράς, Άδωνις κ.ά.), ενώ όλοι αυτοί γνωρίζουν από καιρό την ταυτότητά τους, η οποία έχει αποκαλυφθεί και από λάθη των δικαστών που τους προστατεύουν αλλά και από τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Σπ. Λάππα, που ανέφερε τα ονόματά τους στη Βουλή. Βεβαίως, αυτά γίνονται μόνο για τα προσχήματα, αφού όλοι γνωρίζουν. Αν αποκαλυφθεί όμως και επίσημα η ταυτότητά τους, είναι υποχρεωμένες οι δικαστικές αρχές να διακόψουν το καθεστώς προστασίας, αφού θα αποκαλυφθεί ότι κακώς το είχαν λάβει. Και αυτό φαίνεται ότι είναι το πραγματικό τους πρόβλημα.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο πρώην υπουργός Ευάγγελος Βενιζέλος, ένας από τους 8 πολιτικούς που κατηγορήθηκαν από τους μάρτυρες και η υπόθεσή του μπήκε στο αρχείο, επισήμανε ότι ο χαρακτηρισμός του «προστατευόμενου» μπορεί να αποδοθεί μόνο όταν ο μάρτυρας δεν προσδοκά συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης και εξήγησε ότι «ο μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος έχει ουσιαστικά ποινική ασυλία. Οι μηνύσεις εναντίον του για ψευδορκία, συκοφαντική δυσφήμηση κ.ο.κ. τίθενται σε καθεστώς οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη» άρα «ο μάρτυρας καθίσταται ανώνυμος και ανεξέλεγκτος».
Ο τρίτος μάρτυρας με το κωδικό όνομα «Γιάννης Αναστασίου» που βγήκε από το καθεστώς προστασίας και κατήγγειλε πιέσεις
Στην υπόθεση Novartis υπήρχε αρχικά και τρίτος μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος. Πρόκειται για τον ειδικό σε θέματα υπηρεσιών Υγείας, Νίκο Μανιαδάκη, με το κωδικό όνομα «Γιάννης Αναστασίου», ο οποίος βγήκε από το καθεστώς προστασίας, καταγγέλλοντας ότι δέχθηκε πιέσεις προκειμένου να κατονομάσει συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα. Ο κ. Μανιαδάκης έχει ισχυριστεί πως δεχόταν απειλές ότι αν δεν «συνεργαστεί», από προστατευόμενος μάρτυρας θα μετατραπεί σε κατηγορούμενο.
Σε αντίθεση με τους άλλους δύο, για την περίπτωση του κ. Μανιαδάκη δεν εκδηλώνεται η ίδια ευαισθησία από εκείνους που ανησυχούν για όσους έχουν καταθέσει εναντίον πολιτικών. Ίσως επειδή ο κ. Μανιαδάκης έχει καταγγείλει ότι «η κ.Τουλουπάκη και η συνεργάτις της του ζητούσαν να ενοχοποιήσει συγκεκριμένα πρόσωπα, αν δεν ήθελε να βρεθεί κατηγορούμενος». Έχει καταγγείλει επίσης ότι του «ασκήθηκαν πιέσεις για να κατονομάσει τους "Σαμαρά, Στουρνάρα, Γεωργιάδη και Λοβέρδο" ενώ υποστήριξε ότι ο ίδιος τους έλεγε ότι δεν έχει στοιχεία για τους πολιτικούς και εκείνοι του έλεγαν "να μην αγχώνεται γιατί δεν πρόκειται να ξαναβγούν τα συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα που θα κατηγορούσε».
Ο κ. Μανιαδάκης, σύμφωνα με όσα βγήκαν στη δημοσιότητα μετά την κατάθεσή του στην Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής, υποστήριξε ότι οι «Σαράφης» και «Κελέση» είναι η Μ.Μ., πρώην γραμματέας του διευθυντή της Novartis, Κωνσταντίνου Φρουζή, και ο Φ.Δ., πρώην διευθυντής εμπορικής πολιτικής, τον οποίο είχε απολύσει η εταιρεία.
Περιγράφοντας την αρχή της εμπλοκής του, έχει δηλώσει ότι το 2015 ένας γνωστός Έλληνας δικηγόρος του πρότεινε να συνεργαστούν και να μεταβούν μαζί με άλλους δύο στις ΗΠΑ για να καταθέσουν στις εκεί αρχές για τις παράνομες πρακτικές της Novartis (από τις οποίες θα αποκόμιζαν μεγάλα οικονομικά οφέλη, καθώς ο αμερικανικός νόμος δεν θεωρεί την εμπλοκή του μάρτυρα ως κώλυμα, αφετέρου υπάρχει αμοιβή για όσους καταθέτουν στοιχεία κατά εταιρείας που ελέγχεται). Ο κ. Μανιαδάκης ισχυρίζεται ότι αρνήθηκε, ωστόσο, συνεργασία με τις αμερικανικές αρχές στην πορεία είχε, προφανώς χωρίς τον συγκεκριμένο δικηγόρο.
Το 2017, όταν η Ελένη Τουλουπάκη διαδέχθηκε την Ελένη Ράικου που παραιτήθηκε από Εισαγγελέας Διαφθοράς, η πρώτη τον προσέγγισε για να του ζητήσει τεχνική βοήθεια, όπως λέει, ενώ λίγο πριν από την κατάθεση της δικογραφίας στη Βουλή, του ζητήθηκε να καταθέσει εναντίον συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων.
Στην κατάθεσή του, ως προστατευόμενος μάρτυρας «Γιάννης Αναστασίου», αναφέρει ότι επί θητείας Ανδρέα Λοβέρδου «υπήρξε μεγάλη αδιαφάνεια και γκρίζες ζώνες», ενώ επί υπουργίας Άδωνι Γεωργιάδη, άτομα που έπαιξαν ρόλο στο υπουργείο, διαμόρφωναν τιμές επ' ωφελεία της Novartis και ότι θεωρούσε αδύνατο αυτό να γίνονταν εν αγνοία του. Έχει καταθέσει επίσης πως «ήταν διάχυτη η φήμη στον χώρο των φαρμακευτικών εταιρειών ότι ο Μάριος Σαλμάς λάμβανε παρανόμως χρήματα ως δώρα, προκειμένου να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών» και ότι μία φορά, μετά από συνάντηση με εκπροσώπους φαρμακευτικής εταιρείας, η οποία δεν θυμάται ποια ήταν, είδε «ότι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του υπήρχε μεγάλη δεσμίδα χαρτονομισμάτων των 50 ευρώ».
Σήμερα ο ίδιος ισχυρίζεται ότι οι καταθέσεις αυτές ήταν προϊόν πιέσεων.
Όσο βρισκόταν ακόμα υπό καθεστώς προστασίας, ο κ. Μανιαδάκης, επιχείρησε να συναντήσει τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννη Στουρνάρα, για να τον ενημερώσει ότι πιέζεται να καταθέσει εναντίον του. Σε συνέντευξή του αργότερα, δήλωσε ότι τον συμβούλευσε να μιλήσει ανοιχτά για τις πιέσεις που δεχόταν, αλλά εκείνος φοβόταν να το κάνει. Άλλωστε ισχυρίζεται ότι παρακολουθούνταν και ότι αισθανόταν φόβο για τη ζωή της οικογένειας και των παιδιών του.
Η τότε κυβέρνηση και οι δικαστικές αρχές γνώριζαν για τη συνάντησή του με τον διοικητή της ΤτΕ, αλλά και για την επίσκεψή του σε συμβολαιογραφείο εκείνη την περίοδο, εκτιμώντας ότι κατέθεσε όσα γνώριζε σχετικά με την ανακριτική διαδικασία. Λίγες μέρες μετά μετατράπηκε από μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος σε κατηγορούμενο.
Το μεγάλο φιάσκο
Πού κατέληξαν όλα αυτά; Η Εισαγγελία Διαφθοράς, με απόφαση της κ. Τουλουπάκη (η οποία επίσης ελέγχεται για τους χειρισμούς της) έχει θέσει στο αρχείο την έρευνα για τους Σαμαρά, Πικραμένο, Βενιζέλο, Στουρνάρα, Σαλμά, Κουτρουμάνη και Λυκουρέντζο, καθώς δεν βρέθηκαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν όσα κατήγγειλαν οι προστατευόμενοι μάρτυρες οι οποίοι, ως φυσικά πρόσωπα, έχουν αρνηθεί ότι γνωρίζουν οτιδήποτε για χρηματισμούς πολιτικών.
Το σημαντικότερο από όλα, όμως, είναι ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που δεν πήρε αποζημίωση από τη Novartis, καθώς δεν τη διεκδίκησε. Όλο το προηγούμενο διάστημα οι αρχές είχαν εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά στο να αναζητούν στοιχεία για την εμπλοκή των συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων, παραβλέποντας τη διερεύνηση και τεκμηρίωση των παρανομιών και των αθέμιτων πρακτικών της εταιρείας, που θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα στα δημόσια ταμεία. Είναι αξιοσημείωτο ότι γινόταν επιλεκτική κλήση μαρτύρων, με κορυφαίο παράδειγμα την απουσία του πρωταγωνιστή της υπόθεσης Novartis, Κωνσταντίνου Φρουζή.
Σήμερα εξετάζονται οι ευθύνες του πρώην πανίσχυρου υπουργού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, Δ. Παπαγγελόπουλου, ο οποίος με μια δήλωσή του στις 5/2/2018 έξω από το Μέγαρο Μαξίμου, μετά από σύσκεψη με τον Αλέξη Τσίπρα για το θέμα της Novartis, είχε δώσει το έναυσμα για να ξεκινήσει η πολιτική περιπέτεια που ζει η χώρα εδώ και δύο χρόνια.
«Έλαβα μία μερική ενημέρωση για τα στοιχεία της δικογραφίας και η πείρα μου ως εισαγγελέα με οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους» είχε δηλώσει.
Μαζί του στο Μαξίμου ήταν και ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Σταύρος Κοντονής, ο οποίος είχε πει ότι υπήρχε εντολή του Τσίπρα να κινηθούν άμεσα οι διαδικασίες. Οι πληροφορίες ανέφεραν ότι υπήρξε μία παραπάνω βιασύνη λόγω του μαζικού συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία που τους είχε ανησυχήσει.
Φυσικά, ο κ. Παπαγγελόπουλος, ως εκπρόσωπος της εκτελεστικής εξουσίας, δεν είχε καμία δουλειά να γνωρίζει τα της δικαστικής εξουσίας. Αυτό ήταν ένα μεγάλο αντιθεσμικό ολίσθημα, όπως και η επίσκεψη του Δημήτρη Τζανακόπουλου την ίδια μέρα στην κ. Τουλουπάκη για να ενημερωθεί για την εξέλιξη της υπόθεσης (ο οποίος διατηρεί στενή προσωπική σχέση με την κ. Παπασπύρου που διεξάγει μέρος της έρευνας και έχει τοποθετηθεί στη θέση της επιθεωρήτριας Δημόσιας Διοίκησης επί κυβέρνησης Τσίπρα).
Φυσικά, καμία δουλειά, για κάποιον που σέβεται τη διάκριση των εξουσιών, δεν είχε ούτε ο πρώην υπουργός Παύλος Πολάκης να γνωρίζει κρίσιμα στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και την ταυτότητα των μαρτύρων. Στην προκειμένη περίπτωση η «γυναίκα του Καίσαρα» δεν ενδιαφέρθηκε καν να τηρήσει τα προσχήματα, ώστε να μην κατηγορηθεί αργότερα για παρέμβαση στη δικαιοσύνη.
Η μεγαλύτερη απόδειξη του φιάσκου, ωστόσο, είναι ότι, δύο χρόνια μετά την περίφημη δήλωση Παπαγγελόπουλου περί «μεγαλύτερου σκανδάλου από συστάσεως του ελληνικού κράτους», η κ. Τουλουπάκη έχει βάλει στο αρχείο την έρευνα περί εμπλοκής των Σαμαρά, Πικραμένου, Βενιζέλου, Στουρνάρα, Σαλμά, Κουτρουμάνη και Λυκουρέντζου, ενώ η κυβέρνησή του δεν είχε πάρει ούτε ένα ευρώ αποζημίωση από τη Novartis, που χρησιμοποιούσε αθέμιτες πρακτικές, όπως κάνουν και άλλες εταιρείες. Βεβαίως, το πραγματικό σκάνδαλο στη χώρα μας ήταν η εκτίναξη της φαρμακευτικής δαπάνης συνολικά (όχι μόνο για τη Novartis), αλλά γι' αυτό δεν ενδιαφέρθηκε κανείς και υπήρξε διακομματική συγκάλυψη.
Σύμφωνα με τον νόμο, εάν αποδειχθεί απόπειρα πολιτικού να παρακωλύσει το έργο της δικαιοσύνης ή να παρέμβει σε αυτό, η πράξη αυτή θεωρείται ότι κλονίζει τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Πρόκειται δηλαδή για αλλοίωση των θεσμών και των αρχών του πολιτεύματος, αυτό που αποκαλείται «εσχάτη προδοσία» και την οποία έχουν επικαλεστεί κατά καιρούς πολιτικοί της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης.
σχόλια