Συνέντευξη που παραχώρησε ο τουρκολόγος και υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Γιώργος Λιμαντζάκης. Ως θέμα της συνέντευξης επιλέχθηκε ''Η εικονοκλασία και η αποτύπωση έμψυχων μορφών στην Ισλαμική Τέχνη'', αναφορικά με τους επίκαιρους βανδαλισμούς και τις ολοκληρωτικές καταστροφές προϊσλαμικών μνημείων και χώρων λατρείας των σούφι από τους μαχητές της ISIS.
— Επιγραμματικά πώς μπορούμε να ορίσουμε το φαινόμενο της εικονοκλασίας στον κόσμο του Ισλάμ;
Στα πρώτα δείγματα Ισλαμικής Τέχνης και ναοδομίας αποφεύγεται η απεικόνιση έμψυχων όντων και ο διάκοσμος διατάσσεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ή να αναπαριστώνται εικόνες. Αυτή η πρακτική έρχεται σε αντίθεση με τη Βυζαντινή Εικονοκλασία, σύμφωνα με την επίσημη οδηγία της οποίας απαγορευόταν η απεικόνιση αγίων, της Παναγίας ή του Ιησού Χριστού, επειδή οι άνθρωποι λάτρευαν την εικόνα και όχι το «πρόσωπο» που απεικονιζόταν σε αυτή. Παρά ταύτα, οι εικόνες μπορούσαν να αντικατασταθούν με εικόνες του Ιππόδρομου ή της καθημερινής ζωής του Αυτοκράτορα και των επιτευγμάτων του, οι οποίες δεν υστερούσαν σε έμψυχα όντα. Συγχρόνως, τονίζεται μια σαφής διάκριση μεταξύ μη απεικόνισης και εικονοκλασίας. Μερικές δεκαετίες αργότερα η Δυτική Εικονοκλασία υιοθέτησε μια παρόμοια πρακτική, εισάγοντας μια «λογική διάκριση μεταξύ θρησκευτικών και μη αντικειμένων» κατά ένα τρόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί η «βάση της Ισλαμικής Εικονοκλασίας». Επιχειρώντας να περιγράψουν την απουσία εικόνων στην Ισλαμική Αρχιτεκτονική, κάποιοι ερευνητές αναφέρουν το φαινόμενο όχι ως εικονοκλασία (iconoclasm), αλλά ως μη απεικόνιση (uniconism), αναφέροντας ότι η μη μορφική ισλαμική τέχνη μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια της αντίστοιχης θρησκευτικής τέχνης των Αράβων πριν το Ισλάμ (Oı Βυζαντινοί μάλιστα αυτοκράτορες συνέχισαν την παλιά συνήθεια συλλογής έργων τέχνης, ιδίως αγαλμάτων, μόνο και μόνο για να τα καταστρέψουν αργότερα, επειδή ο πληθυσμός τους απέδιδε μαγικές ιδιότητες.).
Αρκετά συνήθης ήταν η χάραξη μιας γραμμής κάθετα στο λαιμό, η οποία γινόταν αντιληπτή ως συμβολικός αποκεφαλισμός.
— Πότε εμφανίζονται οι πρώτες επιθέσεις σε έργα τέχνης;
Οι πρώτες επιθέσεις σε έργα προγενέστερων εποχών παρατηρούνται τον 8ο αιώνα, όταν άρχισαν να κωδικοποιούνται οι πρώτες προφορικές παραδόσεις του Ισλάμ, επίσης γνωστές ως Χαντίθ (Hadīth), σχετικά με την απεικόνιση ανθρώπων και ζώων. Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που το Ισλάμ προσδιόρισε την προτίμησή του στην μη απεικόνιση των παραπάνω, όφειλε να αναπτύξει τρόπους, να αποφύγει ή να αλλάξει το συμβολισμό των μορφών αυτών.
— Πώς γινόταν η αλλοίωση των εικόνων;
Με βάση τις οδηγίες που παρέχουν τα ίδια αυτά Χαντίθ, ένας τρόπος να αντιμετωπίζουν και να διαχειρίζονται σωστά οι μουσουλμάνοι τις εικόνες είναι αλλάζοντας το συμβολισμό και το περιεχόμενό τους, ουδετεροποιώντας και απομονώνοντάς τες από το πρότερο μήνυμά τους. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η χάραξη ή διαγραφή του προσώπου κατά τρόπο που να υπαινίσσεται την απώλεια της ψυχής του εικονιζόμενου. Αρκετά συνήθης ήταν η χάραξη μιας γραμμής κάθετα στο λαιμό, η οποία γινόταν αντιληπτή ως συμβολικός αποκεφαλισμός. Μια άλλη επίσης διαδεδομένη πρακτική ήταν η διαγραφή ή καταστροφή της περιοχής του προσώπου -κυρίως γύρω από τα μάτια, η οποία άρχισε να γίνεται πιο διαδεδομένη από το 10ο αιώνα και εξής.
— Πόσο διαφέρει η ισλαμική εικονοκλασία από άλλες;
Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι μουσουλμάνοι ακολούθησαν και ως προς την εικονοκλασία τις πρακτικές άλλων κρατών και θρησκειών, καθώς την παρόμοια -αν όχι την ίδια- αντιμετώπιση επιφύλαξαν στην αναπαράσταση του προσώπου και οι Βυζαντινοί, οι Ρωμαίοι, οι Καθολικοί, καθώς και οι ζηλωτές της Γαλλικής Επανάστασης. Οι ιδεοληψίες ότι η εικόνα μπορεί να εμπεριέχει κακά πνεύματα και η έμφαση στην ανικανότητα των ειδώλων συναντώνται επίσης σε αποσπάσματα της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς και άλλα θρησκευτικά κείμενα από τα οποία επηρεάστηκε το Ισλάμ.
— Πόσο πραγματικά υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε όμως;
Οι αλλοιώσεις αυτές σπάνια μετρίασαν την εκτίμηση -και συνακόλουθα, τη ζήτηση- των μουσουλμάνων ηγεμόνων, εμπόρων και καλλιτεχνών προς τα είδωλα και τις εικόνες, και πολλοί από αυτούς συνέχισαν να τα περιβάλλουν με θαυμασμό, γράφοντας ακόμη και ποιήματα για αυτά ή ενσωματώνοντάς τα σε γραπτά και άλλα έργα που δημιουργούσαν ή παράγγελναν. Στο πλαίσιο αυτό, συχνά ούτε ο διάκοσμος ούτε οι επιγραφές έμεναν ανεπηρρέαστα από την τάση προς απεικόνιση, με ζωόμορφα σχήματα να εμφανίζονται μέσα από ένα φυτικό κατά τα άλλα διάκοσμο, ή άκρες γραμμάτων να μεταμορφώνονται σε κεφαλές, μάτια, πόδια και άλλα ανθρωπόμορφα στοιχεία.
Ψηφιδωτά από το Μεγάλο Τέμενος της Δαμασκού
— Πόσο ομοιόμορφη ήταν η στάση αυτή των μουσουλμάνων;
Οι Αφγανοί άρχοντες της Ινδίας πήγαν ακόμη παραπέρα, συνεχίζοντας να κυκλοφορούν νομίσματα που απεικόνιζαν ινδουιστικές θεότητες, ενώ παράλληλα απεικόνιζαν τους εαυτούς τους σε σύγχρονές τους ιστορίες και επιγραφές ως προμαχώνες της θρησκευτικής ορθοδοξίας.
Μια τέτοια αντιφατική στάση υιοθετήθηκε και στην αυλή των Γαζναβίδων, όπου ο Σουλτάνος Μαχμούντ (1002-1030) περιέβαλλε πολλές φορές ισλαμικές επιγραφές και μνημεία με ινδικά στοιχεία, χρησιμοποιώντας κομμάτια ή ακόμη και ολόκληρα είδωλα στο τζαμί και το παλάτι του, τόσο πριν όσο και μετά την ανάρρησή του στο θρόνο. Η πρακτική αυτή δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κάτι το ασύνηθες, καθώς παραλλαγές της σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό συναντώνται και σε άλλα μέρη του ισλαμικού κόσμου. Παρότι οι αναπαραστάσεις που εικόνιζαν έμψυχα όντα μερικές φορές πράγματι καταστρέφονταν από μουσουλμάνους κατακτητές, τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζονταν με θαυμασμό και συχνά ενσωματώνονταν στο πάνθεο του νικητή ηγεμόνα. Στο πλαίσιο αυτό η βεβηλωμένη εικόνα αποκτούσε νέο νόημα, καθώς η γεωγραφική διασπορά της θρησκευτικής και πολιτικής αρχής στο μεσαιωνικό Ισλαμικό κόσμο έτεινε να αντικατοπτρίζεται στην ανεκτική μεταχείριση λεηλατημένων εικόνων και ειδώλων, τα οποία σταδιακά γίνονταν μέρος των πολιτιστικών αξιών και συμβόλων νέων μορφών εξουσίας.
Επίσης, παρατηρεί κανείς ότι οι φανατικοί πολέμιοι των εικόνων και αναπαραστάσεων όχι μόνο δεν ήταν ο κανόνας στον ισλαμικό κόσμο, αλλά είναι δύσκολο ακόμη και σήμερα το να εντοπίσουμε κοινά μεταξύ τους χαρακτηριστικά, καθώς δεν ανήκουν σε συγκεκριμένες δυναστείες, χρονικές περιόδους και περιοχές. Ως αποτέλεσμα των ζυμώσεων και διαφορών αυτών, σε όλο τον Ισλαμικό κόσμο, από την Ανδαλουσία μέχρι το Ιράν, μπορεί κανείς να παρατηρήσει πολύ διαφορετικές πρακτικές έναντι ειδώλων άλλων πολιτισμών και θρησκειών, ή ακόμη και έναντι άλλων μουσουλμάνων.
— Οι Βούδες της Μπαμιάν στο Αφγανιστάν πώς απέφυγαν την προστασία από τη διεθνή κοινότητα;
Μετά την άνοδό τους στην εξουσία το 1994, οι Ταλιμπάν απάλειψαν τα πρόσωπα από διάφορα γλυπτά σε δημόσιους χώρους της Καμπούλ, αλλά κανείς ακόμα δεν μπορούσε να φανταστεί σε τι σημείο θα έφτανε η πολιτική αυτή στην ύπαιθρο του Αφγανιστάν. Η αιφνιδιαστική καταστροφή των Βουδών στην Κοιλάδα της Μπαμιάν τον Μάρτιο του 2001 δεν είχε καμία σχέση με την ισλαμική θεολογία και τον Λόγο του Κορανίου, αλλά με τη σχέση που είχαν αναπτύξει οι Ταλιμπάν με τη διεθνή κοινότητα. Το ζήτημα, όπως τέθηκε, δεν ήταν η λατρεία τους ως θρησκευτικών συμβόλων καθαυτή, καθώς δεν υπάρχει πια βουδιστική κοινότητα στο Αφγανιστάν, αλλά ο σεβασμός που τους αποδιδόταν (ή τέλος πάντων θα όφειλε) ως πολιτιστικό μνημείο. Λόγω της απειλής ωστόσο που θεωρήθηκε ότι αποτελούν οι Ταλιμπάν, διάφορα δυτικά ιδρύματα και μουσεία προσφέρθηκαν να αγοράσουν μερικά από τα «προσβλητικά» αυτά μνημεία, προκειμένου να τα «σώσουν».
Στην προσφορά αυτή ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, Μουλά Ομάρ (Mullah Omar) απάντησε με τον ίδιο τρόπο που είχε χρησιμοποιήσει ο Σουλτάνος Μαχμούντ της Γάζνα το 10ο αιώνα, όταν του πρόσφεραν χρήματα για να μην καταστρέψει το ναό μιας κατακτημένης ινδουιστικής ηγεμονίας: «Προτιμά κανείς να μεσιτεύει είδωλα ή να τα σπάει;» (Do you prefer to be a breaker of idols or a broker of them?). Παρότι η εικονοκλασία έχει συχνά στιγματιστεί ως πράξη που πηγάζει από την άγνοια, η απάντηση του Μουλά Ομάρ δείχνει ότι είχε επαρκή γνώση του ιστορικού προηγούμενου. Και πράγματι, και στις δύο περιπτώσεις επιλεγμένα αντικείμενα αντιμετωπίζονται κατά ένα «παραδειγματικό» τρόπο ως πάταξη της ειδωλολατρίας, εντασσόμενα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μεταβολής υπό την οικονομική, πολιτιστική, ίσως ακόμη και στρατιωτική έννοια.
— Συνοπτικά, η εικονοκλασία και οι συνέπειές της, τι αποτύπωμα είχαν στην ισλαμική τέχνη;
Παρότι οι Άραβες κατάφεραν να χτίσουν μια απέραντη αυτοκρατορία, η τάση της θρησκείας τους να περιορίσει την απεικόνιση δεν επέτρεψε στην πολιτιστική τους ιστορία να οπτικοποιηθεί, υπό την έννοια του να υιοθετήσει τα δικά της εικονογραφικά σύμβολα (φυσικά αυτό δεν ισχύει αρχιτεκτονικά και ενδυματολογικά). Οι εικόνες διεκδικήθηκαν, απορρίφθηκαν, υιοθετήθηκαν ή και ενσωματώθηκαν πολλές φορές από διαφορετικές ομάδες και δόγματα, με αποτέλεσμα αρκετές εικόνες να αλλοιωθούν σημαντικά ή να καταστραφούν, ιδίως αυτές που βρίσκονταν σε ναούς. Η στρατιωτική κατάκτηση ή οι πολιτικές μεταβολές συχνά σημάδεψαν τη διαδικασία αυτή στο μεγαλύτερο μέρος της Ασίας με ποικίλους τρόπους. Αυτό που έκανε ωστόσο την ισλαμική τέχνη προσβάσιμη στους συγχρόνους της ήταν οι αφηρημένες αρχές της και η οικειότητα που απέπνεε οπτικά, καθώς και το φλερτ της με συμβατικές μορφές και μοτίβα που παρέμειναν σταθερά για αιώνες, παρέχοντας οικείες μορφές που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν δημιουργικά ξανά και ξανά, με νέο συμβολισμό.
Για περισσότερα στοιχεία ανατρέξτε σε:
- Allen Terry, "Uniconism and figural representation in Islamic Art" in Five Essays on Islamic Art, New York, 1988.
- Flood, Barry Finbarr, "Between Cult and Culture: Bamiyan, Islamic Iconoclasm and the Museum", in Art Bulletin, 84 (2002).
σχόλια