Τα οστά των ανθρώπων που αποτεφρώθηκαν στο Στόουνχεντζ πριν από 5000 χρόνια αποκάλυψαν το μυστικό τους.
Σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα, τουλάχιστον 10 από τους 25 ανθρώπους που είναι θαμμένοι στο διάσημο μνημείο, δεν έζησαν στην περιοχή του Ουέσσεξ όπου βρίσκεται το Στοούνχεντζ, αλλά περισσότερο από 160 χιλιόμετρα μακριά, στη δυτική Ουαλία.
Η μελέτη των λειψάνων αποκάλυψε πως ταιριάζουν με αντίστοιχα που έχουν βρεθεί στην δυτική Ουαλία.
Αν και η επιστημονική ομάδα που αποτελείται από ερευνητές του πανεπιστημίου της Οξφόρδης -μαζί με συναδέλφους τους από το Παρίσι και τις Βρυξέλλες- δεν μπορεί να αποδείξει πως τα λείψανα ανήκουν στους ανθρώπους που έχτισαν τις περίφημες πέτρες, η παλαιότερη αποτέφρωση χρονολογείται «εξαιρετικά κοντά» με τις πρώτες ενέργειές των τεχνιτών που έχτισαν το μνημείο.
Έως τώρα οι ερευνητές έχουν ασχοληθεί περισσότερο με την ηλικία και τον τρόπο κατασκευής του μνημείου, παρά με αυτούς που το κατασκεύασαν.
Και αυτό γιατί θεωρούνταν δύσκολο να εξαχθούν ασφαλή επιστημονικά συμπεράσματα από ανθρώπινα αποτεφρωμένα λείψανα που έχουν τόσο μεγάλη ηλικία.
Η νέα ανακάλυψη κατέστη εφικτή χάρη στην έρευνα της ομάδας υπό την επίβλεψη του Βέλγου επιστήμονα Κρίστοφ Σνεκ.
Μέχρι τώρα πιστευόταν ότι δεν ήταν εφικτή η ταυτοποίηση της προέλευσης αποτεφρωμένων οστών, όμως η ομάδα τα κατάφερε.
«Η πρόσφατη ανακάλυψη ότι κάποιες βιολογικές πληροφορίες επιβιώνουν από τις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται κατά την αποτέφρωση (έως και 1.000 βαθμοί Κελσίου) μας έδωσε την δυνατότητα να μελετήσουμε επιτέλους την καταγωγή των θαμμένων στο Στόουνχεντζ», δήλωσε ο Βέλγος επιστήμονας.
Η έρευνα έδειξε ότι κατά την αποτέφρωση κρυσταλλοποιούνται οι δομές των οστών προστατεύοντας έτσι από την εξωτερική μόλυνση το ισότοπο εκείνο που αποκαλύπτει την καταγωγή. Οι επιστήμονες μελέτησαν τα ισότοπα στροντίου στα απανθρακωμένα λείψανα των νεολιθικών ανθρώπων.
«Τα νέα ισοτοπικά στοιχεία δείχνουν την κλίμακα και τη συχνότητα των αλληλεπιδράσεων μεταξύ κοινοτήτων που απείχαν εκατοντάδες χιλιόμετρα», δήλωσε ένας εκ των επικεφαλής του ερευνητικού προγράμματος.
Ήταν γνωστό πως το Στόουνχεντζ χρησιμοποιήθηκε ως αποτεφρωτήριο, όχι όμως ποιος ήταν θαμμένος εκεί.
Τα οστά ανακαλύφτηκαν για πρώτη φορά από τον συνταγματάρχη Ουίλιαμ Χάλεϊ τη δεκαετία του 1920, ο οποίος όμως τα έθαψε ξανά, αντί να τα τοποθετήσει σε κάποιο μουσείο. Η ανασκαφή τα έφερε ξανά στο φως το 2008.
Τα παλαιότερα οστά χρονολογούνται περίπου στο 3000 π.Χ., ενώ τα υπόλοιπα εκτείνονται σε ένα εύρος 500 ετών.
Σύμφωνα με τον Τζον Πούντσετ, έναν από τους κύριους συγγραφείς της μελέτης, «οι παλαιότερες χρονολογίες ταφής των οστών είναι εξαιρετικά κοντινές με την εποχή που μεταφέρθηκαν οι πέτρες του Στόουνχεντζ. Δεν μπορούμε να αποδείξουμε πως τα οστά ανήκουν στους ανθρώπους που έφεραν τις πέτρες, σίγουρα όμως υπάρχει κάποια σχέση. Το χρονικό εύρος των στοιχείων μας κάνει να υποθέτουμε πως για αιώνες οι άνθρωποι μεταφέρονταν για ταφή στο Στόουνχζεντζ».
Με πληροφορίες από Guardian