Η Τενέα, η αρχαία πόλη των Κορινθίων, ήταν χτισμένη στην περιοχή όπου σήμερα συναντάμε το χωριό της Κορίνθου, Χιλιομόδι. Σύμφωνα με τον μύθο, οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν Τρώες αιχμάλωτοι από την Τένεδο, στους οποίους ο Αγαμέμνονας επέτρεψε να χτίσουν εκεί μια νέα πόλη. Αποκαλείται από πολλούς «Τροία της Ελλάδας», ενώ εκεί, σύμφωνα πάντα με τον μύθο, ανέθρεψε ο Πόλυβος τον Οιδίποδα. Στις ιστορικές πηγές διαβάζουμε ότι το όνομά της προήλθε από τον Τέννη, γιο του Κύκνου και εγγονού του Ποσειδώνα αλλά και οικιστή της Τενέδου, ο οποίος, όπως αναφέρεται στην Ιλιάδα, σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα στον Τρωικό Πόλεμο. Κατά τον Βιργίλιο, η Τενέα, όπως και η Ρώμη, ήταν οι δύο πόλεις που ιδρύθηκαν από Τρώες φυγάδες μετά την καταστροφή της Τροίας. Η πρώτη, μάλιστα, θεωρούνταν σημαντικός οικισμός και διατηρούσε τη δική της πολιτιστική φυσιογνωμία, ενώ η γεωγραφική της θέση συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξή της. Την ύπαρξή της μαρτυρούν μόνο ιστορικές πηγές και μαρτυρίες παλαιότερων και σύγχρονων μελετητών.
Τον Οκτώβριο του 2018 ολοκληρώθηκαν μετά από έξι χρόνια οι εργασίες της συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας στο Χιλιομόδι, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος για την αρχαία Τενέα «Tenea Ρroject» υπό τη διεύθυνση της δρος Έλενας Κόρκα, επίτιμης γενικής διευθύντριας Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟΑ. Τάφοι, νομίσματα, επιστήλια, κιονίσκοι, αγγεία, κοσμήματα, ήταν μερικά από τα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν στο φως, ενώ είναι η πρώτη φορά που εντοπίστηκαν οικιστικά κατάλοιπα της αρχαίας Τενέας, τα οποία χρονολογούνται στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο και αποδεικνύουν την ύπαρξη της αρχαίας πόλης.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Κορινθία δεν έχει βρεθεί άλλο ταφικό μνημείο όμοιο με αυτό της Τενέας, με αυτή την εσωτερική διάταξη.
Βορειότερα του νεκροταφείου, στον δεύτερο χώρο έρευνας, εντοπίστηκε τμήμα κτιριακών εγκαταστάσεων. Ειδικότερα, σε μια έκταση 672 τ.μ. ανασκάφηκε τμήμα του οικιστικού ιστού της πόλης που διέθετε οργανωμένους χώρους με στέγαση και θυραία ανοίγματα. Στο εσωτερικό των χώρων αυτών διατηρούνταν σε καλή κατάσταση πήλινα δάπεδα, καθώς και τμήματα από μαρμάρινα και λίθινα δάπεδα, ενώ κάποιοι από τους τοίχους ήταν ιδιαίτερα επιμελημένοι και έφεραν επίστρωση κονιάματος.
Τα επιστήλια, οι κιονίσκοι καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη εντοπίστηκαν καταπεσμένα στο εσωτερικό των παραπάνω χώρων. Επί τόπου βρέθηκε και ένας πυθαμφορέας. Στον ίδιο χώρο και στη θεμελίωση ενός τοίχου εντοπίστηκε εγχυτρισμός με δύο ταφές εμβρύων. Επιπλέον, σε έναν από τους χώρους, η διερεύνηση του οποίου δεν έχει ολοκληρωθεί, αποκαλύφθηκε τμήμα πήλινου αγωγού μήκους 3,5 μέτρων. Από τον ίδιο χώρο συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός ψηφίδων.
«Μόνο από την περιοχή των παραπάνω τομών προέκυψαν περισσότερα από διακόσια νομίσματα, τα οποία χρονολογούνται από τους πρώιμους ελληνιστικούς μέχρι και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Αρκετά από τα νομίσματα αυτά ανήκουν στην εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ. Χ.), ενώ εντοπίζονται και σπάνιες τοπικές κοπές διαφόρων πελοποννησιακών πόλεων. Τα νομισματικά ευρήματα δείχνουν ότι ο οικισμός πιθανότατα γνώρισε ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη στη διάρκεια της δυναστείας των Σεβήρων. Παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση κεραμικής χρηστικών κυρίως αγγείων και ανάμεσα στα ευρήματα ξεχωριστή θέση κατέχει απότμημα επιγραφής ρωμαϊκής εποχής και οστέινο ζάρι» επισημαίνει η κ. Κόρκα.
Οι προαναφερθείσες κτιριακές εγκαταστάσεις χρονολογούνται από τους πρώιμους ελληνιστικούς έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.
«Αφορμή για την έρευνα στάθηκε η αποκάλυψη μιας ολόλιθης σαρκοφάγου αρχαϊκών χρόνων, η οποία εντοπίστηκε το 1984 στη θέση "Καμαρέτα Φανερωμένη", όταν υπηρετούσα στην περιοχή. Η καλυπτήρια πλάκα της σαρκοφάγου φέρει μοναδική γραπτή παράσταση με δύο μνημειακούς λέοντες και ανθέμιο στο κέντρο. Δεν υπάρχει άλλο δείγμα μεγάλης ζωγραφικής στα αρχαϊκά χρόνια. Η ανάλυση των χρωστικών απέδειξε κάτι αξιοσημείωτο, τη χρήση αυγού ως συνδετικού υλικού, πράγμα που αποδεικνύει τη χρήση της ίδιας τεχνοτροπίας από τα προϊστορικά έως τα ελληνιστικά χρόνια. Εξωτερικά της σαρκοφάγου, σε ανώτερο στρώμα, βρέθηκε μοναδικός λύχνος παπποσιληνού κορινθιακού εργαστηρίου των ρωμαϊκών χρόνων, πράγμα που επίσης αποδεικνύει τη σημασία του χώρου» αναφέρει η κ. Κόρκα.
Το 2013 οι εργασίες του προγράμματος ξεκίνησαν στον χώρο εντοπισμού της σαρκοφάγου ταυτόχρονα με τη διεξαγωγή μιας ευρείας κλίμακας επιφανειακής έρευνας. Αποκαλύφθηκε ο περίβολος της σαρκοφάγου νότια και ανατολικά αυτού, συστάδα από τέσσερις μονολιθικές σαρκοφάγους αρχαϊκών χρόνων μαζί με τους αποθέτες τους, αλλά και λακκοειδής τάφος ελληνιστικών χρόνων. «Στον λακκοειδή τάφο εντοπίστηκαν οστεολογικά κατάλοιπα από δύο ταφές, οι οποίες, από τα συνευρήματά τους αλλά και από τα τέσσερα χάλκινα νομίσματα κοπής Πτολεμαίου ΙΙΙ, χρονολογούνται στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. Τα σπάνια αυτά νομίσματα βρίσκονται για πρώτη φορά σε ταφή. Είναι η εποχή των μαχών μεταξύ Αχαϊκής Συμπολιτείας, Μακεδόνων και Πτολεμαίου».
Συνεχίζοντας, προσθέτει ότι από τα κεραμικά ευρήματα ξεχωρίζουν τρία αγγεία που εντοπίστηκαν στο περιεχόμενο εξέχουσας παιδικής σαρκοφάγου με 53 χάλκινα και πήλινα αγγεία. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τον μοναδικό σε σχήμα διπλό ασκό με την πλεκτή λαβή και την τριφυλλόστομη ηθμοειδή προχοή, με πολύ πλούσια διακόσμηση. Επίσης, μοναδικά είναι και τα δύο κλειστά άωτα αγγεία, καθώς αντίστοιχά τους δεν έχουν εντοπιστεί.
Και συμπληρώνει: «Στη θέση "θέατρο-λίμνη-νταμάρια" ανασκάφηκε τμήμα αρχαίας οδού. Το 2016, σε αγροτεμάχιο που βρίσκεται νοτιοανατολικά του αρχαίου δρόμου, στο δυτικό τμήμα του, εντοπίστηκε εκτεταμένο κτίριο με επιμέρους χώρους. Από το εσωτερικό των χώρων αυτών περισυνελέγη άφθονη κεραμική χρηστικών αγγείων, κυρίως ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, πλήθος νομισμάτων, ανθεμωτό ακροκέραμο πρώιμων κλασικών χρόνων, επιζωγραφισμένη σίμη και ένα μαρμάρινο σπάραγμα αντίχειρα από άγαλμα φυσικού μεγέθους ρωμαϊκών χρόνων, ακέραιη πυξίδα και γυναικείο ειδώλιο ελληνιστικών χρόνων».
Ταυτόχρονα, στο ανατολικό άκρο του ίδιου αγροτεμαχίου αποκαλύφθηκε δίχωρο υπέργειο ταφικό μνημείο το οποίο χρονολογείται στον 1ο μ.Χ. αιώνα, ενώ η περίοδος χρήσης του έφτανε στον 4ο αι. μ.Χ.
Ανθρωπολογικό υλικό βρέθηκε έντονα αναμοχλευμένο στο εσωτερικό μόνο των δύο κιβωτίων και ατάκτως ερριμμένο από λαθρανασκαφείς στο δάπεδο του κυρίως θαλάμου. Στο εσωτερικό διατηρούνταν καύσεις, χρυσή δανάκη Σικυώνας και χάλκινα νομίσματα, λύχνοι, οστέινη πόρπη, μολύβδινο ενώτιο και πλήθος οστράκων από συνανήκοντα αγγεία. Στον χώρο του προθαλάμου, εντός του ίδιου λακκοειδούς κεραμοσκεπούς τάφου, βρέθηκαν τα υπολείμματα εγχυτρισμού και τρεις βρεφικές ταφές».
Επιπρόσθετα, είναι αξιοσημείωτο ότι στην Κορινθία δεν έχει βρεθεί άλλο ταφικό μνημείο όμοιο με αυτό της Τενέας, με αυτή την εσωτερική διάταξη. Εξωτερικά του μνημείου και περιμετρικά αυτού εντοπίστηκαν τάφοι ρωμαϊκών χρόνων. Ο χώρος υπήρξε οργανωμένο νεκροταφείο ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο οριζόταν από ταφικούς περιβόλους όπου περικλείονταν τόσο οι τάφοι που εφάπτονταν στο μνημείο όσο και αυτοί που εκτείνονταν βόρεια και ανατολικά του. Οι περισσότερες ταφές ήταν κτερισμένες εσωτερικά, περιμετρικά της κεφαλής ή στην περιοχή των κάτω άκρων. Μεταξύ των κτερισμάτων συγκαταλέγονταν νομίσματα, κοσμήματα, αγγεία, λύχνοι και γυάλινα μυροδοχεία. Παράλληλα, βρέθηκαν ίχνη υποδημάτων και ξύλινων φορείων.
Παράλληλα, η κ. Κόρκα, υπογραμμίζει: «Σε τρεις από τους λύχνους διακρινόταν η υπογραφή του τεχνίτη: "Σπωσιανού", "Γαληνός" και "Λούκιος". Ένας λύχνος έφερε στον δίσκο του παράσταση με τρεις μάσκες-προσωπεία θεάτρου, άλλος σκηνή με δύο μονομάχους (συνήθως κάτι τέτοιο υποδηλώνει την ύπαρξη θεάτρου στην περιοχή), άλλος τον Αινεία που εγκαταλείπει την Τροία κρατώντας στον ώμο τον ηλικιωμένο πατέρα του Αγχίση και από το χέρι τον μικρότερο γιο του Ασκάνιο, άλλος την Άρτεμη Λαφρία και, τέλος, ένας έφερε παράσταση με την Αφροδίτη και δύο ερωτιδείς.
Κάτω και εξωτερικά του προθαλάμου του μνημείου ανασκάφηκε ορθογώνια υπόγεια δεξαμενή ελληνιστικών χρόνων, κατασκευασμένη από πώρινους δόμους και επιχρισμένη εσωτερικά με ιδιαίτερα επιμελημένο και παχύ στρώμα υδραυλικού κονιάματος. Από το εσωτερικό της περισυνελέγη μεγάλη ποσότητα ζωοαρχαιολογικού υλικού, πλήθος επιζωγραφισμένων κεράμων αλλά και κεραμική ταφικών και τελετουργικών κυρίως αγγείων που χρονολογείται από τους ελληνιστικούς έως στους ρωμαϊκούς χρόνους. Μεταξύ άλλων, εντοπίστηκε και μια κεφαλή από ειδώλιο ταύρου. Μεγάλη υπήρξε η συγκέντρωση καύσεων στο εσωτερικό του χώρου. Σε καύση εξωτερικά της βορειοδυτικής γωνίας της δεξαμενής βρέθηκε συγκέντρωση από έντεκα ακέραια μικκύλα αγγεία του 3ου αι. π.Χ.
Βόρεια της δεξαμενής αποκαλύφθηκαν στιβαρές κατασκευές ελληνιστικών χρόνων. Από τις επιχώσεις στους χώρους αυτούς περισυνελέγη κεραμική ελληνιστικών κυρίως χρόνων, ειδώλιο περιστεριού και στατήρας κοπής Κορίνθου του 478-458 π.Χ. Στη συνέχεια οι τοίχοι αυτοί απολαξεύθηκαν σε σημεία τους, στα βόρεια, προκειμένου στο εσωτερικό τους να εγκιβωτιστούν τάφοι ελληνιστικών χρόνων. Όλες οι ταφές ήταν πλούσια κτερισμένες, κάποιες δε χρησιμοποιήθηκαν και στα ρωμαϊκά χρόνια. Ενδεικτικά αναφέρονται: επιχρυσωμένο χάλκινο στεφάνι με φύλλα και καρπούς μυρτιάς, χρυσό δαχτυλίδι, χάλκινα κάτοπτρα, εκ των οποίων το ένα έφερε επίθετη ανάγλυφη διακόσμηση έρωτα, χρωστικές ουσίες - ψιμύθια ερυθρού χρώματος, οστέινος κυλινδρικός γίγγλυμος, χρυσές δανάκες από νόμισμα Σικυώνας, μικκύλα αγγεία, ατρακτόσχημα και βολβόσχημα μυροδοχεία, οστέινες περόνες και σπάτουλες, κέλυφος αυγού, μικκύλα αγγεία, λάγηνος, σκύφοι, σιδερένιες στλεγγίδες, χάλκινα νομίσματα, γυάλινη ριπιδωτή φιάλη, χάλκινο ληκύθιο».
Αναμφίβολα, ο πλούτος αυτός ξεπερνά σχεδόν και εκείνον της Κορίνθου. Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζει δαχτυλίδι που φέρει σφραγιδόλιθο με απεικόνιση Σαράπιδος καθήμενου σε θρόνο, με τον Κέρβερο στην παραδοσιακή αναπαράστασή του με τις τρεις κεφαλές πλησίον του, ένας λύχνος κορινθιακού εργαστηρίου με παράσταση της Υγείας, θησαυρός τριών νομισμάτων που ανήκουν στις πρώτες κοπές της Κορίνθου ως ρωμαϊκής αποικίας και χρονολογούνται περί το 44-40 π.Χ. καθώς και αρχαϊκά νομίσματα του ίδιου νομισματοκοπείου, όπως ένας οβολός Κορίνθου του β' μισού του 6ου αι. π.Χ. και ένα ασημένιο ημίδραχμο του α' μισού του 5ου αι. π.Χ. Διαπιστώνεται ότι με επίκεντρο τη δεξαμενή και μετέπειτα το ρωμαϊκό ταφικό μνημείο εκτείνεται περιμετρικά οργανωμένο νεκροταφείο ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, που στο σύνολό του απαριθμεί, από τα μέχρι σήμερα ανασκαφικά στοιχεία, τριάντα πέντε τάφους, πολλοί εκ των οποίων περιλαμβάνουν περισσότερες από μία ταφές. Ο πλούτος και η ποικιλία των κτερισμάτων πιστοποιεί τη διαχρονική ευμάρεια της πόλης και των κατοίκων της.
Νότια αρχαίου πηγαδιού που εντοπίστηκε το 2016 αποκαλύφθηκε τμήμα κτιρίου ρωμαϊκής εποχής, η χρήση του οποίου συνδέεται πιθανότατα με το πηγάδι. Η διερεύνηση του κτιρίου που εντοπίστηκε προς το τέλος της έρευνας θα συνεχιστεί.
«Η έρευνα στους χώρους αυτούς θα συνεχιστεί το επόμενο χρονικό διάστημα. Τα κτιριακά κατάλοιπα φανερώνουν συνεχείς παρεμβάσεις και αναδιαμορφώσεις εξαιτίας της μακράς περιόδου χρήσης τους. Τα μέχρι τώρα ανασκαφικά στοιχεία μαρτυρούν την ύπαρξη μιας καλά οργανωμένης και πολύ ακμαίας τοπικής κοινωνίας, από τους αρχαϊκούς έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Τα ανασκαφικά στοιχεία, τέλος, μας οδηγούν στην υπόθεση ότι ο οικισμός ενδεχομένως υπέστη τις συνέπειες της επιδρομής του Αλάριχου στην Πελοπόννησο το 396-397 μ.Χ. και ότι ίσως εγκαταλείφθηκε στα χρόνια των αβαροσλαβικών επιδρομών, στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ.» καταλήγει η κ. Κόρκα.