Όταν στις 12 Νοεμβρίου του 1972 στο κυριακάτικο ένθετο των «New York Times» ανακοινώθηκε ότι το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ) απέκτησε ένα ελληνικό αγγείο του 515 π.Χ. περίπου, το οποίο ο διευθυντής του μουσείου, Thomas P. F. Hoving, χαρακτήρισε «το καλύτερο παράδειγμα του είδους του», «το ωραιότερο ελληνικό αγγείο στον κόσμο», προσθέτοντας ότι «θα πρέπει να ξαναγράψουν την ιστορία της ελληνικής αγγειογραφίας όταν το εκθέσουμε», η είδηση έσκασε σαν βόμβα στους σχετικά ήσυχους κύκλους της κλασικής αρχαιολογίας.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του κρατήρα του Ευφρονίου, ενός αγγείου που χρησιμοποιούνταν για την ανάμειξη κρασιού και νερού στα αρχαία συμπόσια, ήταν η εικονογραφία του, που αποτύπωνε μια σπάνια απεικονιζόμενη σκηνή από την ελληνική μυθολογία: ο νεκρός πολεμιστής Σαρπηδόνας −γιος του Δία και σύμμαχος των Τρώων στον πόλεμό τους με τους Έλληνες− απομακρύνεται από το πεδίο της μάχης από τις φτερωτές μορφές του Ύπνου και του Θανάτου, ενώ ο αγγελιοφόρος-θεός Ερμής παρακολουθεί τη σκηνή ως ψυχοπομπός. Στο πίσω μέρος του κρατήρα απεικονίζεται μια ομάδα νεαρών πολεμιστών που οπλίζονται. «Το σχέδιο αυτής της τρυφερής σκηνής είναι τόσο απίστευτα φρέσκο και ζωντανό σαν να είχε ζωγραφιστεί μόλις χθες. Διαθέτει όλη τη σπαρταριστή τελειότητα που περιμένει κανείς από τον Πικάσο στις καλύτερες στιγμές του» γράφει στους ΝΥΤ το 1972 ο James R. Mellow.
Όταν το μουσείο απέκτησε τον κρατήρα, ο Bothmer απέφυγε να απαντήσει στο ερώτημα πώς ένα αγγείο της ποιότητας του κρατήρα −υπογεγραμμένο από έναν από τους μεγάλους δασκάλους της ελληνικής αγγειογραφίας− θα μπορούσε να έχει διαφύγει την προσοχή των μελετητών για τόσα χρόνια.
Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του αγγείου, ωστόσο, είναι ότι φέρει την υπογραφή «Ευφρόνιος έγραψεν» − την υπογραφή ενός καλλιτέχνη που πολλοί μελετητές θεωρούν τον μεγαλύτερο από τους Έλληνες αγγειογράφους. Ο Ευφρόνιος είχε μεγάλη φήμη στην εποχή του: ο αντίπαλός του, ο Ευθυμίδης, του οποίου αριστούργημα θεωρείται ο αμφορέας που απεικονίζει την αρπαγή της Κορώνης από τον Θησέα, υπέγραψε κάποτε αγενώς μια ιδιαίτερα επιτυχημένη αγγειογραφία με τη φράση «ως ουδέποτε Ευφρόνιος» − «όπως ποτέ δεν θα μπορούσε να κάνει ο Ευφρόνιος».
Μέχρι την απόκτηση του κρατήρα του Ευφρονίου από το ΜΕΤ, το πιο διάσημο έργο του –από τα περίπου είκοσι τέσσερα γνωστά, εκ των οποίων πάνω από τα μισά είναι αποσπασματικά− ήταν ο κρατήρας του Λούβρου που απεικονίζει τον Ηρακλή να παλεύει με τον γίγαντα Ανταίο. Ο κρατήρας του Ευφρονίου του ΜΕΤ ήταν, σε αντίθεση με αυτόν του Λούβρου, χωρίς ελλείψεις. «Επιπλέον, η θραύση, η οποία είναι αναπόφευκτη σε όλα τα ελληνικά αγγεία, ήταν τόσο “τακτοποιημένη” ώστε η σχεδιαστική ικανότητα του Ευφρονίου διατήρησε την παρθένα ποιότητά της χωρίς καμία σημαντική αναπαλαίωση» έγραφε ο Mellow. Προφανώς η στρατηγική θραύση του τότε δεν ανησύχησε κανέναν, κανένας δεν σκέφτηκε ότι ανθρώπινο χέρι αρχαιοκάπηλων τον έσπασε σε καίρια σημεία προκειμένου να μεταφερθεί, ώστε να μη χαθεί τίποτα από την εικόνα και την αξία του.
Αν και δεν πρόκειται για αγγείο ερωτικού τύπου, θυμίζει το αρχαίο ελληνικό έθιμο να τιμώνται ιδιαίτερα όμορφοι, καλοαναθρεμμένοι Αθηναίοι νέοι με επιγραφές «αγάπης». Φέρει δύο φορές την επιγραφή «Λέαγρος καλός». Το μόνο γνωστό για τον Λέαγρο είναι ότι ήταν σύγχρονος του Θεμιστοκλή και ότι πέθανε την άνοιξη του 464 π.Χ., ενώ διοικούσε ένα αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα στη Θράκη. Σύμφωνα με όλες τις περίπου 60 μνημονεύσεις σε αγγεία και θραύσματα κεραμικής, ο Λέαγρος πρέπει να ήταν ο πιο όμορφος νέος της αρχαίας Αττικής. Υπάρχει πλήθος αναφορών σε αυτόν σε αγγεία κρασιού κυρίως, κάτι που σημαίνει ότι ενέπνευσε μεγάλους έρωτες και η συγκεκριμένη επιγραφή στον κρατήρα του Ευφρονίου γράφτηκε όταν ήταν πιθανώς στην ακμή του.
Από τον θρίαμβο της απόκτησης στην πανωλεθρία
Όπως ήταν φυσικό, η απόκτηση του κρατήρα προκάλεσε σάλο. Τα δυο πρωταγωνιστικά πρόσωπα της υπόθεσης ήταν ο 54χρονος τότε, γερμανικής καταγωγής επιμελητής ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης, Dietrich von Bothmer, και ο αμφιλεγόμενος διευθυντής του μουσείου Thomas P. F. Hoving. Για τον πρώτο ήταν «το απόκτημα της ζωής του». Για τον δεύτερο «ένα από τα σπουδαιότερα αποκτήματα σε ολόκληρη την 102χρονη ιστορία του μουσείου».
Πριν από την απόκτηση του κρατήρα είχαν γίνει αρκετές θεαματικές και διαφημισμένες αγορές και δωρεές, όπως μια φλαμανδική Αγία Τράπεζα Merode του 15ου αιώνα, ένας πίνακας του Ρέμπραντ, ένας Βελάσκεθ, ο αιγυπτιακός ναός του Dendur. Το πιεσμένο τότε οικονομικά ίδρυμα, σύμφωνα με τις φήμες, πλήρωσε για την απόκτηση του κρατήρα του Ευφρονίου 1.000.000 συν 300.000 δολάρια σε αρχαία ελληνικά νομίσματα, από τη συλλογή αρχαίων νομισμάτων του − η οποία δεν έχει εκτεθεί από το 1939. Αν και η πώληση των νομισμάτων δεν ανησύχησε κανέναν, ξέσπασε μια μεγάλη δημόσια συζήτηση στην είδηση ότι ο Hoving σκόπευε να εκχωρήσει και περίπου 235 πίνακες ζωγραφικής όλων των περιόδων, 38 ταπισερί και μια απροσδιόριστη ποσότητα μεσαιωνικών και άλλων αντικειμένων μέσα στα επόμενα χρόνια.
Το μουσείο, όπως ισχυρίστηκε ο διευθυντής του, δεν είχε αρκετό χώρο και χρειαζόταν κεφάλαια για περαιτέρω και πιο σημαντικές αγορές. Τότε έσκασε η είδηση στους ΝΥΤ ότι είχε γίνει μυστική πώληση ενός έργου του Βαν Γκογκ και ενός του Ντουανιέ Ρουσό, που είχαν εμφανιστεί σε μια εταιρεία στο Λιχτενστάιν η οποία διέθετε γκαλερί στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, τη Ρώμη και τη Ζυρίχη. Ο Hoving πιθανότατα είχε κατά νου την αγορά του κρατήρα του Ευφρονίου και μάζευε χρήματα, άποψη που ενισχύεται από την αμφιλεγόμενη πολιτική που ακολουθούσε.
Ο Dietrich von Bothmer υπερασπίστηκε τη γνησιότητά του κρατήρα με βάση τη δική του 34χρονη πείρα ως επιμελητή, αφού οι δοκιμές θερμικής φωταύγειας που θα διεξάγονταν σε δείγματα του αγγείου θα μπορούσαν να αποδειχθούν ασαφείς. Ήλπιζε ότι η προσοχή και η δημοσιότητα που θα δινόταν στο αγγείο θα διέλυε επιτέλους την παλιά αντίληψη ότι η ελληνική αγγειογραφία είναι απλώς μια μορφή διακοσμητικής τέχνης που εφαρμόζεται σε αρχαία αντικείμενα, και θα την καθιέρωνε στη συνείδηση του κοινού ως αυτό που ξεκάθαρα είναι: μία από τις μεγάλες παραδόσεις της δυτικής ζωγραφικής.
Οι Thomas Hoving και Dietrich von Bothmer αποφάσισαν να μη συζητήσουν με τους δημοσιογράφους ούτε την προέλευση του κρατήρα ούτε την τιμή του. «Η επίσημη εκδοχή είναι ότι το αγγείο βρισκόταν σε ιδιωτική συλλογή στην Ευρώπη από την περίοδο πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αν και δεν εξηγείται πώς διέφυγε την προσοχή των επιμελών κλασικών μελετητών. Σύμφωνα με τον Bothmer, δεν υπάρχει καμία νύξη για το αγγείο, καμία αναφορά σε αυτό σε όλη τη σχετική βιβλιογραφία. Ο αέρας μυστικότητας που περιβάλλει την αγορά, υποστηρίζουν, είναι απαραίτητος επειδή ο πρώην ιδιοκτήτης αποτελεί πιθανή πηγή μελλοντικών αποκτήσεων» έγραφαν οι ΝΥΤ. «Ο Bothmer παραδέχεται μόνο ότι την περασμένη άνοιξη ένας έγκριτος, ανώνυμος έμπορος ρώτησε διακριτικά αν το ΜΕΤ θα ενδιαφερόταν να εξετάσει ένα ελληνικό αγγείο “συγκρίσιμο” με τον κρατήρα του Λούβρου “και σε καλύτερη κατάσταση“. Για έναν ειδικό στην ελληνική αγγειογραφία, η προσφορά ήταν σαν να ρωτούσε έναν επιμελητή ζωγραφικής αν θα ενδιαφερόταν να αποκτήσει έναν μέχρι τώρα άγνωστο Ρέμπραντ».
Ο Bothmer είδε τον κρατήρα, που είχε στηθεί ειδικά για αυτόν στον κήπο μιας έπαυλης. Έμεινε άφωνος, ενθουσιασμένος. Τον μελέτησε επί τέσσερις ώρες, αλλά πείστηκε για τη γνησιότητά του από την πρώτη στιγμή, γιατί ένα έργο πρώτης τάξεως, αυθεντικής ιδιοφυΐας εξαφανίζει κάθε αμφιβολία. Είχε μεγάλη πείρα στον εντοπισμό πλαστών –τα αρχεία του ήταν γεμάτα φωτογραφίες αξιοσημείωτων πλαστογραφιών και των έργων από τα οποία συνήθως αντιγράφονται. Τα αρχεία του επίσης περιείχαν περίπου 10.000 φωτογραφίες αυθεντικών ελληνικών αγγείων και θραυσμάτων από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο.
Οι πρωταγωνιστές ενός μελλοντικού σκανδάλου
Ο Bothmer κατέβαλε κόπο για την απόκτηση του κρατήρα γιατί τα ελληνικά αγγεία δεν προκαλούσαν, γενικά, ενθουσιασμό στους διευθυντές και στους διαχειριστές του μουσείου. Έτειναν να προτιμούν πιο «ζωντανές» αγορές στους τομείς της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Η απόκτηση του κρατήρα από το ΜΕΤ ήταν, κατά κάποιον τρόπο, η δικαίωση των επιστημονικών αναζητήσεων μιας ολόκληρης ζωής.
Η σχέση του Bothmer με την αρχαία τέχνη ξεκίνησε σε ηλικία 12 ετών, όταν τον πήγαν στο Μουσείο του Βερολίνου και εκεί είδε για πρώτη φορά αγγείο του Ευφρονίου − έναν καλυκοειδή κρατήρα με σκηνές αθλητών στο γυμναστήριο. Αποφάσισε τότε ότι θα γινόταν αρχαιολόγος και θα εργαζόταν σε μουσείο. Σε ηλικία 20 ετών ταξίδεψε στην Οξφόρδη ως Γερμανός υπότροφος και πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο απέπλευσε για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ταξίδεψε με ελάχιστα χρήματα, με δύο βαλίτσες, αλλά κέρδισε υποτροφίες που του επέτρεψαν να ολοκληρώσει το διδακτορικό του. Υπηρέτησε 26 μήνες στον αμερικανικό στρατό, πήρε μέρος σε τρεις εκστρατείες στον Ειρηνικό, τραυματίστηκε και το 1946 αποστρατεύτηκε στη Δυτική Ακτή. Με την αποζημίωσή του, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη και προσελήφθη ως βοηθός στο τμήμα Ελληνικής και Ρωμαϊκής Τέχνης του MΕΤ. Το 1959 έγινε επιμελητής του τμήματος.
Όταν το μουσείο απέκτησε τον κρατήρα, ο Bothmer απέφυγε να απαντήσει στο ερώτημα πώς ένα αγγείο της ποιότητας του κρατήρα −υπογεγραμμένο από έναν από τους μεγάλους δασκάλους της ελληνικής αγγειογραφίας− θα μπορούσε να έχει διαφύγει την προσοχή των μελετητών για τόσα χρόνια.
Αντί για απάντηση, μίλησε για ένα εντυπωσιακό μαρμάρινο άγαλμα της Αφροδίτης του τέταρτου αιώνα, το οποίο απέκτησε για το Μητροπολιτικό Μουσείο το 1951. Κανένας μελετητής δεν γνώριζε την ύπαρξή του. Για χρόνια βρισκόταν στο θερμοκήπιο ενός κτήματος στη Σιλεσία. Κάποια στιγμή είχε πωληθεί μαζί με ένα σωρό από εργαλεία και εξοπλισμό κήπου. Όταν οι Ρώσοι εισέβαλαν στην Πολωνία στις αρχές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, φορτώθηκε σε ένα βαγόνι και πέρασε τα σύνορα στη Βαυαρία, όπου και το βρήκε. Ο κρατήρας του Ευφρονίου δεν υπήρχε πουθενά στους εκατοντάδες επιστημονικούς τόμους και τους παλιούς καταλόγους πωλήσεων που κυκλοφορούσαν.
Ο έτερος των πρωταγωνιστών της υπόθεσης ήταν ο Thomas Hoving, διευθυντής του ΜΕΤ και αποκαλούμενος «καρχαρίας των συλλογών». Ο Hoving ήθελε να κάνει το ΜΕΤ μεγάλο και τα κατάφερε. Με αμφίβολες πρακτικές, όπως αποδείχτηκε, απέκτησε τον κρατήρα του Ευφρονίου.
Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του το 1993 παραδέχτηκε ότι γνώριζε την παράνομη προέλευσή του «hot pot», όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσε τον κρατήρα. «Το στυλ μου ήταν η πειρατεία, γι’ αυτό και έχω τη φήμη του καρχαρία», έγραψε περήφανος, προσθέτοντας ότι η δική του ατζέντα με τους εμπόρους, τους συλλέκτες και τους λαθρέμπορους ήταν μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη.
Ο Hoving έφυγε από τη ζωή το 2009 και φυσικά πήρε πολλά από τα μυστικά της απόκτησης των αντικειμένων του μουσείου στον τάφο του. Σε μια συνέντευξή του στον Ανδρέα Αποστολίδη λέει: «Θα μιλήσω για τα άριστα των έργων μας. Και συγκεκριμένα για ένα, το οποίο ίσως είναι το καλύτερο έργο που υπάρχει στην πόλη μας, του οποίου η ζωγραφική είναι εφάμιλλη ενός Ντα Βίντσι και ενός Ντίρερ. Η δραματουργική του σύνθεση έχει την ένταση των καλύτερων συνθέσεων του Ρέμπραντ. Η αρχιτεκτονική του είναι επιπέδου Παρθενώνα σε μικρογραφία. Ο καλλιτέχνης υπήρξε καινοτόμος όσο ο Πάμπλο Πικάσο. Η κατάσταση του έργου είναι συγκλονιστική, τηρουμένων των αναλογιών του χρόνου». Μιλούσε φυσικά για το διαμάντι του στέμματος στο Μητροπολιτικό, τον κρατήρα του Ευφρονίου.
Ένας επίμονος ερευνητής δημοσιογράφος
Στις 19 Φεβρουαρίου του 1973, ο Nick Gage (Νίκος Γκατζογιάννης), εξαιρετικά έμπειρος ερευνητής δημοσιογράφος, γράφει από τη Ρώμη για τους «New York Times» ότι το αγγείο του ΜΕΤ πουλήθηκε από έναν εκπατρισμένο Αμερικανό, ο οποίος είχε φάκελο για ύποπτες συναλλαγές και ζούσε στη Ρώμη, καθώς και ότι οι Ευρωπαίοι έμποροι και αρχαιολόγοι πίστευαν ότι βρέθηκε σε λαθρανασκαφή ετρουσκικού τάφου το 1971. Δεν είχε πιστέψει, προφανώς, ότι βρισκόταν σε ιδιωτική ευρωπαϊκή συλλογή από την περίοδο πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στη διάρκεια της έρευνας που έκανε για λογαριασμό των ΝΥΤ, για να διαπιστώσουν από πού προήλθε ο κρατήρας και πώς έφτασε στο ΜΕΤ, ο Gage ταξίδεψε σε πέντε ευρωπαϊκές πόλεις και πήρε συνεντεύξεις από μελετητές τέχνης, εμπόρους, συλλέκτες, αξιωματούχους μουσείων και κυβερνητικές αρχές.
Εντωμεταξύ, ο Bothmer είχε δηλώσει: «Θέλω να μάθω πού κατασκευάστηκε, ποιος το έφτιαξε και πότε. Θέλω να μάθω αν είναι γνήσιο ή ψεύτικο. Η ενδιάμεση ιστορία του δεν είναι σημαντική για την αρχαιολογία. Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να το δουν απλώς όπως κάνουν οι αρχαιολόγοι, ως αντικείμενο τέχνης;». Και μόνο αυτή η δήλωση επιβεβαιώνει την υποψία ότι ο κρατήρας μπορεί να είχε διακινηθεί παράνομα. Μάλιστα, ο Bothmer είπε στον Gage ότι το αγγείο θα μπορούσε να έχει βρεθεί στην Ιταλία. «Αλλά δεν έχει καμία διαφορά», είπε, «αν ήταν το 3.198ο αγγείο ή το 3.199ο που βρέθηκε εκεί. Δεν υποπτεύομαι τίποτα. Αυτό που με απασχολούσε ήταν αν το αντικείμενο ήταν γνήσιο, αν άξιζε τα χρήματα που ξοδέψαμε γι’ αυτό».
Πιάνοντας το νήμα από την αρχή
Ο κρατήρας του Ευφρονίου πουλήθηκε στο ΜΕΤ από τον Robert E. Hecht Jr., έναν Αμερικανό που ζούσε στη Ρώμη. Είπε ότι ενεργούσε για λογαριασμό κάποιου άλλου που τον είχε στην κατοχή του, αλλά τα τελωνειακά έγγραφα των Ηνωμένων Πολιτειών για το αγγείο τον αναφέρουν ως «προμηθευτή».
Οι υπάλληλοι του μουσείου αγόρασαν το αγγείο χωρίς να δουν ποτέ τον άνθρωπο στον οποίο έλεγε ο Hecht ότι ανήκε και έκαναν όλες τις πληρωμές για τον κρατήρα στον ίδιο. Η ιστορία του Hecht αμφισβητήθηκε από αρκετούς Ευρωπαίους μελετητές και εμπόρους, που είπαν ότι έχουν γνώση της ανακάλυψής του. Όλοι συμφωνούσαν ότι το αγγείο ήταν γνήσιο, αλλά υποστήριζαν ότι βρέθηκε βόρεια της Ρώμης το 1971 από tombaroli, πουλήθηκε στον Hecht και αργότερα βγήκε λαθραία από την Ιταλία.
Όταν ο δημοσιογράφος επικοινώνησε με τον Hecht, εκείνος είπε ότι όσοι λένε πως το αγγείο ξεθάφτηκε στην Ιταλία και βγήκε λαθραία έξω είναι «ψεύτες». Παραδέχτηκε όμως ότι είχε διαπραγματευτεί την πώληση του κρατήρα με τους υπαλλήλους του ΜΕΤ και τους είχε παραδώσει προσωπικά το αγγείο. Είπε ότι ενεργούσε για λογαριασμό «ενός φίλου, ενός πολύ καλού ανθρώπου», τον οποίο δεν μπορούσε να κατονομάσει, διότι αυτό θα μπορούσε να του προκαλέσει φορολογικά προβλήματα στη χώρα του.
Ποιος ήταν ο Robert Hecht; Ένας ευυπόληπτος έμπορος, ο πατέρας του οποίου ίδρυσε την αλυσίδα πολυκαταστημάτων Hecht στη Βαλτιμόρη και την Ουάσιγκτον. Ο Hecht είχε συλληφθεί στην Ιταλία και στην Τουρκία με την κατηγορία ότι αγόραζε αρχαιότητες που είχαν ανασκαφεί παράνομα, αλλά οι κατηγορίες τελικά αποσύρθηκαν. Η τουρκική κυβέρνηση, ωστόσο, τον είχε κηρύξει persona non grata.
Ο Hecht μετέφερε τον κρατήρα και στα τελωνειακά έγγραφα αναφερόταν ως «προμηθευτής» του κρατήρα, με έδρα τη Ζυρίχη. Το γεγονός ότι ο κρατήρας είχε δηλωθεί στο τελωνείο και είχε μεταφερθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Ελβετία, η οποία δεν απαγόρευε την εξαγωγή έργων τέχνης, καθιστούσε την αγορά του αγγείου νόμιμη, σύμφωνα με τη νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, ακόμη και αν αποδεικνυόταν ότι είχε βγει λαθραία από την Ιταλία, δήλωσαν ορισμένοι νομικοί.
Στην υπόθεση της αγοράς του κρατήρα από το ΜΕΤ υπάρχει και μια άλλη λεπτομέρεια: Όταν, για να χρηματοδοτηθεί η αγορά του, έγινε η πώληση μεγάλου μέρους των συλλογών νομισμάτων του μουσείου από τον βρετανικό οίκο δημοπρασιών Sotheby’s στη Ζυρίχη έναντι 1.120.000 δολαρίων, μεγάλος αγοραστής στη δημοπρασία ήταν ο Robert Hecht. Ο Bothmer γνώριζε τον Hecht πολλά χρόνια και τον θυμόταν ως σοβαρό σπουδαστή της ρωμαϊκής μνημειακής αρχιτεκτονικής στην Αμερικανική Ακαδημία το 1949. Την ίδια εποχή, μπερδεύοντας την υπόθεση, ο Bothmer δήλωσε ότι υπήρχε πιθανότητα το αγγείο να προέρχεται από αγγλική συλλογή.
Ο Homer Thompson, διευθυντής των ανασκαφών στην Αρχαία Αγορά στην Αθήνα επί 20 χρόνια και καθηγητής αρχαιολογίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών του Princeton, δήλωσε ότι ένα αγγείο όπως ο κρατήρας του Ευφρονίου αναμφίβολα βγήκε από την Ιταλία κάποια στιγμή, σημειώνοντας ότι τα αγγεία που βρίσκονται μερικές φορές σε ελληνικά ιερά είναι σπασμένα. Αυτό ήταν σε άριστη κατάσταση και σημείωσε ότι οι Έλληνες συνήθως εξήγαν τα καλύτερα αγγεία τους στους Ετρούσκους προστάτες τους στην Ιταλία. Ο Bothmer απέκλεισε την περίπτωση το αγγείο να προέρχεται από τις μεγάλες ετρουσκικές τοποθεσίες, λέγοντας ότι «μέρη όπως το Cerveteri και η Tarquinia βρίσκονται υπό αυστηρή παρακολούθηση εδώ και αρκετό καιρό. Σε κάθε περίπτωση, οι νεκροπόλεις αυτές έχουν ανασκαφεί διεξοδικά και οι τάφοι είναι άδειοι».
Ο καθηγητής Thompson δήλωσε ότι θα ήταν διαφωτιστικό για τους μελετητές να μάθουν την προέλευση του αγγείου, διότι «το αρχαιολογικό πλαίσιο του αγγείου έχει χαθεί. Είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζουμε τι άλλα αντικείμενα βρέθηκαν μαζί του».
Ένα αρχαιολογικό θρίλερ και ένας σκοτεινός πρωταγωνιστής
Το 2004, σε συνέντευξή του στον Ανδρέα Αποστολίδη, ο Gage λέει ότι «όταν ένα μουσείο δεν λέει πού βρήκε ένα μεγάλο του απόκτημα, είναι προφανές ότι κάτι έχει να κρύψει». Είχε βρει τα ίχνη του Robert Hecht, του περιβόητου εμπόρου ο οποίος έβγαζε τους ελληνικούς και ρωμαϊκούς θησαυρούς από την Ιταλία για να πάρουν στη συνέχεια τον δρόμο τους για τα μουσεία και τις συλλογές του κόσμου. Όμως προηγουμένως επισκέφθηκε τον Νικολά Κουτουλάκη, αρχαιοπώλη και κυρίαρχο πρόσωπο στο εμπόριο αρχαιοτήτων από την Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Συρία και την Κύπρο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Κουτουλάκης κρατά το στόμα του κλειστό. Στη συνέχεια ο Gage συναντά τον Hecht στη Ρώμη. Ο Hecht υποστηρίζει ότι αγόρασε τον κρατήρα από μια οικογένεια στη Ρώμη, της οποίας δεν μπορεί να αποκαλύψει το όνομα. Τρεις μέρες αργότερα, οι ιταλικές αρχές αρχίζουν την επίσημη έρευνα.
Στις 8 Φεβρουαρίου του 2011, ο έμπορος αρχαιοτήτων Robert Hecht άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι, σε ηλικία 92 ετών. Μαζί του πήρε και τα ένοχα μυστικά για το πιο μεγάλο κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας που στήθηκε ποτέ. Ανάμεσα στα άλλα, ο Hecht είχε εισαγάγει μια μοναδική πατέντα: έσπαγε τα πρωτοκλασάτα αγγεία, πουλούσε το μεγαλύτερο κομμάτι τους σε ένα μουσείο και εν συνεχεία επέστρεφε για να τους πουλήσει τμηματικά σε τιμές-ρεκόρ και τα υπόλοιπα κομμάτια.
Όταν συνελήφθη για τον κρατήρα του Ευφρονίου, αφέθηκε ελεύθερος, καθώς άλλαζε κάθε τόσο την κατάθεσή του. Μετακομίζει στο Παρίσι αλλά το 2001 οι γαλλικές αρχές κάνουν έφοδο στο σπίτι του. Δυστυχώς το προσωπικό του ημερολόγιο δεν αρκεί ως αποδεικτικό στοιχείο για τις παράνομες δραστηριότητές του. Κάθισε στο εδώλιο πολλά χρόνια αργότερα, το 2005, όταν μετά από έφοδο των αστυνομικών στις αποθήκες του αρχαιοπώλη Giacomo Medici στο Φρίπορτ της Γενεύης, εκτός από έναν αδιανόητο θησαυρό, ανακαλύφθηκε και το βιβλίο συναλλαγών του «νοικοκύρη» αρχαιοκάπηλου, ο οποίος κατέγραφε με λεπτομέρειες κάθε συναλλαγή. Σε πολλές βρέθηκε το όνομα του Hecht. Έτσι θα καθήσει στο εδώλιο μαζί με την πρώην επιμελήτρια του Μουσείου Getty, Marion True. Η δίκη κράτησε μέχρι και τρεις εβδομάδες πριν από τον θάνατό του. Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, τα αδικήματά του είχαν παραγραφεί.
Πώς έμαθε ο Thomas P. F. Hoving του ΜΕΤ για την ύπαρξη του κρατήρα; Τον Σεπτέμβριο του 1971 του τηλεφώνησε η Elizabeth Hecht, λέγοντάς του ότι ο Hecht μόλις παρέλαβε ένα εξαιρετικό κομμάτι. Η περιέργεια έτρωγε τον Hoving. Ήταν ήδη καλά ενημερωμένος για το ποιόν του Hecht, τον οποίο εκτιμούσε για την ενημέρωσή του σε ό,τι εμφανιζόταν παγκοσμίως στον χώρο της τέχνης. Φυσικά ήξερε και για άλλες, λιγότερο νόμιμες ή διαφανείς συναλλαγές του. Ο Hecht τού έγραψε ρωτώντας τον αν ενδιαφερόταν να αγοράσει έναν κρατήρα της ποιότητας εκείνου του Λούβρου, σε τιμή ιμπρεσιονιστικού πίνακα πρώτης διαλογής.
Ο επιμελητής του ΜΕΤ D. Bothmer δεν χρειαζόταν να συμβουλευτεί κανέναν κατάλογο για να καταλάβει ότι επρόκειτο για έργο ανάλογο του κρατήρα του Ευφρονίου που υπάρχει στο Λούβρο, στον οποίο ο Ανταίος παλεύει με τον Ηρακλή. Το θεωρούσε ένα από τα δυο καλύτερα ελληνικά αγγεία στον κόσμο. Έμοιαζε απίθανο, αλλά ο Hecht πρέπει να είχε στα χέρια του έναν ακέραιο κρατήρα του Ευφρονίου. Ο Hecht λέει στον Bothmer ότι ο κρατήρας μάλλον προέρχεται από ετρουσκικό τάφο κοντά στη Ρώμη. Οι ετρουσκικοί τάφοι βρίσκονταν συχνά γεμάτοι με ελληνικά αντικείμενα. Ο Hecht είχε στείλει το ίδιο κωδικοποιημένο μήνυμα σε άλλα δυο μουσεία. Γνώριζε καλά ποιος έχει το ρευστό στην αγορά. Το ένα ήταν το μουσείο του Κλίβελαντ, που διέθετε εκείνη την εποχή ένα κληροδότημα 30 εκατομμυρίων δολαρίων, και το άλλο το μουσείο της Δανίας, το οποίο διέθετε εξαιρετικά υψηλούς πόρους χάρη στη χορηγία της μπίρας Κάρλσμπεργκ, διότι ο ιδιοκτήτης της είχε πάθος με την αρχαιολογία. Και τα δυο μουσεία βρίσκουν την τιμή προσφοράς εξωφρενική. Στην κούρσα προηγείται το ΜΕΤ.
Ακολουθεί κρυπτογραφημένη αλληλογραφία. Ο Hecht ζητά όσα και για τον πίνακα του Μονέ «Terrasse a Saint-Adresse», τον οποίο το ΜΕΤ έχει αποκτήσει για 1,4 εκατομμύρια δολάρια. Δυο μήνες αργότερα στέλνει τις πρώτες ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον Bothmer. Ο έφορος είναι βέβαιος ότι πρόκειται περί αριστουργήματος. Δείχνει τις φωτογραφίες στον Hoving, και ο πρόεδρος του μουσείου, Douglas Dillon, αποφασίζει να στείλει αντιπροσωπεία στη Ζυρίχη για να εξετάσουν το αγγείο. Το βλέπουν για πρώτη φορά στο εργαστήριο του Fritz Burki, ενός συντηρητή επίπλων, ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα ο συντηρητής αρχαιοτήτων του Hecht. Πετώντας πάνω από τον Ατλαντικό, έχουν πάρει την απόφασή τους: ο κρατήρας είναι ο κορυφαίος ανάμεσα στους κορυφαίους και πρέπει να τον αποκτήσουν οπωσδήποτε.
Οι διαπραγματεύσεις είναι σκληρές. Ο Hecht, ο οποίος είναι εξπέρ στον χώρο των νομισμάτων, προτείνει να αγοράσει τη συλλογή νομισμάτων που πουλά το ΜΕΤ και να πάρει άλλες 350.000 μετρητά. Ο Hoving αυτομάτως έχει λύσει το οικονομικό του πρόβλημα. Η συλλογή που έχει προς πώληση έχει εκτιμηθεί από 750.000 έως ένα εκατομμύριο δολάρια.
Το πρώτο εμπόδιο έχει ξεπεραστεί. Το επόμενο είναι η συμφωνία που έχει υπογράψει το μουσείο με την UNESCO. Ο Hecht τους διαβεβαιώνει ότι θα έχουν τα χαρτιά του ιδιοκτήτη. Τους λέει και το όνομα: Dikran Sarrafian από τη Βηρυτό. Έμπορος τέχνης. Όλοι ήξεραν ότι η Βηρυτός ήταν ένας από τους τόπους όπου ξεπλενόταν κάθε αρχαιότητα προερχόμενη από την Ελλάδα, την Ιταλία ή την Τουρκία. Ο Hoving πιστεύει ότι ο Sarrafian είναι «εφεύρεση» του Hecht και του ζητά για άλλη μια φορά αποδείξεις για την προέλευση του κρατήρα.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και η τιμή κλείνει τελικά στο ένα εκατομμύριο δολάρια. Το ΜΕΤ τα καταθέτει στο όνομα του Hecht στην Union Bank της Ελβετίας. Στο σημείωμα που στέλνει για την τιμή ο Hecht στον Hoving, πάνω σε μια απόδειξη από ένα φθηνό ελβετικό εστιατόριο, υπάρχει ένα μικρό ορθογραφικό λάθος: ο κρατήρας γράφεται «crater» αντί «krater».
Η άφιξη του αγγείου σημαίνει και την έναρξη των προβλημάτων του μουσείου. Ο Hoving δείχνει στο Δ.Σ. του ΜΕΤ τα γράμματα του Sarrafian, αν και ο ίδιος δεν έχει πειστεί ότι ο Sarrafian δεν είναι δημιούργημα του Hecht. Στα γράμματα υπάρχει το ίδιο ορθογραφικό λάθος. Το συμβούλιο δέχεται τα πάντα χωρίς πολλές ερωτήσεις. Έχουν στα χέρια τους ένα έκθεμα που θα κάνει πάταγο και ταυτόχρονα έχουν «περισσέψει χρήματα» από τη διάλυση της συλλογής νομισμάτων του μουσείου.
Ο Gage, που είχε αναρωτηθεί στους ΝΥΤ «πώς το Μετροπόλιταν προμηθεύτηκε το καλύτερο ελληνικό αγγείο που υπάρχει;», μαθαίνει το όνομα του εμπόρου στη Βηρυτό και συναντά τον Sarrafian, ο οποίος του λέει ότι έχει πουλήσει στον Hecht ένα αγγείο σε κομμάτια, σε ένα κουτί παπουτσιών, το οποίο είχε από τον πατέρα του. Ενώ ο Gage ταξιδεύει στη Ρώμη για την έρευνά του, στη Νέα Υόρκη τα δημοσιεύματα πληθαίνουν. Σε τρεις εβδομάδες υπάρχουν 19 δημοσιεύματα για τον κρατήρα του Ευφρονίου. Ο Hoving αρχίζει να θεωρεί όλη αυτήν τη δημοσιότητα εξωφρενική και επικίνδυνη. Ανάμεσα στα άλλα, ο Bothmer έχει πάρει φόρα και κάνει προκλητικές δηλώσεις σχετικά με την κυριότητα του κρατήρα. Όλα τα μάτια είναι στραμμένα επάνω τους.
Μια ανασκαφή στο Τσερβετέρι και μια έρευνα που κράτησε χρόνια
Ο Gage στην επόμενη αποκάλυψη δίνει την ημερομηνία της ανασκαφής: 1971. Ο τυμβωρύχος μιλά στον Gage για τον Δεκέμβριο του 1971. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το κομμάτι του αγγείου σε μέγεθος παλάμης με την εικόνα ενός άντρα που αιμορραγούσε.
Το FBI και η αστυνομία της Νέας Υόρκης αρχίζουν ανακρίσεις για λογαριασμό της ιταλικής κυβέρνησης. Το ΜΕΤ κάνει μια επίσημη δήλωση ότι θα συνεργαστεί σε κάθε έρευνα. Οι Ιταλοί μπλοφάρουν πιθανώς και ισχυρίζονται ότι έχουν τέσσερα μεγάλα κομμάτια του αγγείου. Ο Hoving ξέρει ότι έχει το αγγείο ολόκληρο. Οι Ιταλοί δεν εμφανίζουν ποτέ τα κομμάτια, παρά την πρόσκληση του ΜΕΤ. Η ιστορία φουσκώνει και ξεφουσκώνει για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Το 1976, ο πρόεδρος του ΜΕΤ διατάσσει έρευνα και στέλνει ανθρώπους στον Sarrafian. Ο Sarrafian δίνει την απόδειξη πληρωμής. 3.411.000 ελβετικά φράγκα. Το πώς έφτασε το αγγείο στην Ελβετία το 1966 θα παραμείνει μυστήριο. Ο Burki δίνει ένορκη κατάθεση ότι είχε το αγγείο από τον Αύγουστο του 1971 για συντήρηση. Με αυτά τα στοιχεία σταματά στην Ιταλία η δίωξη του Hecht.
Τα επόμενα χρόνια ο Gage συνεχίζει να αρθρογραφεί, ο Hoving έχει πάρει μια βαθιά ανάσα, οι Ιταλοί συνεχίζουν τις έρευνες, οι τυμβωρύχοι φάσκουν και αντιφάσκουν. Πιθανολογείται ότι ο Hecht έχει σχέσεις με τη μαφία. Άκρη δεν βγαίνει. Το 1977 σκοτώνονται σε ένα μυστηριώδες αυτοκινητικό δυστύχημα ο Sarrafian με τη γυναίκα του. Ο εισαγγελέας Robert Morgenthau αρχίζει ανακρίσεις με στόχο τον Hoving. Η υπόθεση κλείνει, αφού δεν υπάρχουν στοιχεία, αλλά ο Hoving συνεχίζει να αναρωτιέται τι συνέβη ακριβώς με τον κρατήρα του Ευφρονίου. Θα πάρει την απάντησή του το 1990.
Μια πικρή απάντηση
To 1990 οι Sotheby’s δημοπρατούν τη συλλογή του Nelson Hunt. Ανάμεσα στα κομμάτια που δημοπρατούνται ο Hoving αναγνωρίζει έναν κύλικα που είχε δει στη Ζυρίχη στον Burki και του τον είχε προσφέρει ο Hecht για 70.000 δολάρια. Το κομμάτι πωλείται για 742.000 δολάρια. Όμως η έκπληξη έρχεται από το επόμενο. Πρόκειται για ένα έργο του Ευφρόνιου, έναν κρατήρα, που δείχνει τον θάνατο του Κύκνου σε μάχη με τον Ηρακλή. Αυτός ο ατελής κρατήρας πωλείται για 1.660.000 δολάρια. Αυτή είναι η τρίτη μεγαλύτερη τιμή πώλησης ελληνικού αγγείου μέχρι σήμερα.
Ο Hoving καταλαβαίνει ακριβώς τι έχει συμβεί. Είναι απίθανο να υπάρχουν συνολικά κάτι παραπάνω από 20 έργα του Ευφρονίου και ο Hecht να έχει δύο κρατήρες. Αυτό ξεπερνά κάθε σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Και όμως συνέβη. Το ΜΕΤ έχει άλλα αντί άλλων χαρτιά για το απόκτημά του. Αλλά αυτό το ξέρουν ο Hoving και ο Hecht, ο οποίος του το επιβεβαιώνει κυνικά στην τυχαία συνάντησή τους το 2002 στην έκθεση του Ερμιτάζ στο Λονδίνο. Ο Hoving απλώς πρέπει να σωπάσει.
Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, στην Ιταλία, οι έρευνες ξεκινούν και σταματούν, σκαλώνουν και ξαναρχίζουν.
Οι έρευνες παρέμειναν στο ίδιο σημείο έως ότου οι ιταλικές έρευνες έφτασαν στον λαθρέμπορο αρχαιοτήτων και έμπορο έργων τέχνης Giacomo Medici. Δύο φωτογραφίες ανακαλύφθηκαν στις αποθήκες του Medici στη Γενεύη, προφανώς τραβηγμένες τον Μάιο του 1987. H μία τον δείχνει να στέκεται δίπλα στον κρατήρα του Ευφρονίου που εκτίθεται στο MΕΤ, η δεύτερη δείχνει τον Hecht σε παρόμοια στάση. Στις 16 Φεβρουαρίου 2001, οι καραμπινιέροι έκαναν έφοδο στο διαμέρισμα του Hecht στο Παρίσι. Ανέκτησαν ένα χειρόγραφο, μια αυτοβιογραφική αφήγηση της ζωής του στο εμπόριο αρχαιοτήτων, στο οποίο παραδέχεται το γεγονός ότι είχε αγοράσει τον κρατήρα από τον Medici και ότι είχε ανασκαφεί παράνομα το 1971.
Τελικά, τον Ιούνιο του 2001, η Marion True, πρώην έφορος του μουσείου J. Paul Getty που καταδικάστηκε από τα ιταλικά δικαστήρια και είχε στενές σχέσεις με το σύνολο των εμπόρων αρχαιοτήτων, ενημέρωσε τους Ιταλούς ερευνητές σε ένορκη κατάθεση ότι ο Bothmer της είχε επισημάνει σε μια αεροφωτογραφία τη θέση του λεηλατημένου τάφου από τον οποίο φέρεται να είχε αποσπαστεί ο κρατήρας. Στη συνέχεια, ο Bothmer αρνήθηκε αυτόν τον ισχυρισμό.
Στις 3 Φεβρουαρίου 2006, το ΜΕΤ κατέληξε σε συμφωνία με την Ιταλία για την επιστροφή είκοσι αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένου του κρατήρα του Ευφρονίου. Αν και τα αποδεικτικά στοιχεία για παράνομες ανασκαφές και εμπόριο εξακολουθούσαν να είναι σε μεγάλο βαθμό περιστασιακά, ο τότε διευθυντής του ΜΕΤ, Philipe de Montebello, θεώρησε ξεκάθαρα ότι ήταν πειστικό το επιχείρημα όταν ανέφερε πως ήταν «πολύ πιθανό» να είχε κλαπεί ο κρατήρας από έναν ετρουσκικό τάφο.
Ο κρατήρας επέστρεψε στην Ιταλία στις 18 Ιανουαρίου 2008, κατόπιν δικαστικής απόφασης και εκτέθηκε με τα άλλα αντικείμενα που επιστράφηκαν στην έκθεση «Nostoi: Capolavori Ritrovati», προτού εκτεθεί μόνιμα στη Villa Giulia στη Ρώμη. Η επισκεψιμότητα ήταν χαμηλή και προκάλεσε δημοσίευμα των «New York Τimes», οι οποίοι εκτιμούσαν ότι η αδιαφορία των Ιταλών οφείλεται στην εκτεταμένη δημοσιότητα που πήρε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο η υπόθεση, καθώς οι Ιταλοί έκαναν ολόκληρη εκστρατεία επί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια για να πάρουν πίσω τα «λεηλατημένα έργα της αρχαιότητας».
Η ιστορία του Σαρπηδόνα
«Με κατέπληξε η κλίμακα και η κομψότητα που έχουν οι δυο φτερωτές φιγούρες του Ύπνου και του Θανάτου καθώς γέρνουν πάνω από τον Σαρπηδόνα. Πλάι τους στέκονται δυο ακίνητοι πολεμιστές. Το γυμνό σώμα του Σαρπηδόνα που σηκώνουν αυτοί οι δυο άγγελοι είναι τεράστιο. Σκούρο κόκκινο αίμα τινάζεται από διάφορες πληγές του. Είχε δύσκολο θάνατο. Τα μάτια είναι κλειστά, τα δόντια –που μπορούσα να τα μετρήσω παρά το μικροσκοπικό μέγεθός τους− είναι σφιγμένα μέσα στην επιθανάτια αγωνία του. Καμία φιγούρα του Χριστού επάνω στον σταυρό δεν συναγωνιζόταν αυτή την εικόνα» γράφει ο Dietrich von Bothmer.
Ο κρατήρας αναπαριστά τη σκηνή του θανάτου του Σαρπηδόνα, όπως την περιγράφει ο Όμηρος στην «Ιλιάδα». Ο Σαρπηδόνας ήταν ο γενναίος αρχηγός των Λυκίων, σύμμαχος των Τρώων, που χτυπήθηκε θανάσιμα από τον Πάτροκλο. Κατά την περιγραφή που δίνει η «Ιλιάδα», βλέποντας ο Σαρπηδόνας τον Πάτροκλο να σκοτώνει πολλούς γενναίους Τρώες, πρόσταξε τους δικούς του πολεμιστές να σταθούν. Αποφάσισε να μονομαχήσει μαζί του, οπότε πήδηξε από το άρμα του. Τον είδε και ο Πάτροκλος και κατέβηκε και αυτός από το δικό του.
Ο Δίας, που τους έβλεπε από ψηλά, καρδιοχτύπησε για τον γιο του, τον Σαρπηδόνα, και σκεφτόταν πώς να τον γλιτώσει. Η σύζυγός του, η Ήρα, τον άκουσε να κλαίγεται, αλλά δεν τον παρότρυνε να σώσει τον γιο του. Αντιθέτως, του θύμισε ότι πολλών θεών οι γιοι πολεμούσαν στην Τροία και ορισμένοι από αυτούς είχαν ήδη σκοτωθεί. Αν ο Δίας γλίτωνε τον Σαρπηδόνα, τότε και άλλοι θεοί θα ήθελαν να σώσουν τους δικούς τους γιους. Για τον λόγο αυτό, έπρεπε να αφήσει τον Πάτροκλο να τον σκοτώσει, αν αυτή ήταν η μοίρα του. Ο Δίας με βαριά καρδιά συμφώνησε, και έβρεξε ματωμένες σταγόνες βροχής στον κάμπο της Τροίας για να τιμήσει τον θάνατο του γιου του.
Πρώτος έριξε το ακόντιό του ο Πάτροκλος και κάρφωσε τον υπασπιστή του Σαρπηδόνα. Μετά έριξε ο Σαρπηδόνας και πέτυχε ένα από τα άλογα που ήταν ζεμένα στο άρμα του Αχιλλέα (το οποίο είχε πάρει ο Πάτροκλος). Τότε όρμησαν κι οι δυο ο ένας πάνω στον άλλο. Ο Σαρπηδόνας αστόχησε και πάλι, ο Πάτροκλος όμως τον χτύπησε στο στήθος. Ο Σαρπηδόνας, πριν ξεψυχήσει, είπε στον εξάδελφο και φίλο του, Γλαύκο, να πάρει τη θέση του στη μάχη και να αποτρέψει τους Έλληνες από το να τον «σκυλεύσουν», δηλαδή να του πάρουν την αρματωσιά.
Ο Γλαύκος, επειδή ήταν κι αυτός πληγωμένος, παρακάλεσε τους θεούς να τον θεραπεύσουν. Ο Απόλλων τον άκουσε και τον έκανε καλά. Τότε ο Γλαύκος συγκέντρωσε τους ήρωες της Τροίας και τους ζήτησε να δώσουν μάχη για το πτώμα του Σαρπηδόνα, όπως και έγινε. Ο Πάτροκλος κάλεσε κι εκείνος σε βοήθεια Έλληνες ήρωες: πρώτοι ήρθαν οι δύο Αίαντες. Και άρχισε η μάχη γύρω από το κουφάρι του νεκρού ήρωα. Ο Δίας το τύλιξε στο σκοτάδι.
Η έκβαση ήταν υπέρ των Ελλήνων, καθώς ο Έκτορας δείλιασε προς στιγμήν και υποχώρησε. Τότε οι Έλληνες έβγαλαν την πανοπλία του Σαρπηδόνα και ο Πάτροκλος διέταξε να τη μεταφέρουν στο πλοίο. Μετά ο Δίας φώναξε τον Απόλλωνα και του είπε να πάρει το σώμα του Σαρπηδόνα, να το πλύνει από τη σκόνη και το αίμα, να το αλείψει με μυρωμένο λάδι και να το ντύσει με πολύτιμα υφάσματα, όπως και έγινε. Στη συνέχεια, οι δύο αδελφοί, ο Ύπνος και ο Θάνατος, μετέφεραν το πτώμα στη Λυκία, όπου το έθαψαν με μεγάλες τιμές τα αδέλφια του και οι φίλοι του. Ο Πάτροκλος συνέχισε να κυνηγά τους Τρώες προς τα τείχη, πράγμα που έμελλε να του στοιχίσει τη ζωή αργότερα την ίδια εκείνη ημέρα.
Κ. Π. Καβάφη
Η κηδεία του Σαρπηδόνος
(από τα αποκηρυγμένα ποιήματα)
Βαρυάν οδύνη έχει ο Ζεύς. Τον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν
ο Μενοιτιάδης κ’ οι Αχαιοί το σώμα
ν’ αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.
Αλλά ο Ζεύς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί −που το άφησε
και χάθηκεν· ο Νόμος ήταν έτσι−
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Και στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.
Του ήρωος τον νεκρό μ’ ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Τον πλένει από τες σκόνες κι απ’ τα αίματα·
κλείει την πληγή του, μη αφήνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ’ αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά
Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.
Το δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.
Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης −
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξι−
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ’ άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.
Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.
Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυό αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδωσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.
Κι ως το ‘λαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές και θρήνους,
και μ’ άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ’ όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ’ έπειτα έμπειροι, της πολιτείας εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ’ έκαμαν το μνήμα και την στήλη.
Πηγές
— James Mellow, A new (6th Century B.C.) Greek vase for New York, «New York Times Magazine», 1972
— Nicholas Gage, How the Metropolitan acquired “the finest Greek vase there is”, New York Times, 1973
— Nicholas Gage, Farmhand tells of finding Met’s vase in Italian tomb, New York Times, 1973
— Christian C. Sahner, Through Death, Glory, Wall Street Journal
— Thomas Hoving, Super Art Gems of New York City, Artnet, 2012
— Lawrence Van Gelder, Odyssey of the vase: Contradictions and conflicts, New York Times, 1973
— Peter Watson and Cecilia Todeschini, The Medici Conspiracy
— Jason Felch and Ralph Frammolino, Italy says it’s proven vase at Met was looted, Los Angeles Times, 2005
— Ανδρέας Αποστολίδης, Αρχαιοκαπηλία και εμπόριο αρχαιοτήτων.
— Μουσεία, έμποροι τέχνης, οίκοι δημοπρασιών, ιδιωτικές συλλογές, εκδόσεις Άγρα.
— Randy Kennedy and Hugh Eakin, Met agrees tentatively to return vase in ’08, New York Times, 2006