Η Ρώμη μαζί με την Αθήνα είναι δύο από τις πόλεις που κατοικούνται αδιάλειπτα από την αρχαιότητα ως σήμερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα ερείπια της μίας εποχής να αποτελούν τον θεμέλιο λίθο εκείνης που τη διαδέχεται και οι αρχαιολογικοί θησαυροί πάσης φύσεως να συσσωρεύονται στα έγκατα της γης, αναμένοντας τη σκαπάνη που θα τους ανακαλύψει.
Όπως συνέβη στην Αθήνα κατά την διάρκεια των εργασιών διάνοιξης σηράγγων για το μετρό, έτσι και στη Ρώμη τα συνεργεία που εργάστηκαν για την επέκταση του υπάρχοντος δικτύου υπόγειου σιδηρόδρομου αποτέλεσαν μια μοναδική ευκαιρία να μελετηθεί -κυριολεκτικά- σε βάθος η ιστορία της -κυριολεκτικά- αιώνιας πόλης.
Ενώ συνήθως στις κατοικημένες πόλεις οι αρχαιολόγοι που επιβλέπουν εργασίες εκσκαφής επιθεωρούν ευρήματα που φτάνουν το πολύ μέχρι τα 9-10 μέτρα βάθος, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις κατασκευής υπόγειων χώρων στάθμευσης, στην περίπτωση της κατασκευής της τρίτης γραμμή μετρό στην Ρώμη οι εργασίες ανέσκαψαν μέχρι και 30 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης.
Εκτός από τα ίχνη των ανθρώπων η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στην επιφάνεια και πλείστα στοιχεία που αφορούν τη χλωρίδα και την πανίδα της Ρώμης ανά τους αιώνες και αυτή η πτυχή αναδείχθηκε και στις τοιχογραφίες του San Giovanni που αποτελούν αναφορά στους εξαφανισμένους κατοίκους της περιοχής.
Η Rossela Rea, αρχαιολόγος που ενεπλάκη ήδη από τον σχεδιασμό της νέα γραμμής του μετρό που συνδέει το κέντρο της Ρώμης με τα νέα προάστια, δήλωσε πρόσφατα στους New York Times: «Ο υπόγειος σιδηρόδρομος μας παρείχε έναν τεράστιο πλούτο γνώσης για την πόλη που δεν θα μπορούσε να προκύψει από καμία άλλη εργασία. Δεν έχουμε προχωρήσει σε τόσο εκτενείς και εις βάθος ανασκαφές εδώ και χρόνια».
Τα τεχνουργήματα, οι μαρμάρινοι κίονες και τα κιονόκρανα, τα μωσαϊκά, ακόμα και τα υπολείμματα γευμάτων που συντηρήθηκαν μέσα στα ερείπια, καταγράφηκαν, εξάχθηκαν και φυλάσσονται ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος χώρος ώστε να εκτεθούν.
Κάποια μεγαλύτερη ευρήματα μνημειακού χαρακτήρα πρόκειται να ανασυντεθούν και να πλαισιωθούν με τρόπο ώστε να μπορούν οι χρήστες του μετρό να τα θαυμάζουν επιτόπου, όπως ακριβώς έχει γίνει και στο μετρό της Αθήνας όπου σε έξι κεντρικούς σταθμούς εκτίθενται αρχαία αντικείμενα πίσω από καλαίσθητες προθήκες.
Κατά την ανασκαφή εντοπίστηκαν και δομές αρχαίων κτιρίων, όπως ένα τεράστιο αμφιθέατρο της εποχής του Αδριανού (2ος αι. μ.Χ) που βρίσκεται κάτω από την πολυσύχναστη και λίαν τουριστική Piazza Venezia. Οι αρχαιολόγοι εικάζουν ότι πρόκειται για το πρώτο πανεπιστήμιο της Ρώμης όπου διεξάγονταν διαλέξεις και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Ένα άλλο μεγάλο και εξίσου σπουδαίο εύρημα είναι ένας στρατώνας που επίσης χρονολογείται γύρω στον 2ο μ.Χ αιώνα και βρίσκεται κάτω από τον σταθμό Amba Aradam που προβλέπεται να εγκαινιασθεί το μακρινό 2022.
Η ανασκαφή αποκάλυψε έναν μακρύ διάδρομο που οδηγεί σε 39 αίθουσες. Κάποιες είναι διακοσμημένες με απλά πατώματα με ασπρόμαυρο μωσαϊκό ενώ οι τοίχοι κοσμούνται από απλές νωπογραφίες και οι αρχαιολόγοι θεωρούν ότι μάλλον επρόκειτο για τους κοιτώνες των στρατιωτών. Το κτίριο αυτό ήταν προφανώς μέρος μόνο των στρατώνων, των οποίων το συνολικό μέγεθος είναι προς το παρόν άγνωστο.
Στον σταθμό San Giovanni βρέθηκαν τμήματα μαρμάρινων κιόνων και άλλα διακοσμητικά στοιχεία αλλά και πιο ευτελούς προέλευσης αντικείμενα όπως απολιθωμένα κουκούτσια ροδάκινων ή πιάτα και άλλα σκεύη του 16ου αιώνα από ένα νοσοκομείο που στεγαζόταν στην περιοχή.
Όταν για μία ημέρα κατέστη επισκέψιμος οι κάτοικοι της πόλης πλημμύρισαν το αυτοσχέδιο υπόγειο μουσείο για να θαυμάσουν από κοντά τα νέα ευρήματα, γεμάτοι περιέργεια και συναισθανόμενοι τη σημασία τους στην περαιτέρω αποτύπωση του πλούτου της ιστορίας της πόλης.
Εκτός από τα ίχνη των ανθρώπων η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στην επιφάνεια και πλείστα στοιχεία που αφορούν τη χλωρίδα και την πανίδα της Ρώμης ανά τους αιώνες. Αυτή η πτυχή αναδείχθηκε και στις τοιχογραφίες του San Giovanni που αποτελούν αναφορά στους εξαφανισμένους κατοίκους της περιοχής, όπως το είδος Elephas antiquus, ένα είδος παχυδέρμου του Πλειστόκαινου, απολιθώματα του οποίου είχαν ανακαλυφθεί κατά την κατασκευή της Via dei Fori Imperiali από τον Μουσολίνι τη δεκαετία του 1930.
Όσο τα έργα συνεχίζονται, νέα ευρήματα εμπλουτίζουν τον ήδη μακροσκελέστατο κατάλογο που έχει προκαλέσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ίχνη ενός από τα αρχαιότερα ρωμαϊκά υδραγωγεία έχουν ανασκαφεί και εικάζεται ότι πρόκειται είτε για το υδραγωγείο Aqua Appia που οικοδομήθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. από τον ίδιο κήνσωρα που έφτιαξε την Αππία Οδό ή το μεταγενέστερο κατά 40 έτη Anio Vetus, του οποίου η κατασκευή χρηματοδοτήθηκε από τους θησαυρούς που λεηλατήθηκαν από τον Βασιλιά Πύρρο της Ηπείρου.
Επίσης κατά την κατασκευή φρεατίου για να προστατευθούν τα Τείχη του Αυρηλίου μεταξύ των σταθμών San Giovanni και Amba Aradam, η ομάδα των αρχαιολόγων βρήκε ένα διακοσμημένο οίκο (domus) που είχε καταστραφεί από μια πυρκαγιά και τον οποίο ο τύπος αναφέρει ως «μίνι Πομπηία» λόγω του πλούτου και της ποιότητας των ευρημάτων, ενώ πρόσφατα ανακαλύφθηκαν και κάποια κεραμικά πλακίδια με σφραγίδα που τοποθετεί την κατασκευή τους το 123 μ.Χ.
Είναι προφανές λοιπόν πως όσο συνεχίζονται τα έργα τα μηχανήματα θα συνεχίσουν να προσφέρουν αθρόα θραύσματα ενός πολιτισμού που από την αρχαιότητα, όταν κατέκτησε το σύνολο σχεδόν του τότε γνωστού κόσμου, δεν έπαψε να βρίσκεται στην πρωτοπορία των σπουδαίων έργων στην αρχιτεκτονική, τη μηχανική και την τέχνη.
Στην πραγματικότητα οι εργασίες αυτές επέτρεψαν την ανασύνθεση ενός χρονολογίου των χρήσεων γης και των ασχολιών των ανθρώπων που κατοίκησαν την περιοχή της Ρώμης από την προϊστορική πόλη στην αρχαία Δημοκρατία, την Αυτοκρατορία, τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση ως τις μέρες μας.
Οι προθήκες που κοσμούν τους σταθμούς του μετρό που έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία και εξυπηρετούν τόσο τους κατοίκους της Ρώμης όσο και τους πολυάριθμους επισκέπτες της πόλης, λειτουργούν σαν μία διαρκή υπενθύμιση της συνέχειας και της σπουδαιότητας της ως κιβωτού της απαρχής του Δυτικού πολιτισμού.
Με στοιχεία από τους New York Times
σχόλια