Καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Brown των ΗΠΑ, εστιάζει ερευνητικά τόσο στην αιγιακή προϊστορία όσο και στη λεγόμενη αρχαιολογία του σώματος και των αισθήσεων, καθώς επίσης στον πολιτικοκοινωνικό ρόλο της αρχαιολογίας και της αρχαιότητας εν γένει. Στο βιβλίο του «Το Έθνος και τα Ερείπιά του» -εξ αφορμής του οποίου έγινε και η κουβέντα που ακολουθεί- (εκδόσεις Εικοστού Πρώτου) διαπραγματεύεται ακριβώς το πώς τέτοια ζητήματα περιπλέκονται με το ελληνικό εθνικό φαντασιακό, από τον Όθωνα και τον Μεταξά μέχρι τον εμφύλιο, τη χούντα και τη μεταπολίτευση, διαβάζεται δε απνευστί!
— Πόσο καίριος είναι ο ρόλος της αρχαιολογίας στη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους και κράτους; Διαφέρει άραγε η περίπτωση της Ελλάδας από αντίστοιχες άλλων χωρών;
Ο ρόλος των αρχαιοτήτων και της αρχαιολογίας ήταν σίγουρα καθοριστικός στη δόμηση του ελληνικού εθνικού φαντασιακού και τη δημιουργία του έθνους-κράτους. Εξάλλου, ο καταγωγικός μύθος του έθνους στηρίχτηκε στα ιδεολογήματα περί απρόσκοπτης συνέχειας με την κλασική αρχαιότητα, μια εξειδικευμένη και άκρως αποστειρωμένη εκδοχή της οποίας αποτέλεσε επίσης τον καταγωγικό μύθο της δυτικής νεωτερικότητας, το «χρυσό αιώνα» του δυτικού πολιτισμού. Εδώ βρίσκεται και μια καίρια διαφορά με άλλα έθνη-κράτη. Ενώ όλα τα έθνη κατασκευάζουν τους εθνικούς καταγωγικούς τους μύθους επιζητώντας επίσης τη στήριξη της αρχαιότητας, στην ελληνική περίπτωση ο «χρυσός αιώνας» του έθνους συνιστά παράλληλα και το «χρυσό αιώνα» του δυτικού πολιτισμού, τουλάχιστον μετά την επιλεκτική του δόμηση από τις αστικές τάξεις και τους διανοούμενούς του. Έτσι το ελληνικό εθνικό φαντασιακό εισήγαγε τα ιδεολογήματα του δυτικού κλασικισμού, που όμως στην πορεία τα τροποποίησε, τα μπόλιασε με στοιχεία από το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία και δημιούργησε έναν «εγχώριο ελληνισμό». Κατά μια έννοια, το φαινόμενο συνιστά μια αποικιοποίηση του ελλαδικού χώρου από τη δυτική νεωτερικότητα και τις κυρίαρχες ιδέες της, παράγοντας μια συνθήκη που ορισμένοι μελετητές ονομάζουν «κρυπτοαποικιακή».
— Είναι, πιστεύετε, τα μνημεία, η γλώσσα, η θρησκεία ή οι κοινές παραδόσεις ο κατ' εξοχήν συνεκτικός ιστός του νέου ελληνισμού; Πόσο πραγματική ή προκατασκευασμένη είναι αυτή η έννοια;
Φυσικά η γλώσσα και η θρησκεία αποτελούν σημαντικά συνεκτικά στοιχεία, όμως οι αρχαιότητες και τα μνημεία μέσα από την απτή και ορατή τους υλικότητα, δίνουν 'σάρκα και οστά' στην εθνική αφήγηση, παρέχουν μιαν ενσώματη εμπειρία της εθνικής ιστορίας, σφυρηλατούν δεσμούς με το έδαφος, το χώμα, τη γη που διαφυλάττει τα οστά των προγόνων. Γι' αυτό σε πολλά έθνη κράτη μια από τις πρώτες υπηρεσίες που ιδρύεται είναι η αρχαιολογική. Οι έννοιες του εθνικού φαντασιακού φυσικά και είναι κατασκευασμένες, όμως αυτό δεν τις κάνει λιγότερο πραγματικές. Κατασκευή δεν σημαίνει εφεύρεση. Σημαίνει παραγωγή μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Το εθνικό φαντασιακό θέλει να παρουσιάζεται ως πεπρωμένο, ενώ αποτελεί ένα ιστορικό φαινόμενο της νεωτερικότητας. Αυτή η κατασκευή, όπως και όλες οι κατασκευές, είναι μια επιλεκτική διαδικασία, μια παραγωγή εθνικής μνήμης, ανακαλεί συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και φαινόμενα ενώ παραδίδει στη λήθη άλλα. Αποδόμηση του εθνικού φαντασιακού λοιπόν σημαίνει συστηματική ιστορική διερεύνηση αυτής της διαδικασίας παραγωγής, αυτής της μνημονικής τελετουργίας.
Είναι οι ίδιες οι επιστημονικές έννοιες, ορολογίες και μέθοδοι που ασκούν πολιτικό έργο. Το ερώτημα είναι, τι είδους είναι αυτό το πολιτικό έργο και ποιους εξυπηρετεί...
— Είναι η αρχαιολογία τελικά μια επιστήμη ουδέτερη ή ασκεί πολιτική, πριμοδοτώντας παράλληλα συγκεκριμένες ιστορικές κοσμοθεωρίες και διηγήσεις;
Καμιά επιστήμη δεν είναι ουδέτερη, ούτε η αρχαιολογική. Όλες επιτελούν έτσι ή αλλιώς πολιτική λειτουργία. Όχι, δεν απαιτείται άνωθεν παρέμβαση για να γίνει κάτι τέτοιο. Είναι οι ίδιες οι επιστημονικές έννοιες, ορολογίες και μέθοδοι που ασκούν πολιτικό έργο. Το ερώτημα είναι, τι είδους είναι αυτό το πολιτικό έργο και ποιους εξυπηρετεί.
— Θα ήταν, εκτιμάτε, πιο ρεαλιστική μια «εναλλακτική» αναστήλωση της Ακρόπολης (και άλλων αρχαιολογικών χώρων αντίστοιχα) που θα περιλάμβανε τις βυζαντινές, λατινικές, οθωμανικές και νεότερες αρχιτεκτονικές προσθήκες;
Η Ακρόπολη συνιστά το πλέον ιεροποιημένο τοπίο του ελληνικού εθνικού φαντασιακού και ως εκ τούτου βρέθηκε στο κέντρο μιας συστηματικής διαδικασίας τελετουργικού αποκαθαρμού, που άρχισε με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η εθνική αφήγηση και οι πρακτικές της κάνουν στην Ακρόπολη, αλλά και στο νέο μουσείο της ό,τι και στην κοινωνία συνολικότερα, εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες: ξορκίζουν την ετερότητα, εθνοτική, θρησκευτική ή πολιτισμική. Όμως ο χώρος συνιστά ένα κατεξοχήν διαχρονικό και πολυπολιτισμικό τοπίο κι η ανάδειξη αυτών των στοιχείων θα του προσέθετε αξία, καθιστώντας την επίσκεψη μια πολύ ενδιαφέρουσα αναστοχαστική εμπειρία (βλέπε και theotheracropolis.com).
— Αναφέρεστε αρκετά στον Μανόλη Ανδρόνικο, τις ανασκαφές της Βεργίνας και τον ιδεολογικό τους ρόλο στο νεοελληνικό εθνικό φαντασιακό. Τον αποκαλείτε, μάλιστα, «αρχαιολόγο-σαμάνο»! Γιατί;
Ο σαμανισμός είναι ένα άκρως ενδιαφέρον εθνογραφικό φαινόμενο που έχει μελετηθεί κατά κόρον από την ανθρωπολογία. Τι θα συμβεί όμως αν κάποια από τα εννοιολογικά μας εργαλεία, που συνήθως χρησιμοποιούμε για να αναλύσουμε άλλες κοινωνίες, τα στρέψουμε σε μας τους ίδιους; Ο σαμάνος κατέχει εξέχουσα θέση στην κοινότητά του. Η εξουσία του πηγάζει από την ικανότητα του να ταξιδεύει σ' άλλους κόσμους, να επικοινωνεί με δυνάμεις υπερκόσμιες, να αποκτά έτσι σπάνιες και συχνά απόκρυφες γνώσεις κι εμπειρίες, και κατόπιν να επιστρέφει και να μοιράζεται ένα μέρος τους με άλλους ανθρώπους. Αυτό δεν έκανε κι ο Ανδρόνικος; Το δικό του ταξίδι ήταν στον κόσμο των νεκρών, ήταν η προσεκτικά χορογραφημένη κάθοδός του στον λεγόμενο τάφο του Φιλίππου, από τον οποίο επέστρεψε για να αποκαλύψει σε ολόκληρη τη φαντασιακή κοινότητα του έθνους, τα μυστήρια του κάτω κόσμου, τις αλήθειες των προγόνων. Έκανε επιπλέον μια ονειρική αρχαιολογία, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η έννοια του ονείρου που επίσης συναντούμε συχνά στο σαμανισμό, κατείχε σημαντική θέση στη σκέψη του, όμως το ονειρικό στοιχείο είναι επίσης καθοριστικό για τη δόμηση και αναπαραγωγή του εθνικού φαντασιακού. Αναμφίβολα βέβαια επρόκειτο για μια ιδιαίτερα χαρισματική προσωπικότητα, που εξέφραζε με τη ζωή και το έργο του τη διαχρονικότητα και τη συνθετική ικανότητα του ελληνικού εθνικού φαντασιακού.
— Κάποιες αξιοσημείωτες αντιδράσεις στην πρώτη, αγγλική έκδοση του βιβλίου σας;
Οι περισσότερες βιβλιοκρίσεις που δημοσιεύτηκαν σε διεθνή κι ελληνικά επιστημονικά περιοδικά αλλά κι εφημερίδες, ήταν πολύ θετικές, διατυπώνοντας παράλληλα μερικές εύστοχες παρατηρήσεις στα πλαίσια ενός δημιουργικού διαλόγου. Το βιβλίο διδάσκεται ήδη σε αρκετά μαθήματα πανεπιστημίων ανά τον κόσμο, μαθήματα που αφορούν την πολιτισμική κληρονομιά, την πολιτική της αρχαιολογίας και τα ζητήματα ταυτότητας. Δεν ισχυρίζομαι φυσικά πως δεν έχει αδυναμίες και ασάφειες –πολλά ακόμα έχουν να γίνουν. Το ενδιαφέρον όμως είναι πως βρήκε ανταπόκριση και σε άλλους χώρους όπως η ανθρωπολογία, η ιστορία, η λογοτεχνία, οι νεοελληνικές σπουδές. Τέλος, με εξέπληξε θετικά το γεγονός πως διαβάζεται με το ίδιο ενδιαφέρον κι από ανθρώπους δίχως εξειδικευμένες γνώσεις, ενώ στις διάφορες παρουσιάσεις και τις συζητήσεις συναντήσαμε ένα πολυπληθές ακροατήριο που παρακολουθούσε με τρομερό ενδιαφέρον κι επιζητούσε ενεργό συμμετοχή. Εκτιμώ πως μια τέτοια ανάγκη για μια αναστοχαστική θεώρηση των ζητημάτων που άπτονται του εθνικού φαντασιακού και της ταυτότητας δεν είναι άσχετη με την ευρύτερη κρίση, που οδηγεί και στην αναζήτηση ενός εναλλακτικού παραδείγματος. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, ενώ το βιβλίο έτυχε ιδιαίτερα θετικής ανταπόκρισης από μια νέα γενιά συναδέλφων, αγνοήθηκε επιδεικτικά από την πλειονότητα του ελληνικού αρχαιολογικού και ευρύτερα ακαδημαϊκού κατεστημένου.
— Πώς θα ορίζατε την αρχαιολογία του σώματος και των αισθήσεων που βλέπω ότι περιλαμβάνουν τα ερευνητικά σας ενδιαφέροντα;
Πρόκειται για μια νέα αντίληψη της αρχαιολογίας, αλλά και γενικότερα της πρόσληψης της υλικότητας που δίνει έμφαση στην ενσώματη, πολυαισθητηριακή εμπειρία, στην παραγωγή κοινωνικής μνήμης, συναισθημάτων και υλικής ιστορίας μέσα από τη συναισθητική και κιναισθητική διαδραστική επικοινωνία με τα πράγματα, το περιβάλλον, τον κόσμο. Αφορά τόσο στο πώς ο αρχαιολόγος ή ο οποιοσδήποτε ερευνητής προσεγγίζει το αντικείμενό του, στο πώς παράγει γνώση μέσα από την δική του ενσώματη εμπειρία με τα πράγματα και το υλικό του, όσο και στο πώς οι άνθρωποι στο παρελθόν δημιουργούσαν τη δική τους κοινωνική μνήμη και ιστορία με βάση τις αισθήσεις, και όχι μόνο τις πέντε βασικές που αναγνωρίζουμε εμείς στη δυτική νεωτερικότητα. Η αρχαιολογία των αισθήσεων βοηθά, επιπλέον, να κατανοήσουμε εκείνες τις αισθήσεις που δεν αναγνωρίζονται από το καθιερωμένο στη δυτική σκέψη sensorium. Τα ζητήματα αυτά επεξεργάζομαι εκτενέστερα στο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε στα αγγλικά από τον πανεπιστημιακό εκδοτικό οίκο του Cambridge με τον τίτλο, Archaeology and the Senses: Human Experience, Memory, and Affect. Η ελληνική μετάφραση θα κυκλοφορήσει το 2015 από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
Info:
Το βιβλίο του Γιάννη Χαμηλάκη "Το Έθνος και τα Ερείπιά του-αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 2014
σχόλια