Αν υπάρχει παράδεισος, τότε είναι στη Σαμοθράκη. Φαντάζει υπερατλαντικό ταξίδι στην αρχή, ειδικά όταν έχεις λίγες μέρες άδεια και καμία διάθεση να αλλάξεις τόσα μέσα μεταφοράς για μια απλή θέση στον ήλιο. Αυτά, όμως, μέχρι να φτάσεις σε αυτό το πανέμορφο νησί απέναντι από την Αλεξανδρούπολη, με το καταπράσινο βουνό Σάος να υψώνεται μεγαλεπήβολο μπροστά σου, περιτριγυρισμένο από ομίχλη, μια αίσθηση μυστηρίου και την εντύπωση πως μάλλον πρωταγωνιστείς σε κάποιο νεο-νουάρ αμερικάνικο θρίλερ.
Ένα τέτοιο δέος ένιωσα με το που πάτησα το πόδι μου στο λιμάνι της Καμαριώτισσας, συνοδευόμενο βέβαια και από πείνα, γιατί, μετά από τόσο ταξίδι, τι να σου κάνει ένα κακοψημένο δίπιτο κεμπάπ από το κατά τα άλλα φημισμένο κεμπαπτζίδικο της Αλεξανδρούπολης! Αφού πήραμε κάτι από το μίνι-μάρκετ του λιμανιού, κατευθυνθήκαμε, φυσικά με οτοστόπ, προς το κάμπινγκ του νησιού.
Ολίγον τι ιδρωμένοι –κουβαλάγαμε όλο μας το βιος στα backpacks– φτάσαμε (δεν ήταν κανείς στην είσοδο), βρήκαμε (με φακό) ένα μέρος, στήσαμε (βασικά ο φίλος μου, εγώ φέγγιζα) τη σκηνή, πήγαμε μια μικρή βόλτα (ήμασταν κάπως κουρασμένοι), ήπιαμε μια μπίρα (καλά, δύο), γυρίσαμε, κοιμηθήκαμε.
Στη Σαμοθράκη δεν βαριέσαι ποτέ. Το νησί είναι τεράστιο, οι βάθρες πολλές, οι καταρράκτες αμέτρητοι. Κάθε μέρα εξερευνούσαμε και κάτι καινούργιο που μας άφηνε άναυδους. Σκαρφαλώναμε γκρεμούς, πιανόμασταν από τα κρεμασμένα σχοινιά και πηδάγαμε στις λίμνες, κοιμόμασταν στους βράχους, χανόμασταν στα μονοπάτια, όλη μέρα.
Ο φίλος μου είχε ξαναπάει και ήξερε πάνω-κάτω πώς είναι το νησί. Εγώ δεν είχα ιδέα, κάτι για βάθρες είχα ακούσει, για ζούγκλα, καταρράκτες, κατσικάκια και γυμνά κορμιά να ηλιοθεραπεύονται ολημερίς. Άρχισα να ονειρεύομαι τι θα αντικρίσω, μέχρι που με πήρε ο ύπνος.
Την επόμενη μέρα ήπιαμε έναν καφέ στην καντίνα, ζωστήκαμε με καπέλα, σακίδια και νερά και ξεκινήσαμε για τις βάθρες. Νόμιζα πως ακόμα ονειρευόμουν. Τεράστιες, λείες πέτρες, τοποθετημένες με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια, που διέτρεχαν υπέροχοι καταρράκτες, σχηματίζοντας δροσιστικές ποταμίσιες πισίνες.
Ξαπλωμένοι γονείς λιάζονταν, κοπέλες διάβαζαν βιβλία, παιδιά έκαναν βουτιές από ψηλά, νέοι κολυμπούσαν χαλαροί, μεγάλοι έπαιζαν μουσική και μαγείρευαν. Μια τεράστια παιδική χαρά από φυσικές τσουλήθρες και πισίνες. Ο εκκωφαντικός ήχος από τους καταρράκτες, τα γιγάντια πλατάνια, το κρύο καθαρό νερό, πλαισίωναν το πιο μαγευτικό σκηνικό. Ήμασταν στη Γη της Επαγγελίας.
Στη Σαμοθράκη δεν βαριέσαι ποτέ. Το νησί είναι τεράστιο, οι βάθρες πολλές, οι καταρράκτες αμέτρητοι. Κάθε μέρα εξερευνούσαμε και κάτι καινούργιο που μας άφηνε άναυδους. Σκαρφαλώναμε γκρεμούς, πιανόμασταν από τα κρεμασμένα σχοινιά και πηδάγαμε στις λίμνες, κοιμόμασταν στους βράχους, χανόμασταν στα μονοπάτια, όλη μέρα.
Στην επιστροφή, τρώγαμε σε κάποιο ταβερνάκι –οι καλύτερες μπάμιες και κατσικάκι που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου–, πίναμε κάνα ουζάκι και το βράδυ καταλήγαμε στα Θέρμα, στο ομώνυμο καφενείο της πλατείας, όπου ήταν μαζεμένοι όλοι αυτοί που είχες συναντήσει το πρωί (γυμνοί και μη). Έπαιζαν μουσική και χόρευαν, εξέθεταν πίνακες, ρούχα ή χειροποίητα κοσμήματα σε stand, το αλκοόλ έρρεε άφθονο, το ίδιο και η διασκέδαση.
Εκεί επισκεφτήκαμε τις θειούχες πηγές που βρίσκονταν πιο δίπλα, κολυμπήσαμε σε ιαματικά νερά συνομιλώντας με πλήθος ενδιαφερόντων ανθρώπων, ανταλλάσσοντας απόψεις και εμπειρίες κάτω από έναν πεντακάθαρο έναστρο ουρανό.
Επιστρέφοντας στο κάμπινγκ, υπήρχε πάντα ανοιχτή μια καντίνα με ζεστά χοντ ντογκ για τις βραδινές λιγούρες ή απλώς για να μας δώσει δύναμη να συνεχίσουμε τον χορό στο Κάφτερ ή στο Saoki, γνωστό beach bar που διοργάνωνε από jazz ή reggae βραδιές μέχρι χιπ-χοπ live και λάτιν πάρτι.
Όσες μέρες μείναμε στο νησί είχα μια απίστευτη ενέργεια, αυτή που όλοι διατυμπάνιζαν κάθε φορά που μου πρότειναν τη Σαμοθράκη για διακοπές. Είχαν απόλυτο δίκιο. Το οξυγόνο που σου δίνει η οργιώδης βλάστηση δημιουργεί ένα ασυγκράτητο αίσθημα ευφορίας.
Αν και θέλαμε, δεν καταφέραμε να επισκεφτούμε τον αρχαιολογικό χώρο του νησιού (εκεί όπου τελούνταν τα Καβείρια Μυστήρια, στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, όπου βρέθηκε και η περίφημη Νίκη της Σαμοθράκης) ούτε τις περίφημες παραλίες. Ήταν αδύνατον να ξεκολλήσω από τη Γριά βάθρα, τον Φονιά, τον Παράδεισο, τον Χριστό και την αγαπημένη μου τζακούζι- βάθρα του Γρηγοράκη με θέα την Αλεξανδρούπολη.
Βρεθήκαμε όμως στη Χώρα, εξίσου μοναδική, που βρίσκεται κρυμμένη στην πίσω μεριά του βουνού. Οι κάτοικοι έχουν σεβαστεί τη φυσική ομορφιά του τόπου, που φαίνεται ακόμα και στον τρόπο που είναι χτισμένα τα σπίτια και τα μαγαζάκια. Δοκιμάσαμε φρέσκα γλυκά, μαρμελάδες, σπιτική λεμονάδα και εξαιρετικό ελληνικό καφέ σε πολύ χαμηλές τιμές.
Την τελευταία μας μέρα εκεί, φανερά λυπημένοι όχι τόσο που θα γυρνάγαμε στην Αθήνα αλλά που θα φεύγαμε από το πιο όμορφο μέρος του πλανήτη, αργήσαμε να μαζέψουμε τα πράγματά μας, με αποτέλεσμα να μας μένει μόνο ένα τέταρτο για να προλάβουμε το καράβι, όσο χρειαζόμασταν δηλαδή για να ξεστήσουμε τη σκηνή.
Δεν ξέρω πώς, αλλά σαν από θαύμα, τη στιγμή που βγήκαμε στον δρόμο να κάνουμε οτοστόπ, σίγουροι πως χάσαμε το πλοίο, πέρασε ένα αμάξι ασφυκτικά γεμάτο. Ήταν ολοφάνερο πως δεν μας χωρούσε. Παρ' όλα αυτά, σταμάτησε. «Πού πάτε;» μας ρώτησε το ζευγάρι, «στο λιμάνι» είπαμε εμείς. Κοιτάχτηκαν. «Εμείς πάμε από την αντίθετη πλευρά, αλλά μπείτε μέσα». Κοιταχτήκαμε. Μπήκαμε μέσα. Είχαν μια μπέμπα μαζί τους, την Ιόλη. Πιάσαμε την κουβέντα.
«Ερχόμαστε χρόνια στη Σαμοθράκη. Είναι το καλύτερο μέρος για να ζει κανείς» μας είπε η μητέρα της Ιόλης, ενώ εκείνη χόρευε στα πόδια της. Κατεβήκαμε από το αμάξι, τους ευχαριστήσαμε, χαιρετήσαμε την Ιόλη, το Σάος, τις βάθρες, τους κατοίκους, τα πλατάνια, το οξυγόνο, το νησί. Μπήκαμε στο πλοίο.
Η Σαμοθράκη δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα νησί. Δεν γίνεται να εξηγηθεί. Δεν είναι απλό νησί, είναι παράδεισος. Δεν μπορείς παρά να την ερωτευτείς και αφού τη γνωρίσεις να την κάνεις τον μόνιμο καλοκαιρινό προορισμό σου στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.