Τα γράμματα αυτά δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (τ.105, 9/63, σ.265-248) όταν οι μνήμες και οι αφηγήσεις για τις πολιτικές διώξεις ήταν ακόμα νωπές και κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα έρχονταν κι άλλες λίγα χρόνια αργότερα κατά την επταετία της Χούντας. Στο πρώτο μέρος αναφερθήκαμε αναλυτικά στη δημοσίευση αυτών των ντοκουμέντων που ήταν γεμάτα οδύνη και πόνο. Σε αυτά τα «Αγράμματα γράμματα», όπως τα χαρακτηρίζει ο ποιητής που τα διέσωσε.
Στο δεύτερο μέρος δημοσιεύονται γράμματα που έστειλαν οι γυναίκες προς τους φυλακισμένους, είτε με την ιδιότητα της μάνας, είτε με της αδελφής, είτε με εκείνη της συζύγου. Όπως και να τα διαβάσεις, όπου κι αν βρίσκεται, ό,τι και να κάνεις, είναι αδύνατο να μη συγκινηθείς σκεπτόμενος τις εικόνες που αντίκρισαν και τις ζωές τους που κυλούσαν χωρίς τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Για τον Τάσο Λειβαδίτη πέρα από την ποίηση ήταν σημαντική και η διάσωση της ιστορίας και εκείνου που ονομάστηκε αργότερα ιστορική μνήμη. Αξίζει να υπενθυμίσουμε τον τρόπο που έκλεινε το κείμενο της παρουσίασής τους.
Όπως και να τα διαβάσεις, όπου κι αν βρίσκεται, ό,τι και να κάνεις, είναι αδύνατο να μη συγκινηθείς σκεπτόμενος τις εικόνες που αντίκρισαν και τις ζωές τους που κυλούσαν χωρίς τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
«Ποια δικαιοσύνη, ποια ευαισθησία, ποια ανθρώπινα μέτρα μπορούν να λογαριάσουν σωστά όλη αυτήν την στέρηση, όλο αυτόν τον χωρισμό, όλη αυτή την απαντοχή. Ποιοι καταστατικοί χάρτες, ποιοι νόμοι, ποια ευαγγέλια μπορούν να σταθούν αντίκρυ σε τούτα τα απλοϊκά, τα μαραμένα, τα αγράμματα γράμματα, που δεν αποτελούν μόνο μια μικρή μαρτυρία απ’ τη μεγάλη σύγχρονη Κόλαση, μα ορθώνονται σα μνημεία της ψυχής του λαού μας και σαν Κώδικες μιας νέας ανθρώπινης συμπεριφοράς [...] Με τέτοιες προσφορές είναι που ανανεώνεται η ανθρώπινη ιστορία».
Εν Τζαννάτα τη 23η – 4/58
Παιδί μου Μήτσο, Χριστός Ανέστη
Σε φιλώ.
Έλαβα το γράμμα σου που μου χάρησε ζωήν, χαίρω που είσε καλά, και ότι έλαβες το πιστοποιητικόν. Φωτογραφία σου δεν έλαβα. Είμαι κλινήρης και δεν κινούμε διότι περιβάλομε από πόνους δυνατούς, πίεσις 20 – γρύπη που την ευνοεί ο καιρός που είναι βροχερός πάντοτε. Δεν έχω πλέον δυνάμεις να κινηθώ ούτε βήμα, ούτε να φροντήσω για περισσότερα, ο θεός όστις είναι φιλάνθρωπος και πολυέλεος να δώση φώτισιν να λάβης χάριν, και, να αξιωθώ να σε δω προτού κλείσουν για πάντα τα μάτια μου, πράμα που δεν ελπίζω διότι εκλείπουν πλέον αι δυνάμεις μου.
Μακάρι να υπήρχε τρόπος να δης μια ματιά μόνον τα χάλια μας διότι ανθρώπινος νους δεν φαντάζετε ούτε και περιγράφοντε. Είναι παρά θεού και τύχης όλα. Θα πω εν πάσει δυνάμει μου τον Τάκην να κανονίση για το ποισ/κόν του κουνιάδου του Σπύρου. Δεν μου εκλείπει η λύπη που δεν έχω να σου στείλω κάτι. Έχεις ευχές και χαιρετισμούς παρ’ όλων των συγγενών και συγχωριανών μας γενηκά.
— Με μητρικήν στοργήν η ταλέπωρη μάνα σου Δημητρούλα.
Εγκάρδια φιλιά Νικολάου Ευγενίας και Αγγελικούλας μας.
* * *
Τζαννάτα τη 30η -8 1961
Παιδί μου, Μήτσο μου, Αγαπητό μου.
Αυτήν την στιγμήν έλαβα το γράμμα σου, χαίρω που είσε καλά και εύχομε όπως ο Θεός σού χαρίζει την υγείαν και χαράν. Βέβαια με παριγορείς πως θα έλθη η ώρα να με δης. Τούτο δεν το ξέρω παιδί μου, διότι, είμε τελείως άχρηστος και περιμένο την ώραν του θανάτου που είναι αναπόφευκτη. Γνωρίζω ότι εκυκλοφόρησαν μια αίτησις δικιά σου και Σπύρου Γαβριηλάτου και υπογράφετε παρ’ όλου του κόμσου και εάν θα έλθη εις χείρας σου θα δης του κόσμου την θέλησιν, και φροντίδα και ότι κακώς είσε ακόμα στη φυλακήν ενώ έπρεπε να είσε ελεύθερος από εξαρχής όπως και πολλοί άλλοι.
Παιδί μου, τι να σου κάνουμε που ευρισκόμεθα σε χάλια και πώς πρέπει να φερόμεθα σε σένα είναι πολύ ευκολονόητο. Συ υπονοής άλλα πράματα και δεν έπρεπε να μας γράφης με ύφος οδυνηρόν. Και εμείς ελπίζαμε να σε βλέπαμε και ότι θα ίσουν κοντά μας, αυτό εξαρτάτο από Σένα παιδί μου. Έπρεπε να μη θρηνούμε τόσον, και να παριγορούμεθα δι’ όσα υποφέρουμε δεινά και πλήγματα ασθένειες και θανάτους δια της παρουσίας σου. Προβλέπης να με δης και μου το γράφεις τώρα 17 χρόνια, αλλά τελείωσαν πλέον τα χρόνια της ζωής μου.
Η αδελφή σου τι να σου κάνη; τι να σε φροντίζη; Μην παραπονείσε καθόλου και εάν ο θεός θελήσι συ θα χαρής και θα χαίρεσε πραγματικά πολύ.
Λοιπόν έχεις χαιρετισμούς όλων μας γενικά και παρ’ όλων ττων χωρικών.
— Με λαχτάρα η μάνα σου
Δημητρούλα
Αδελφέ μου δεν έχω παιδιά ούτε περιμένω, όλα είναι τυχερά όπως σε όλα μάς χαρίζει η μοίρα μας. Μην γράφεις αδελφέ μου πικρίες, οι γιατροί μάς λένε να μην την στενοχωρούμε στο ελάχιστον, δεν συναναστρέφομε ούτε και πλησιάζω φιλενάδες εγγράματες κ.λ.π. Εάν σου έγραψα δεν σε πίκρανα και εάν σε πικρένω είμε η αδελφή σου που σε λαχταρά ως του τάφου. Γράψε εάν θέλης στην μάνα μας.
— Με αγάπη η αδελφή σου
Κατερίνη
* * *
Τζαννάτα τη 8η – 4 – 62
Παιδί μου γλυκήτατο, Μήτσο μου,
Σε φιλώ.
Εγγήζει το τέλος της ζωής μου και δεν σε βλέπω. Πολλές φορές με παρηγόρησες πως γρήγορα θα είσε κοντά μου, πότε;
Δεν περιγράφοντε τα χάλια της ζωής μου και οι πόνοι που έχουν διαλείσι το κορμί μου και οι αναστεναγμοί που βογγούν. Συ, εάν ήθελες θα αξιωνόσουν να με δης μια φορά ακόμα την λαχταρισμένην και πολυβασανισμένη μάνα σου. Σου γνωρίζω ότι ολίγες είναι αι ημέραι της ζωής μου. Τι παραπονήσε σε όλους μας παιδί μου; Τι να σου προσφέρουμε οι δυστιχησμένοι και μη δυνάμενοι; Σου το εγράψαμε χιλιάδες φορές. Δεν έχουμε συντήρισην ζωής μας, πώς να σε ενυσχίσωμεν; Σκέψου καλά και πράξε το καθήκον σου με τον τρόπον που βάσει του νόμου να βγης να μη τυρανείσε στα σίδερα των φυλακών άνευ ουδεμιάς και παραμικράς αιτίας. Και ο Νικόλας υποφέρει από αρθροιτορευματισμούς, – ζωή, χάλια. Εγώ δεν κινούμε καθόλου, μόνον η νύφη μας που και αυτή υποφέρη κατά πολύ, με τας δυνάμεις της με γυρνά στο κρεβάτι. Εάν δεν θέλεις παιδί μου να πιστεύης στην αλήθειαν μη δώσης σημασίαν στα γραφόμενά μου, και μη ξεχνάς τον θάνατον πατρός και αδελφής σου παρά των σεισμών που με την ψυχήν στα δόνται, έκραζων Μήτσο, πού είσε, τι κάνεις γιατί δεν έρχεσε να μας θάψης παιδί μου, αθώον.
Δεν επιθυμώ να σε στενοχωρήσω παιδί μου, είσε λογικός τώρα, τότε είσουν πολύ νεανίσκος μάλον 11–12 χρονών. Αι πηγαί της καταστροφής σε συμπεριλαμβάνουν, γιατί και όλος ο κόσμος εδώ βοά, Μήτσος και να τυρανείτε; γιατί;
Δεν έχω δυνάμεις πλέον να σκεφθώ παιδί μου και ίσως να μη προφθάσω να σου ξαναγράψω, σε συμβουλεύω, φρόντησε με οιονδίποτε τρόπον κατά τον νόμον και κανονισμόν να έλθης πρωτού φύγω από τον κόσμον, αργότερα, θα είναι αργά πλεόν. Με παλέουσαν καρδιάν, αφήνω ευχάς και σε σένα Μήτσο μου.
— Η τεθλιμένη μάνα σου
Δημητρούλα
* * *
Αγαπημένο μου παιδί, σε φιλώ γλυκά
Βρίσκομαι ήλιε που με πυρώνεις, μέσα στο κρεββάτι, με δέρνουν οι πόνοι του καρκίνου, οι πόνοι των καημών του πατέρα σου, των αδελφών σου, που όλους τους σκότωσαν οι Γερμανοί και οι φίλοι των Γερμανών στις φυλακές. Όλα αυτά τα ξέρεις, όμως σου τα γράφω για να ξεσπάσω λίγο. Μην στενοχωριέσαι σπλάχνο μου για όσα σου γράφω. Εγώ τώρα θα πεθάνω. Θα παλαίψω όμως ακόμα όσο μπορώ με το θάνατο για να μπορέσω να σε βοηθήσω όσο βρίσκεσαι στη φυλακή…Μόνο γι’ αυτό στενοχωρούμαι πως αν πεθάνω δεν θα έχεις κανέναν άλλον στον κόσμο να σε προσέξει. Μόνο γι’ αυτό με νοιάζει.
Παιδί μου, πότε θα έλθης. Ήθελα ήλιε μου, να σε δω μόνο και αμέσως να πεθάνω. Μα δεν χόρτασαν οι άνθρωποι με τόσους που μας σκότωσαν; Δε βαρέθηκαν που σε κρατούν 16 χρόνια στη φυλακή; Μα τι κακό κάναμε εμείς στην κοινωνία; Ό,τι πιο καλό είχα το έδωσα γι’ αυτήν την κοινωνία. Τα παιδιά μου, τα πάντα τη ζωή μου, γιατί αυτό δεν το αναγνωρίζουν οι άνθρωποι; Ας είναι καλά.
Εγώ σπλάχνο μου στενοχωρούμαι, που δεν μπορώ να πηγαίνω τώρα στα νεκροταφεία, στον πατέρα σου, τον Αριστοτέλη μας, στο Διονύση μας και να τους πηγαίνω λίγα λουλούδια και να τους λέγω ότι πήρα γράμμα σου, ότι ο Γιώργος μας βρίσκεται συνέχεια στη φυλακή. Να αυτά τους λέω. Τι άλλο μπορούσα να κουβεντιάσω με τα αξέχαστα αδέλφια σου; Μη στενοχωρείσαι ήλιε μου. Πρέπει να ζήσης εσύ που απόμεινες από τη φαμελιά μας. Κάνε υπομονή και να μάθης ότι πέθανα μη στενοχωρηθής μην απελπιστείς, ν’ αντιμετωπίσεις το θάνατό μου όπως αντιμετώπισες και τους άλλους και όλες τις φουρτούνες. Βλέπε εμένα που έχω περάσει όλα τα κακά και είμαι 70 χρονών και πάλι πιάνω το χέρι του χάρου να μη με πάρει. Αγαπάω τη ζωή. Θέλω να σε δω, να σου χαϊδέψω τα χέρια, να νοιώσω κι’ εγώ τη συντροφιά σου, να ζω 20 χρόνια χωρίς παιδιά, χωρίς καμμιά συντροφιά…
Ήλιε μου, θα σε περιμένω μήπως βαρεθούν οι άνθρωποι και σε αφήσουν, να σε δω, μα δεν πιστεύω. Κι’ αν δεν σε αφήσουν, εσύ μην κάνεις ποτές κακό σε κανένα.
Ήλιε μου που με πυρώνεις, μην μου στενοχωριέσαι και μπορεί να βγης. Εγώ θα σε περιμένω και θα κάνω ό,τι μπορώ για να ζήσω.
Σε φιλώ σπλάχνο μου πολλές φορές.
Τώρα θα θέλεις και λεπτά και ας μη μου το γράφεις. Όμως δεν έχω.
— Σε φιλώ η μανούλα σου
* * *
Εν Μουσθένη τη 20- 7- 1962
Αγαπητέ μου Γιώργο χαίρε,
Εύχομαι το γράμμα μου να σε εύρη καλά από υγεία. Γιώργο μου έχω κάπου δυό μήνες να σε γράψω γράμμα καθώς πήρα το γράμμα σου από το Νοσοκομείο και σου απάντησα. Πώς πας τώρα με την υγεία σου είσαι καλύτερα που πάτησαν οι ζέστες. Σου έστειλα 480 τετρακόσες δραχμές και δεν μου απάντησες, οι 400 δικές μου και οι 80 της Κατερίνης. Αν θα γράψεις γράμμα γράψτο ότι σου το έγραψα. Μην παρεξηγάς Γιώργο μου που δεν σε γράφω γράμμα, φέτο είμαι χειρότερη από κάθε χρονιά από υγεία, δεν με έφταναν τόσα και τόσα που πέρασα και περνώ 29 Μαΐου στις σπαρμή πήγαινε να δω στο γαϊδούρι καβάλα το Γξερένη αν έχει νοτιά, να το σπείρω στο δρόμο που πήγαινα τύχανε ζώα πολλά λυμένα και κυνήγησαν το γαϊδούρι το δικό μου και με έριξαν ύστερα από τόσα χρόνια που δουλεύω στον κάμπο και έπαθα μεγάλο κακό. Έσπασα το χέρι μου την ημέρα που έπεσα έτυχε να είναι και η Σουλτάνα εδώ και ήρθε και με είδε και πήγαμε μαζί σε ένα χωριό της Δράμας, είχε έναν πρακτικό γιατρό που γιατρεύει όλο τον κόσμο από βγαλμένα χέρια, πόδια και σπασμένα , της Κατερίνης μας ο Γιώργος έπεσε από τη Συκιά και έσπασε τα χέρια του και τα δυό και τα κατάλαβε και τα έβαλε στη θέση τους, τα έβαλε στον γύψο και έγιναν καλά και η δικιά μου η τύχη και δω έφτασε δεν το κατάλαβε ότι ήταν σπασμένο και μου είπε μη στενοχωριέσαι σε 15 μέρες θα γίνει καλά.
Ήρθα στο χωριό αντί καλύτερα χειρότερα ύστερα από 15 μέρες πήγα πάλι και μου λέει δεν είναι εύκολο το χέρι σου είναι βγαλμένο και κτυπημένο τσαφωμένο και επάνω στο μήνα είμουν ήδη ότι δεν ήταν καλά πήγα στην Καβάλλα και πέρασα ακτίνες στο χέρι μου και μου ήπαν, είναι σπασμένο και έχει κάταγμα σε τρεις μεριές από την αγκόνα μέχρι την παλάμι και να μου το βάλουν στον γύψο ήταν αργά έπρεπε να μου το σπάσουν ξανά και γω δεν δέχτηκα, πέρασα τρεις φορές ακτίνες και τώρα μου είπαν ότι σε δεκαπέντε μέρες θα δέσει το κόκκαλο τελείως καλά και μου ήπαν ότι δένει το χέρι μου στραβά αλλά ένα είναι που με πειράζει που δεν παίζει το χέρι μου, η κλείδωση στην παλάμη δεν παίζει καθόλου και σαν ξαίρω και οι γιατροί φοβούνται να μην πάθουν τα νεύρα μου αγκίλωση και μου είπαν να κάνω μπάνια πολλά ίσως και κουνηθή το χέρι μου στην κλείδωση.
Αν θέλεις να μάθης Γιώργο μου τι έσπειρα το Γιέλτεπε και στο Γκερένι δυό σποργιές μου τα έσπειραν η Μαρθούλα και εγώ είχα τα παιδιά. Μόνο ένα φαΐ που τα έδινα να φάνε και τα πρόσεχα να μην πέσουν από πουθενά. Γιώργο μου τα έσπειρα όλα τώρα θα τα κάψω στο μάζεμα η Μαρθούλα έχουν τα δικά τους, μικρά παιδιά ούτε τα δικά τους δεν μπορούν να προλάβουν.
Ο Συνεταιρισμός με δίνει λεφτά γιατί έπαθα αυτή τη συμφορά αλλά και μεροκάματα δεν θα βρίσκω να παίρνω γιατί ο κόσμος σπαίρνει πολλά καπνά.
Μπαμπά να μην με παρεξηγήσεις που δεν σε γράφω. Από το νου μου δεν βγαίνεις ούτε στιγμή από τη δουλειά μικρά παιδιά και της μαμάς η στενοχώρια φέτος ένα παραπάνω έχω τις φωτογραφίες από δω και δυο μήνες βγαλμένες και δεν μπορούμε να σου γράψουμε ένα γράμμα για να της στείλουμε από υγεία όλοι μας είμαστε καλά.
Αυτά τα ολίγα σε γράφω και περιμένω γράμμα σου. Έχεις χαιρετισμούς από όλους τους συγγενείς. Σε χαιρετούμε όλοι μας. Σε φιλούν τα εγγόνια σου.
— Σε χαιρετώ με αγάπη η σύζυγός σου Ψηφία
* * *
Εν Μουσθένη τη 10-10-62
Πολυαγαπημένε μου Γιώργο χαίρε.
Γιώργο μου είναι αλήθεια πήρα τρία γράμματά σου και απάντηση δεν πήρα. Εύχομαι το γράμμα μου να σε εύρη από υγεία καλά. Αν ερωτάς και για μένα είμαι λίγο καλύτερα από το χέρι μου. Εσύ Γιώργο μου σκέφτεσαι για μένα και ρωτάς για το χέρι μου, εγώ νομίζεις δεν στενοχωριέμαι για σένα. Μου έγραφες είχες ένα μεγάλο πονοκέφαλο και χωρίς λεφτά τρεις – τέσσερεις μήνες. Τι κάνεις από το στομάχι σου, Γιώργο μου πώς πας που έχεις ένα καιρό ενοχλήσεις; Γιώργο μου μού γράφεις που μίλησες για το χέρι μου με ένα συγκρατούμενο της Ιατρικής, ό,τι με γράφεις Γιώργο μου τα έχω κάνει. Όταν έπεσα και ύστερα σε 25 μέρες πήγα στην Καβάλλα, εικοσιπέντε μέρες πεδέμουμαν με τον πρακτικό. Το χέρι χειροτέρευε και όχι να καλυτερέψει. Πήγα στην Καβάλα έβγαλα ακτίνες στον ακτινολόγο κ. Μπίτσα. Εκεί η πλάκα έδειξε ότι είχε κάταγμα σοβαρό και ο ακτινολόγος με έστειλε στον χειρούργο στον κύριο Στεριάδη. Εκεί κατεβαίνει και ο ορθοπεδικός γιατρός από τη Θεσσαλονίκη αλλά δεν πήγα γιατί πληρώνεται πάρα πολύ ακριβά και τα έξοδά μου ήταν πολλά και δεν πήγα. Κάθε δέκα μέρες έπρεπε να περνώ ακτίνες. Μετά δέκα μέρες πήγα στον κ. Ιωαννίδη και πέρασα άλλες ακτίνες.
Έχει καινούργια μηχανήματα ο καλύτερος γιατρός τώρα που βγήκε και το βρήκε το κάταγμά μου λίγο καλύτερα και με έστειλε ύστερα σε άλλο χειρούργο, στον κ. Παπανικολάου και αυτός μου διέταξε ύστερα από πενήντα μέρες να κάνω μπάνιο, να το κάνω μέσα στο μπάνιο ασκήσεις με ένα μικρό τοπάκι, να μην πάθη την αγκίλωση και Τρίτη φορά πήγα πάλι στον κ. Μπίτσα και πέρασα ακτίνες, μου είπε το χέρι σου δένει στραβά και θα υποφέρεις τώρα άμα το σπάσουμε.
Δάγκασε τώρα το χέρι μου Γιώργο. Είναι σαν να το έχεις σφικτά δεμένο. Τα δάκτυλά μου δεν παίζουν, δεν ξέρω αν αργότερα σκιάξη. Δεν έχει αντοχή να σηκώση ένα ποτήρι νερό γεμάτο. Με γράφεις Γιώργο μου να κάνω χαρτί απορίας, πράγμα που δεν το κάνουν, ούτε και πήγα. Αν θέλεις να μάθης Γιώργο μου το καλοκαίρι μου πώς πέρασε, από τα καπνά έκανα 340 βέργες, αυτά τα καπνά τα έμασα δύο μεροκάματα εκατό δραχμές, πήγαινε και ο Γιώργος και η Μάρθα και το έπαιρναν το χωράφι σε μια βραδυά και εγώ είχα τα παιδιά της και κάναν και τη δική τους τη δουλειά. Με έγραφες Γιώργο μου στο προηγούμενό σου γράμμα να σμίξω με το Γιώργο. Ο καθένας καλά είναι στο νοικοκεριό του χώρια.
Με γράφεις Γιώργο που δεν σε έγραψα να γράψεις να με βοηθήσουν τα σόγια μας, τα πρότεινα χιλιάδες φορές εκτός την Λευτερία που ήρθε μια φορά πριν να αρχίσουν μάζεμα και μαζέψαμε στο Γιελτεπεντίπι και η Ζωίτσα όταν τελείωσε τα καπνά ήρθε και μαζέψαμε λίγο ούστι στο Γιελτεπέ.
Η Λευτερία βάζουνε πολλή δουλειά μπροστά τους και δεν αδιάζουν και η Ζωίτσα μοναξιά. Αλλά οι άλλες δεν βαριέσαι. Αυτά τα ολίγα σε γράφω και περιμένω απάντηση.
— Σε χαιρετώ με αγάπη, η σύζυγός σου Ψηφία.
Έχεις χαιρετισμούς από όλους τους συγγενείς.
Σε φιλούν τα εγγόνια σου.
Σε χαιρετούνε με αγάπη
Γιώργος και Μάρθα.
* * *
Αγαπημένε μου Κώστα,
Καλημέρα
Πήρα το γράμμα σου και στενοχωρήθηκα. Εγώ περίμενα μέρα με την ημέρα να ρθης, αλλά έγινε το αντίθετο. Φαίνεται το Κράτος βαστάει τους γονείς χωριστά από τα παιδιά για να γίνουν αλήτες και να γυρίζουν στους δρόμους νηστικά. Δεν νομίζω πως αυτοί έκαναν χωριστά από τα παιδιά τους Χριστούγεννα. Κώστα σάς έστειλα και ένα δεματάκι με τρόφιμα, θέλω να μου γράψης ποια μέρα θα το πάρης.
Μου γράφεις για να ρθώ, δεν υπάρχουν χρήματα. Ο Στάθης την Πρωτοχρονιά ήταν στην Αθήνα. Είχε οκτώ ημέρες. Από την Κούλα δεν πήρα γράμμα. Η Ευτυχία έρχεται τακτικά και με βλέπει.
Έχεις χαιρετισμούς από τη μάνα μου και πολλά φιλιά από το γυιό σου.
Δώσε τους χαιρετισμούς στα παιδιά και ιδιαίτερα στο Νίκο.
Σας χαιρετώ και σας φιλώ με αγάπη.
Γεια χαρά
Περιμένω γράμμα σου
— Η γυναίκα σου
* * *
Εν Βαγίοις τη 9-2-1962
Αγαπητέ μου αδελφέ Μιλτιάδη,
Γεια σου, είμαστε καλά έλαβα την επιστολή σου και εχάρικα πολύ. Σ’ αυτά που μου γράφεις έχεις μεγάλο δίκιο, αλλά εγώ σ’ αυτή την κατάσταση που βρίσκομαι είμαι άχρηστη για να τρέχω, περιμέναμε ν’ αλλάξουν λίγο τα πράγματα για να μπορέσουμε να σε βοηθήσουμε.
Λοιπόν Μιλτιάδη από τις εκλογές είχαμε αναφέρει την υπόθεσή σου στον κύριον Πετρούλιαν και τη Δευτέρα έστειλε ένα γράμμα στον Παναγιώτη, ότι πήρε τα χαρτιά και τα είδε, όπου οι αιτήσεις έχουν απορριφθή και χρειάζεται να κάνης άλλη. Αδελφέ μου κύτταξε να γράψεις πράγματα που πρέπει για να μπορέσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας όπως πρέπει να βοηθήσουμε όλοι να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι το καλύτερο, γιατί κι’ εκείνος είναι υποχρεωμένος απέναντί μας. Θα σου γράψη και ο Παναγιώτης πιο συγκεκριμένα πράγματα.
Μάθε και για τη μητέρα μας, στις 4 του μηνός απεβίωσε, είτανε μεγάλο κρίμα που δεν είδε το γιο της για τελευταία φορά, που είχε δεκαπέντε χρόνια να σε δη. Η κηδεία της ήταν μεγάλη λύπη που της έλλειπαν τόσα παιδιά. Να μη στενοχωρεθής και η μητέρα μας ήτανε γριά, ας ζήσουμε και εμείς στα χρόνια τα δικά της. Ήθελα να έλθω, αλλά τώρα είμαι λίγο άρρωστη και κάνω μερικές ενέσεις. Αν τελειώσω θα έλθω. Κάνε υπομονή και έχει η Θεός. Έχεις πολλούς χαιρετισμούς από τα παιδιά και όλους τους συγγενείς.
— Σε φιλώ η αδελφή σου
Αλεξάνδρα
* * *
Εν Αργύλει τη 12 Σεπτεμβρίου
Αγαπητές αδελφέ Παναγιώτη, υγείαν έχουμε και υγείαν για σένα ποθούμε.
Παναγιώτη ελάβαμε την επιστολή σου και την είδα πολύ στενοχωρημένη για το θάνατο του πατέρα μας. Όλοι στενοχωρεθήκαμε και κλάψαμε για τον πατέρα μας και εμένα ο θάνατός του μού εκόστισε πολύ διότι ένα μήνα είχα να φύγω από κοντά του και εγύρισα και δεν επρόφτασα να πάρω μια κουβέντα του.
Παναγιώτη έχεις δίκηο που δεν σου το γράψαμε, αλλά είχα την πεποίθηση ότι θα το μάθης από τον Μίμη την ίδια μέρα διότι του το είπα. Εγώ βγήκα από το Νοσοκομείο και την άλλη μέρα ήθελα να έρθω να σε ειδώ, αλλά απότομα ήρθε το τηλεγράφημα για τον πατέρα μας και επήραμε κούρσα για να προφτάσουμε και ήρθαμε μαζί με το Γιώργο και το θείο μας τον Παναγιώτη και τη νύφη μας τη Γιάνου και το Δημάκη. Έτυχε Παναγιώτη ο θάνατος του πατέρα μας να μην έχει κανένα από τα παιδιά του. Ο Σωκράτης δύο μέρες είχε φύγει για το παζάρι. Δεν αρρώστησε καθόλου, επήγε με τη μιλιά στο στόμα. Αυτό το ξέραμε ότι θα τύχει γιατί ήτανε 90 χρονών και ο Θεός που τον ανάπαυσε και μακάρι και τα παιδόγγονά του να φτάσουμε στα χρόνια του και να μη σου μένει παράπονο που δεν σου γράψαμε, διότι ήμασταν και ζαλισμένοι και εγώ λογάριαζα ότι θα έρθω πολύ γρήγορα να σε ειδώ, αλλά τώρα θα παραμείνω μετά τις ελιές, θα έρθω με τη μάνα μας.
Έτερον δεν έχω να σου γράψω. Έχεις χαιρετίσματα από τη μάνα μας και τους Σωκρατιανούς και πολλά φιλιά από τον μπέμπη μας.
Ο Σωκράτης σκέπτεται να έρθη να σε δη αν μπορέση γιατί τον πονάει και το στομάχι του.
Σου στέλνω και πέντε γραμματόσημα.
— Σε φιλώ αδελφικά, η αδελφή σου
Ντίνα
Υ.Γ.: Δώσε χαιρετίσματα στο μπαρμπα – Ευθύμιο και ξεχωριστά από τη μάνα μάνα μας και τον ευχαριστούμε για τα συλλυπητήρια που μας έστειλε και τον εύχεται με το καλό να απολυθή και νάναι καλά με τα παιδιά του. Θα του έγραφα ξεχωριστά, αλλά να μας συγχωρεί δεν μπορώ τώρα.
Σας φιλούμε όλοι μας
* * *
Εν Πειραιεί τη 17-5-62
Πολυαγαπητέ αδελφέ Παναγιώτη εύχομαι η επιστολή μου να σε εύρη καλά από υγεία και μεις όλοι καλά είμαστε μόνο ένα δυσάρεστο θα σου γράψω για την αδελφή μας τη Μήτσαινα μάς άφησε χρόνια. Πέθανε την εβδομάδα που μας πέρασε και την πήγαμε στο χωριό. Εμάς δεν μας το είπανε καθόλου και το μάθαμε μετά από 4-5 μέρες και μας φάνηκε βαρύ, αλλά το ευχαριστηθήκαμε καλύτερα που πέθανε χίλιες φορές παρά τη ζωή της που παίρναγε αφού δεν είχε την υγειά της.
Παναγιώτη νομίζαμε ότι θα μποράγαμε να έρθουμε να σε ειδούμε δεν μπορούμε όμως να έρθουμε. Τώρα το Πάσχα σου έστειλα λίγα πραγματάκια και πενήντα δραχμές και μέσα στα πράγματα είχα βάλει μια φανελλίτσα δεν μου έγραψες αν τα έλαβες. Τα είχαμε με τη Νίκαινα τη Μουσταφίνα, για γράψε μας τα έλαβες; Εμείς είμαστε όλοι καλά. Λίγο αδιάθετο έχουμε και το Γιώργο, το Σωκράτη το παιδάκι υποφέρει από την ιλαρά. Τη μάνα μας ακόμα δεν την είχαμε πάει για γιατρό γιατί είναι αδύνατη ακόμη.
Έτερον δεν έχω να σου γράψω. Έχεις χαιρετίσματα από τη νύφη μας την Ελευθερία και τα παιδιά της και από το θείο μας τον Παναγιώτη. Χαιρετισμούς από τη θεία δασκάλα και από το θείο το δάσκαλο, ήρθανε σήμερα να μας ειδούνε.
— Σε φιλώ με αγάπη Ντίνα
Χαιρετίσματα από το Σωκράτη, μητέρα μας, Σωκράταινα και παιδιά τους
* * *
Εν Πειραιεί τη 28-6-62
Πολυαγαπημένε μου αδελφέ Παναγιώτη υγείαν έχομε και υγείαν δι’ εσένα ποθούμε. Παναγιώτη ελάβαμε την επιστολή σου και δεν σου έγραψα αμέσως γιατί τρέχαμε τη μάνα μας στους γιατρούς. Τώρα όμως την πήραμε στο σπίτι και καλυτέρεψη δεν παίρνει. Μας είπε ο γιατρός για να της σπάσουμε το ποδάρι, αλλά δεν μας υπόσχεται ότι θα πετύχει η εγχείρηση. Εμείς δεν την πηγαίνουμε γιατί θα το γρηγορότερο αλλά η μάνα μας επιμένει να της το σπάσουνε. Τώρα την έχουμε στο σπίτι.
Γράψε μας εσύ τι κάνεις.
Έτερο δεν έχω να σου γράψω. Χαιρετισμούς από τα παιδιά και από τη μάνα μας και Σωκράταινα με παιδιά της.
Σου στέλνω και 4 γραμματόσημα.
— Σε φιλώ αδελφικά
Η αδελφή σου Ντίνα
* * *
Εν Κιπρίνω τη 3-6-61
Πολυαγαπημένε μου αδελφέ Μανώλη, Καλημέρα.
Έφθασε ο Βαγγέλης στο χωριό καλά. Είμουν πολύ στενοχωρημένη για το μακρυνό ταξείδι που έκανε. Ήρθε με το καλό και ειδοθήκατε και έφερε τους χαιρετισμούς και στον πατέρα. Άκουσε από το στόμα του την υγεία σου. Εύχομαι και το γράμμα μου να σε εύρη καλά και γερό.
Μάθε αδελφέ ο πατέρας μάς άφησε χρόνια πολλά…Η αρρώστια του ήταν τέτοια που μια μέρα δεν μπορούσε να ζήση περισσότερο. Είναι δύο τρία χρόνια που υποφέρει από την πίεση, πριν είχε και την καρδιά. Η μια αρρώστια κτύπησε την άλλη. Φέτος όμως από τα Χριστούγεννα υπόφερε πολύ. Είχαν πριστή τα πόδια του. Τα βράδυα δεν μπορούσε να κοιμηθή. Και αν κοιμόταν λίγες ώρες, όταν ξυπνούσε ήταν ζαλισμένος, το κεφάλι του είχε τη ζάλη ώσπου τον έφραξε η εγκεφαλική πίεση, τον ζάλισε το μυαλό την Άγια Τριάδα, την ημέρα το Άγιο πνεύμα το πρωί σηκώθηκε, έβρασε το γάλα και εγώ πήγα στο μαγαζί. Σε λίγο βγήκε στο καφενείο.
Το άγιο πνεύμα είχαμε ένα παρεκκλήσι στο Τάγμα απέξω. Πηγαίναμε όλος ο κόσμος με ψαλμουδία για να διαβάση ο παπάς παράκληση. Στο δρόμο που πηγαίναμε με την Άννα ο πατέρας φώναξε τη Μπάμπου Ζαφειρώ της έδωσε δραχμή να του ανάψη κερί. Γυρίσαμε μετά τη γιορτή στο σπίτι. Γύρισε από το καφενείο και μου είπε όπως πάντα, μου βάρυνε το κεφάλι θα πάνω να ξαπλώσω. Πήγε στο σπίτι, στο τραπέζι που καθήσαμε να φάμε, την πρώτη μπουκιά που έβαλε στο στόμα, έπεσε το κουτάλι από τα χέρια του, τον πιάσαμε με τον Βαγγέλη τον βάλαμε στο κρεββάτι, εκεί ήταν και ο θάνατος στο τραπέζι είπε πιάστε με, ούτε ένα λόγο να πη ούτε νερό έλλειπε και ο γιατρός ήρθε η Νοσοκόμα, ενέσεις, εντριβές τίποτε. Φέραμε και το γιατρό, έλειπε στα χωριά, τον εξέτασε, ενέσεις, παρόλα δεν μπορέσαμε να τον σώσουμε, τον ζάλισε το μυαλό. Ο θάνατός του ήταν καλός. Δύο μερόνυχτα που τυρανίστηκε, τον κρατούσαν οι ενέσεις ακίνητο. Μια σταγόνα νερό δεν μπόρεσε να κατεβάση. Είχε παραλύση το μισό του σώμα και η γλώσσα του. Γλύτωσε από τα ζόρια, ησύχασε. Και αν πάλι έμεινε έτσι ποιος θα τον έβλεπε;
Μανώλη θα σε παρακαλέσω πολύ αν γράψης γράμμα στη Τασούλα μην τυχόν και της γράψης της Τασούλας για το θάνατο του πατέρα. Επάνω σε μια εγχείρηση τέτοια δεν πρέπει να μάθη τίποτα, να είναι ήσυχη. Θα σου κάναμε τηλεγράφημα την ίδια μέρα, αλλά όλοι σκεφθήκαμε που ήταν η κηδεία, μόνο γι’ αυτό δεν σε ειδοποιήσαμε τηλεγραφικώς.
Αν της γράψης γράψε της χαιρετισμούς και από μένα και πες της πως είμαστε όλοι καλά. Εκείνη είναι νέα, να γίνη καλά και νάρθη στα παιδιά της. Ο πατέρας είδε και καλά είδε και κακά. Σε χαιρετούν ο Βαγγέλης, ο Πασχαλάκος, ο Παυλάκος.
— Ελένη