Πώς γεννήθηκε ο γοτθικός ρυθμός της Παναγίας των Παρισίων, με τους οξύκορφους θόλους:
Κατά τα μέσα του 11ου αιώνα, οι οικοδόμοι της Ιλ ντε Φρανς, οδηγούμενοι από αυστηρά ορθολογιστικά κριτήρια, προσπάθησαν να επιλύσουν το πρόβλημα του φωτισμού και της ευρυχωρίας των εκκλησιαστικών κτιρίων που είχε τεθεί, όταν η ρωμανική αρχιτεκτονική αντικατέστησε τις ξύλινες εύφλεκτες στέγες με κτιστούς θόλους και τους στήριξε σε παχείς τοίχους και παραστάδες.
Έπρεπε λοιπόν να ελαφρύνουν οι θόλοι για να μπορούν να μειωθούν στο ελάχιστο οι αδρανείς φέροντες όγκοι και να υπερυψωθεί το κεντρικό κλίτος, ώστε να ανοιχτούν στις πλευρές του φωτιστικά παράθυρα.
Το αίτημα λύθηκε με τη μετατροπή των ημικυλινδρικών θόλων σε οξυκόρυφους που ασκούν μικρότερες οριζόντιες ωθήσεις, με τη γενίκευση των σταυροθολίων, που συγκεντρώνουν τα φορτία μόνο στις τέσσερις κορυφές του τετραγώνου της βάσεώς τους και δεν έχουν ανάγκη από ενιαίους τοίχους, αλλά μόνο υποστυλώματα για τη στήριξή τους και κυρίως με την ανεξαρτητοποίηση των ακμών των σταυροθολίων από το υπόλοιπο σώμα τους.
Η ισχυρή κατακόρυφη ανάταση του κτιρίου, τα πολυσύνθετα σχέδιά του με τα πολλά και τα εγκάρσια κλίτη, τους περιδρόμους και τις ποικίλες επιπτώσεις του φωτός που διαπερνά τα χρωματιστά βιτρώ, δημιουργώντας συνεχώς μεταβαλλόμενες οπτικές εικόνες, απομακρύνουν τα πραγματικά όρια του ναού και δίνουν στον χώρο την έννοια του απεριόριστου.
Ο γοτθικός ναός απασχόλησε και ανέδειξε γενεές οικοδόμων και διακοσμητών και διαμορφώθηκε τελικά σε καθαρά ορθολογιστικό οικοδόμημα, στο οποίο τονίζονται όσα μέλη έχουν στατική λειτουργία για να δώσουν την εντύπωση μιας δέσμης δυνάμεως χωρίς αδρανή ύλη.
Η ισχυρή κατακόρυφη ανάταση των κτιρίων, τα πολυσύνθετα σχέδιά τους με τα πολλά και τα εγκάρσια κλίτη, τους περιδρόμους και τα ακτινωτά παρεκκλήσια, δημιουργούν με τις ποικίλες επιπτώσεις του φωτός που διαπερνά τα χρωματιστά βιτρώ, συνεχώς μεταβαλλόμενες οπτικές εικόνες, απομακρύνουν τα πραγματικά όρια του ναού και δίνουν στον χώρο την έννοια του απεριόριστου.
Την ελαστική ζωτικότητα των αρχιτεκτονικών μορφών συμπληρώνουν, οι ισχυρές φωτοσκιάσεις στα σχήματα των βάσεων των υποστυλωμάτων, στις οριζόντιες ζώνες και στα κιονόκρανα με τον φυτικό διάκοσμο.
Τα θυρώματα ανοίγονται στους τοίχους και διευρύνονται προς τα έξω σε οδοντωτή διάταξη, ενώ ο πλαστικός τους διάκοσμος μετατρέπει την ακαμψία των ρωμανικών κιονωτών αγαλμάτων σε φυσική κίνηση, βαθιά ψυχική έκφραση και απαλό πλάσιμο.
Η γλυπτική ωστόσο δεν αποδεσμεύθηκε από την αρχιτεκτονική, όπως εξάλλου ούτε και η ζωγραφική. Τη θέση των νωπογραφιών, όταν τα τοιχώματα αντικαταστάθηκαν από μεγάλα παράθυρα, κατέλαβε το υαλογράφημα, που η τεχνική του δεν χρησιμοποιεί σχεδόν καθόλου πλάσιμο, αλλά δυνατά περιγράμματα και επίπεδες χρωματικές επιφάνειες.
Η σχολή του Παρισιού διακρίνεται στα γλυπτά της Νοτρ Νταμ για την κάπως μειωμένη φωτεινότητα, αλλά κυρίως για την αυλική πλαστική διατύπωση των ανάγλυφων που προβάλλονται στο πλατύ λείο βάθος.
Η προσεκτική παρατήρηση του πραγματικού δημιουργεί φυσικότερες κινήσεις, αρμονικότερες αναλογίες και προμηνύει τις θαυμάσιες προσωπογραφίες των ταφικών μνημείων των μέσων του 14ου αιώνα.
Βασική πηγή: E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
σχόλια