Την άνοιξη του 1910 ο Harry H. Jewell, ένας φοιτητής της Royal Academy of Arts του Λονδίνου, επισκέφτηκε την Πάρο συνοδευόμενος από τον νεαρό ελληνιστή Henry Ardene Ormerod. Σκοπός της επίσκεψης του Jewell ήταν να συντάξει, για πρώτη φορά, μία συστηματική μελέτη της Παναγίας Καταπολιανής με σχεδιαστικές και φωτογραφικές αποτυπώσεις. Η εργασία αυτή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ενός έργου που ανατέθηκε στον φοιτητή αρχιτεκτονικής από την Επιτροπή του Byzantine Research and Publication Fund και κατόπιν σχετικής άδειας της Βρετανικής Σχολής Αθηνών.
Το Byzantine Research and Publication Fund ήταν ένα ταμείο με έδρα το Λονδίνο, το οποίο ιδρύθηκε το 1908 για την προώθηση της έρευνας και δημοσίευσης βυζαντινών μνημείων στην περιοχή δράσης των Βρετανών ερευνητών, δηλαδή στην Ανατολική Μεσόγειο. Το ενδιαφέρον αυτό είχε ήδη ξεκινήσει από τα τέλη του 19ου αιώνα με τις εργασίες πρωτοπόρων αρχιτεκτόνων, όπως του Robert Weir Schultz και του Sidney Howard Barnsley για τη Μονή του Οσίου Λουκά στη Βοιωτία.
Η Καταπολιανή παρέμενε για χρόνια στη διάσταση του μύθου. Και αυτό δεν αφορούσε μόνο τη διαδεδομένη και επίσημη πλέον ονομασία της (Εκατονταπυλιανή, σύμφωνα με την οικεία μητρόπολη και όχι μόνο αυτή).
Η Επιτροπή χρηματοδότησε μία δεύτερη συμπληρωματική επίσκεψη του Jewell, ωστόσο το έργο της δημοσίευσης της μελέτης για την Καταπολιανή παρουσίαζε εξαιρετικές δυσκολίες λόγω των προβλημάτων στη συνεργασία ανάμεσα στην Επιτροπή του BRPF και τον φοιτητή. Τελικά η μελέτη δημοσιεύτηκε το 1920, χάρη στη σωτήρια παρέμβαση του Frederick William Hasluck, βοηθού διευθυντή της Βρετανικής Σχολής, ο οποίος ανέλαβε να συγγράψει τα κεφάλαια για την ιστορία και τις επιγραφές του μνημείου. Η έκδοση των Jewell και Hasluck υπήρξε η τελευταία της σειράς δημοσιευμάτων του BRPF και η πρώτη επιστημονική δημοσίευση για το κορυφαίο αυτό βυζαντινό μνημείο των Κυκλάδων.
Όταν ο Jewell επισκέφτηκε την Πάρο, η Καταπολιανή έδινε εξωτερικά την εντύπωση ενός νησιωτικού μεταβυζαντινού μνημείου: λευκά επιχρίσματα κάλυπταν όλες τις επιφάνειες του ναού και ο βυζαντινός κεντρικός τρούλος είχε δεχτεί ως επισκευή μία κωνικής μορφής προσθήκη. Η εξωτερική αυτή εικόνα του ολόλευκου, επιβλητικού εκκλησιαστικού συγκροτήματος άλλαξε ανάμεσα στα 1959 και 1965, οπότε ο Αναστάσιος Ορλάνδος, ο αρχιτέκτονας-αναστηλωτής που κυριάρχησε στα ελληνικά πράγματα για δεκαετίες, προχώρησε σε επεμβάσεις, προκειμένου να επιλύσει τα στατικά προβλήματα του ναού. Ωστόσο, ο Ορλάνδος πραγματοποίησε πουριστικού (αποκαθαρτικού) χαρακτήρα αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες στόχο είχαν να επαναφέρουν το συγκρότημα στη βυζαντινή του μορφή. Το αποτέλεσμα των εργασιών του είναι αυτό που βλέπει ο επισκέπτης σήμερα: αποκλειστική προβολή της βυζαντινής διάστασης του συγκροτήματος εκτός και εντός, όσο και υπερβολικά σαφείς βυζαντινές όψεις με σημαντικές αλλοιώσεις των αυθεντικών στοιχείων του μνημείου.
Με την έκδοση των Jewel και Hasluck το 1920 σκιαγραφήθηκε και εν τέλει καθιερώθηκε η άποψη που έχει ο κόσμος για το παριανό μνημείο έως τις μέρες μας. Στην ιστορική ανάλυση του συγκροτήματος παρουσιάστηκε η αρχική ονομασία του μνημείου (Καταπολιανή) και αναλύθηκε η ετυμολογική της προέλευση ως προϊόν σύνθεσης των λέξεων «κάτω» και «πόλις», δηλαδή περιγραφή εκείνης της περιοχής στο λιμάνι που βρίσκεται κάτω από τον οχυρωμένο οικισμό του νησιού, δηλαδή το Κάστρο της Παροικιάς (πβλ. τα Κατάπολα της Αμοργού). Τελικά στη δημοσίευση επιλέχτηκε να προβληθεί η μυθική ονομασία, η Εκατονταπυλιανή (ακόμη και μεταφρασμένη στα αγγλικά: The Church of our Lady of the Hundred Gates), αυτή που αναφέρεται στις ενενήντα εννιά πύλες και τη μία λανθάνουσα εκατοστή που θα αποκαλυφθεί όταν οι Έλληνες πάρουν την Κωνσταντινούπολη. Τότε αυτό το όνειρο για κάποιους δεν ήταν άπιαστο. Το 1919 η προοπτική της κατοχής της ευρωπαϊκής Κωνσταντινούπολης από την Ελλάδα είχε διατυπωθεί και από Βρετανούς.
Από την άλλη, η μελέτη των Jewell και Hasluck για την Καταπολιανή θεμελίωσε την άποψη για την οικοδομική ιστορία του μνημείου, η οποία επίσης σε γενικές γραμμές έχει ισχύ έως σήμερα. Στη μελέτη τους προωθήθηκε ιδιαίτερα η σχέση του ναού με τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565) και την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης. Η σχέση αυτή εκκινεί από μία μυθική αφήγηση που για πρώτη φορά μας διασώζει ο Άγγλος έμπορος Bernard Randolph στις ταξιδιωτικές του σημειώσεις από το 1687: ο Παριανός αρχιτέκτονας της Καταπολιανής μαθήτευσε δίπλα σε αυτόν της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης.
Η Καταπολιανή παρέμενε για χρόνια στη διάσταση του μύθου. Και αυτό δεν αφορούσε μόνο τη διαδεδομένη και επίσημη πλέον ονομασία της (Εκατονταπυλιανή, σύμφωνα με την οικεία μητρόπολη και όχι μόνο αυτή). Το υψηλών αξιώσεων εκκλησιαστικό συγκρότημα με δυσκολία μπορούσε να ξεπεράσει τον ορίζοντα του 6ου αιώνα και να χρονολογηθεί αργότερα, στους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες του Βυζαντίου (7ος-9ος αι.), ιστορικό διάστημα για δεκαετίες άγνωστο ακόμη και στους ειδικούς. Ο Ιουστινιανός Α' παρέμενε μία σταθερή πρόταση. Ωστόσο, η προσεκτικότερη μελέτη των υλικών καταλοίπων της Καταπολιανής, και συγκεκριμένα των επιγραφών της, προσέφερε ένα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο το 2019: την ανάγνωση του ονόματος «Λέων» (και όχι «Ιουστινιανός») σε γλυπτό από το βυζαντινό της τέμπλο και την ταύτιση αυτού του Λέοντος με έναν αυτοκράτορα της εικονομαχικής περιόδου, πιθανότατα τον Λέοντα Ε' τον Αρμένιο (813-820). Πράγματι, το συγκρότημα της Καταπολιανής δεν μπορεί για διάφορους λόγους να ανήκει στον 6ο αιώνα. Η γλυπτική και τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά (ιδίως του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου) μάς κατευθύνουν στις αρχές του 9ου αιώνα.
Έτσι, η Παναγία Καταπολιανή αναδεικνύεται στον μεγαλύτερο ναό των Κυκλάδων από την εικονομαχική περίοδο, αναντίστοιχο βέβαια των μικρών εικονομαχικών εκκλησιών της γειτονικής Νάξου που κατά κανόνα συμπληρώνουν τη θολή εικόνα των βυζαντινών Σκοτεινών Αιώνων. Κοιτώντας τα μικρά, χάσαμε τα μεγάλα. Γιατί αργήσαμε να φτάσουμε σε αυτό το συμπέρασμα; «Η βυζαντινολογία είναι ένα πολύ αυστηρό συνάφι», είχε σημειώσει ο Hans Georg Beck, σχολιάζοντας τη συντηρητική πορεία της επιστήμης και όσων τη θεραπεύουν.
Σημείωση: Οι παραπάνω χρονολογικές θέσεις περιέχονται στο βιβλίο του συγγραφέα με τον τίτλο «Η Αθήνα μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου: Αρχιτεκτονική γλυπτική από τον 8ο έως τον 11ο αι. μ.Χ.» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ινστιτούτο του Βιβλίου-Καρδαμίτσα. Οι φωτογραφίες αρχείου δημοσιεύονται με την άδεια της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου και του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.