Την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου στην Πάρο ας πούμε ότι κορυφωνόταν το τσίρκο της πρώτης ενήλικης ζωής μου. Ήμουν 19 (καλό), είχα περάσει σε μια σχολή που σιχαινόμουν και δεν έλεγα να αποφασίσω τι θα κάνω μαζί της (κακό), ζούσα τον πρώτο μου χρόνο στη δημοσιογραφία (τρέλα!), σε εφημερίδα (πιο τρέλα), στην πρώτη μου δημοσιογραφική αποστολή (ανέκδοτο) για να καλύψω ένα συνέδριο της ΚΕΔΚΕ, νομίζω (οι κηδείες έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον).
Τα παρατράγουδα ξεκινούν με το που δένει το πλοίο στο λιμάνι –πανέμορφο το πρώτο βλεφάρισμα στο νησί–, όπου τα μποφόρ τυλίγουν το φόρεμα στον λαιμό μου με διπλό περιελιγμό-χαστούκι και πατάω γη ντροπιασμένη και κακόμοιρη. Η οδηγία του αρχισυντάκτη λέει ότι γυρίζω πίσω με συνέντευξη του δημάρχου του νησιού και όλα τα παραλειπόμενα του συνεδρίου (ναι, καλά), αλλά το νησί από το έμπα του μυρίζει ουζάκι και γούνες –τοπικός ψαρομεζές–, με τα χταπόδια να λιάζονται υποσχετικά μπροστά στα μάτια μας.
(Τip 1: Με το που πατάτε Νάουσα, τις πιο ωραίες γούνες και τους καλύτερους ψαρομεζέδες τούς τρώτε στον Δαμιανό, ένα από τα πιο παλιά εστιατόρια, 40 χρόνια και βάλε. Αν, όμως, η όρεξή σας τραβάει παϊδάκια, κοντοσούβλι και γενικώς κρεατικά, κάνετε μεταβολή και αναζητάτε τον Κλαρίνο στις Λεύκες.)
Την Εκατονταπυλιανή αξίζει να την επισκεφτείτε κι αν βρείτε και κάποιο από τα παππουλάκια του νησιού να σας πει την ιστορία της, σ' όποιον Θεό κι αν πιστεύετε, για ιστορικούς λόγους, κάπως θα συγκινηθείτε
Πριν προλάβουμε να συνέλθουμε από το κύμα, οι τοπικοί παράγοντες μας έχουν βουτήξει (ναι, ναι, εμάς τους δημοσιογράφους – α, ναι, είμαι κι εγώ σ' αυτό το πανηγύρι) κι αρχίζει ένα σαφάρι από χωριουδάκι σε χωριουδάκι, με το μίνι βαν του δημαρχείου, και από σύλλογο σε σύλλογο: από δω η Νάουσα κι από κει η Παροικιά και οι Λεύκες, από δω οι κυρίες της Μάρπησσας, του Γαλησσά και οι άλλες από το Πίσω Λιβάδι, και να δείτε λίγο και την Εκατονταπυλιανή (που έχει, λέει, 99 πόρτες, όταν βρεθεί η 100στή θα πάρουμε την Πόλη), κρίμα είναι, όλο το νησί σ' ένα απίστευτο fast forward σαφάρι κι από παντού να σκάνε καλαθούνες με τοπικά εδέσματα και κάππαρη, πόση κάππαρη, ήμαρτον, και βιβλία για την ιστορία του νησιού να κρέμονται πεντάκιλα από κάθε μας χέρι.
(Τip 2: Την Εκατονταπυλιανή αξίζει να την επισκεφτείτε κι αν βρείτε και κάποιο από τα παππουλάκια του νησιού να σας πει την ιστορία της, σ' όποιον Θεό κι αν πιστεύετε, για ιστορικούς λόγους, κάπως θα συγκινηθείτε).
Και όλοι άνω των 35 (τραγωδία για το «τότε» μου) και οι άντρες ψαρομάλληδες, μου 'χαν δείξει εκεί μια φωτογραφία του δημάρχου, πάω θρασύτατη, κατάκοπη, μα χαλαρή, δίνω χεράκι, συστήνομαι, λέω αυτά που μου 'χε πει ο αρχισυντάκτης (πόσο πρόβατο) και τόση ώρα συστήνομαι σε άλλον, μπερδεύτηκα απ' τα πολλά άσπρα μαλλιά, ευτυχώς ξέρει τον κανονικό δήμαρχο, «κλειδώνουμε» τη συνέντευξη και μετά μας πάνε για φαγητό στο Πίσω Λιβάδι. Μαγεία. Όλα. Το φαγητό, τα ούζα που σκάγανε από παντού και το μπότζι, τοπικό ποτό, τσίπουρο βρασμένο δύο φορές με μέλι. Χαρές και χάχανα και θέα άλλο πράγμα, εκεί κατάλαβα ότι θα αγαπώ για πάντα το λαδοτύρι, την ξινομυζήθρα και όλα τα λιαστά ψάρια και να «στην υγειά σας και να μας ξανάρθετε» και «έλα, κοπελιά, μην το κοιτάς, είναι καθαρό» και τ' ορκίζομαι ότι δεν ένιωσα στιγμή μεθυσμένη –ομιλία, ειρμός, όλα στη θέση τους–, μέχρι την ώρα που έκανα να σηκωθώ από την καρέκλα. Εκεί νομίζω πως ορκίστηκα ότι δεν θα ξαναπιώ ποτέ. Άθλος το να φτάσω μέχρι το βανάκι, άθλος να βρω το δωμάτιο στο Punda Beach, άλλο τέλειο κι αυτό, μια ώρα κάτω από το ντους για να 'ρθω σε λογαριασμό, το βράδυ είχα τη συνέντευξη.
Τι μου είπε ο συμπαθής τοπικός άρχων, τι τον ρώτησα, όποιος έχει απόκομμα της συνέντευξης ας μου το στείλει. Να λέμε που δούλεψε το κασετοφωνάκι – και πρέπει να 'βγαλα και είδηση, ούτε που το θυμάμαι, γιατί πανηγυρίζανε στην εφημερίδα. Κι εκεί που λέω έναν καφέ να πιω, να βγάλω τα τακούνια που με το ζόρι μού φορέσανε γιατί ήμουνα μικρή και έπρεπε να δείχνω κάπως (μα, γιατί;!) και να γυρίσω ξυπόλυτη στο ξενοδοχείο να λιποθυμήσω με αξιοπρέπεια, με πετυχαίνει όλο το team των συναδέλφων και κάνουμε την ωραιότερη γύρα του νησιού με το βανάκι που παραλίγο να καταντήσει καμπριολέ από το γλέντι, για να καταλήξουμε σε ένα από τα πιο ζωντανά μπαράκια του νησιού, το Agosta. Την επομένη, βέβαια, είπαμε, είχε συνέδριο.
(Tip 3: Να θυμάστε ότι η νυχτερινή ζωή της Νάουσας τα καλοκαίρια συγκρίνεται μόνο με της Μυκόνου στο πιο ποιοτικό της, συγγνώμη κιόλας. Εκτός από το Agosta, όπου μπορείτε να χορέψετε μέχρι το πρωί, βρείτε το Λιναρντό και το Come Back και μη φύγετε αν δεν δείτε να βγαίνουν σκούπες και φαράσια. Και... Tip 4: Επειδή το πρωί θα πεινάτε, αν είστε του γλυκού, περάστε από το θρυλικό ζαχαροπλαστείο Χαμηλοθώρης. Και τυρόπιτες έχει και αλμυρά, αλλά όποια κι αν είναι η ερώτησή σας, η απάντηση είναι ζαχαρομπακλαβάς. Α, και προφιτερόλ να δοκιμάσετε και όλα του τα γλυκά με κρέμα).
Από τότε ξαναπήγα στην Πάρο αμέτρητες φορές, έκανα φίλους, παραλίγο να δουλέψω και να μείνω (κρίμα που δεν έμεινα, ευτυχώς που δεν συνεργάστηκα), φχαριστήθηκα την Αντίπαρο όσο λίγοι, είχα τη χαρά να γνωρίσω τον απόλυτο ταξιτζή-ξεναγό «από δω η βίλα του τάδε κλέφτη, από δω του άλλου», άκουσα τον αγαπημένο μου τραγουδιστή να τραγουδάει μόνο για μένα και την παρέα μου (δεν λέω όνομα), αλλά... Πάντα θυμάμαι εκείνη τη φορά που αποφάσισα ντίρλα κι ευτυχισμένη τι θέλω να κάνω στη ζωή μου, κι ας έμενα αιώνια φοιτήτρια (που το πήρα το «χαρτί», τελικώς) κι ας μ' έστελναν σε όσα βαρετά συνέδρια ήθελαν.
Και extra tip για το τέλος: Για μπάνιο διαλέξτε Κολυμπήθρες ή Μοναστήρι! Πάτε οδικώς, αλλά φτάνετε και με καραβάκι και είναι υπέροχα, τα νερά, το τοπίο, όλα. Αρκεί να μην ξεμείνετε, γιατί τα δρομολόγια κάποτε σταματάνε. Αν, όμως, ξεμείνετε, φροντίστε για παρέα και εφόδια. Βασικά για το πρώτο. Το ότι θα περάσετε καλά είναι σίγουρο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια