Στη σημερινή Κωνσταντινούπολη των 1000-1200 Ρωμιών, τα νοσοκομεία Μπαλουκλί εξακολουθούν να παίζουν σημαντικό ρόλο για την ελληνική κοινότητα, ακόμα και μετά την πληθυσμιακή συρρίκνωση των Ρωμιών στη δεκαετία του 1960.
Το Μπαλουκλί είναι μέρος των βακουφίων που ορίζονται ως τα μειονοτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν κοινωφελή σκοπό, δηλαδή κυρίως θρησκευτικό, εκπαιδευτικό ή φιλανθρωπικό, κατά το ισχύον δίκαιο. Το Νοσοκομείο Μπαλουκλί πήρε το όνομά του από τη γειτονική μονή της Ζωοδόχου Πηγής, που με τη σειρά της ονομάστηκε έτσι λόγω των ψαριών που ζουν στο ομώνυμο αγίασμα. Είναι γνωστή η παράδοση για τα ψάρια (Balik) που έπεσαν στην πηγή από το τηγάνι του καλόγερου που δεν πίστευε ότι η Πόλη αλώθηκε.
Όταν στις αρχές Αυγούστου ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά στο οίκημα που στεγάζει το γηροκομείο του Μπαλουκλί –και τα υπόγειά του που ήταν το παλιό φρενοκομείο– στην περιοχή Zeytinburnu της Κωνσταντινούπολης, τον γύρο του κόσμου έκαναν οι εικόνες με τους ηλικιωμένους «σαν εύθραυστα πουλιά» στα χέρια των διασωστών. Εκατόν τέσσερις ηλικιωμένοι πολίτες, άποροι ή χαμηλού εισοδήματος, μεταφέρθηκαν εκτός κτιρίου με φορεία και αναπηρικά καροτσάκια, δεν αναφέρθηκαν θύματα ή τραυματίες, ενώ περίπου 80 ασθενείς μεταφέρθηκαν σε άλλα νοσοκομεία. Το Μπαλουκλί φιλοξενούσε από παλιά γέροντες από διαφορετικές οικονομικές τάξεις, όσοι πλήρωναν κάτι είχαν δικό τους δωμάτιο, οι υπόλοιποι κοιμούνταν σε κοιτώνες με περισσότερα από έξι ή οκτώ κρεβάτια.
Αυτά τα νοσοκομεία ήταν τα πρώτα που συνέβαλαν στην ιδέα της αντιμετώπισης της ασθένειας εντός νοσοκομείου, όπου η περίθαλψη μπορούσε να γίνει συστηματικά, κυρίως κατόπιν απομόνωσης του ασθενούς, επειδή αγνοείτο τότε η σύγχρονη θεραπεία με ορούς και αντιβιοτικά.
Τα αίτια της πυρκαγιάς που ξέσπασε στην οροφή του κτιρίου παραμένουν άγνωστα, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που κτίρια του Μπαλουκλί παραδίδονται στις φλόγες.
Πηγαίνοντας πίσω στην ιστορία και αναζητώντας τα ίχνη της ίδρυσης των νοσοκομείων Μπαλουκλί στις ιστορικές σημειώσεις της ίδρυσής τους, στην πρώτη κιόλας πρόταση διαβάζουμε ότι «η ομογένεια της Κωνσταντινουπόλεως ανέκαθεν εμερίμνα και προς ανακούφισιν των πασχόντων και νοσηλείαν και ίασιν των ασθενούντων πτωχών της».
Στις περισσότερες ιστορίες που φτάνουν στις μέρες μας για τους Έλληνες της Πόλης συνήθως παραλείπεται η φτώχεια που υπάρχει από τότε που Έλληνες έφταναν στην Πόλη, αιώνες πριν, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, μέχρι σήμερα με τη μεγάλη δημογραφική συρρίκνωση. Η φτώχεια είναι παρούσα, με όρους βέβαια πολύ διαφορετικούς από ό,τι στο παρελθόν, και δεν σχετίζεται τόσο με τις μεγάλης κλίμακας αλλαγές της τουρκικής κοινωνίας αλλά με τη μικρή κοινωνική ιστορία της μειονότητας.
Όταν το 1753 στην Κωνσταντινούπολη ενέσκηψε η φοβερή επιδημία της πανώλης, η συντεχνία των Ορθόδοξων παντοπωλών ίδρυσε στο Επταπύργιο νοσοκομείο για τη νοσηλεία των προσβαλλομένων από τη νόσο, ανθρώπων που φυσικά εκείνη την περίοδο δεν θα μπορούσαν να έχουν κανενός άλλου είδους περίθαλψη.
Το 1790 καίγεται ολοσχερώς το ξύλινο οίκημα που στέγαζε το νοσοκομείο και το 1793 ανεγείρεται το νέο νοσοκομείο με την προστασία του μεγάλου διερμηνέως της Πύλης Γεωργίου Μουρούζη και με φροντίδα και δαπάνη του Οικουμενικού Πατριάρχη Νεόφυτου Ζ’, που λειτούργησε μέχρι το 1837 οπότε κατέπαυσε η επιδημία της πανώλης και συστήθηκαν λοιμοκαθαρτήρια από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’.
Παράλληλα, το 1761 χτίζονται στον περίβολο της εκκλησίας της Παναγίας της Σούδας κελιά στα οποία νοσηλεύονταν μέχρι το 1839 φρενοβλαβείς και μικρός αριθμός ασθενών, ενώ ταυτόχρονα σχεδόν με τα παραπάνω νοσοκομεία ανεγείρεται από τον Γεώργιο Σταυράκογλου, το 1762, στο Γαλατά, νοσοκομείο για τη νοσηλεία ναυτιλλομένων που δεν είχαν προσβληθεί από επιδημικά νοσήματα. Και το νοσοκομείο τούτο πυρπολείται, ανεγείρεται λιθόκτιστο κατά το 1814 από τη συλλογή συνδρομών που ανέρχονταν σε 1105 χρυσές τούρκικες λίρες με την επιστασία του Πατριάρχη Κυρίλλου ΣΤ’ και του μεγάλου διερμηνέως της Υψηλής Πύλης Ιάκωβου Αργυρόπουλου. Όμως τα νοσοκομεία αυτά θεωρούνταν ανεπαρκή και το 1780 ανεγείρεται τρίτο νοσοκομείο στο Σταυροδρόμι του Ταξίμ με συνεισφορές των ομογενών, στο οποίο νοσηλεύθηκαν και πανωλικοί κατά τη μεγάλη επιδημία.
Η ομογένεια όμως της Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν ικανοποιημένη με αυτά που έπραξε για τους ασθενείς και πάσχοντες. Επιζητούσε να καταρτίσει νοσοκομεία «τελειότερα, επιστημονικότερα και μεθοδικότερα» που θα εκπλήρωναν τη φιλάνθρωπο αποστολή τους. Με δικούς της πόρους και συνδρομές αποφάσισε μετά την κατάπαυση της επιδημίας της πανώλης να αναγείρει νέα νοσοκομειακά κτίρια συγκεντρώνοντάς τα στο ίδιο μέρος. Αγοράζει έξω από την πύλη του Επταπύργιου και απέναντι από την πύλη του Ρηγίου (Βελιγραδίου) «μέγα γήπεδον εξ 8.000 τετραγωνικών πήχεων και επί του γηπέδου τούτου κτίζονται κατά τα έτη 1837 και 1838 τα Νοσοκομεία Βαλουκλή περιλαμβάνοντα δώδεκα μεγάλας αιθούσας, Φαρμακείον, Μαγειρείον, Πλυντήριον, Ιματοφυλάκειον, Βαλανείον, Αποθήκας και την εκκλησίαν του Αγίου Χαραλάμπους».
Σε αυτά τα κτίρια μεταφέρθηκαν και όσοι νοσηλεύονταν στα νοσοκομεία του Ταξίμ και του Γαλατά, τα οποία έκλεισαν, αλλά και όσοι νοσηλεύονταν στο Φρενοκομείο Εγρί-Καπού. Το 1816 υπάχθηκε στο νοσοκομείο και η Μονή της Ζωοδόχου Πηγής, γιατί εκεί μερικά μικρά κτίρια λειτουργούσαν ως ψυχιατρικές κλινικές.
Το 1852-53 ανοικοδομείται δίπλα στο νοσοκομείο από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Δ’, με τη συνδρομή πολλών κληρικών και λαϊκών ομογενών, το Ορφανοτροφείο Αρρένων. Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα ορφανοτροφεία που σήμερα το κτίριό του, μέσα στον περίβολο του νοσοκομείου, είναι νοικιασμένο στο ιδιωτικό κολλέγιο Αβρούπα, ενώ το 1903, το ορφανοτροφείο μεταφέρθηκε στην Πρίγκηπο «σε αγορασθέν από την Ελένη Ζαρίφη μεγαλοπρεπές κτίριο».
Το 1894 πολλά κτίρια κατέρρευσαν από τον μεγάλο σεισμό, ενώ από το 1900 κατεδαφίζονται πολλά παλαιά κτίρια και αρχίζουν να ανεγείροντα νέα, σύμφωνα «προς τας απαιτήσεις της υγιεινής και της ιατρικής επιστήμης και ανταξίων προς τα τελειότερα εν Ευρώπη λειτουργούντα νοσοκομειακά κτίρια».
Το 1920 σύμφωνα με τις «Ιστορικές σημειώσεις» (Τάσσου Βακαλοπούλου, Κωσταντινούπολη 1920 και το Λεύκωμα που προέρχεται από την Ιστορική Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη) της ίδρυσης των νοσοκομείων Μπαλουκλί λειτουργούσαν σε έκταση 163.000 τετραγωνικών μέτρων τα ακόλουθα κτίρια: Δυο εκκλησίες του Αγίου Χαραλάμπους και των Αγίων Αναργύρων, ραφείο (1838), αποθήκη τροφίμων (1869), τμήμα ανησύχων φρενοβλαβών με δυο πτέρυγες και 25 κλίνες ανδρών και 25 κλίνες γυναικών (1882), δυο πτέρυγες φρενοκομείου με τριακόσιες κλίνες (150 ανδρών και 150 γυναικών), πύργος με μεγάλο ωρολόγιο (1882), δαμαλοστάσιο που πυρπολήθηκε, ανεγέρθηκε ξανά, κατεδαφίστηκε το 1909 και εγκαταστάθηκε απέναντι από το κτίριο του Γηροκομείου, απολυμαντικός κλίβανος, διευθυντήριο και γραφεία, τρεις οικίσκοι (1896) και υδροθεραπευτήριο, μηχανικό πλυντήριο, μηχανοστάσιο.
Επειδή με την επέκταση των νοσοκομείων η ύδρευσή τους με αντλίες απέβαινε ανεπαρκής, από τον Μάρτιο του 1925 άρχισε να γίνεται με ηλεκτροκινητήρες, ενώ παράλληλα γίνεται και η εγκατάσταση του ηλεκτρισμού.
Είναι παράξενες σήμερα οι ονομασίες που διαβάζουμε στα τμήματα του νοσοκομείου: «τμήμα επιληπτικών και ρυπαρών φρενοβλαβών γυναικών», «τμήμα ησύχων εργαζομένων φρενοβλαβών ανδρών», και άλλες ονομασίες που δείχνουν ότι τα νοσοκομεία Μπαλουκλί στην εποχή τους ήταν πρότυπα. Ασηπτικά εγχειρητήρια, και πολλές χειρουργικές πτέρυγες, πέντε περίπτερα ειδικών νοσηλευτηρίων (φθισιατρείων), ευλογιοκομείο, πέντε ειδικές πτέρυγες υπόπτων μολυσματικών ασθενειών, εργαστήριο ακτινοθεραπείας και ηλεκτροθεραπείας, φαρμακείο και χημείο, το Γηροκομείο που ανεγέρθηκε το 1909 από τον Θεόδωρο Μαυρογορδάτο με 150 κλίνες ανδρών και 64 γυναικών, φαρμακείο, χημείο και μικροβιολογικό εργαστήριο, παθολογική κλινική που ιδρύθηκε το 1912 με 128 κλίνες ανδρών και 64 γυναικών και οφθαλμιατρείο με 18 κλίνες ανδρών και 12 γυναικών.
Ανάμεσα στους μεγάλους ευεργέτες του Μπαλουκλί είναι ο Ανδρέας Συγγρός, η οικογένεια Μαυρογορδάτου, ο Ευστάθιος Ευγενίδης και ο Στέφανος Σκουλούδης, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός και επιφανείς και οικονομικά εύρωστες οικογένειες της Πόλης.
Η φυματίωση, η χολέρα, ο εξανθηματικός τύφος, η γριππώδης πνευμονία κυριολεκτικά θερίζουν και «τα θύματα του καθήκοντος», γιατρούς και νοσηλευτές και βοηθητικό προσωπικό των νοσοκομείων. Στα αρχεία αναγράφονται 85 ονόματα του προσωπικού που πέθαναν στη διάρκεια της λειτουργίας του Μπαλουκλί, μάλιστα υπάρχουν και τρεις δολοφονίες, μια το 1869 όταν ο φρενοκόμος Βασίλειος Βούλγαρης εφονεύθη από έναν φρενοβλαβή, η νοσοκόμα Ευφημία Μπατεμτζή που «δηχθείσα υπό φρενοβλαβούς» πέθανε το 1895 και ο νοσοκόμος Δημήτριος Σαμακοβλής που δολοφονήθηκε από έναν νοσηλευόμενο κατάδικο το 1867.
Παράδειγμα ιατροφιλόσοφου του 19ου αιώνα που εργάσθηκε στο νοσοκομείο Μπαλουκλί είναι ο Αλέξανδρος Πασπάτης (1814-1891). Γεννημένος στη Χίο, μετά την καταστροφή της το 1822 εκτίθεται στην αγορά των δούλων της Σμύρνης. Η μητέρα του δωροδοκώντας τον ελευθερώνει, μεταβαίνουν στη Μάλτα και εν συνεχεία ο Πασπάτης μεταβαίνει στη Βοστώνη όπου έμεινε μέχρι το 1831, κάνοντας εκεί σπουδές στο Άμχερστ. Εγκαταλείπει την Αμερική και πηγαίνει στην Πόλη, όπου μένει μέχρι το 1935, για να φύγει στη συνέχεια για το Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Ταξιδεύει στο Λονδίνο και ασκείται στην ιατρική και το 1840 εγκαθίσταται οριστικά στην Πόλη. Εκεί αφιερώθηκε στο ιατρικό του έργο και στη διεύθυνση του νοσοκομείου Μπαλουκλί, το οποίο αναδιοργάνωσε και εκσυγχρόνισε μέχρι το 1860. Ο Πασπάτης διαπρέπει όχι μόνο ως γιατρός αλλά και ως γλωσσολόγος και βυζαντινολόγος. Γνωρίζει πλην των ευρωπαϊκών γλωσσών την τουρκική και την περσική – συνολικά δεκάξι γλώσσες. Το 1861 συμβάλει στην ίδρυση του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, στο περιοδικό του οποίου δημοσιεύονται επιστημονικές μελέτες του. Το 1882 εγκαταλείπει οριστικά την Πόλη και εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου αφιερώνει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στον σύλλογο «Κοραής» της Χίου και στο Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο.
Όπως ο Πασπάτης, «οι Ρωμιοί γιατροί της Πόλης του 19ου αιώνα, έχοντας σπουδές και γλωσσομάθεια, άμεση σχέση με τα ευρωπαϊκά ρεύματα, πέραν της ιατρικής, αναγνωρίζουν τα δικαιώματα της γυναίκας, την αξία της εθνικής γλώσσας κάθε λαού, τη συμμετοχή του λαού στη διαχείριση των κοινών, την κοινωνική οργάνωση των αδυνάτων, δραστηριοποιούνται σε πολλούς τομείς και συντελούν στη χειραφέτηση της παιδείας θηλυκού γένους, τη διασπορά των ρευμάτων και ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, την προστασία και περίθαλψη των αδυνάτων» γράφει ο γιατρός της Πόλης και απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής Σταύρος Υψηλάντης.
Αυτά τα νοσοκομεία ήταν τα πρώτα που συνέβαλαν στην ιδέα της αντιμετώπισης της ασθένειας εντός νοσοκομείου, όπου η περίθαλψη μπορούσε να γίνει συστηματικά, κυρίως κατόπιν απομόνωσης του ασθενούς, επειδή αγνοείτο τότε η σύγχρονη θεραπεία με ορούς και αντιβιοτικά.
Από τις μαζικές μεταναστεύσεις του ’60 και έπειτα οι μειονοτικοί Ρωμιοί άρχισαν να ζουν μεταξύ ξεχωριστών γίγνεσθαι. Η κοινότητα των Ρωμιών φυλλορροούσε και ο κοινωνικός ιστός και οι δομές αλληλεγγύης που πήγαζαν από αυτόν κατακερματίζονταν.
Το έσθαι Ρωμιός άρχισε να αποτελεί για πολλούς, για την πλειοψηφία, μια προοπτική χωρίς μέλλον. Είναι ενδεικτικό ότι στις συνθήκες αυτές παύει ουσιαστικά και η παραδοσιακή δραστηριότητα της Αδελφότητας των Κυριών του Πέρα, ένας φορέας που, σύμφωνα με τη Σούλα Μπόζη, βοήθησε στην επαγγελματική κατάρτιση των κοριτσιών των λαϊκών τάξεων με εργαστήρια κοπτικής-ραπτικής και κεντητικής που κεντούσαν προίκες έναντι αμοιβής κα κατόπιν παραγγελίας, κάτι που συνεχίστηκε σταθερά μέχρι την περίοδο της δημογραφικής συρρίκνωσης.
Τη δεκαετία του 1960 αρχίζει η εποχή της μεγάλης συρρίκνωσης και για τα νοσοκομεία Μπαλουκλί, όταν οι Ρωμιοί αρχίζουν να εγκαταλείπουν την Πόλη, ενώ ακόμα τα νοσοκομεία δεν δέχονται Τούρκους ασθενείς. Η πρώτη κλινική που έκλεισε ήταν η γυναικολογική, δεν υπήρχαν γέννες Ρωμιών στην Πόλη. Αυτό δείχνει την ερήμωση και την ελάχιστη ανανέωση του πληθυσμού από τότε.
Οι Τούρκοι άρχισαν να πηγαίνουν στα νοσοκομεία Μπαλουκλί από το 1991, ενώ λειτουργούσαν υπό την αιγίδα των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων, με πρόεδρο της εφορείας τον Δημήτρη Καραγιάννη, έναν σημαντικό επιστήμονα που αφιέρωσε τη ζωή του εκεί. Ο Καραγιάννης βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα το 2013, καθώς η ομογενειακή διοίκηση Μπαλουκλί, που διαχειρίζεται το νοσοκομείο και γενικά τα Ιδρύματα Μπαλουκλί, προέβη σε δηλώσεις σύμφωνα με τις οποίες εάν ο πρωθυπουργός τότε Ταγίπ Ερντογάν δεσμευόταν ότι το κράτος θα αναλάβει εφεξής τα έξοδα συντήρησής τους, τότε η διοίκηση του Μπαλουκλί θα μπορούσε να αποδεχθεί και, μάλιστα, «με μεγάλη χαρά», την απαλλοτρίωση των καταστημάτων που βρίσκονται γύρω από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, τα οποία ανήκουν στο Ίδρυμα Μπαλουκλί.
Αυτά συνέβαιναν όταν χιλιάδες διαδηλωτές συγκεντρώνονταν το 2013 στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης, ζητώντας την παραίτηση του πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν.
Ο Καραγιάννης δήλωσε τότε ότι: «Δωρητής αυτού του νοσοκομείου ήταν η σύζυγος του Πορθητή Σουλτάνου Μεχμέτ, ιδρυτής ήταν ο εγγονός του Πορθητή, ο Σουλτάνος Γιαβούζ Σελίμ. Ο πρωθυπουργός ήταν ο μόνος πρωθυπουργός που ενδιαφέρθηκε για εμάς. Εάν αντιμετωπίσει τα έξοδα του νοσοκομείου, με μεγάλη χαρά θα αποδεχτώ την απαλλοτρίωση. Ο Σουλτάνος Σελίμ ίδρυσε το νοσοκομείο κατά την επιδημία πανούκλας στην περιοχή Καράκιοϊ, μετά ήρθαμε εδώ που βρισκόμαστε. Οι Ρωμιοί δεν είχαν τίποτα, οι Οθωμανοί τους παραχώρησαν αυτό το ακίνητο. Κι εμείς με τα ενοίκια από τα ακίνητα μας αντιμετωπίζουμε τα έξοδα και μισθοδοτούμε 510 εργαζόμενους μας, οι οποίοι όλοι είναι Τούρκοι».
Ομογενειακοί κύκλοι της Πόλης δήλωσαν τότε στην «Ρanhellenic Post» ότι «ο κ. Καραγιάννης με τις δηλώσεις του αυτές προσβάλλει τη μνήμη αμέτρητων επωνύμων και ανωνύμων ομογενών ευεργετών και δωρητών, χάρη στη γενναιόδωρη προσφορά των οποίων υπάρχουν σήμερα τα Φιλανθρωπικά Καταστήματα Μπαλουκλί. Όπως επίσης αγνοεί επιδεικτικά την οικονομική συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη λειτουργία και ανάπτυξη του ιδρύματος». Η ομογενειακή πύλη της Πόλης omogeneia-turkey.com ανέφερε ότι «τα Φιλανθρωπικά Καταστήματα Μπαλουκλί ιδρύθηκαν με την ενοποίηση τριών προϋπαρχόντων Ρωμαίικων νοσοκομείων, μετά από πρωτοβουλία του Μεγάλου Διερμηνέα Γεώργιου Μουρούζη. Με πατριαρχικό σιγίλιο το 1794 ορίστηκαν επίτροποι του ιδρύματος οι συντεχνίες "…οι τε γουναράδες και των Χίων οι τζοχατσήδες και οι χεταετζήδες και οι τζεβαερετζήδες και οι απατζήδες χριστιανοί", οι οποίες ανέλαβαν τα έξοδα των νοσοκομείων.
Μπορεί το αρχικό οικόπεδο των νοσοκομείων να δωρήθηκε από τον Σουλτάνο Μαχμούτ το 1836, όμως με την παραχώρηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο των εσόδων από τα προσκυνήματα της Παναγίας Βαλουκλιώτισσας και της Παναγίας Σούδας, με τις γενναίες δωρεές ευεργετών όπως ο Γεώργιος Ζαρίφης, ο Αμπρουζής Μαυρογορδάτος, ο Ανδρέας Συγγρός, ο Ιωάννης Χαριτωνίδης, και άλλων λιγότερο γνωστών και ανωνύμων δωρητών, χτίστηκαν τα μεγαλοπρεπή κτίρια των Νοσοκομείων Μπαλουκλί και εξασφαλίστηκε η λειτουργία τους.
Πλην των ανωμάλων περιόδων, όπως αυτή του διορισμένου από το κράτος “Tek Mutevelli” εξωμότη Stamat Zinhni, βασική μέριμνα όλων των Εφορειών που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο ίδρυμα ήταν κατ’ έτος να αποδίδουν κανονικό λογαριασμό πεπραγμένων καθώς και στατιστική κίνηση των Νοσοκομείων, παρουσία του Πατριάρχου και της ηγεσίας της ομογένειας».
Ο Καραγιάννης κατηγορήθηκε ακόμα ότι δεν είχε κάνει εκλογές για 22 χρόνια, κάτι που επανειλημμένως είχε ζητήσει η ομογένεια για το μείζον αυτό ίδρυμά της, τόσο με δημόσιες εκκλήσεις της αλλά και με την κατάθεση σχετικού αιτήματος στη Διεύθυνση Βακουφίων της Πόλης.
Παρά την αναταραχή που προκλήθηκε το 2013, από το 1991 επί προεδρίας του άρχισαν και οι εργασίες επισκευών στο Μπαλουκλί, ενώ ο Καραγιάννης άρχισε να συγκεντρώνει έγγραφα που ήταν διασπαρμένα ή και άγνωστα ή δεν υπήρχαν στα αρχεία και αφορούσαν τα κτίρια του Μπαλουκλί ώστε με αυτό τον τρόπο να τα νομιμοποιήσει.
Παράλληλα, καταπολέμησε την εξάρτηση από τα ναρκωτικά, στην οποία έδωσε μεγάλη σημασία. Ίδρυσε το κέντρο τοξικομανίας το 1994, που δεν είχε δημιουργηθεί πριν από αυτόν στο νοσοκομείο. Συγκρότησε ένα πολύ επιτυχημένο προσωπικό γιατρών στο κέντρο. Σήμερα είναι ένα προνομιακό νοσοκομείο (κλινικές Ανατόλια) που δέχεται επισκέψεις από την Ευρώπη καθώς και από την Τουρκία. Στο νοσοκομείο έχουν σημειωθεί σημαντικές επιτυχίες μέσα σε πολλά χρόνια. Το ποσοστό επιτυχίας που επιτυγχάνεται στην απεξάρτηση από το αλκοόλ υπολογίζεται στο 95% και στην απεξάρτηση από την ηρωίνη στο 65%. Αυτές οι κλινικές είναι οι πρώτες που δημιουργήθηκαν στην Τουρκία.
Το Μπαλουκλί εξακολουθεί και σήμερα να έχει εξαιρετική ψυχιατρική κλινική. Η υπηρεσία ψυχικών και νευρικών παθήσεων του νοσοκομείου είναι η δεύτερη μεγαλύτερη υπηρεσία στην Κωνσταντινούπολη μετά το Bakırköy Psychiatric and Neurological Diseases Hospital και συνεχίζει να εξυπηρετεί το κοινό της Κωνσταντινούπολης με περισσότερους από 500 εργαζόμενους, γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό. Ανήκει στα «Μείζονα Ιδρύματα του Ελληνισμού της Πόλης», γνωστά και ως βακούφια, και είναι το μεγαλύτερο και το πιο εύπορο από τα βακούφια της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Τουρκίας. Τα νοσήλεα για τους άπορους Ρωμιούς είναι δωρεάν, ενώ η περίθαλψη για τους υπόλοιπους ασθενείς δεν θεωρείται ακριβή. Πλέον το νοσοκομείο λειτουργεί με Τούρκους εργαζόμενους και δέχεται ασθενείς ανεξαρτήτως θρησκείας και φυλής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Μπαλουκλί, το μεγαλύτερο ίδρυμα κοινωνικής πρόνοιας της Κωνσταντινουπολίτικης Ρωμιοσύνης ήταν και ο πυρήνας της δημιουργίας της Πολιτιστικής Εταιρείας Πανόραμα, που ιδρύθηκε το 1985, όταν το 1980 μια μικρή ομάδα φίλων που είχαν μόλις «ανακαλύψει» την ύπαρξη της Κωνσταντινούπολης –μόλις ή πριν από λίγα χρόνια– αποφάσισαν να αφιερώσουν μεγάλο μέρος της ζωτικότητάς τους στην καταγραφή της Ρωμιοσύνης και των ζώντων μνημείων της. Οι τότε φιλοξενούμενοι Ρωμιοί και Ρωμιές στις μεγάλες ευρύχωρες ψηλοτάβανες κάμαρες του Μπαλουκλί, τις γεμάτες με προσωπικά κειμήλια, όπου έμεναν οι ηλικιωμένοι του Γηροκομείου, άνοιξαν την καρδιά τους στους ανθρώπους από το Πανόραμα που αφηγήθηκαν ένα πλήθος ιστοριών. «Όλη η ιστορία του 20ού αιώνα, πριν και μετά το 1922, πριν και μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955, πριν και μετά τον Διωγμό του 1964, ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους» γράφει ο Γιάννης Γιγουρτσής. «Σκοτείνιαζαν τα μάτια τους, έτρεμαν τα χείλη τους, μιλούσαν για τα παιδιά τους στην Αμερική, στην Αυστραλία, στην Ελλάδα, στη Γερμανία – πίκρα μεγάλη και μοναξιά. Γελούσαν τα μάτια τους, θυμόντουσαν τραγούδια, γειτονόπουλα, μαντολινάτες, γλέντια στα Ταταύλα, έρωτες στο Κουζκουντζούκι, βαρκάδες, εσπερίδες, γιορτές, καπέλα και καπελάδικα, τσιμπούσια».
Για την ανακαίνιση του καμένου κτιρίου, όπως έγραψε ο Γιάννης Δεμιρτζόγλου (διευθυντής του Ζωγραφείου), μετά από συνομιλία με τον Γιάννη Σκαρλάτο, καθηγητή Κβαντικής Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, αντιπρόεδρο της εφοροεπιτροπής Μπαλουκλί, χρειάζονται χρειάζονται 30-33 εκατ. τουρκικές λίρες, δηλαδή 1,5-2 εκατ. ευρώ.
Οι ψυχιατρικοί ασθενείς που φιλοξενούνταν στο υπόγειο μεταφέρθηκαν όλοι στο Ανατόλια, σε δυο κτίρια που είναι αντικριστά και στο ένα φιλοξενούταν οι κυρίες, στο άλλο οι κύριοι.
Η εφοροεπιτροπή έσπευσε να δημιουργήσει νέους χώρους, ενώ με απόφαση Ερντογάν μεταφέρθηκαν αμέσως οι ασθενείς και γηροκομούμενοι στο Νεο νοσοκομείο «Prof. Dr. Dilmener» που ιδρύθηκε την περίοδο της πανδημίας. Κάποιοι ηλικιωμένοι από την πρώτη στιγμή έμειναν στο παθολογικό τμήμα Συγγρού του νοσοκομείου, ενώ κάποιοι έχουν επιστρέψει στο Μπαλουκλί στο Γηροκομειο όπου φιλοξενούνται μη ομογενείς Πολίτες. Μέσα στην εβδομάδα αυτή όλοι οι γηροκομούμενοι, 104 σε σύνολο, θα είναι πάλι στο Μπαλουκλί. Οι Ρωμιοί και οι Ρωμιές, αυτές οι ψυχές που ζουν εκεί έχοντας πάρει την απόφαση να μην αφήσουν την Κωνσταντινούπολη, να πεθάνουν στον τόπο τους, την Πόλη που έθρεψε όνειρα, ελπίδες, απογοητεύσεις, διωγμούς, παραδόσεις, αξίζει να έχουν την καλύτερη μεταχείριση και φροντίδα από όλους τους Ρωμιούς που έχουν μείνει στην Πόλη, είναι ένα κομμάτι της ιστορίας που σβήνει και δεν θα επαναληφθεί, ένα κομμάτι της μακραίωνης ιστορίας της κοινότητας και οφείλουμε να την προστατεύουμε ως κόρη οφθαλμού. Επιστρέφοντας στο Μπαλουκλί, στην εστία τους, νιώθουν λιγότερο ευάλωτοι και λιγότερο μόνοι.
Οι φωτογραφίες των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων στο Μπαλουκλί προέρχονται από το «Λεύκωμα Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων» (Κωνσταντινούπολη, 1905, Τυπογραφείο Λ. Κορομηλά).