Όταν ο Βικτωριανός ζωγράφος Λόρενς Άλμα-Ταντέμα έκανε τα αποκαλυπτήρια του πίνακά του «Ο Φειδίας δείχνει την ζωφόρο του Παρθενώνα σε φίλους» το 1868, μια χαριτωμένη παραδοξότητα -ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, «inception»- έλαβε χώρα.
Ένας ζωγράφος παρουσίαζε υπερήφανα το έργο του που αναπαριστούσε έναν γλύπτη που παρουσίαζε υπερήφανα τα νέα του γλυπτά. Ο Φειδίας, ο μουσάτος γλύπτης, στέκεται εμπρός από την ζωφόρο, την οποία σίγουρα ο Άλμα-Ταντέμα είχε την ευκαιρία να μελετήσει ενδελεχώς στο Βρετανικό Μουσείο.
Οι εξέχοντες Αθηναίοι του 5ου π.Χ. αιώνα απολαμβάνουν πρώτοι το αξιοθαύμαστο έργο του ανυπέρβλητου γλύπτη. Οι πτυχώσεις, το βάθος (σε κάποια σημεία καλπάζουν τέσσερα άλογα, το ένα δίπλα στο άλλο, σε μόλις 5 εκατοστά μαρμάρου) τραβάνε την προσοχή μας στον πίνακα. Περισσότερο όμως όλοι απορροφώνται από τα έντονα χρώματα που κάνουν τα γλυπτά να μοιάζουν ζωντανά.
Με τον πίνακα αυτόν ο Άλμα-Ταντέμα έκανε μια τολμηρή δήλωση: ότι το χρώμα των γλυπτών είχε χαθεί μέχρι να φτάσουν στις προθήκες του Βρετανικού Μουσείου. Πάνω από δύο χιλιετίες βροχής και πολέμων είχαν ξασπρίσει τα μάρμαρα, ενώ από τον 18ο αιώνα κι έπειτα οι επιδραστικότεροι ιστορικοί της τέχνης τα προτιμούσαν έτσι.
Ο Γιόχαν Γιοακίμ Βίνκελμαν, για παράδειγμα, του οποίου η δίτομη ιστορία της αρχαίας τέχνης δημοσιεύθηκε το 1764, επιθυμούσε να φαντάζεται την αρχαία γλυπτική ως μία μάζα όμορφου, αστραφτερού λευκού.
Όσο κι αν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα αγάλματα της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης ολόλευκα, στην πραγματικότητα θα τα κατανοήσουμε καλύτερα αν θυμηθούμε τα αρχικά χρώματα τους.
Ο Βίνκελμαν λάτρευε τα ρωμαϊκά μαρμάρινα αντίγραφα των ελληνικών χάλκινων αγαλμάτων. Οι Ρωμαίοι αντέγραφαν συχνά τα πρωτότυπα ελληνικά χάλκινα γλυπτά και μπορεί κανείς να διακρίνει ότι πρόκειται για τέτοια περίπτωση, όταν η μορφή γέρνει για να στηριχθεί σε κάτι όπως κορμό δέντρου ή ραβδί ή όταν υπάρχει ένα μικρό κομματάκι μαρμάρου που ενώνει τα δύο πόδια.
Αυτό συμβαίνει επειδή το μάρμαρο δεν διαθέτει την αντοχή εφελκυσμού του χαλκού και απαιτείται επιπλέον στήριξη ώστε να παραμείνει σταθερή η μορφή.
Όταν λοιπόν ο Άλμα-Ταντέμα ζωγράφισε την ζωφόρο του Παρθενώνα και συμπεριέλαβε την εκδοχή με τα χαμένα χρώματα, στην ουσία έπαιρνε θέση σε ένα ζήτημα της ιστορίας της τέχνης που ακόμα και σήμερα εξάπτει τα πνεύματα των διαφωνούντων.
Είναι πολλοί εκείνοι που θεωρούν την ιδέα των χρωσθέντων μαρμάρινων ή χάλκινων γλυπτών ως προσβολή της αισθητικής τους και πιστεύουν πως το παρελθόν ήταν ένα αυστηρό και άκοσμο μέρος.
Ωστόσο η αρχαία τέχνη χρησιμοποιούσε πολύ τα χρώματα και κραυγαλέο διάκοσμο. Ο Φειδίας άλλωστε είχε δημιουργήσει και το γιγαντιαίο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου που κοσμούσε το εσωτερικό του Παρθενώνα.
Παρότι το άγαλμα έχει προ πολλού καταστραφεί, ο Παυσανίας το έχει περιγράψει λεπτομερώς στα γραπτά του. Ως χρυσελεφάντινο, δηλαδή καλυμμένο από χρυσό και ελεφαντοστό, προφανώς και δεν ήταν υπόδειγμα μινιμαλισμού.
Σήμερα υπάρχει ένα σύγχρονο αντίγραφο του στο Νάσβιλ από τον γλύπτη Άλαν ΛεΚουάιρ, το οποίο μας δίνει μια ιδέα του μεγαλοπρεπούς πρωτοτύπου.
Ακόμα και τα χάλκινα αγάλματα ήταν πολύ πιο φωτεινά από τα σκοτεινά γλυπτά που βλέπουμε σήμερα κι αυτό οφείλεται στην πατίνα που καλύπτει τον χαλκό καθώς περνάνε τα χρόνια. Οι ομοιόμορφες σκουροπράσινες κεφαλές κάποτε ήταν αστραφτερές, σχεδόν χρυσές. Τα μαλλιά θα ήταν βαμμένα σκούρα, πιθανά και το δέρμα τους. Οι κόγχες των οφθαλμών συχνά είναι κενές καθώς τα μάτια φιλοτεχνούνταν ξεχωριστά και με τον χρόνο χάνονταν.
Το Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης διαθέτει ένα υπέροχο ζεύγος ματιών από χαλκό, μάρμαρο, κουάρτζ και οψιδιανό. Οι χάλκινες βλεφαρίδες είναι εξαιρετικής ομορφιάς αν και φαντάζουν κάπως άβολες.
Οι αρχαιολόγοι έχουν χρησιμοποιήσει την υπεριώδη ακτινοβολία προκειμένου να ανιχνεύσουν τα χρώματα που υπήρχαν στα αγάλματα που πλέον δεν απομένουν καθόλου ορατά ίχνη της αρχικής τους διακόσμησης.
Παρότι δεν είναι πάντα εφικτό να ταυτοποιηθούν τα ακριβή χρώματα που είχαν εφαρμοσθεί, τα σχέδια που είχαν ζωγραφιστεί στις επιφάνειες των αγαλμάτων είναι σχετικά εύκολο να αναγνωρισθούν.
Τα αγάλματα από τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα είναι το ιδανικό παράδειγμα. Τα γλυπτά του δυτικού αετώματος βρίσκονται σήμερα στην Γλυπτοθήκη του Μονάχου, όπου ο Γερμανός αρχαιολόγος Βιντσεντζ Μπρίνκμαμ τα εξέτασε κάτω από υπεριώδες φως. Το αέτωμα είχε στο κέντρο του την θεά Αθηνά με το φτερωτό της κράνος να βρίσκεται κάτω από το υψηλότερο σημείο της οροφής.
Με το φως UV βλέπουμε επιτέλους την επαναλαμβανόμενη γεωμετρική διακόσμηση του πέπλου της και του πρόσθιου τμήματος του φορέματος της.
Πιο μακριά βρίσκεται σκυμμένη στο χαμηλότερο σημείο της επικλινούς οροφής η μορφή ενός τοξότη, πιθανά πρόκειται για τον Πάρη, γιο του Πριάμου της Τροίας. Στα χέρια και τα πόδια του ανιχνεύονται σχέδια με ρόμβους.
Ο Μπρίνκμαν έχει αφιερώσει χρόνια στην αναπαράσταση των έντονων χρωματικά διακοσμήσεων σε αντίγραφα των γλυπτών που κοσμούσαν τους χώρους όπου ζούσαν οι αρχαίοι Έλληνες.
Αυτός ο τοξότης είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά δείγματα: ένα περίπλοκο σχέδιο με μπλε, κόκκινους, κίτρινους και πράσινους ρόμβους έντυνε τα χέρια και τα πόδια του εν είδει μανικιών και παντελονιού. Η φαρέτρα του διακοσμείται με μία παρόμοια χρωματική παλέτα αλλά με κάπως διαφορετικό σχέδιο που θυμίζει λέπια. Το τόξο είναι κόκκινο και χρυσό ενώ ακόμα και τα βέλη είναι κόκκινα.
Ο τοξότης είναι ένα από τα δείγματα που ξεχωρίζουν στην έκθεση του Μπρίνκμαν «Θεοί του Χρώματος», η οποία έχει περιοδεύσει ανά τον κόσμο τα τελευταία 15 χρόνια.
Ο Μπρίνκμαν όμως δεν είναι ο μόνος που προσπαθεί να επανεισάγει το χρώμα στην αρχαία γλυπτική. Το Μουσείο Κλασικής Αρχαιολογίας στο Κέμπριτζ έχει επίσης προσπαθήσει να χρωματίσει τις γύψινες αναπαραστάσεις των αρχαίων αγαλμάτων.
Η πρωτότυπη και τώρα πάλλευκή Πεπλοφόρος, ένα άγαλμα νεαρού κοριτσιού που φοράει ένα μακρύ φόρεμα με ζώνη στη μέση, βρίσκεται στο Μουσείο της Ακρόπολης. Το φόρεμα του αντιγράφου της στο Κέμπριτζ είναι χρωματισμένο σε ένα έντονο κόκκινο με μπλε μπορντούρα και μπλε, πράσινα και λευκά διακοσμητικά στοιχεία. Έχει επίσης αποκτήσει ένα ζευγάρι πόδια κι ένα νέο αριστερό χέρι, τα οποία λείπουν από το πρωτότυπο άγαλμα.
Το Μουσείο της Ακρόπολης επίσης προσφέρει την δυνατότητα σε όσους επισκέπτονται την ιστοσελίδα του να παίξουν με την Πεπλοφόρο εδώ και να ανακαλύψουν τα χρώματα που κάλυπταν την επιφάνεια της κατά την αρχαιότητα.
Φυσικά οι Έλληνες δεν ήταν οι μόνοι με ζωγραφισμένα αγάλματα, και οι Ρωμαίοι συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό τους για τα χρωματιστά μάρμαρα.
Ο Πάολο Λιβεράνι του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας έχει εργαστεί για την αναπαράσταση του αγάλματος του Αυγούστου της Πρίμα Πόρτα. Το άγαλμα του αυτοκράτορα ανακαλύφθηκε το 1863 και υπήρχαν εμφανή ίχνη του χρώματος που κάποτε το κάλυπτε. Ένα πρόπλασμα του αγάλματος με την πολυχρωμία του αποκατεστημένη (εν μέρει βασιζόμενη σε εικασίες) εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο του Βατικανού.
Η διακόσμηση είχε πια αλλάξει πολύ σε σύγκριση με την ελληνική τεχνοτροπία και αισθητική. Το άγαλμα του Αυγούστου χρονολογείται στο 20 π.Χ. και η πανοπλία του δεν κοσμείται από γεωμετρικά σχέδια αλλά μορφές. Ο μανδύας του είναι βαθυκόκκινος ενώ οι άκρες της χλαμύδας του είναι έντονο κόκκινο και μπλε.
Νοτιότερα στην Ιταλία έχουμε έναν από τους καλύτερα διατηρημένους αρχαιολογικούς χώρους στον κόσμο. Το Ερκουλάνουμ, κοντά στην Πομπηία στον όρμο της Νάπολης, καλύφθηκε από ηφαιστειακή τέφρα με την έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ. Τα ευρήματα έχουν διατηρηθεί διαφορετικά από εκείνα της Πομπηίας καθώς οι δύο πόλεις βρισκόντουσαν σε διαφορετική απόσταση από το ηφαίστειο.
Η Πομπηία δέχθηκε καταιγισμό από μεγάλα κομμάτια βράχου που διέλυσαν τους επάνω ορόφους των οικημάτων και των κτηρίων της ενώ στο Ερκουλάνουμ για παράδειγμα υπάρχουν ακόμα απανθρακωμένα κομμάτια ξύλου που στην Πομπηία κάηκαν ολοσχερώς.
Μια ομάδα επιστημόνων στο Σαουθάμπτον ξεκίνησε το 2009 την ψηφιακή αναπαράσταση ενός ζωγραφισμένου αγάλματος μιας πληγωμένης Αμαζόνας που είχε βρεθεί στο Ερκουλάνουμ. Το πρόσθιο τμήμα του προσώπου της Αμαζόνας είχε καταστραφεί αλλά τα κόκκινα μαλλιά της που σγούραιναν και είχαν χωρίστρα στη μέση, όπως ήταν της μόδας για τις νεαρές κοπέλες της Ρώμης την εποχή εκείνη, ήταν εμφανή.
Το παγκόσμιο κοινό της έκθεσης του Μπρίνκαμ «Θεοί του Χρώματος» έχει αποδείξει πως υπάρχει η επιθυμία για σύγχρονες αναπαραστάσεις της λαμπρότητας των αρχαίων γλυπτών. Πέρα από όλα τα άλλα, μας υπενθυμίζει πόσο μακριά από εμάς βρίσκονται οι Ρωμαίοι και οι αρχαίοι Έλληνες, παρότι τους νιώθουμε τόσο κοντά μας.
Τα λευκά μαρμάρινα αγάλματα και στήλες που έχουμε δημιουργήσει ως φόρο τιμής σε εκείνους, αποκαλύπτουν περισσότερα για εμάς και τον τρόπο που επιλέγουμε να φανταζόμαστε τον αρχαίο κόσμο παρά για τους ανθρώπους που ζούσανε πριν από 2.000 χρόνια. Και ίσως η διαμάχη που έχει διχάσει τον κόσμο της τέχνης και της αρχαιολογίας εδώ και 100 χρόνια, από όταν ο Άλμα-Ταντέμα ζωγράφισε την δική του εκδοχή του Παρθενώνα, μπορεί πια να πάψει να υφίσταται.
Όσο κι αν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα αγάλματα της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης ολόλευκα, στην πραγματικότητα θα τα κατανοήσουμε καλύτερα αν θυμηθούμε τα αρχικά χρώματα τους.
Πηγή: BBC
σχόλια