Γεννήθηκε στην Ατλάντα στις 15/1/1929 και ευτύχησε να μεγαλώσει με τα δύο του αδέλφια στους κόλπους μιας οικογένειας ευσεβούς, «καθώς πρέπει» –ο πατέρας του ήταν Βαπτιστής πάστορας, η μητέρα του δασκάλα– και ιδιαιτέρως σεβαστής στην αφροαμερικανική κοινότητα της πόλης. Κάτι που όμως δεν ίσχυε εκτός αυτής, όπως δεν ίσχυε για κανέναν μαύρο στον αμερικανικό Νότο την εποχή εκείνη, όπως ο Μάρτιν Λούθερ τζούνιορ θα διαπίστωνε ήδη από παιδί.
Επρόκειτο για έναν ρατσισμό κραυγαλέο, θεσμικό και διάχυτο κοινωνικά, από το σχολείο μέχρι τον εργασιακό και τον δημόσιο χώρο, που γρήγορα γινόταν βίωμα καθώς εφαρμοζόταν ουσιαστικά ένα καθεστώς απαρτχάιντ: απαγορευόταν στους μαύρους να συχνάζουν στα ίδια εστιατόρια, καταστήματα, ξενοδοχεία ή κλαμπ με τους λευκούς, έπρεπε να κάθονται χώρια ακόμα και στα μέσα μαζικής μεταφοράς, διέθεταν μέχρι ξεχωριστές εκκλησίες. Οι διακρίσεις, οι προσβολές και οι ταπεινώσεις που συχνά και ο ίδιος αντιμετώπιζε εντυπώθηκαν βαθιά μέσα του και χαλύβδωσαν τη θέλησή του να αγωνιστεί ώστε να μπει ένα τέλος σε αυτές.
Μπόρεσε να σπουδάσει σε καλά ιδιωτικά σχολεία (μόνο για μαύρους, εννοείται) και η εκπαιδευτική εμπειρία της εργασίας σε καπνοπαραγωγική μονάδα του Κονέκτικατ το καλοκαίρι του '44 υπήρξε καταλυτική, καθώς διαπίστωσε ότι οι αυτονόητες στις Νότιες Πολιτείες φυλετικές διακρίσεις δεν ίσχυαν στον φιλελεύθερο αμερικανικό Βορρά, μολονότι ούτε εκεί η κατάσταση ήταν παντού ιδανική.
Έγραφε, μεταξύ άλλων, πόσο εντυπωσιασμένος ήταν που φτάνοντας στην Ουάσινγκτον μπορούσε να κάνει ό,τι και οι λευκοί – «άλλος κόσμος», στην κυριολεξία, ένας κόσμος που άρχισε να πιστεύει ότι θα ήταν και στον Νότο εφικτός. Παρότι σκόπευε αρχικά να σπουδάσει ιατρική ή δικηγορία, στράφηκε εντέλει αποφοιτώντας από το κολέγιο στην ιεροσύνη, όπως και ο πατέρας του. Στη διάρκεια των θεολογικών του σπουδών στην Πενσυλβανία και τη Βοστώνη έρχεται σε επαφή με προοδευτικές θρησκευτικές ιδέες και υιοθετεί τη φιλοσοφία της μη βίας του Γκάντι την οποία βρίσκει πολύ ταιριαστή με τον κοινωνικό χριστιανισμό που πλέον πρεσβεύει. Αργότερα μάλιστα θα επισκεφθεί την Ινδία όπου θα έχει συνομιλίες με τον πρωθυπουργό Παντίτ Νεχρού (1959).
Μισόν αιώνα και πλέον από τον χαμό του, εντούτοις, και παρά τις προόδους που συντελέστηκαν στο μεταξύ –αν έλεγες στον μέσο λευκό Αμερικανό το '60 ότι η χώρα θα αποκτούσε μελλοντικά μαύρο πρόεδρο, θα γελούσε τρανταχτά ή θα σε έβριζε–, η μαύρη κοινότητα των ΗΠΑ και ειδικά το λιγότερο προνομιούχο κομμάτι της εξακολουθεί να βιώνει αποκλεισμούς και διακρίσεις, με διαφορετικές έστω μορφές.
Οι ανησυχίες του αυτές τον κάνουν να εγκαταλείψει τις κοσμικές του φιλοδοξίες. Αρκείται να γίνει απλός πάστορας ώστε να βρίσκεται κοντύτερα στον λαό. Αρχικά στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, όπου πρωτοστατεί στο παρατεταμένο μποϊκοτάζ της μαύρης κοινότητας στα δημόσια λεωφορεία. Αιτία η σύλληψη της Ρόζα Παρκς, μιας απλής μοδίστρας που ούσα εξαντλημένη από το μεροκάματο είχε τολμήσει στις 1/12/1955 να καταλάβει θέση που προορίζονταν «μόνο για λευκούς» – μια ενέργεια που κυριολεκτικά έγραψε ιστορία αφού, μετά από 385 μέρες διαμαρτυριών, διαδηλώσεων και ταραχών, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε μη σύννομη την απαγόρευση.
Στη διάρκεια αυτών των κινητοποιήσεων-ορόσημο στον αγώνα των Αφροαμερικανών για αξιοπρέπεια, ισότητα και ισονομία έλαμψε για πρώτη φορά το «άστρο» του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ενώ αναδείχθηκε η ρητορική του δεινότητα. Θα είναι από τους ιδρυτές της Διάσκεψης της Νότιας Χριστιανικής Ηγεσίας (1957) που στηρίζει σε άμβωνες και πεζοδρόμια τις διεκδικήσεις της κοινότητας.
Απότοκο αυτών των εμπειριών υπήρξε το πρώτο του βιβλίο «Αποφασιστικά βήματα προς την ελευθερία» (1958). «Για πολλά χρόνια δείξαμε αξιοθαύμαστη υπομονή. Δώσαμε συχνά την εντύπωση στους λευκούς αδελφούς μας μέχρι ότι μας αρέσει ο τρόπος που μας συμπεριφέρονται. Όμως πλέον δεν έχουμε υπομονή για τίποτα λιγότερο από ελευθερία και δικαιοσύνη», διακήρυττε σε μια από τις πρώτες ομιλίες του που συνάρπασαν τα πλήθη.
Την επόμενη χρονιά επιστρέφει οικογενειακώς, πλέον, στην Ατλάντα –έχει ήδη παντρευτεί την Κορέτα Σκοτ με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά– για να αναλάβει βοηθός στην ενορία του πατέρα του.
Είχε ήδη βρεθεί στα κρατητήρια δύο φορές επειδή συμμετείχε σε διαδηλώσεις, όμως τα δύσκολα ήταν ακόμα όλα μπροστά, αρχής γενομένης με τη λεγόμενη «εκστρατεία του Μπέρμιγχαμ» (της Αλαμπάμα) τον Απρίλιο του '63. Τίθεται επικεφαλής ειρηνικής πορείας προς το δημαρχείο μιας πόλης-προπύργιο των σκληροπυρηνικών ρατσιστών η οποία δέχεται άγρια επίθεση από την αστυνομία. Χτυπούν αδιάκριτα νέους, ηλικιωμένους, γυναίκες, ανήλικα παιδιά, χρησιμοποιούν μέχρι και σκυλιά.
Ο ίδιος ο Κινγκ κακοποιείται και τίθεται σε κράτηση (απελευθερώθηκε με παρέμβαση του Τζον Κένεντι έχοντας συγγράψει έγκλειστος το πολιτικό του μανιφέστο εν είδει επιστολής), παρά όμως την ωμή καταστολή οι διαδηλώσεις δεν σταματούν κι έναν μήνα μετά δικαιώνονται: Οι φυλετικές διακρίσεις στην περιοχή καθίστανται παράνομες, απελευθερώνονται επιπλέον 3.000 κρατούμενοι.
Ο Κινγκ συνεχίζει δυναμικά – τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς εκφωνεί ενώπιον 200.000 λευκών και μαύρων διαδηλωτών στην Ουάσινγκτον, στο μνημείο του Αβραάμ Λίνκολν, έναν από τους συγκλονιστικότερους λόγους του, ξεκινώντας με την περίφημη φράση «Έχω ένα όνειρο...». Ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή στον άτυπο «εμφύλιο» που συντάρασσε την Αμερική όλη τη δεκαετία του '60, έναν πόλεμο γενεών, ιδεών, φύλων και φυλών που έμελλε να γυρίσει το ρολόι της ιστορίας πολλές ώρες μπροστά, κι ας μην κατάφερε εντέλει το μεγάλο κύμα της αμφισβήτησης να σταματήσει τη «μηχανή».
Το όνειρο του Κινγκ ωστόσο γρήγορα υλοποιείται, τουλάχιστον θεσμικά, αφού την επόμενη διετία καταργείται κάθε μορφής διάκριση και παραχωρούνται στους έγχρωμους ίσα πολιτικά δικαιώματα σε όλη την αμερικανική επικράτεια. Επιτυχίες που πιστώνονται σε μεγάλο βαθμό στον ταπεινό πάστορα που έχει γίνει πλέον θρύλος για τους υποστηρικτές του και αποδέκτης βαθέως μίσους από τους αντιπάλους του – συμμορίες οπλισμένων με ρόπαλα και στειλιάρια λευκών τον αναμένουν φωνάζοντας προκλητικά "We want King!" σε πόλεις που επισκέπτεται για να συνδράμει κινητοποιήσεις.
Χαρισματικός κήρυκας και αφοσιωμένος υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αγωνίστηκε με παροιμιώδες πάθος κατά του ρατσισμού και των διακρίσεων για να γίνει εντέλει και ο ίδιος θυσία στον βωμό της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Έχει πλέον αναδειχθεί σε παγκόσμιου διαμετρήματος μορφή – τον Οκτώβριο του '64 του απονέμεται το Νόμπελ Ειρήνης, μια διάκριση που ποτέ ως τότε δεν είχε δοθεί σε τόσο νέο υποψήφιο. Μοιράζει τα κάπου 55.000 δολάρια που το συνοδεύουν σε ακτιβιστικές οργανώσεις και την επόμενη χρονιά συνεχίζει την εκστρατεία του στη Σέλμα της Αλαμπάμα, οι αρχές της οποίας ήταν επίσης διαβόητες για τις ρατσιστικές τους επιδόσεις – δικαίωμα ψήφου εκεί είχε μόλις ένας στους δέκα μαύρους πολίτες.
Οι αστυνομικές βαρβαρότητες του Μπέρμιγχαμ επαναλαμβάνονται με τη συνδρομή εκατοντάδων δηλωμένων ρατσιστών στην πρώτη πορεία που πραγματοποιείται αρχές Φεβρουαρίου με προορισμό το Μοντγκόμερι, πρωτεύουσα της Πολιτείας. Ακολουθούν ξυλοδαρμοί, λιντσαρίσματα, μέχρι και φόνοι διαδηλωτών μέσα σε ένα πυκνό νέφος δακρυγόνων. Επιστρατεύονται μέχρι έφιπποι παρακρατικοί. Ο Μαρτίνος Λούθηρος οδηγείται για πολλοστή φορά στη φυλακή, όπως και τουλάχιστον 2.000 «νέγροι ταραχοποιοί».
Μια δεύτερη πορεία έναν μήνα μετά καταλήγει σε νέο όργιο καταστολής που ξεσηκώνει την αμερικανική κοινή γνώμη. Ο Κινγκ αντιδρά ηγούμενος αυτοπροσώπως μιας τρίτης πορείας, υπαναχωρεί όμως όταν του επιδίδεται η δικαστική της απαγόρευση, μια απόφαση που δέχθηκε πολλές επικρίσεις. Πιθανολογείται ότι ενήργησε έτσι ώστε και νομιμόφρων να φανεί και να μη δυναμιτίσει περισσότερο το κλίμα προσδοκώντας άρση της απαγόρευσης, όπως και συνέβη δέκα μέρες μετά. Τη διαδήλωση-πορεία ξεκινούν κάπου 4.000 άνθρωποι που μέχρι να φτάσει στο Μοντγκόμερι έχουν γίνει δεκάδες χιλιάδες. Ανάμεσά τους προσωπικότητες όπως οι Λέοναρντ Μπερνστάιν, Χάρι Μπελαφόντε, Τζόαν Μπαέζ, Έλα Φιτζέραλντ.
Σταδιακά ο Κινγκ εντάσσει στους στόχους του κινήματος την εξάλειψη των κοινωνικών αδικιών και της φτώχειας για λευκούς και μαύρους καθώς επίσης τον τερματισμό του πολέμου στο Βιετνάμ, αναζητώντας ευρύτερες πολιτικές συμμαχίες. Εντούτοις η παθητική αντίσταση που συνεχίζει σταθερά να πρεσβεύει βρίσκει πλέον αντίθετους τους πιο ριζοσπαστικοποιημένους μαύρους, το γεγονός δε ότι συνομιλεί επίσημα με τα «λευκά αφεντικά», μέχρι και με τρεις Αμερικανούς προέδρους –στήριξε μάλιστα προεκλογικά τον Λίντον Τζόνσον– φαντάζει σε κάποιους σχεδόν προδοσία.
Οι Μαύροι Πάνθηρες και ο Μάλκολμ Χ, με τον οποίο είχαν και θρησκευτικές διαφορές καθώς ο δεύτερος ήταν Νο2 στην ιεραρχία του «Έθνους του Ισλάμ», τον αμφισβητούν ανοικτά. Ο Μάλκολμ X βρίσκει εγκληματική την απαξίωση της βίας ως αυτοάμυνας. Ο Κινγκ απαντά ότι οι οπαδοί της βίαιης αντιπαράθεσης έχουν λόγους να οργίζονται, όχι όμως προτάσεις, είναι επίσης επιφυλακτικός με το σύνθημα «Μαύρη Δύναμη» της φοιτητικής οργάνωσης SNCC, που θεωρεί επιθετικό και δυνάμει διχαστικό.
Τον Απρίλιο του '68, της πιο «τρομερής» χρονιάς του 20ού αιώνα μεταπολεμικά, ο Κινγκ που είχε ως τότε διανύσει περί τα 9 εκ. χιλιόμετρα σε περιοδείες και πορείες, είχε δώσει πάνω από 250 δημόσιες ομιλίες, δεκάδες συνεντεύξεις, είχε συγγράψει τέσσερα ακόμη βιβλία και πολυάριθμα άρθρα, προετοιμάζει τη «Μεγάλη Πορεία των Φτωχών» προς την Ουάσινγκτον. Τον προλαβαίνουν όμως τα γεγονότα του Μέμφις που δοκιμάζεται σκληρά από φυλετικές ταραχές. Αφορμή η μεγάλη απεργία των εργατών καθαριότητας του δήμου, μαύρων στη συντριπτική τους πλειοψηφία.
Η κατάσταση ξεφεύγει μετά τον θάνατο ενός 16χρονου μαύρου από αστυνομικά πυρά και πλέον επεμβαίνει η Εθνοφυλακή. Όταν καταφθάνει στην πόλη οι διαδηλώσεις έχουν απαγορευτεί αλλά τη φορά αυτή δεν κάνει πίσω, εξορκίζει μάλιστα τους πιο αψείς να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση ώστε να μη δώσουν αφορμές επίθεσης στην προγραμματισμένη πορεία.
Στις 4/4, ώρα 6 μ.μ. βγαίνει στο μπαλκόνι του β΄ ορόφου του ξενοδοχείου Lorraine όπου συσκεπτόταν με τους συνεργάτες του. Ήταν η τελευταία του κίνηση – μια σφαίρα επαναληπτικής καραμπίνας από το απέναντι κτίριο τον βρίσκει στον αυχένα. Η τέταρτη ή πέμπτη στη σειρά απόπειρα δολοφονίας του αυτήν τη φορά θα πετύχαινε – δέκα λεπτά αργότερα είχε εκπνεύσει, στα 39 του μόλις χρόνια. Δράστης ένας κοινός μικροκακοποιός, ο 41χρονος δραπέτης Τζέιμς Ερλ Ρέι που κανείς ποτέ δεν πίστεψε ότι έδρασε μόνος κι ότι κατάφερνε ακολούθως να ξεφεύγει από το FBI για έναν χρόνο, για να συλληφθεί εντέλει στο Λονδίνο και να καταδικαστεί σε περίπου ισόβια. Ο ίδιος μάλιστα αιτήθηκε αργότερα –ανεπιτυχώς– αναψηλάφηση της υπόθεσης, ισχυριζόμενος ότι ομολόγησε κατόπιν εκβιασμού. Θα πεθάνει στις φυλακές του Νάσβιλ το 1998.
Η είδηση του φονικού προκάλεσε μερικές από τις χειρότερες ταραχές στην ιστορία των ΗΠΑ, με πόλεις ολόκληρες να βυθίζονται για εβδομάδες στο χάος. Η μη βίαιη αντίσταση ακουγόταν πια σαν αστείο. Αρχές και «βαθύ κράτος» θα εξαπέλυαν τα επόμενα χρόνια σωστό ανθρωποκυνηγητό κατά των «εξτρεμιστών», πραγματικών ή υποτιθέμενων, με δεκάδες θύματα κι εκατοντάδες συλλήψεις με βαριές καταδίκες. Η πάνδημη κηδεία του Κινγκ μετατράπηκε σε σιωπηλή πορεία 100.000 ανθρώπων και καλύφθηκε ζωντανά από την τηλεόραση σε πανεθνική εμβέλεια.
«Εκείνο που θα 'θελα να ειπωθεί, αν πεθάνω, είναι ότι ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ προσπάθησε να βοηθήσει τους άλλους. Ότι προσπάθησε να αγαπήσει τους άλλους... Θα 'θελα να μπορείτε να πείτε τη μέρα εκείνη ότι ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ νοιάστηκε να ταΐσει τον πεινασμένο, να ντύσει τον γυμνό, να συντροφεύσει τον φυλακισμένο», έλεγε προφητικά, τέσσερις μήνες πριν, σε κήρυγμά του το οποίο είχε μαγνητοφωνηθεί και αναμεταδόθηκε την επομένη του χαμού του στο πλήθος που κατέκλυζε τον ναό Εμπενέζερ όπου ιερουργούσε και τη γύρω περιοχή.
Το 1983 θα καθιερωθεί εθνική ημέρα μνήμης προς τιμή του (η 3η Δευτέρα του Ιανουαρίου) και το 2011 θα αναγερθεί μνημειώδης αδριάντας του στην Ουάσινγκτον (έργο του Κινέζου γλύπτη Lei Yixin).
Το κληροδότημα που άφησε είναι σπουδαίο, χάρη και στη δική του συμβολή η κοινωνική θέση και η καθημερινότητα του μέσου Αφροαμερικανού άλλαξε πολύ έκτοτε. Μισόν αιώνα και πλέον από τον χαμό του, εντούτοις, και παρά τις μεγάλες προόδους που συντελέστηκαν στο μεταξύ –αν έλεγες στον μέσο λευκό Αμερικανό το '60 ότι η χώρα θα αποκτούσε μελλοντικά μαύρο πρόεδρο, θα γελούσε τρανταχτά ή θα σε έβριζε–, η μαύρη κοινότητα των ΗΠΑ και ειδικά το λιγότερο προνομιούχο κομμάτι της εξακολουθεί να βιώνει αποκλεισμούς και διακρίσεις, με διαφορετικές έστω μορφές. Δεν έπαψε, επιπλέον, να είναι ο πιο εύκολος και προβλέψιμος στόχος της αστυνομικής κτηνωδίας, μετρώντας αναλογικά πολύ περισσότερα θύματα από κάθε άλλη κοινότητα από αστυνομικά πυρά, ακόμα και με ασήμαντη ή και καθόλου αιτία – εξού και το κίνημα Black Lives Matter. Ούτε όμως η ίδια κατάφερε στο μεταξύ να βρει μια κοινή γλώσσα, ενώ μεταβλήθηκε και η κοινωνική διαστρωμάτωση εντός της.
Το «όνειρο» του Κινγκ παραμένει οπότε επίκαιρο κι ας μην ευνοεί η εποχή τα μαζικά κινήματα και τις ωραίες, μεγάλες, υψηλές συλλογικές ιδέες.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 4.4.2020