Έχουμε φτάσει στον Κούμαρη και στο μικρό χωριό της Αιγιαλείας μας περιμένει ο δρ Ανδρέας Γ. Βόρδος, αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας που διευθύνει την ανασκαφή στην Τραπεζά.
Ο αρχαιολόγος μας έχει εξηγήσει ευγενικά ότι το αυτοκίνητό μας δεν θα αντέξει τη διαδρομή προς την ανασκαφή και μόλις μπαίνουμε στο αυτοκίνητό του και παίρνουμε τον πρώτο δρόμο καταλαβαίνουμε ότι μόνο ένα τζιπ βγάζει αυτήν τη διαδρομή, σε ένα τοπίο ημιορεινό, κατάφυτο, που θυμίζει Τοσκάνη, με τους αμπελώνες να μας περικυκλώνουν.
Κάτω από αυτούς τους αμπελώνες, στη μυκηναϊκή νεκρόπολη, όπου φτάνουμε τη συγκινητική τελευταία ημέρα της ανασκαφικής περιόδου, ήρθαν στο φως χάλκινα ξίφη και πολύτιμα σύνολα κτερισμάτων, αποτελούμενα από αγγεία, πλήθος σφραγιδόλιθους και κάθε είδους χάντρες και ψήφους από ποικίλα υλικά –γυαλί, φαγεντιανή, χρυσό, κορνεόλη, ορεία κρύσταλλο–, συνθέτοντας περιδέραια και περίτεχνα κοσμήματα, όπως και χρυσά περίαπτα σε σχήμα βουκράνων, που παραπέμπουν στις εμπορικές σχέσεις με το ανατολικό Αιγαίο και την Κύπρο.
«Είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι μιλάμε πλέον για τις αρχαίες Ρύπες» λέει ο κ. Βόρδος. «Είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Αχαΐας, η οποία συμμετείχε και στον δεύτερο αποικισμό του 8ου αιώνα στον Κρότωνα στην Κάτω Ιταλία. Είμαστε σε σημείο να γνωρίζουμε καλύτερα σήμερα τις αποικίες των μητροπόλεων παρά τις ίδιες τις μητροπόλεις και αυτό επειδή οι αποικίες ιδρύθηκαν άπαξ, με συγκεκριμένο σχέδιο και σε μια συγκεκριμένη περίοδο, ενώ οι μητροπόλεις εκφύονται από το προϊστορικό παρελθόν της Ελλάδας, το μυκηναϊκό παρελθόν, και χάνεται η ίδρυσή τους μέσα σε μεταγενέστερους μύθους και την παράδοση.
Όταν ξεκινήσαμε βέβαια, πριν από 25 χρόνια περίπου, γνωρίζαμε την ύπαρξη αρχαίων πάνω στο πλάτωμα, αλλά δεν πιστεύαμε ότι θα βρούμε μια κατάσταση τέτοια, όπως σήμερα αναδύεται, που να πιστοποιεί την ύπαρξη μιας πόλης και μάλιστα από τις απαρχές της, από το μυκηναϊκό της παρελθόν, το μυκηναϊκό νεκροταφείο που είναι στο νοτιοδυτικό πρανές και είναι σε χρήση ήδη από τα πρώιμα ανακτορικά χρόνια, παράλληλα με την ακμή των μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων, των Μυκηνών, της Πύλου, της Τίρυνθας, και σε χρήση μέχρι την τελευταία περίοδο του μυκηναϊκού κόσμου. Και εκεί, από τον δέκατο αιώνα, έχουμε τις απαρχές της λατρείας επάνω στο πλάτωμα. Πλέον αρχίζει και δημιουργείται η αρχή των ιστορικών χρόνων, η αρχή της ιστορίας που οδήγησε στις πόλεις-κράτη, που τις γνωρίζουμε από την κλασική αρχαιότητα».
Έχουμε μπει ήδη στην αρχαία διαδρομή, το πλάτωμα καταλήγει σε μια στενομήκη γλώσσα που ακολουθούμε για να φτάσουμε στην αρχαία ακρόπολη, την τειχισμένη. Ο αρχαίος δρόμος που συνεχίζει νοτιοδυτικά και οδηγεί στην Αρκαδία ήταν ένας από τους κύριους δρόμους που οδηγούσαν στους Λουσούς και είναι και στρατιωτικός δρόμος κατά την εποχή των μακεδονικών αναταραχών, των επιγόνων.
Από εκεί φτάνουμε και στην υψηλότερη κορφή του Παναχαϊκού Όρους, στη Ρακίτα, που ήταν η θέση ενός σπουδαίου ναού κατά τα γεωμετρικά χρόνια, και από τη Ρακίτα στις πόλεις της Αρκαδίας. Τα διάσπαρτα τμήματα του αρχαίου τείχους στη διαδρομή μας ορίζουν και την έκταση του οχυρωμένου οικισμού που αγκάλιαζε την ακρόπολη και τον αρχαίο δρόμο και το μυκηναϊκό νεκροταφείο με τους θαλαμοειδείς τάφους, λαξευμένους μέσα στον μαλακό βράχο της περιοχής, που είναι καταχωμένοι μετά την έρευνα.
Κάτω από αυτούς τους αμπελώνες, στη μυκηναϊκή νεκρόπολη, όπου φτάνουμε τη συγκινητική τελευταία ημέρα της ανασκαφικής περιόδου, ήρθαν στο φως χάλκινα ξίφη και πολύτιμα σύνολα κτερισμάτων, αποτελούμενα από αγγεία, πλήθος σφραγιδόλιθους και κάθε είδους χάντρες και ψήφους από ποικίλα υλικά που παραπέμπουν στις εμπορικές σχέσεις με το ανατολικό Αιγαίο και την Κύπρο.
«Ήταν πολύ πλούσιοι και όλοι ασύλητοι», μας εξηγεί ο κ. Βόρδος, «με πλήθος αγγείων ήδη από την ανακτορική, την πρώτη περίοδο της δημιουργίας τους, μέχρι το τέλος των μυκηναϊκών χρόνων, και τα χάλκινα ξίφη και πολλά άλλα βρέθηκαν εδώ. Μας επέτρεψαν οι ιδιοκτήτες –γιατί είναι μέσα σε καλλιέργειες– να τους ερευνήσουμε. Έχω σπουδαίους συνεργάτες, όπως εδώ, στην έρευνα του μυκηναϊκού νεκροταφείου, την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Udine Ελιζαμπέτα Μπόρνια».
Η Ρέα και ο Μαξ, τα σκυλιά-μασκότ της ανασκαφής, μας υποδέχονται κάτω από μια κρεβατίνα, δίπλα στο μικρό σπιτάκι των αρχαιολόγων, κουνώντας χαρούμενα την ουρά τους. Στο κεκλιμένο ανηφορικό τοπίο δεσπόζει ο ναός της Τραπεζάς, και ανεβαίνουμε πλέον προς την οχυρωμένη ακρόπολη.
«Μέχρι πέρσι μιλούσαμε και κάναμε δημοσιεύσεις για την Τραπεζά Αιγίου, φέτος μιλάμε για τις αρχαίες Ρύπες. Τα μνημεία που αναδύονται δεν μπορεί παρά να ανήκουν σε μια πόλη, και μεταξύ Αιγίου και Πάτρας δεν υπάρχει άλλη πόλη σε αυτή την έκταση και με αυτό το παρελθόν, με αυτήν τη χρονολογική συνέχεια και αλληλουχία των μνημείων και των ευρημάτων».
Ανεβαίνοντας προς το στέγαστρο του μεγάλου ναού, περνάμε πάνω από αρχαίους τοίχους, απομεινάρια που υπάρχουν μετά από βαθιές αρώσεις που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια. Είμαστε μέσα στα ίχνη της πόλης, στον πολεοδομικό ιστό, που ο κ. Βόρδος μας εξηγεί σαν να βλέπουμε κάτοψη.
«Είναι ο πυρήνας της πόλης, με τα ιερά και την αγορά της. Οι βαθιές αρώσεις που έγιναν μέχρι το 1995 –από τότε απαγορεύονται οι βαθιές αρώσεις–, για την ανανέωση των αμπελιών με υνί, κατέστρεψαν κάποια από τα μνημεία. Το 1996 προτάθηκε η απαλλοτρίωση του χώρου και μέχρι σήμερα έχει συντελεστεί η πρώτη φάση, σε σαράντα στρέμματα, και ακολουθεί η δεύτερη και η τρίτη φάση, που περιλαμβάνει όλα τα ακίνητα που έχουν ορατές αρχαιότητες.
Όλα αυτά τα σπιτάκια, και το σπιτάκι που απαλλοτριώσαμε και εμείς εδώ, είναι χτισμένα από αρχαία υλικά, από υλικό του αρχαίου ναού και των αρχαίων μνημείων. Ο μπαρμπα-Γιάννης Ανδρουτσόπουλος, φιλάρχαιος και φιλίστωρ πρώην ιδιοκτήτης, επέτρεψε να ερευνήσουν πριν την απαλλοτρίωση των ακινήτων του».
Τον Οκτώβριο του 1995, ο κ. Βόρδος τοποθετήθηκε ως αρχαιολόγος στην ΣΤ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, και στην πρώτη αυτοψία του τότε σε αυτόν τον αρχαιολογικό χώρο είδε να περιμένει ένας γεωπροωθητήρας έτοιμος να κάνει βαθιά άρωση, αλλά και σφονδύλους κιόνων με ραβδώσεις.
«Τη σταματήσαμε, και η πρώτη δοκιμαστική έρευνα που έγινε αποκάλυψε τμήμα της κρηπίδας του ναού. Η απαλλοτρίωση ολοκληρώθηκε το 2005 και την ίδια χρονιά το έργο εντάχθηκε στο Γ’ ΚΠΣ. Με τα χρήματα αυτά κατασκευάστηκε το στέγαστρο που βλέπουμε, δεν ξέρω να υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση – πριν την ανασκαφή του ναού. Διότι είχαμε με δοκιμαστικές τομές αποκαλύψει τις διαστάσεις του αρχαίου μνημείου, είχαμε διαπιστώσει την ύπαρξη δαπέδων, επομένως οποιαδήποτε έρευνα έπρεπε να έχει εγγύηση την προστασία του, και στη συνέχεια, από το 2007 μέχρι και σήμερα, η ανασκαφή διεξάγεται ανελλιπώς.
Στο διάστημα αυτό έχει ερευνηθεί ο υστεροαρχαϊκός ναός, έχει ερευνηθεί ο πρωιμότερος στην ίδια θέση ναός των αρχών του 6ου αιώνα, και ακόμα πιο πρώιμα, κάτω από τους δυο αυτούς ναούς, εν μέρει, και όσο μας επιτρέπουν τα υπερκείμενα ερείπια, ένα πολύ μεγάλο κτίριο του 8ου αιώνα, με ωμές πλίνθους στην ανωδομή και επάλληλα στρώματα τελετουργικών γευμάτων. Δηλαδή εστίες όπου οι άνθρωποι, η ελίτ της εποχής του 9ου και 8ου αιώνα π.Χ., η πρώτη αριστοκρατία, συγκεντρώνονταν προκειμένου να ασκήσουν τα της λατρείας τους, που σιγά σιγά αναδύεται στον χώρο και οδηγεί στους θεσμούς οι οποίοι θα οδηγήσουν αργότερα στις πόλεις-κράτη που γνωρίζουμε.
Έχουμε ήδη τις απαρχές της ίδρυσης ενός άστεως, και έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε και για πολύ πρωιμότερους οικισμούς με θεσμούς, για κοινωνίες με αρχές και απαρχές που οδηγούν αργότερα σε αυτό που γνωρίζουμε τα κλασικά χρόνια. Αυτό το έχουμε εδώ στην Τραπεζά» λέει ο κ. Βόρδος.
Στην υπόλοιπη περιοχή μάς αποκαλύπτονται μέχρι σήμερα μνημεία της αρχαίας αγοράς που αναπτύσσεται νότια και δυτικά των ναών, με τα μνημεία να σχηματίζουν ένα Π ανοιχτό προς ανατολικά, προς το παρόν. Είναι η αρχαία αγορά, ο χώρος συγκέντρωσης.
«Έχει σημασία να δούμε το πώς δημιουργείται το πρώτο λατρευτικό κτίριο τον 8ο αιώνα, κάτω από τους ναούς, που δεν είναι λατρευτικό, είναι κοσμικό, ένας χώρος συμποσίων, και μάλιστα εκεί είδαμε και όλα τα κατάλοιπα ενός τελετουργικού γεύματος. Πυρακτωμένα και λιπαρά χώματα, κάρβουνα, έναν οβελό σιδερένιο, ένα μαχαίρι σιδερένιο, οστά από χοιρίδιο και σπασμένα αγγεία. Στο τέλος του γεύματος έσπαγαν τα αγγεία της βρώσης και της πόσης ως αφιερώματα, σε κάποιες περιοχές το κάνουν ακόμα και σήμερα. Σε χωριά το θυμάμαι αυτό, στα γλέντια να σπάνε τα ποτήρια, όπως και στην εκδημία ενός ανθρώπου, που σπάνε το πιάτο. Αυτό είναι το συναρπαστικό» λέει ο κ. Βόρδος, «ότι είμαστε σε έναν χώρο όπου δεν ερευνούμε ένα συγκεκριμένο μνημείο μιας συγκεκριμένης περιόδου, αλλά μας αποκαλύπτεται η γέννηση της πόλης, οι θεσμοί, τα στάδια της εξέλιξης για να φτάσουμε μέχρι το τέλος της πόλης των Ρυπών, που λίγο ως πολύ το γνωρίζουμε σήμερα και είναι σύμφωνο με τις αρχαίες πηγές.
Οι Ρύπες παύουν να είναι ανεξάρτητες ήδη, και επιβεβαιώνεται από τις ανασκαφές αυτό, στα ελληνιστικά χρόνια, προς όφελος των μεγάλων πόλεων του εμπορίου που είναι το Αίγιο και η Πάτρα. Εγκαταλείπουν τα χωριά γιατί η οικονομία και ο τρόπος ζωής αλλάζει και η πύλη για τη Δύση είναι αυτές οι δύο πόλεις, όπως είναι μέχρι σήμερα.
Στα ελληνιστικά χρόνια έχουμε την “έκρηξη” του Αιγίου, το βλέπουμε από τα μνημεία και τα νεκροταφεία, και φυσικά η Πάτρα που γίνεται στα χρόνια του Αυγούστου και ρωμαϊκή αποικία, με λεγεωνάριους που εγκαθίστανται στην περιοχή.
Βέβαια, ο ναός εδώ εξακολουθούσε να υπάρχει και έχουμε επιβεβαιώσεις από τις επισκευές της στέγης του. Όλο τον ναό τον έχουμε αναπαραστήσει και έχουμε τις επισκευές αυτές να γίνονται μέχρι τον 2ο αιώνα π.Χ. Μάλιστα, διαπιστώσαμε με τον αρχιτέκτονα της ανασκαφής και αγαπητό φίλο Νιλς Χέλνερ ότι ο ναός καταστράφηκε από σεισμό –οι σεισμοί πάντοτε, μέχρι σήμερα, ταλαιπωρούν την περιοχή– τον 1ο αιώνα π.Χ., και ήταν τόσο ισχυρός που έχει υποστεί στρέψη ολόκληρο το μνημείο, δεν υπήρχε ανθρώπινο χέρι σε αυτή την καταστροφή».
Για τις Ρύπες δεν έχουμε γραπτά μνημεία και η πόλη δεν φαίνεται να μετέχει στη μυθολογία. Ενώ για άλλες πόλεις υπάρχει μυθολογική παράδοση, για τις Ρύπες δεν έχει φτάσει τίποτα σε εμάς. Ο Παυσανίας, που είναι βασική πηγή πληροφοριών, γιατί γράφει πλείστα όσα για το Αίγιο, την Πάτρα, την Αίγειρα τον 2ο αιώνα μ.Χ., δεν έφτασε στις Ρύπες γιατί δεν υπήρχαν. Είχαν εγκαταλειφθεί και ο Παυσανίας δεν επισκεπτόταν ερείπια, γιατί ήταν άνθρωπος της σύγχρονης τότε πόλης. Ό,τι γνωρίζουμε το γνωρίζουμε αποκλειστικά από την αρχαιολογική σκαπάνη και από κάποιες επιγραφές της Αχαϊκής Συμπολιτείας που βρέθηκαν στο Αίγιο και αναφέρουν την ύπαρξη της πόλης προς το τέλος της ιστορικής διαδρομής της.
Ο πρώτος που έφτασε στην Τραπεζά ήταν ο πρώτος διευθυντής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, ο Ζαν Ογκίστ Λεμπέγκ, τη δεκαετία του 1860∙ έχουμε το άρθρο του το 1871 στο πρώτο «Bulletin de l’ Ecole Française». Επισκέφθηκε το Αίγιο, είδε αγάλματα στους δρόμους και μέσα στις αυλές, και κάποιος του είπε ότι στην Τραπεζά έχει αρχαία. Τότε έγραψε ότι είδε τα ερείπια τεραστίου αρχαίου ναού, πριν γίνουν τα σταφιδάμπελα που φυτεύτηκαν από τις αρχές του 1900 μέχρι το 1910 και κάλυψαν όλα τα αρχαία ερείπια και εν πολλοίς τα λεηλάτησαν και τα κατέστρεψαν.
Βλέποντας τα ορατά ερείπια τότε, αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται σε μια αρχαία πόλη. Γνώριζε ιστορική τοπογραφία από την αρχαία γραμματεία, τον Στράβωνα ιδιαίτερα, είδε τα ερείπια του τείχους, γράφει ότι είναι κυκλώπεια και ότι εδώ είναι μια αρχαιότατη προϊστορική ακρόπολη και δεν πιστεύει ότι είναι οι Ρύπες. Σήμερα βεβαίως γνωρίζουμε ότι το τείχος είναι ιστορικών χρόνων, επειδή έχουμε αποτελέσματα αρχαιολογικής έρευνας.
«Αυτό το άρθρο το είχα σαν ευαγγέλιο όταν έφτασα εδώ, κατάλαβα ακριβώς τι είδε» μας λέει ο κ. Βόρδος. «Η μεγαλύτερη λεηλασία του αρχαίου ναού, λιθαρπαγή καλύτερα, δεν έγινε στην αρχαιότητα, έγινε στη δεκαετία 1900-1910. Εδώ ήταν ένα ζωντανό λατομείο».
Ο κ. Βόρδος μάς αφηγείται μια καταπληκτική ιστορία για τον τρόπο με τον οποίο χτίστηκαν τα γύρω χωριά, αλλά και το πώς έφτασαν εκεί οι Ηπειρώτες πετράδες και πώς μια νύχτα εξαφανίστηκαν, με τον κόπο τους να μένει απλήρωτος.
«Το μνημείο έχει υποστεί βάρβαρη λεηλασία στις αρχές του 20ου αι., όταν οικοδομήθηκαν οι πρώτες οικίες στον Κούμαρη και φυτεύτηκαν τα σταφιδάμπελα που κάλυψαν όλο το πλάτωμα. Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι στις αρχές του 20ού αι. συνεργεία Ηπειρωτών μαστόρων της πέτρας χρησιμοποίησαν το μνημείο σαν λατομείο, τεμαχίζοντας τις λιθοπλίνθους του για να χτίσουν πολλά σπίτια του χωριού, καθώς και την εκκλησία του Αϊ-Γιάννη.
Το γεγονός επιβεβαιώθηκε και ανασκαφικά, από τα κομμάτια των λίθων που εγκατέλειψαν, από τα χτυπήματα στις επιφάνειες των δόμων, αλλά και από την ανεύρεση εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν στον τεμαχισμό. Ίσως να μην είναι ανεκδοτολογική και μια άλλη πληροφορία, σύμφωνα με την οποία οι Ηπειρώτες, ξαφνικά και βεβιασμένα, εγκατέλειψαν την Τραπεζά όπου είχαν εγκατασταθεί, αφήνοντας πίσω πολλά από τα πράγματά τους.
Η υπόθεση να βρήκαν τα γλυπτά των αετωμάτων δεν είναι αυθαίρετη. Όχι μόνο επειδή η ανατολική στενή πλευρά του ναού υπέστη τη μεγαλύτερη λεηλασία λίθων έως τον στερεοβάτη, αλλά και επειδή τόσο στην ανατολική όσο και στη δυτική πλευρά η στάθμη της δραστηριότητάς τους συμπίπτει με αυτήν της ανεύρεσης των εναπομεινάντων γλυπτών μέσα σε στρώμα σύγχρονης καταστροφής».
Το μικρό λατρευτικό άγαλμα που βρέθηκε στον σηκό του ναού που στέκει ψηλά, ένα μπελβεντέρε της περιοχής και εμβληματικό μνημείο του σύγχρονου Αιγίου, με τις ακτές της Αχαΐας και τον Κορινθιακό Κόλπο να απλώνονται μπροστά μας, ένα άγαλμα της θεάς Αθηνάς, μαρτυρά ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στη θεότητα προστάτιδα των πόλεων. Βρέθηκαν συνολικά 248 θραύσματα γλυπτών από τα αγάλματα και τα ακρωτήρια που κοσμούσαν τα αετώματα του ναού.
Αυτά τα γλυπτά των αετωμάτων της Τραπεζάς είναι τα μοναδικά έως τώρα ολόγλυφα αρχιτεκτονικά γλυπτά σε μαλακό λίθο τα οποία πατούν σε πλίνθους. Οι μαρμαράδες που δούλεψαν στην Τραπεζά ήταν τεχνίτες πρώτης γραμμής, οι οποίοι τιθάσευσαν ένα υλικό που δεν ήταν της επιλογής τους. Το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό κάποιων επαρχιακών εργαστηρίων∙ τα εργαστήρια που κλήθηκαν να δημιουργήσουν τα αετώματα του ναού ήταν πελοποννησιακά, με γλύπτες ικανότατους στη δημιουργική σύνθεση, οι οποίοι διέθεταν όλα τα εφόδια μιας τέχνης εν κινήσει και σε διαρκή εξέλιξη.
«Δεν ξεχνώ τον αείμνηστο καθηγητή Γιώργο Δεσπίνη» λέει ο Ανδρέας Βόρδος. «Μια συναρπαστική, πατρική φυσιογνωμία, λείπει από πολλούς μας. Είχε έρθει πολλές φορές στην Τραπεζά, την πρώτη φορά μαζί με τη “δασκάλα” μου, την καθηγήτρια Αλίκη Μουστάκα, και μου είχαν δώσει τις πρώτες κατευθύνσεις στη μελέτη των αετωμάτων του ναού.
Δεν υπάρχει καταρχάς αμφιβολία ότι τα θέματα των αετωμάτων εικονίζουν μάχες. Στο δυτικό αέτωμα, απ’ όπου προέρχονται τα περισσότερα θραύσματα, αποκαθιστούμε μια Γιγαντομαχία. Αυτό βεβαιώνεται από τις μορφές, που είναι όλες κινημένες, από τα μέλη των μορφών, τα άκρα χέρια που κρατούν επιθετικά και αμυντικά όπλα, ξίφη, δόρατα και ασπίδες, κυρίως όμως από μια κεφαλή ηττημένου Γίγαντα, με ορθάνοιχτα μάτια και στόμα, μορφασμός πάσχοντος, θνήσκοντος.
Η Γιγαντομαχία εδώ, στο δυτικό αέτωμα του ναού της αναμφισβήτητα πολιούχου θεότητας, της Αθηνάς, στο κέντρο της ακροπόλεως, προβάλλει την επικράτηση του συνόλου των θεών σε μια σπάνια μυθολογική ομοψυχία, προσφέροντας ένα νόημα που πάντοτε είχε, μια ψευδαίσθηση από στατικότητα και αιωνιότητα. Αυτό ενσταλάζεται πρωτίστως ως θρησκευτικότητα στον προσκυνητή, η καταδίκη της ύβρεως, η ασφάλεια του Κόσμου, η Τάξη. Άλλωστε, η Αθηνά γεννήθηκε πάνοπλη ακριβώς κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης και συμμετείχε αμέσως στον αγώνα.
Από το ανατολικό, που ήταν και το κύριο αέτωμα του ναού, έχουμε τα λιγότερα θραύσματα, εδώ όμως έχουμε τη σπουδαία σύνθεση στον άξονα του αετώματος. Πάνω σε ένα τέθριππο, μια θεϊκή επιφάνεια που είναι πιθανότατα ο ύψιστος των θεών, ο Δίας. Και εκατέρωθεν σκηνές μάχης, πληγωμένοι οπλίτες, θραύσματα όπλων, ασπίδων.
Πρέπει να ήταν συγκλονιστική η εμπειρία του αρχαίου προσκυνητή, όταν αντίκριζε στη μεγαλοπρέπειά του το άρμα. Με το μετωπικό άρμα στον άξονα, ο επισκέπτης του ιερού, ο προσκυνητής, παύει να είναι αμέτοχος και τυχαίος θεατής. Βρίσκεται άμεσα στο βλέμμα του θεού, και ταυτόχρονα εμπλέκεται και ο ίδιος. Συμμετέχει στη σκηνή. Η απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και στη δράση, η οποία εξελίσσεται στο αέτωμα, έχει αναιρεθεί.
Πιστεύω ότι έχουμε σκηνές του Τρωικού Κύκλου, και εδώ η σημασία του αετώματος είναι εξόχως πολιτική. Μας βοηθάει στην ερμηνεία και η παράδοση και το έπος. Ο Δίας αποτέλεσε το σύμβολο της ταυτότητας όλων των Αχαιών, ήδη από την αυγή των ιστορικών χρόνων, και η παρουσία του έλαβε εξέχουσα θέση στη συλλογική μνήμη.
Το σπουδαιότερο ιερό του στην Αχαΐα είναι στο γειτονικό Αίγιο, και είναι παγιωμένη στους ιστορικούς χρόνους αντίληψη ότι οι Αχαιοί στην Τροία αποτελούν προγόνους των κατοίκων της Αχαΐας. Εδώ έχουμε την πρωιμότερη και σαφέστερη δήλωση καταγωγής των Αχαιών και τον θρίαμβό τους».
Η ανάθεση αυτή της διακόσμησης του ναού δείχνει ότι στην Τραπεζά οι Ρύπες ήταν μια σημαντική, μια σπουδαία πόλη. Δηλώνει την ύπαρξη μιας οργανωμένης και «εύπορης» κοινωνίας, που γνώριζε να κάνει και κάτι πολύ πρωτοποριακό για την εποχή: εξοικονόμηση πόρων, με τον λίθο του ναού και των αετωμάτων να έρχεται μεν από λατομεία της Κορινθίας, αλλά τα γλυπτά να είναι λαξευμένα μόνο στην όψη τους, στο ορατό τους κομμάτι, επειδή η λάξευση κόστιζε και χρόνο και χρήμα. Αλλά είχαν πάθος επίδειξης και πρωτοπορίας ίσως, ήθελαν να δείξουν ότι η πόλη είναι ακμαία και ότι έχει αξία να υπάρχει στις λειτουργίες του αχαϊκού κοινού.
Πληροφορίες για την ανασκαφή
Τη συστηματική ανασκαφή στην Τραπεζά Αιγίου, αρχαίες Ρύπες, διευθύνει ο δρ Ανδρέας Γ. Βόρδος, αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας. Στο διεπιστημονικό πρόγραμμα της έρευνας της μυκηναϊκής νεκρόπολης και του προϊστορικού οικισμού μετέχει η καθηγήτρια της Αιγαιακής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Udine, Elisabetta Borgna, με ομάδα φοιτητών των Πανεπιστημίων Udine, Τεργέστης και Βενετίας, καθώς και με μεταπτυχιακούς φοιτητές ελληνικών πανεπιστημίων. Στο έργο της έρευνας συνδράμει η Εταιρεία Έρευνας Αρχαίας Ρυπικής, πολιτιστικό σωματείο το οποίο αποτελείται από εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας.
Κύριο χορηγό της ανασκαφής στην Τραπεζά Αιγιαλείας, αρχαίες Ρύπες, αποτελεί το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη. Το έργο της ανασκαφής ενισχύει, επίσης, η Ολυμπία Οδός Α.Ε.