Όταν ήμουν 13 χρονών, όπως κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου μας πήγε στο βιβλιοπωλείο τα τρία κορίτσια να διαλέξουμε ένα βιβλίο για δώρο. Εκεί είδα το βιβλίο μιας Γερμανίδας –εγώ δεν ξέρω γερμανικά– που λεγόταν «Πορτρέτα από την άμμο της ερήμου», αν θυμάμαι καλά, και είχε στο εξώφυλλο μια φωτογραφία του πορτρέτου του Ευτύχη που βρίσκεται σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, ένα αριστουργηματικά φτιαγμένο πρόσωπο που με μάγεψε. Αυτό το βιβλίο διάλεξα, το πήρα σπίτι και τρελάθηκα. Είχε μέσα φωτογραφίες και από άλλα πορτρέτα. Το έχω αυτό το βιβλίο ακόμα, όπως έχω και μια εκτενή βιβλιογραφία για τα φαγιούμ που σκέφτομαι ότι κάποια στιγμή πρέπει να πάει κάπου καλά, να τη φροντίσουν, να τη μελετήσουν και οι επόμενοι.
Ήταν μια αυθόρμητη αγάπη που ριζώθηκε μέσα μου βαθιά, χωρίς να το ψάξω. Ήθελα να γίνω ζωγράφος και είχα αρχίσει να κάνω αντίγραφα του εξωφύλλου χωρίς να ξέρω τι είναι, αγόρι, κορίτσι. Αυτή η αγάπη εξακολουθεί και σήμερα να υπάρχει, το διαπιστώνω και τώρα που το βιβλίο μου «Τα πορτρέτα του Φαγιούμ», που ήταν εδώ και χρόνια εξαντλημένο, θα επανεκδοθεί τον Σεπτέμβριο στην Αγγλία από τον εκδότη μου Thames and Hudson.
Στην Ελλάδα η γενιά του '30, στην οποία ανήκε και ο πατέρας μου, αγαπούσε πολύ τα πορτρέτα, που τα είχε μάθει από τον Πικιώνη και τον Παρθένη. Τα ξέραμε στην Ελλάδα από αυτήν τη γενιά και επειδή μας οδηγούν χρονολογικά στις βυζαντινές εικόνες, είναι μια αλυσίδα.
Τα φαγιούμ είναι πρόδρομος της χριστιανικής τέχνης, εκείνα τα οποία μας οδηγούν στη ζωγραφική των βυζαντινών εικόνων· η τεχνική αλλά και η ταυτότητα της ελληνικότητας είναι ο κοινός παρονομαστής.
Ο Τσαρούχης ήταν αυτός που με καθοδήγησε προς τα φαγιούμ. Όταν ήμασταν στο Παρίσι, στη δικτατορία, υπήρχε ένα βιβλιοπωλείο στη Rue des Beaux Arts, το οποίο πουλούσε τα βιβλία που έβγαζε ο Franco Maria Ricci, ένας θρυλικός Ιταλός εκδότης. Είχε κάνει ένα βιβλίο για τα φαγιούμ στα ιταλικά. Είδαμε το βιβλίο, αλλά δεν το αγοράσαμε, ήταν ακριβό. Ο Ricci έβγαζε όλα τα βιβλία του σε μαύρο φόντο. Εκεί μου είπε ο Τσαρούχης «κάποιος πρέπει να κάνει ένα βιβλίο για τα φαγιούμ με καλές καινούργιες φωτογραφίες και να μην είναι μαύρο το φόντο γιατί αυτό σκοτώνει στη ζωγραφική τους μεσαίους τόνους. Αυτό ήταν ένα φοβερό μάθημα.
Ο Τσαρούχης αυτό το βλέμμα των πορτρέτων του Φαγιούμ το ένιωσε, αποτύπωσε την ένταση που έχουν. Τα λάτρεψε, τα αντέγραψε, ζωγράφισε αντίστοιχα πορτρέτα. Έτσι είναι καμωμένο το πορτρέτο της ανιψιάς του, της Δέσποινας, με την τετραχρωμία των αρχαίων που ανακάλυψε ο Τσαρούχης ότι χρησιμοποιούσαν, «τα πολυγνώτεια χρώματα» όπως τα έλεγε, το άσπρο, το μαύρο, την ώχρα και το χοντροκόκκινο για ό,τι αφορούσε τη σάρκα. Χρώματα άλλα έμπαιναν στα ενδύματα και τα κοσμήματα και τα διακοσμητικά στοιχεία. Οι γυναίκες στα πορτρέτα του Φαγιούμ είναι στολισμένες με ενδύματα και κοσμήματα σε όμορφα χρώματα, ώστε να απολαμβάνουν και στην αιώνια ζωή τους την πολυτέλεια του κόσμου των ζωντανών. Τα κοσμήματα, εξάλλου, ήταν σημαντικό περιουσιακό στοιχείο, το οποίο οι γυναίκες έφερναν μαζί τους ως προίκα στον γάμο τους.
Πήγα στα σαράντα μου, ως ώριμη φοιτήτρια −ζούσα τότε στην Αγγλία− στο Wimbledon School of Art και όταν πήρα το ΒΑ έπρεπε να γράψω μια μικρή διατριβή. Έγραψα για τα φαγιούμ, που στην Αγγλία ούτε τα ήξεραν ούτε τα εκτιμούσαν. Τα έλεγαν «mummy portraits» και γι’ αυτό δεν έγιναν γνωστά, γιατί επί χρόνια πολλοί ιστορικοί τέχνης αρνούνταν την ονομασία «πορτρέτα του Φαγιούμ» και το «πορτρέτα με μούμιες» δεν έλεγε τίποτα.
Έγραψα μια δεκαεξασέλιδη μικρή διατριβή. Η καθηγήτριά μου, που ήταν ιστορικός τέχνης, δεν τα ήξερε. Μου είπε ότι υπήρχε έλλειψη στην αγγλική βιβλιογραφία και ότι έπρεπε να γράψω ένα βιβλίο γι' αυτά. Έρχομαι στην Ελλάδα με αυτή την προτροπή, το λέω στην Τζούλια Τσιακίρη και στον Βασίλη Διοσκουρίδη και λέει η Τζούλια «πρέπει να βγει στα ελληνικά». Και άρχισε να μεταφράζει τη διατριβή μου. Ο Διοσκουρίδης είπε «θα σου δώσω μερικές ιδέες». Συναντιόμασταν μία φορά την εβδομάδα· ο Βασίλης μιλούσε για τον Αντίνοο, τον Αδριανό, τον Καβάφη, πόση σχέση έχει με τα φαγιούμ. Με έβαλαν σε μια ατμόσφαιρα που την ερωτεύτηκα αυτή την περιπέτεια.
Άρχισα να μαζεύω εικόνες και να αλληλογραφώ με μουσεία. Έγραφα το βιβλίο στα ελληνικά, αλλά το απέρριψα, γιατί δεν ήταν λιτό όπως ήθελα, ήταν κάπως διανθισμένο, λυρικό. Σταμάτησα να το γράφω στα ελληνικά και άρχισα να γράφω στα αγγλικά. Αλλά είχε συμβεί και το εξής: είχα γράψει ένα κεφάλαιο για τον Αντίνοο –στην Αίγυπτο υπάρχει η παραδοξολογία ότι τα νότια της Αιγύπτου λέγονται Άνω Αίγυπτος και η Αλεξάνδρεια Κάτω Αίγυπτος–, για την Αντινοόπολη. Ήταν, θυμάμαι, κατακαλόκαιρο, Αύγουστος, όλοι έλειπαν και εγώ σε έξαρση, μαγεμένη, έγραφα όσα είχα διαβάσει από τον Αλμπέρ Γκαγιέ, τον ανασκαφέα της Αντινοόπολης, ο οποίος βρήκε και το tondo «των δυο αδελφών», το στρογγυλό, που βρίσκεται σήμερα στο Κάιρο.
Η Αντινοόπολη δεν υπάρχει πια. Όταν πήγε η αποστολή του Ναπολέοντα, πήγαν μαζί διάφοροι χαράκτες και καλλιτέχνες που απεικόνιζαν ό,τι έβλεπαν. Τη ζωγράφισαν και οι εικόνες δείχνουν ότι ήταν αριστούργημα, μια ρωμαϊκή πόλη με σειρές από πανύψηλους κίονες στην όχθη του Νείλου, στη δεξιά μεριά, ενώ στην αριστερή, λίγο πιο πάνω, ήταν το Φαγιούμ. Τα πορτρέτα που βρέθηκαν στην Αντινοόπολη είναι κομμένα στο ύψος των ώμων λοξά. Τα έκοβαν αφού είχαν ζωγραφιστεί σε ένα πολύ λεπτό ξύλο, γιατί το ξύλο στην Αίγυπτο ήταν πολύ σπάνιο και ακριβό – ήταν λεπτό, σαν καπλαμαδάκι, 2-3 χιλιοστά. Αφού έγραψα αυτό το ποιητικό κεφάλαιο, διάβασα το «Αδριανού Απομνημονεύματα» της Γιουρσενάρ, που είχε εκδοθεί τότε, και βούλιαξε η καρδιά μου, γιατί ήταν ίδιο· και εκείνη ως βιβλιογραφία διάβασε τα απομνημονεύματα του Γκαγιέ, που το είχε βιώσει έτσι, ποιητικά. Ήταν σκέτη μαγεία όσα έγραψε. Έτσι πέταξα το κείμενο και το έγραψα στα αγγλικά.
Πριν βγει το βιβλίο μου, ζήτησα φωτογραφίες από το Λούβρο. Στο Λούβρο υπάρχουν πάνω από 20 πορτρέτα και μούμιες ολόκληρες με πορτρέτα – μάλιστα υπάρχει μία με την ονομασία «Αντίνοος», αλλά είχε διαβαστεί από τον Γκαγιέ λάθος, η επιγραφή είναι «Άμων Αντινόου». Στο Λούβρο, λοιπόν, μια υπεύθυνη μού είπε: «Εγώ δεν σας δίνω άδεια να βάλετε φωτογραφίες των πορτρέτων που έχουμε, διότι το βιβλίο που ονομάζεται “Πορτρέτα του Φαγιούμ” δεν μπορεί να έχει πορτρέτα από την Αντινοόπολη, τα περισσότερα δικά μας είναι από την Αντινοόπολη». Της έγραψα ότι το «φαγιούμ» είναι generic, μια γενική ονομασία, όπως λέμε «μυκηναϊκός πολιτισμός», αλλά δεν το δέχτηκε. Η Τζούλια, όμως, που είναι δαιμόνια και με βοηθούσε πολύ στο βιβλίο –της χρωστάω πολλά και χαίρομαι που το λέω ξανά σήμερα–, είχε προνοήσει και είχε γράψει στον διευθυντή του Λούβρου δύο χρόνια νωρίτερα και είχαμε πάρει άδεια να βάλουμε όλα τα πορτρέτα του Λούβρου. Έτσι μπήκαν τα φαγιούμ στο βιβλίο.
Πριν πω για τα ταξίδια στην Αίγυπτο και στα μουσεία σε όλο τον κόσμο, θέλω να πάμε λίγο πίσω, στη Χαουάρα, που είναι μια αρχαιολογική τοποθεσία της αρχαίας Αιγύπτου νότια της Κροκοδειλόπολης (μετέπειτα Αρσινόης), στην είσοδο του πλατώματος της όασης του Φαγιούμ. Εκεί έφτασε ο Άγγλος αρχαιολόγος και αιγυπτιολόγος σερ Γουίλιαμ Μάθιου Φλάιντερς Πίτρι, ο Εγγλέζος Ιντιάνα Τζόουνς που κοιμόταν επί μήνες μέσα σε τάφους, κάνοντας ανασκαφές. Ήταν από το Μάντσεστερ και τον χρηματοδοτούσε ένας έμπορος υφασμάτων, συντοπίτης του. Ο Πίτρι πήγε το 1888 για πρώτη φορά στο Φαγιούμ για να ανακαλύψει τον παλιό λαβύρινθο που ήταν στη σκιά της πυραμίδας του Αμενεμχέτ Γ', Φαραώ της 12ης Δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου. Δεν βρήκε τελικά τον λαβύρινθο, διαπίστωσε ότι είχε γκρεμιστεί τη ρωμαϊκή εποχή και είχαν πάρει την πέτρα. Προσπάθησε ωστόσο να μπει στην πυραμίδα, έφτασε στον νεκρικό θάλαμο, αλλά δεν υπήρχε τίποτα, είχε συληθεί. Ήταν έτοιμος να φύγει όταν τον φώναξαν οι εργάτες που είχαν βρει το πρώτο φαγιούμ, το οποίο βρίσκεται σήμερα στο μουσείο Πίτρι στο Λονδίνο, στο University College. Όταν το είδα είχε τόση ένταση, σαν αυτοπροσωπογραφία του Ρέμπραντ.
Πήγα πρώτη φορά στην Αίγυπτο τη δεκαετία του '80, με μια αρχαιολόγο οικογενειακή φίλη που ήταν τότε φοιτήτρια, τη Χριστίνα Αβρονιδάκη. Η απόλυτα μαγική εμπειρία ήταν η γνωριμία μου με τα φαγιούμ στο μουσείο του Καΐρου. Με άφησαν και τα μελέτησα και ερωτεύτηκα την Αίγυπτο, πήγα ξανά τρεις-τέσσερις φορές όσο έγραφα το κείμενο του βιβλίου. Προσέλαβα μια φωτογράφο Εγγλέζα και φωτογράφισε όλα τα πορτρέτα. Πήγε και στο Φαγιούμ με την Τζούλια. Ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο, μελετούσα τα πορτρέτα ένα-ένα. Πήγαμε με την Τζούλια στο Παρίσι, στην Εθνική Βιβλιοθήκη· κατάφερε και βρήκε την άκρη με δαιμόνιο τρόπο και είχαμε πρόσβαση για να φωτοτυπήσουμε σπάνια αρχεία, βιβλία και πληροφορίες μοναδικές.
Είχα μια αστεία εμπειρία στη Χαουάρα: σε μια επίσκεψή μου, ο ξεναγός μας, ένας Βεδουίνος, μου λέει «άνοιξε το χέρι σου» και μου βάζει μέσα ένα δάχτυλο μούμιας. Του λέω «όχι, δεν μπορώ να το πάρω», αν με έπιαναν θα πήγαινα φυλακή. Αυτός το έδινε για να πάρει μπαξίσι. Του έδωσα τα χρήματα, αλλά το δάχτυλο δεν δέχτηκα να το πάρω. Όταν φτάσαμε το βράδυ στο ξενοδοχείο, ανακάλυψα ότι το είχε βάλει κρυφά στην τσέπη μου. Τι να το κάνω το δάχτυλο; Το έκρυψα σε ένα συρταράκι και έμεινε εκεί.
Όταν εκδόθηκε το βιβλίο, άρχισαν να δίνουν σημασία στην έκθεση των πορτρέτων στο Βρετανικό Μουσείο, νωρίτερα ήταν κακοεκτεθειμένα. Ανακινήθηκε το ενδιαφέρον γιατί ήταν μια έκδοση μεγάλη αλλά και εκλαϊκευμένη, για όλο τον κόσμο. Πριν από τα «Πορτρέτα του Φαγιούμ» υπήρχε το raisonné των φαγιούμ που είχε κάνει παλιότερα ο Γερμανός αρχαιολόγος Klaus Parlasca, αλλά το γνώριζαν λίγοι. Στο Λονδίνο, προτού εκδοθεί το βιβλίο, μου ζήτησαν να μιλήσω στο Βρετανικό Μουσείο για τα δικά τους πορτρέτα και αποφάσισαν την επόμενη χρονιά, το 1996, να κάνουν μια έκθεση με αυτά. Την έλεγαν «Ancient faces» και ήταν η πρώτη φορά που έδωσαν στα φαγιούμ την προσοχή που τους αρμόζει.
Μέχρι τώρα έχουν βρεθεί γύρω στα χίλια φαγιούμ, αλλά πρόσφατα κανένα. Το τελευταίο που εμφανίστηκε ήταν ο Ηρακλείδης που υπάρχει στο μουσείο Γκετί, στην Καλιφόρνια. Δεν είχε εκδοθεί το βιβλίο ακόμα, πρόλαβα και πήγα να το δω και μου επέτρεψαν να το φωτογραφίσω για να μπει στο βιβλίο. Είχε μια επιγραφή με το όνομά του πάνω από τα δάχτυλα των ποδιών του, που τη διάβασα πρώτη. Είναι από τα λίγα πορτρέτα τα οποία είναι μέσα στη μούμια τους ακόμα, που έχει πορτοκαλί χρώμα όπως είναι το μίνιο. Αυτή η μούμια ανήκει σε μια πολύ μικρή ομάδα με αυτό το χρώμα, που βρέθηκε κυρίως στην τοποθεσία Ελ Χίμπε. Το καταπληκτικό με τον Ηρακλείδη είναι πως, όταν έγινε μαγνητική τομογραφία, βρέθηκε ότι μέσα στη μούμια του κρατά ένα πουλί ταριχευμένο, μια ίβιδα, που θεωρείτο η ενσάρκωση του θεού Θωθ, ο οποίος επινόησε τη γραφή και ήταν προστάτης των γραφέων. Σε καμία άλλη μούμια δεν βρέθηκε κάτι ανάλογο, είναι μια σπάνια περίπτωση, και υποθέτουμε ότι ο Ηρακλείδης ήταν ή ιερέας στον ναό του Θωθ ή γραφέας.
Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πορτρέτα, τα περισσότερα στο Φαγιούμ, αλλά τα πρώτα βρέθηκαν από ντόπιους στα μέσα του 19ου αιώνα στο Ελ Ρουμπαγιάτ, όπως είναι η σημερινή ονομασία του τόπου. Τα πούλησαν, ήταν ήδη βγαλμένα από τους τάφους και ξεκολλημένα από τις μούμιες τους, άρα η ιστορία τους χάθηκε. Ο έμπορος στον οποίο τα πούλησαν λεγόταν Τεοντόρ Γκραφ. Αυτός τα έφερε στην Ευρώπη, στη Βιέννη, και είπε ότι είναι της εποχής των Πτολεμαίων.
Αν με ρωτήσετε γιατί είναι σπουδαίο να μάθουμε τα φαγιούμ, να τα μελετήσουμε σήμερα, θα πω ότι είναι ένα σώμα έργων το οποίο αποτελεί την τελευταία έκφανση της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής, που είχε φτάσει σε φοβερά ύψη και από την οποία δεν έχουμε τίποτα. Έχουμε τον τάφο του Φιλίππου ως ένδειξη ότι υπήρχε μια ζωγραφική σημαντική και όσα λένε τα κείμενα και οι περιγραφές του Πλίνιου του Πρεσβύτερου. Ας πούμε, από τον Απελλή, που έμεινε στην ιστορία ως ο κορυφαίος ζωγράφος της αρχαιότητας, δεν έμεινε κανένα έργο. Και μόνο γι' αυτόν τον λόγο είναι πολύ σημαντικά.
Το επάγγελμα του ζωγράφου ήταν ελληνικής προέλευσης και στην Πομπηία, που είναι 1ος-2ος αιώνας π.Χ. και 1ος μ.Χ., οι ψηφιδοθέτες και οι ζωγράφοι ήταν Έλληνες. Πιστεύουμε πως και αυτοί που έκαναν τα φαγιούμ έρχονταν από την ελληνική κουλτούρα. Όταν ο Αλέξανδρος κατέκτησε την Αίγυπτο, έφερε μαζί του ζωγράφους, καλλιτέχνες, χρυσοχόους και στην Αλεξάνδρεια, η οποία χτίστηκε μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η αλεξανδρινή σχολή ζωγραφικής που είναι πολύ σημαντική. Σκεφθείτε, και στα πιο καλά ψηφιδωτά της Δήλου τα ενθέματα έχουν φτιαχτεί στην Αλεξάνδρεια.
Τα φαγιούμ είναι πρόδρομος της χριστιανικής τέχνης, εκείνα τα οποία μας οδηγούν στη ζωγραφική των βυζαντινών εικόνων, η τεχνική αλλά και η ταυτότητα της ελληνικότητας είναι ο κοινός παρονομαστής. Ο Ευσέβιος τον 4ο αιώνα μ.Χ. μιλά εναντίον της μίμησης στη ζωγραφική και λέει ότι η χριστιανική τέχνη δεν πρέπει να μιμείται τη φύση. Αρχίζει να επικρατεί η αντίληψη ότι η αρχαία ελληνική ζωγραφική είναι ειδωλολατρική, ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να μιμούνται τα έργα του Θεού. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας αρχίζει να βάζει κανόνες, ο χριστιανισμός απαγορεύει τον νατουραλισμό, το αληθινό πορτρέτο και έτσι, σιγά σιγά, οδηγείται όλη η ιστορία στο κοπτικό πορτρέτο –κάποια πορτρέτα που είναι από παλιούς τεχνίτες υπάρχουν στην Αγία Αικατερίνη του Σινά– και αρχίζει να ξεχνιέται και η τέχνη της εγκαυστικής, που μοιάζει με λαδομπογιά και δίνει τα ίδια αποτελέσματα με αυτά του νατουραλισμού. Έπαιξε μεγάλο ρόλο η χριστιανική αυστηρότητα στην εξαφάνιση αυτής της τέχνης. Και φυσικά, από τον 7ο αιώνα και ύστερα έρχεται το Ισλάμ, που απαγορεύει την απεικόνιση των προσώπων. Από άποψη ζωγραφικής, είναι πολύτιμο αυτό το υλικό.
Τα πορτρέτα του Φαγιούμ είναι φτιαγμένα με κερί μέλισσας, με την εγκαυστική ή με κόλλα ζωική, που δίνει ένα αποτέλεσμα σαν την τέμπερα, ας πούμε, στα πορτρέτα της Αναγέννησης. Διασώθηκαν επειδή στην Αίγυπτο η βροχόπτωση ανά έτος δεν ξεπερνά τους δέκα πόντους σε βάθος. Οπότε αυτά, που ήταν στα τέσσερα μέτρα κάτω από τη γη, δεν έπαθαν τίποτα. Είναι ξηρό το κλίμα της Αιγύπτου και τα διατήρησε στεγνά.
Ο Πίτρι, όταν τα έβγαλε, κατάλαβε ότι θα μαδούσε το κερί και θα χάλαγαν. Ήταν πολύ επινοητικός, ζέσταινε κερί παραφίνης και το έριχνε επάνω στα πορτρέτα για να μη μαδήσουν, έτσι τα σταθεροποίησε. Ας πούμε, σε μια άλλη περίπτωση, όταν βρέθηκαν πορτρέτα στη Μαρίνα ελ Αλαμέιν, σε ένα αρχαίο νεκροταφείο της ύστερης αρχαιότητας που υπάρχει εκεί, χάθηκαν, καταστράφηκαν με το που βγήκαν στο φως. Και στην Αλεξάνδρεια, όπου βρέθηκαν ένα-δυο, συνέβη το ίδιο.
Μία από τις ωραιότερες ιστορίες για το Φαγιούμ είναι η περιγραφή του Ηρόδοτου που το είδε πλημμυρισμένο, γιατί είχε πάει Ιούνιο, που ήταν η εποχή των βροχών. Έτσι το περιγράφει και αναφέρει και τη λίμνη Μοίριδα που πλημμύριζε όλη την περιοχή από έναν παραπόταμο του Νείλου. Η πόλη λεγόταν τότε Κροκοδειλόπολις ή «Κροκοδείλων πόλις». Τοπικός θεός ήταν ο κροκόδειλος και μέσα στον λαβύρινθο που έχει χαθεί και ήταν φτιαγμένος από αλάβαστρο υπήρχαν ταριχευμένοι κροκόδειλοι. Αργότερα λεγόταν Αρσινόη, από τον Πτολεμαίο Β’ τον Φιλάδελφο, που παντρεύτηκε την αδελφή του, Αρσινόη, και έδωσε στην πόλη το όνομά της.
Η πιο συγκινητική ιστορία για τα φαγιούμ, η ωραιότερη στιγμή όλης της έρευνας, αλησμόνητη, ήταν η έκθεση «Από τα πορτρέτα του Φαγιούμ στις απαρχές της τέχνης των βυζαντινών εικόνων» στην Κρήτη, που οργάνωσε ο έφορος της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, Νίκος Γιανναδάκης το 1998, έναν χρόνο αφότου είχε βγει το βιβλίο. Δανειστήκαμε μούμιες ολόκληρες και το Βρετανικό Μουσείο μάς έδωσε τη μούμια που ανήκε –σύμφωνα με την επιγραφή στο στήθος του, «Αρτεμίδωρε ευψύχι», που είχε ανακαλύψει ο Πίτρι– στον νεαρό Αρτεμίδωρο. Την είχαν δανείσει τότε σε ένα ιταλικό ίδρυμα που έκανε έκθεση με φαγιούμ – είχε αρχίσει η «μόδα». Ήρθε η μούμια από τη Ρώμη με ιδιωτικό αεροπλάνο. Ήμουν στην ταράτσα του παλιού αεροδρομίου του Ηρακλείου, φυσούσε ο αέρας και περιμέναμε να έρθει ο Αρτεμίδωρος. Τον συνόδευαν μια κοπέλα από το Βρετανικό Μουσείο, ο πιλότος και κάποιος από το ιταλικό ίδρυμα.
Βγήκε από το αεροπλάνο ένα φέρετρο· είχε βγει ο πιλότος στην πίστα να το υποδεχτεί. Έβαλαν τη μούμια, που ήταν βαριά, ήθελε τέσσερις άντρες να τη σηκώσουν –επειδή είχαν χαθεί οι τεχνίτες της ταρίχευσης, για κοινούς θνητούς χρησιμοποιούσαν κατράμι–, σε μια μαύρη λιμουζίνα και τη συνόδεψαν τέσσερις μοτοσικλέτες μέχρι τη βασιλική του Αγίου Μάρκου. Ήταν ένα αγόρι που είχε πεθάνει πριν από 2.000 χρόνια και γύριζε από την Αγγλία στη Μεσόγειο. Ήταν μια ανατριχιαστική σκηνή που σε έκανε να σκεφτείς τη ζωή και τον θάνατο, τον επαναπατρισμό. Τα θυμάμαι όλα πολύ καθαρά, απίθανες λεπτομέρειες με τρομερή συγκίνηση. Όποιος αντικρίσει αυτό το γεμάτο ένταση βλέμμα των φαγιούμ, που είναι υπαρξιακά πορτρέτα, δεν το ξεχνά ποτέ.
Γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για την ταυτότητα των εικονιζόμενων προσώπων και των καλλιτεχνών που τα «εποίησαν». Τα πορτρέτα του Φαγιούμ, που ζωγραφίστηκαν για να εξασφαλίσουν την αιώνια ζωή σ’ αυτούς που απεικονίζουν, αποτελούν την ελληνική συμβολή στην προαιώνια μάχη των Αιγυπτίων ενάντια στον θάνατο. Άντρες, γυναίκες και παιδιά που ανήκουν σε μια πολυφυλετική και πολυπολιτισμική ελληνιστική κοινωνία απαρτίζουν την «πινακοθήκη του Φαγιούμ». Τα νεκρικά πορτρέτα του Φαγιούμ έχουν μια μεταφυσική διάσταση, μια ένταση στο βλέμμα που λείπει εντελώς από την «κοινωνική» προσωπογραφία με την οποία διακοσμούσαν τις επαύλεις της Πομπηίας. Κατά τον Αντρέ Μαλρό, η ιδιαιτερότητα των προσωπογραφιών του Φαγιούμ συνίσταται στην εγγύτητά τους προς το σώμα του νεκρού. Η τέχνη του Φαγιούμ είναι τέχνη που λυτρώνει από τα δεσμά του θανάτου, τέχνη που έδωσε αιώνια ζωή σε εκείνους που αγκάλιασε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σου με ένα κλικ.