Το χειμώνα του 1941-1942, 700.000 άνθρωποι πέθαναν από την πείνα σε Αθήνα και Πειραιά.
Η φράση «πέθαναν από την πείνα» δεν είναι απόλυτα ακριβής αφού αυτό που συνέβαινε είναι ότι ο θάνατος ερχόταν μετά από μεταδοτικές αρρώστιες όπως ο τύφος που σκότωνε ανθρώπους με διαλυμένο ανοσοποιητικό λόγω ασιτίας.
Η έλλειψη φαγητού δεν ήταν η ίδια σε όλη τη χώρα. Το μεγαλύτερο κύμα λιμού αντιμετώπισαν οι κάτοικοι της Αθήνας, η οποία είχε αποκοπεί από την επαρχία.
Η έλλειψη φαγητού δεν ήταν η ίδια σε όλη τη χώρα. Το μεγαλύτερο κύμα λιμού αντιμετώπισαν οι κάτοικοι της Αθήνας, η οποία είχε αποκοπεί από την επαρχία. Στην υπόλοιπη Ελλάδα οι άνθρωποι έβρισκαν χόρτα, κατάφερναν να φτιάχνουν αλεύρι από διάφορες πρώτες ύλες και μερικοί είχαν κότες ή κατσίκες.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα οι άνθρωποι έβρισκαν χόρτα, κατάφερναν να φτιάχνουν αλεύρι από διάφορες πρώτες ύλες και μερικοί είχαν κότες ή κατσίκες. Όσοι ζούσαν σε παραθαλάσσια μέρη κατάφερναν να ψαρέψουν. Όμως οι Αθηναίοι έπρεπε να σκαρφίζονται νέους τρόπους για να ξεγελούν την πείνα τους.
Στο βιβλίο «Συνταγές της...πείνας» της Ελένης Νικολαΐδου (εκδόσεις Οξυγόνο) είναι μαζεμένες συμβουλές και συνταγές της εποχής, όπως εμφανιζόταν στις εφημερίδες «Αθηναϊκά Νέα», την «Καθηµερινή» και τη «Βραδυνή».
«Παίρνετε τις ντοµάτες, αν τις βρείτε, τις λειώνετε, τις βράζετε και µετά ρίχνετε τις ελιές: 5 με 6 ελιές για κάθε άτοµο της οικογένειας. Να µια νόστιµη σούπα που δεν την είχατε σκεφτεί πριν».
Ο Νίκος Τσελεµεντές στη στήλη του σε εφηµερίδα πρότεινε για τα περισσεύματα της προηγούμενης ημέρας: «Ψιλοκόψτε το περίσσευµα, ρίξτε το στην κατσαρόλα, ρίξτε και αρκετό νερό, βάλτε και µερικές ελιές και έτοιµη η σούπα».
Η γενική ιδέα ήταν η αραίωση του φαγητού με νερό μέχρι να μην υπάρχει τίποτα άλλο μέσα...Μερικές από τις συνταγές που προσπαθούσαν να φτιάξουν οι νοικοκυρές ήταν φασολάκια χωρίς φασόλια, µουσταλευριά χωρίς µούστο (από βραστές σταφίδες), βλίτα στο φούρνο, βλιτοκεφτέδες, λάχανο βραστό, µελιτζάνες µε πουρέ πατάτας, κολοκύθια γεµιστά µε τραχανά, σπανακοπίλαφο, σέσκουλα πουρέ, κυδωνόπαστο, µαρµελάδα πορτοκάλι χωρίς ζάχαρη, τσάι πορτοκαλιού.
Πολλά κατοικίδια θυσιάστηκαν εκείνα τα χρόνια. Αρχικά οι γάτες και οι σκύλοι: οι γάτες πωλούνταν ως κουνέλια και οι σκύλοι ως αρνάκι. Τα γαϊδούρια που χρησίμευαν ως τότε για μεταφορικά μέσα εξαφανίστηκαν και καταναλώθηκαν.
Παραδόξως αυτές οι πρακτικές καταδικαζόταν από την αστυνομία και οι αετονύχηδες πλήρωναν την εξαπάτηση, όταν μερικοί Κολωνακιώτες τα πλήρωσαν για μοσχαρίσια φιλέτα.
Σε πιο φτωχές συνοικίες πάντως το άλογο θεωρούνταν καλό κρέας και οι εφημερίδες επικροτούσαν την πρακτική:
«Σ' όλον τον κόσµον τρώγεται το άλογον. Και εφ' όσον έχει επιστηµονικώς διαπιστωθεί ότι είναι κατάλληλον προς βρώσιν είναι ακατανόητον, µε τας σηµερινάς µάλιστα δυσχερείας, να το κρατάµε µακριά από τις κουζίνες µας».
Ντοµάτες γεµιστές από µελιτζάνες, του Νίκου Τσελεμεντέ
«Τω καιρώ εκείνω, ο Βασιλεύς της Βιθυνίας Νικοµήδης είχεν έναν άριστον µάγειρον, όστις κάποιαν ηµέραν µη ευρίσκων µαρίδες στην αγοράν, σοφίσθηκε και έκαµε ψεύτικες από άλλο είδος και θαυµάσας ο Βασιλεύς την εφευρετικότητα του µαγείρου του είπε τον γνωστόν επιγραµµατισµόν: "Ουδέν ο µάγειρος του ποιητού διαφέρει, ο νους αµφοτέρων ένας για την τέχνην".
Κάτι παρόµοιο καµουφλάρισµα γίνεται και το γέµισµα της ντοµάτας, αντί κρέας κάνοµε κυµά από µελιτζάνες. Και ιδού πώς. ∆ιαλέξετε ανάλογες µελιτζάνες, όχι σποριάρικες, πετάξετε τα κουκούτσια και κόψετέ τις από τη µηχανή σαν κιµά.
Η δουλειά αυτή να γίνεται κάπως γρήγορα, για να µην µαυρίζουν οι µελιτζάνες.
Εν τω µεταξύ βάλετε να κοκκινίση καλά σε πλατειά κατσαρόλα αρκετό κρεµµύδιψιλό µε λάδι – έως 100 δράµια κρεµµύδια για µια οκά µελιτζάνες –άµα κοκκινισθή ρίχνετε µια χούφτα µελιτζάνες - κυµά και αφού καβουρδισθή αρκετά, ρίχνετε και την υπόλοιπη µελιτζάνα, συνάµα αρκετή ντοµάτα µπελτέ, καθώς και τις ψίχες από τις ντοµάτες, στυµµένες και ψιλά κοµµένες, επίσης αλάτι και µαϊδανό ψιλό και αν υπάρχη και ένα ποτηράκι άσπρο κρασί. Να βράσουν αρκετά, ώστε να αποψηθή η µελιτζάνα και απορροφηθούν όλα τα υγρά. Τότε ρίχνετε στον κυµά αυτόν αρκετή γαλέττα τριµµένη ή από ψίχουλα, είτε κόρα τριµµένη από τον τρίφτην, διά να σφίξη καλά.
Εν τω µεταξύ έχετε τις ντοµάτες ανοικτές, όπως συνήθως, τις αλατίζετε καλά από µέσα και πασπαλίζετε µε λίγη γαλέττα διά να µην αναλυθή ο κυµάς µε τα υγρά τηςντοµάτας. Βάλετε τα καπάκια τους, περιλούσετέ τις µε λίγο λάδι και ψήνονται στο φούρνο."