Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, που άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στο κοινό το 1994, στεγάζεται σε ένα κτίριο, ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης που οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1989 και 1993 με βάση τη βραβευμένη μελέτη του αρχιτέκτονα και ζωγράφου Κυριάκου Κρόκου. Η μόνιμη έκθεση του μουσείου, που ολοκληρώθηκε το 2004, παρουσιάζει, μέσα από αυθεντικά εκθέματα, εποπτικό υλικό και πολυμέσα ποικίλες εκφάνσεις του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού.
Στην αίθουσα 3, με θέμα «Από τα Ηλύσια Πεδία στον χριστιανικό Παράδεισο», σε μια υποβλητική ατμόσφαιρα εκτίθενται τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα μιας σπάνιας συλλογής τοιχογραφιών που προέρχονται από ταφικά μνημεία, κυρίως καμαροσκεπή, τα οποία αποκαλύφθηκαν μετά από ανασκαφικές έρευνες στην πόλη της Θεσσαλονίκης και χρονολογούνται από το β’ μισό του 3ου αι. έως και τον 6ο αι. μ.Χ.
Μέσα από αυτό το ιδιαίτερα σημαντικό για την Ιστορία της Τέχνης και ευρύτερα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς σύνολο ταφικής ζωγραφικής αποκαλύπτεται αριστοτεχνικά στον θεατή η πορεία μετάβασης από την αντίληψη για τη μεταθανάτια ζωή της ύστερης αρχαιότητας σε έναν παραδεισένιο τόπο υλικής ευημερίας έως τον τελικό θρίαμβο του Σταυρού με την επικράτηση της νέας θρησκείας και κοσμοθεωρίας για την τελική κρίση και την ανάσταση των νεκρών.
Η πίστη στη λύτρωση και ανάπαυση της μεταθανάτιας ζωής δηλώνεται μέσω της απεικόνισης του παραδείσιου τοπίου με τη μορφή κήπου όπου πουλιά τσιμπολογούν χόρτα, περιβάλλουν αγγεία με καρπούς, τη μυστική τροφή, παραδείσια πτηνά πίνουν νερό, το ύδωρ το ζωοποιόν, συμβολίζοντας τις ψυχές των νεκρών που απολαμβάνουν τη μακαριότητα της Εδέμ, ενώ η κληματίδα με τα σταφύλια υποδηλώνει τη Θεία Ευχαριστία.
Με τη δημιουργία της χριστιανικής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη μετά τον ερχομό του Αποστόλου Παύλου το 50 μ.Χ., οι ενταφιασμοί των πρώτων χριστιανών ξεχώριζαν μόνον από τον προσανατολισμό των τάφων. Από τον 3ο αι. ξεκινά και η ζωγραφική διακόσμηση των τάφων υπό την επίδραση εθνικών και ιουδαϊκών συνηθειών, με τον αλληγορικό συμβολισμό της ευημερίας της μεταθανάτιας ζωής, η οποία διέσωσε εξαιρετικά δείγματα γεμάτα ζωντάνια και σφρίγος, συνδυάζοντας τη γραμμή και το χρώμα σε εικονιστικά και μη θέματα. Άνθη που γεμίζουν σε ελεύθερη απόδοση το βάθος, γιρλάντες από λουλούδια περασμένα σε κλωστή, δεμένες με υφασμάτινες κόκκινες κορδέλες, μιμούνται αντίστοιχα μοτίβα σε μαρμάρινες σαρκοφάγους. Άλλοτε τη γιρλάντα κρατούν με τα ράμφη τους εξωτικά πουλιά, τα πτηνά της Εδέμ.
Προς τα τέλη του 3ου αι. εικονιστικά αλληγορικά θέματα διακοσμούν τους τάφους. Θέματα αγαπητά της εποχής, όπως η θαλασσοπλοΐα, εκφράζουν τώρα την πλεύση προς το ουράνιο λιμάνι και την αιωνιότητα. Ένας μικρόσωμος άντρας κωπηλατεί σε αντίστοιχου μεγέθους ιστιοφόρο αψηφώντας τους κινδύνους, τα μεγάλα και διαφόρων ειδών ψάρια που τον περιβάλλουν (εικ. 1). Η συχνή επιλογή θεμάτων από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη υιοθετείται ήδη αυτήν την περίοδο.
Από τον 4ο αι. η ταφική ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη εμφανίζει ιδιαίτερη ποικιλία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σπάνια παράσταση οικογενειακής λατρείας σε τάφο που ανήκει στον Φλάβιο Ευστόργιο, πιθανότατα αξιωματούχο του Μ. Κωνσταντίνου, και τη σύζυγό του Αυρηλία Ευστοργία. Τα δυο παιδιά τους, στο κέντρο της σύνθεσης, κρατώντας το ειδικό αγγείο, ετοιμάζονται να τελέσουν χοές λαδιού, κρασιού ή γάλακτος στον τάφο ή στον νεκρικό βωμό των γονέων τους και πιθανότατα της γιαγιάς τους Αυρηλίας Πρόκλας, της ηλικιωμένης «μητέρας πάντων» που απεικονίζεται στη νότια πλευρά του τάφου (εικ. 2).
Προς τα τέλη του αιώνα τα αλληγορικά θέματα και οι σκηνές από τη Βίβλο υπερτερούν, καταλαμβάνοντας σε ιδιαίτερους πίνακες τις επιφάνειες των ταφικών μνημείων. Η πίστη στη λύτρωση και ανάπαυση της μεταθανάτιας ζωής δηλώνεται μέσω της απεικόνισης του παραδείσιου τοπίου με τη μορφή κήπου όπου πουλιά τσιμπολογούν χόρτα, περιβάλλουν αγγεία με καρπούς, τη μυστική τροφή, παραδείσια πτηνά πίνουν νερό, το ύδωρ το ζωοποιόν, συμβολίζοντας τις ψυχές των νεκρών που απολαμβάνουν τη μακαριότητα της Εδέμ, ενώ η κληματίδα με τα σταφύλια υποδηλώνει τη Θεία Ευχαριστία. Το θέμα των αναρτημένων εδεσμάτων και τροφίμων (κολοκύθια, σφάγιο, καρδιά, συκώτι, χοιρομέρι, ψάρια) ή και των αγγείων υποδοχής κρασιού αντικατοπτρίζουν την ιδέα της υλικής απόλαυσης του παραδείσου, όπου διατηρούνται οι καθημερινές αγαπημένες συνήθειες της επίγειας ζωής, όπως οι σκηνές κυνηγιού (εικ. 3).
Από τον 4ο αι. και εξής ο σταυρός, όπως και το χριστόγραμμα (η σύζευξη του σταυρού με τα γράμματα Χ και Ρ), σύμβολα θριάμβου και νίκης της χριστιανικής πίστης, δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τη διακόσμηση των τάφων. Από το α’ μισό του 5ου αι. κυριαρχεί η ιδέα του κήπου με πτηνά και φυτά, όπου προβάλλει ως ιδιαίτερο θέμα ο σταυρός, σε ελεύθερη ανάπτυξη (εικ. 4).
Οι σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη περιορίζονται, αλλά δεν εγκαταλείπονται. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η αλληγορική παράσταση της ιστορίας της Σωσάννας (εικ. 5). Η Σωσάννα, η οποία εικονίζεται σε στάση δέησης, κατηγορήθηκε άδικα για διάπραξη μοιχείας μέσα σε κήπο από τους Ιουδαίους κριτές που παριστάνονται δεξιά και αριστερά της, καθώς δεν υπέκυψε στις ορέξεις τους. Η απεικόνιση της περίφραξης του κήπου ομοιάζει με το μαρμάρινο φράγμα του ιερού τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, οδηγώντας έτσι σε μια συσχέτιση του συγκεκριμένου θέματος της ιστορίας της Σωσάννας με τον θρίαμβο της Εκκλησίας απέναντι στους αιρετικούς. Τον 6ο αι. ο σταυρός αποτελεί το αποκλειστικό θέμα του διακόσμου των χριστιανικών τάφων, πλαισιωμένος από ποικίλα φυτά και άνθη, σε μια απλουστευμένη πλέον μορφή του παραδείσιου τοπίου.
Η ταφική ζωγραφική της Θεσσαλονίκης μέσα από τα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα που εκτίθενται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, έχει να επιδείξει δημιουργίες που αντιστοιχούν στις ιδιαίτερες ικανότητες των καλλιτεχνών που τις φιλοτέχνησαν και στις προτιμήσεις των παραγγελιοδοτών, επιφανών πολιτών της τοπικής χριστιανικής κοινότητας, με γνώμονα αρχικά την απεικόνιση της ευδαιμονίας της μέλλουσας ζωής και του παραδείσου και στη συνέχεια του δόγματος της σωτηρίας της ψυχής μέσω της χριστιανικής πίστης.
Επιμέλεια: Χρήστος Παρίδης
σχόλια