Το 1832 ο Δημήτριος Φρ. Λουκρέζης, σκάβοντας το χωράφι του στην Παλαιόπολη της Άνδρου, βρήκε δύο αγάλματα, και τα δύο από παριανό μάρμαρο, το ένα με τη μορφή γυμνού νέου και το δεύτερο, μιας γυναικείας μορφής με χιτώνα και ιμάτιο. Η ανακάλυψη αυτή έκανε αίσθηση, παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Παλαιόπολης συχνά έβρισκαν αρχαιότητες στον χώρο που καταλαμβάνει η αρχαία πόλη της Άνδρου.
Στο μέσον της νοτιοδυτικής ακτής του νησιού βρίσκεται η αρχαία πόλη της Άνδρου που άκμασε από τους αρχαϊκούς έως τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους. Εκτείνεται από ψηλά στον λόφο με την Ακρόπολη, έως τη θάλασσα με τον βυθισμένο αρχαίο λιμενοβραχίονα. Τα ισχυρά της τείχη στέκονται ακόμα σε πολλά σημεία της σύγχρονης Παλαιόπολης, ενώ πολλά είναι τα ευρήματα –γλυπτά, κεραμική, επιγραφές, κοσμήματα, νομίσματα κ.ά.– που προέρχονται από εκεί και εκτίθενται στο Μουσείο Παλαιόπολης, στο Μουσείο Χώρας Άνδρου, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και σε μουσεία του εξωτερικού. Σε ανασκαφές του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας έχουν αποκαλυφθεί δημόσια κτίρια της αρχαίας πόλης, τάφοι και βυζαντινοί ναοί.
Ο ίδιος ο Όθωνας, κατά την επίσκεψή του στην Άνδρο, στη διάρκεια του ταξιδιού του στα νησιά ως βασιλιάς των Ελλήνων, εντυπωσιάστηκε από το γλυπτό, πλήρωσε στον Παλαιοπολίτη «ανασκαφέα» το ποσό των 200 διστήλων (ισπανικό νόμισμα ισοδύναμο τότε με 6 δραχμές) και διέταξε τη μεταφορά του στην Αθήνα, ώστε να δωρηθεί το αριστούργημα στο νεοσυσταθέν Εθνικό Μουσείο που ακόμα στεγαζόταν στον ναό του Ηφαίστου, το λεγόμενο Θησείο, στην Αρχαία Αγορά.
Το άγαλμα του Ερμή και της γυναίκας βρέθηκαν στο πλάτωμα της Παλαιόπολης κοντά στη θάλασσα, στον χώρο της αρχαίας Αγοράς της πόλης. Το 1833, από το Ναύπλιο, ο Σπυρίδων Τρικούπης ανακοινώνει την εύρεση των δύο αγαλμάτων και των συνθηκών εύρεσής τους στην αρχαιολογική εφημερίδα Bullettino dell'Instituto di Corrispondenza Archeologica. Ο ίδιος ο Όθωνας, κατά την επίσκεψή του στην Άνδρο, στη διάρκεια του ταξιδιού του στα νησιά ως βασιλιάς των Ελλήνων, εντυπωσιάστηκε από το γλυπτό, πλήρωσε στον Παλαιοπολίτη «ανασκαφέα» το ποσό των 200 διστήλων (ισπανικό νόμισμα ισοδύναμο τότε με 6 δραχμές) και διέταξε τη μεταφορά του στην Αθήνα, ώστε να δωρηθεί το αριστούργημα στο νεοσυσταθέν Εθνικό Μουσείο που ακόμα στεγαζόταν στον ναό του Ηφαίστου, το λεγόμενο Θησείο, στην Αρχαία Αγορά. Tο γυναικείο άγαλμα αγοράστηκε και αυτό και μεταφέρθηκε αρχικά στη Στοά (όπως έλεγαν τότε τη Βιβλιοθήκη) του Αδριανού και έπειτα στο Εθνικό Μουσείο της οδού Πατησίων.
Όπως μας πληροφορεί ο Ανδριώτης ιστορικός και νομικός Δημήτριος Πασχάλης, ο Όθωνας πρότεινε στον Λουκρέζη να στείλει τον γιο του στη Γερμανία για σπουδές, αλλά εκείνος περιορίστηκε στο παραπάνω χρηματικό ποσό. Άλλη πηγή μιλά για αγορά των γλυπτών έναντι 800 δραχμών.
Το άγαλμα του Ερμή της Άνδρου είναι έργο αξιόλογης τέχνης. Οι πρώτες αναφορές των επιστημόνων σε αυτό είναι εγκωμιαστικές. Τα πόδια έχουν συμπληρωθεί από τα γόνατα έως τους αστραγάλους και λείπουν τα χέρια. Ο νέος εικονίζεται γυμνός, με το ιμάτιό του να ακουμπά στον αριστερό του ώμο και να πέφτει στην πλάτη. Ρίχνει το βάρος του σώματός του στο δεξί πόδι και λυγίζει το αριστερό. Δίπλα, στο δεξί πόδι, υπάρχει ένα στήριγμα σε μορφή κορμού δέντρου, πάνω στον οποίο ελίσσεται ένα φίδι. Τέτοια στηρίγματα σε μαρμάρινα αγάλματα συνηθίζονταν, όταν αυτά αντιγράφουν χάλκινα πρωτότυπα γλυπτά των κλασικών χρόνων. Ο νέος γέρνει το κεφάλι στα δεξιά. Το γλυπτό της Άνδρου ανήκει στον αγαλματικό τύπο του Ερμή «Άνδρου-Farnese» και αποτελεί ένα από τα καλύτερα σωζόμενα παραδείγματά του.
Από τα άλλα αντίγραφα του τύπου, ιδίως από εκείνο της Συλλογής Farnese στο Βρετανικό Μουσείο, μπορούμε να συμπληρώσουμε τα στοιχεία που λείπουν από το άγαλμα της Παλαιόπολης: το δεξί χέρι ακουμπούσε στον γοφό και το ιμάτιο τυλιγόταν γύρω από το ελαφρώς λυγισμένο αριστερό χέρι και έπεφτε ελεύθερο δίπλα από αυτό. Ο αγαλματικός τύπος απεικονίζει τον Ερμή, όπως φαίνεται από το αντίγραφο στο Βρετανικό Μουσείο, όπου η μορφή κρατά κηρύκειο, το σύμβολο του θεού και φορά φτερωτά σανδάλια. Στο άγαλμά μας τα πόδια αποδίδονται χωρίς σανδάλια.
Το πρωτότυπο άγαλμα το οποίο αντιγράφουν ο Ερμής της Άνδρου, εκείνος στο Βρετανικό Μουσείο και αρκετά ακόμα έργα, κορμοί και κεφαλές σε διάφορα μουσεία του κόσμου, δημιουργήθηκε στα κλασικά χρόνια, γύρω στο 360 π.Χ., από ένα εργαστήριο ή έναν γλύπτη που είχε δεχτεί έντονα την επίδραση του έργου του Πραξιτέλη. Αυτό γίνεται κατανοητό αν παρατηρήσει κανείς τις μεγάλες ομοιότητες των έργων αυτών με τον Ερμή της Ολυμπίας, γλυπτό του μεγάλου καλλιτέχνη του 4ου αι. π.Χ.
Κοντά στον χώρο εύρεσης του αγάλματος του Ερμή και της γυναίκας υπήρχε ένα οικοδόμημα, πιθανότατα ένα ηρώο για τη λατρεία και τίμηση επιφανών νεκρών, καθώς και μια επιγραφή τιμητική που αναφέρει την Εγνατία Μαξιμίλλα και τον Πόπλιον Γλείτιο Γάλλο, ευεργέτες της πόλης στα χρόνια του Νέρωνα (γύρω στο 65 μ.Χ.). Έτσι τα δύο αγάλματα συσχετίστηκαν με τους δύο αναφερόμενους στην επιγραφή.
Ωστόσο το άγαλμα του Ερμή είναι παλαιότερο από εκείνο της γυναίκας, το οποίο ακολουθεί τον τύπο της Μεγάλης Ηρακλειώτισσας και χρονολογείται στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ., δηλαδή είναι σύγχρονο της επιγραφής. Έχει υποστηριχθεί ότι το άγαλμα του Ερμή ξαναχρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με το γυναικείο, στον 1ο αι. μ.Χ., αφού πρώτα είχε στηθεί είτε ως επιτύμβιο είτε ως τιμητικό στον 1ο αι. π.Χ. Ήταν συνηθισμένη η χρήση αγαλματικών τύπων του Ερμή μαζί με γλυπτά στον τύπο της Μεγάλης Ηρακλειώτισσας, τόσο για την τίμηση επιφανών πολιτών σε δημόσιους χώρους όσο και για τη διαιώνιση της μνήμης τους και συχνά για τη λατρεία τους ως ηρώων σε ταφικά μνημεία.
Πολλές λοιπόν ήταν οι μετακινήσεις που υπέστη ο Ερμής μας: πρωτοστήθηκε στην Άνδρο στον 1ο αι. π.Χ., ξαναχρησιμοποιήθηκε πλάι στο γυναικείο άγαλμα, γύρω στο 65 μ.Χ., βρέθηκε το 1832 και το 1841 μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στο Εθνικό Μουσείο, όπου θαυμάστηκε έως το 1981, οπότε ξαναγύρισε στην Άνδρο, στην Χώρα αυτή τη φορά, για να σταθεί στο μέσον μιας αίθουσας Μουσείου και να αποτελεί από τότε σημείο αναφοράς μεταξύ των εκθεμάτων του.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας Άνδρου βρίσκεται στην πλατεία Καΐρη στη Χώρα της Άνδρου και στεγάζει αρχαιότητες από τον γεωμετρικό οικισμό της Ζαγοράς και άλλα ευρήματα από το νησί, κυρίως γλυπτά, από τους αρχαϊκούς χρόνους έως την εποχή της ενετοκρατίας.
Επιμέλεια: Χρήστος Παρίδης
σχόλια