ΤΟΝ ΣΕΜΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1904, ο Σίγκμουντ Φρόιντ ξεκίνησε μαζί με τον αδελφό του Αλεξάντερ για το ετήσιο ταξίδι των διακοπών τους στη Μεσόγειο. Αρχικός τους στόχος ήταν να βρεθούν στην Κέρκυρα, ωστόσο η ζέστη ήταν τόσο αποπνικτική που τελικά πήραν ένα πλοίο από την Τεργέστη και κατέληξαν στην Αθήνα. Οι δύο άνδρες ανέβηκαν στον θρυλικό Ιερό Βράχο για να επισκεφτούν την Ακρόπολη και εκεί ήταν που ο Φρόιντ κυριεύτηκε από μια αλλόκοτη, μπερδεμένη αίσθηση. «Σύμφωνα με τα τεκμήρια των αισθήσεών μου, στέκομαι τώρα στην Ακρόπολη», θα έγραφε αργότερα, «αλλά δεν μπορώ να το πιστέψω».
Δεν ήταν απλώς η συνηθισμένη έκφραση έκπληξης ενός τουρίστα, που βρίσκεται στο Μάτσου Πίτσου, στην Πέτρα, ή στις Πυραμίδες της Γκίζας και τρίβει τα μάτια του γιατί βρίσκει το μνημείο εξωπραγματικό. Όχι, ο Φρόιντ βίωσε μια βαθιά δυσπιστία, αμφιβάλλοντας κυριολεκτικά για το αν η Ακρόπολη βρισκόταν στην πραγματικότητα μπροστά του.
Είχε μεν διαβάσει τόνους για το μνημείο από όταν ήταν μικρός, είχε μελετήσει χαρακτικά και δαγκεροτυπίες του Παρθενώνα, αυτού του τόσο κομψού, σοβαρού και στωικού ναού. Αλλά καθώς στεκόταν δίπλα του, τα πιο δυνατά συναισθήματα μέσα του ήταν εκείνο της υιικής ενοχής, αφού ο πατέρας του δεν είδε ποτέ του το μνημείο, αλλά και της πανίσχυρης δυσπιστίας. Η εμπειρία αυτή θα τον απασχολούσε για πολλές δεκαετίες.
Η φρικτή δυσπιστία που ένιωσε κατά την άφιξη του στο μνημείο συγκρίνεται, στο περίφημο δοκίμιο, με το να βλέπει κανείς το σώμα του τέρατος του Λοχ Νες ξαπλωμένο στην όχθη, και να συνειδητοποιεί ότι αυτό που του είπαν στο σχολείο αποδείχτηκε τελικά αληθινό.
Αυτή την εμπειρία πραγματεύεται μια μικρή αλλά συναρπαστική έκθεση στο 20 Maresfield Gardens, το σπίτι στο βόρειο Λονδίνο όπου η οικογένεια Φρόιντ κατέφυγε από τη Βιέννη για να γλιτώσει από τους Ναζί το 1938, και το οποίο σήμερα στεγάζει το Μουσείο Φρόιντ. Η έκθεση επικεντρώνεται στο περίφημο δοκίμιο που έγραψε ο Φρόιντ, όταν κόντευε να κλείσει τα 80, με τίτλο «Μια διαταραχή της μνήμης στην Ακρόπολη». Πρόκειται για μια προσπάθεια ψυχανάλυσης του εαυτού του και της αναπάντεχης εμπειρίας του, την οποία επεξεργάστηκε για 32 ολόκληρα χρόνια. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια εξερεύνηση της ιδιόμορφης ανθρώπινης αδυναμίας μας να αφεθούμε, μερικές φορές, στην χαρά.
Η αφήγηση γίνεται μέσα από καρτ ποστάλ, επιστολές και έγγραφα, μέσα από εικόνες κάθε είδους αλλά και αντικείμενα και γλυπτά που συγκέντρωσε ο ίδιος ο Φρόιντ. Ανοίγει με μια κολοσσιαία φωτογραφία σέπια της Ακρόπολης στο λυκόφως, που τραβήχτηκε από τον Ελβετό φωτογράφο François-Frédéric Boissonnas το 1907 και βρίσκεται τοποθετημένη στη μέση της φαρδιάς σκάλας, και περιλαμβάνει επίσης και άλλες λήψεις του Παρθενώνα, κάτω από τα απαστράπτοντα σύννεφα κάποιας καταιγίδας ή υπό το φως του απόκοσμου σούρουπου.
Ο Φρόιντ γνώριζε καλά τις απεικονίσεις της Ακρόπολης από καλλιτέχνες του γερμανικού ρομαντισμού που παρουσιάζονται στην έκθεση, ήταν άλλωστε βυθισμένος στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό από πολύ νεαρή ηλικία. Μελέτησε τα αρχαία ελληνικά στο δημοτικό σχολείο, διατηρώντας μάλιστα και ημερολόγιο σε αυτά, ενώ είχε προτείνει στην οικογένειά του να βαφτίσουν το νέο του αδερφάκι με το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πρέπει, λοιπόν, να ήταν αρκετά απογοητευτικό, αλλά συνάμα και ξεκαρδιστικό, το γεγονός πως δεν κατάφερε να κάνει τον οδηγό άμαξας της Αθήνας να καταλάβει τις οδηγίες του προς το Grand Hotel, επειδή τις ξεστόμισε στα αρχαία ελληνικά.
Στην έκθεση συναντά κανείς το ξενοδοχείο, το εστιατόριο στο οποίο δείπνησαν τα δυο αδέρφια, το πλοίο που τους μετέφερε -το Urano, ένα σκάφος φάντασμα που πλέει στο σκοτάδι σε χλωμά νερά- σε διάφορες φωτογραφίες της εποχής. Η επιμελήτρια, Μαρίνα Μανιαδάκη, μεγάλωσε στην Αθήνα με την Ακρόπολη μονίμως πάνω από τον ώμο της, κι έτσι η αίσθηση της αιωρούμενης παρουσίας του μνημείου χαρακτηρίζει κάθε λεπτομέρεια της έκθεσης. Στην αρχή της έκθεσης, ωστόσο, βρίσκεται και μια φωτογραφία του Φρόιντ γύρω στην ηλικία των 10 ετών μαζί με τον πατέρα του, η οποία στην πορεία θα αποκτήσει νέο νόημα για τον επισκέπτη.
Το ταξίδι στην Ακρόπολη ήταν εντελώς τυχαίο, αφού αρχικός προορισμός για τα αδέρφια ήταν η Κέρκυρα. Καθ' όλη την διάρκεια του ταξιδιού, ο Φρόιντ έβλεπε συνέχεια τους αριθμούς 61 και 62 (εγείροντας σκέψεις για τη δική του θνησιμότητα: θα πέθαινε άραγε σε αυτή την ηλικία;). Φόρεσε το καλύτερο του πουκάμισο για να ανέβει στον Ιερό Βράχο. Όλα μοιάζει να έχουν στηθεί ώστε να περιέχουν αυξημένη σημασία.
Η φρικτή δυσπιστία που ένιωσε κατά την άφιξή του στο μνημείο συγκρίνεται, στο περίφημο δοκίμιο, με το να βλέπει κανείς το σώμα του τέρατος του Λοχ Νες ξαπλωμένο στην όχθη, και να συνειδητοποιεί ότι αυτό που του είπαν στο σχολείο αποδείχτηκε τελικά αληθινό (αν και πολύ αργά). Διάφορα φιδίσια αντικείμενα εμφανίζονται σε θήκες –βραχιόλια, αγάλματα, αναθήματα– αν και φυσικά μπορεί να έκρυβαν αρκετά άλλα νοήματα για τον Φρόιντ. Την ημέρα που επισκέφτηκε τον Παρθενώνα, το μουσείο ήταν, δυστυχώς, κλειστό, με αποτέλεσμα να μην δει ποτέ τα αγάλματα της Αθηνάς που τον στοίχειωσαν – αυτής της θεάς, που ξεπηδά σαν ιδέα από το κεφάλι του Δία. Εδώ απεικονίζεται το αρχαίο χάλκινο άγαλμά της Αθηνάς, που μοιάζει να σηκώνει το ένα της χέρι για να πει κάτι: πρόκειται για το αγαπημένο του απόκτημα.
Αυτό που συνειδητοποίησε ο Φρόιντ, τόσο αργά στη ζωή του, ήταν πως η αντίδρασή του ήταν τελικά μια μορφή αποκήρυξης που σχετίζεται εν μέρει με τον πατέρα του. «Μου φαινόταν πέρα από την σφαίρα των πιθανοτήτων πως θα καταλήγαμε τελικά τόσο μακριά από αυτόν», γράφει. Ο Γιάκομπ Φρόιντ ήταν αυτοδίδακτος έμπορος μαλλιού, και στη φωτογραφία της έκθεσης, απεικονίζεται με ένα βιβλίο ανοιχτό στην αγκαλιά του, ενώ ο μικρός Σίγκμουντ στέκεται δίπλα του με ένα σκεπτικό συνοφρύωμα. Το ένα πρόσωπο είναι ανοιχτό και στρέφεται προς τα έξω, το άλλο είναι ήδη στραμμένο προς τα μέσα.
Η δυσπιστία του Φρόιντ για το γεγονός πως έφτασε τελικά τόσο μακριά είναι τόσο ψυχολογική όσο και γεωγραφική. Ποτέ του δεν φανταζόταν πως θα ταξίδευε μέχρι την Ελλάδα, ούτε πως θα ξεπερνούσε τον πατέρα του με τόσους πολλούς τρόπους. Μοιάζει, λοιπόν, σαν να μετατρέπει την αμηχανία του και για τα δύο αυτά συμπεράσματα σε αμφιβολίες για την ίδια την ύπαρξη της Ακρόπολης.
Τέλος, στην έκθεση υπάρχει και το πρωτότυπο δοκίμιο, γραμμένο ως επιστολή προς τον Γάλλο συγγραφέα Romain Rolland. Η όψιμη γραφή του Φρόιντ θυμίζει παλίρροια επαναλαμβανόμενων κυματισμών, που ανεβαίνουν από κάτω αριστερά προς τα πάνω δεξιά. Χρειάστηκαν περισσότερα από 30 χρόνια για να επεξεργαστεί ο Φρόιντ αυτή την αλλόκοτη εμπειρία και οι τελευταίες συνειδητοποιήσεις του είναι εντυπωσιακές και αδιαίρετες από το σύνολο της μακρόχρονης ύπαρξής του.
Τρία χρόνια αργότερα, θα πεθάνει από καρκίνο της γνάθου στο σπίτι όπου βρίσκεται σήμερα αυτό το γράμμα. Οι στάχτες του θα σφραγιστούν, στην περιοχή του Golders Green, μέσα σε μια αρχαιοελληνική τεφροδόχο.
Με πληροφορίες από τον Guardian