Σαν σήμερα, στις 27 Οκτωβρίου 1932, πεθαίνει η Σοφία Εγκαστρωμένου Σλήμαν, η Ελληνίδα δεύτερη σύζυγος του Ερρίκου Σλήμαν, του ερασιτέχνη αρχαιολόγου στον οποίο χρωστάμε την ανακάλυψη της Τροίας και των Μυκηνών.
Η Σοφία, κόρη του υφασματέμπορου Γεώργιου Εγκαστρωμένου ή Καστρωμένου, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 1852 και σπούδασε στο Αρσάκειο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, όπου και αρίστευσε. Στόχος της ήταν να γίνει δασκάλα, τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά.
Τριάντα χρόνια νωρίτερα είχε γεννηθεί στο Νοϋμπούκοφ του Μεκλεμβούργου Σβερίν της Γερμανίας ο Ερρίκος Σλήμαν. Αν και φτωχός, κατάφερε να δημιουργήσει δικό του εμπορικό οίκο και να αποκτήσει μεγάλη περιουσία, το τολμηρό του, όμως, όνειρο ήταν να αποδείξει ότι ο ομηρικός κόσμος υπήρξε στην πραγματικότητα και δεν ήταν προϊόν μυθοπλασίας, όπως ήταν κοινή πεποίθηση.
Το 1869, έχοντας πάρει διαζύγιο από τη Ρωσίδα πρώτη του σύζυγο, με την οποία είχε αποκτήσει τρία παιδιά, αρχίζει να αναζητά Ελληνίδα σύζυγο. Θα βάλει μικρή αγγελία σε εφημερίδα αναζητώντας γυναίκα «με ελληνοπρεπή εμφάνιση, μαύρα μαλλιά και ει δυνατόν όμορφη και στοργική» και 150 κοπέλες θα «παρελάσουν» από το ξενοδοχείο του.
H Σοφία Σλήμαν θα δωρίσει το μικρό κομμάτι του «θησαυρού» που της ανήκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο – ο υπόλοιπος, μετά την άρνηση(!) της ελληνικής Βουλής να τον δεχτεί, είχε καταλήξει στο Μουσείο της Περγάμου, εκλάπη από τους Σοβιετικούς το 1945 και εμφανίστηκε ξαφνικά το 1993 στις αποθήκες του μουσείου Πούσκιν.
«Ζητείται Ελληνίς», θα γράψει στον φίλο του, αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο Βίμπο. Ο επίδοξος αρχαιολόγος αναζητά κάποια που θα έχει «τον αγγελικό χαρακτήρα της μητέρας μου και της αδελφής μου», που θα «είναι μικρή για να κάνει παιδιά, ενθουσιώδης με την αρχαία Ελλάδα και διατεθειμένη να με ακολουθεί στα ταξίδια μου».
Ο Βίμπος, μεταξύ άλλων, θα του στείλει και τη φωτογραφία της ανιψιάς του, Σοφίας Εγκαστρωμένου. Ο Σλήμαν θα την ερωτευθεί με την πρώτη ματιά και χρησιμοποιώντας τις σπουδές του σε αρχαιολογία, αρχαία και νέα ελληνικά θα επισκεφθεί το Αρσάκειο για να παρακολουθήσει μάθημα Αρχαίων Ελληνικών.
Ακούγοντας τη Σοφία να απαγγέλει «Ιλιάδα» από το πρωτότυπο και αντικρίζοντας την ομορφιά της, αποφασίζει να τη ζητήσει σε γάμο. Η αθηναϊκή κοινωνία θα σκανδαλιστεί από τη μεγάλη διαφορά ηλικίας, ο γάμος όμως, που θα πραγματοποιηθεί μέσα σε τρεις μήνες στην εκκλησία του Αγίου Μελετίου στον Κολωνό, θα αντιμετωπιστεί από την οικογένεια Εγκαστρωμένου σαν μια λύση στα οικονομικά της προβλήματα.
Το ζευγάρι μοιάζει αταίριαστο. Όμορφη, με καλούς τρόπους, σεμνή και λιγομίλητη, η Σοφία βρίσκεται παντρεμένη με έναν πολύ μεγαλύτερό της άντρα, κοντό, με μεγάλο κεφάλι, μάλλον άσχημο αλλά με την ενθουσιώδη ιδιοσυγκρασία μικρού παιδιού. Γνώστης είκοσι δύο γλωσσών ο ίδιος, θα αποδειχθεί απαιτητικός δάσκαλος: θα της διδάξει γλώσσες, ιστορία, γεωγραφία, αρχαιολογία.
Το νεαρό κορίτσι θα προσπαθήσει να προσαρμοστεί στη νέα κοσμοπολίτικη ζωή, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες του Σλήμαν, να τον στηρίξει στους στόχους του. Μαζί θα γυρίσουν όλο τον κόσμο, θα γίνουν περιζήτητοι στα κοσμικά σαλόνια, η Σοφία όμως θα βρεθεί μόνη για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ξενοδοχεία και επαύλεις, αγνοώντας πότε εκείνος θα επιστρέψει.
Όταν οι γονείς της θα τον κατηγορήσουν ότι τους εξαπάτησε όλους, η απάντησή του στην «αρπακτική οικογένεια» θα είναι σκληρή: «Εσείς πουλήσατε την κόρη σας σαν πραμάτεια!». «Καλύτερα να πεθάνω, παρά να ζήσω στο πλευρό αυτού του άντρα», θα ξεσπάσει η Σοφία κι εκείνος θα καταφύγει εξοργισμένος στη Σαντορίνη.
Το 1870 ο Σλήμαν θα πάει στα Δαρδανέλια και στον λόφο του Χισαρλίκ θα πραγματοποιήσει μια δοκιμαστική ανασκαφή, αναζητώντας την ομηρική Τροία. Ένα αγγείο με «ανθρώπινη στάχτη» είναι το εύρημα που θα τον πείσει ότι την εντόπισε. Θα επιστρέψει λίγους μήνες αργότερα με τη Σοφία, η οποία αποφάσιζει να τον ακολουθήσει, παρότι μόλις είχε φέρει στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, την Ανδρομάχη.
Δίπλα στον Ερρίκο, η Σοφία φωτογραφίζει, σχεδιάζει και ταξινομεί τα ευρήματα – η Τροία έχει εντοπιστεί, από τη βιασύνη του όμως ο ερασιτέχνης αρχαιολόγος θα «προσπεράσει» την ομηρική πόλη, φτάνοντας στον κατά 1.000 χρόνια αρχαιότερο οικισμό. Το 1873 θα βρεθεί ο περίφημος «Θησαυρός του Πριάμου», όπως τουλάχιστον πίστευε ο Σλήμαν.
Τα πολύτιμα ευρήματα θα διασκορπιστούν σε όλη την Ελλάδα, ώστε να μην τα διεκδικήσει ούτε η τουρκική, ούτε η ελληνική κυβέρνηση. Ο Ερρίκος, ωστόσο, θα φροντίσει να φωτογραφίσει τη μούσα του με τα λεγόμενα κοσμήματα της «Ωραίας Ελένης», κάνοντας γνωστή τη μορφή της Σοφίας Εγκαστρωμένου Σλήμαν σε όλο τον κόσμο.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα ο Σλήμαν γίνεται δεκτός με τιμές, του απονέμονται πανεπιστημιακοί τίτλοι και παίρνει την πολυπόθητη άδεια να πραγματοποιήσει ανασκαφές στις Μυκήνες το 1876, υπό την επίβλεψη της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η Σοφία δουλεύει με συνεργείο έξω από τα τείχη, παρά τις αντιρρήσεις του επιβλέποντος αρχαιολόγου, Παναγιώτη Σταματάκη.
Το ζευγάρι δεν θα αργήσει να φτάσει στα ταφικά συμπλέγματα και να ανασκάψει τον Ταφικό Περίβολο Α'. Θεωρώντας, εξαιτίας των άφθονων χρυσών ευρημάτων, ότι έχει βρει τον τάφο του Αγαμέμνονα, ο Σλήμαν διαβεβαιώνει τον Γεώργιο Α' ότι τα ευρήματα είναι περιουσία του ελληνικού κράτους.
Το 1878 γεννιέται ο Αγαμέμνων Σλήμαν και ο αρχαιολόγος ζητά από τον Ερνέστο Τσίλλερ να σχεδιάσει το «Ιλίου Μέλαθρον», στην Πανεπιστημίου. «Έζησα όλη μου τη ζωή σε μικρό σπίτι. Θέλω να περάσω τα χρόνια που μου απομένουν σε ένα μεγάλο. Διάλεξε εσύ όποιο ρυθμό θέλεις. Το μόνο που θέλω εγώ είναι μια μεγάλη μαρμάρινη σκάλα να πηγαίνει στο επάνω πάτωμα και μια ταράτσα», είναι οι μόνες οδηγίες που θα δώσει στον διάσημο αρχιτέκτονα.
Η Σοφία εξακολουθεί να περνά πολύ χρόνο μόνη, καθώς ο σύζυγός της ταξιδεύει συχνά. Οι επιστολές που του στέλνει μέχρι και τον θάνατό του, αποκαλύπτουν τη διάθεσή της να ανταποκριθεί στους πολλαπλούς της ρόλους, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει και τη μελαγχολία της.
«Ερρικάκι», «συζυγάκι», ακόμα και «ψυχάκι» προσφωνεί τον Σλήμαν στις επιστολές της η Σοφία Εγκαστρωμένου. Γραμμένες στην καθαρεύουσα ή σε ανορθόγραφα, ενίοτε, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, περιγράφουν τις ανησυχίες της για το «Ανδρομαχίδιον» και το «Αγαμεμνονίδιον», τα προβλήματά με την οικογένειά του αρχαιολόγου, τις δαπάνες τις οποίες εκείνος ελέγχει αυστηρά.
Αγωνιά για την υγεία του, προσπαθεί να συμμετέχει στις δραστηριότητές του, έστω και από απόσταση, δίνει όρκους αιώνιου έρωτα, που συνήθως αντιμετωπίζονται με επιπλήξεις. Η «υπάκουη σύζυγος του ιδιοφυούς ερευνητή, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση», όπως την περιγράφουν οι βιογράφοι του Σλήμαν, παραμένει ένα τρυφερό και αφοσιωμένο κορίτσι, παρότι ενηλικιώθηκε μάλλον βίαια.
Ο μοναχικός θάνατος του Ερρίκου Σλήμαν, στις 26 Νοεμβρίου του 1890, σε ξενοδοχείο της Νάπολης, όπου βρισκόταν για να επισκεφθεί την Πομπηία, παρά τις συστάσεις των γιατρών, θα αφήσει τη Σοφία χήρα, σε ηλικία μόλις 38 ετών. Μετά την κηδεία του συζύγου της, που πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη στο Α' Νεκροταφείο, με την παρουσία πλήθους κόσμου αλλά και του βασιλιά, η Σοφία δεν θα ξαναπαντρευτεί.
Δύο χρόνια αργότερα θα δωρίσει το μικρό κομμάτι του «θησαυρού» που της ανήκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο – ο υπόλοιπος, μετά την άρνηση(!) της ελληνικής Βουλής να τον δεχτεί, είχε καταλήξει στο Μουσείο της Περγάμου, εκλάπη από τους Σοβιετικούς το 1945 και εμφανίστηκε ξαφνικά το 1993 στις αποθήκες του μουσείου Πούσκιν.
Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, το 1897, η Σοφία Εγκαστρωμένου Σλήμαν θα αφοσιωθεί στη φιλανθρωπία. Το σημαντικότερο έργο της «μητέρας των φυματικών», όπως τη χαρακτήρισαν, ήταν η κατασκευή, επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη, με δικές της δαπάνες, του «Σωτηρία», που ήταν το πρώτο αστικό ελληνικό σανατόριο για τη νοσηλεία άπορων φυματικών.
Η ίδια είχε καταφέρει, ως επικεφαλής του συλλόγου «Σωτηρία», εξέχον μέλος του οποίου ήταν και η Καλλιρρόη Παρέν, να παραχωρηθεί το οικόπεδο από τη Μονή Πετράκη, ενώ υπηρέτησε το σανατόριο ως διευθύντρια για πολλά χρόνια. Σήμερα, το «Σωτηρία», που έμβλημά του έχει τη μορφή της, είναι το μεγαλύτερο πνευμονολογικό κέντρο της Ελλάδας και από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης.
Η Σοφία Σλήμαν χρηματοδότησε τις ανασκαφές του αρχαιολόγου Ντέρπφελντ στην Τροία και έκανε δωρεές στον Ευαγγελισμό, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Αρχαιολογικό Μουσείο και το Νομισματικό Μουσείο.
Μετά από ένα ταξίδι στην Τρίπολη για τη δημιουργία σανατορίου, πεθαίνει τον Οκτώβριο του 1932, σε ηλικία ογδόντα ετών. Θα ταφεί δίπλα στον Ερρίκο Σλήμαν, στον οικογενειακό τους τάφο που φιλοτέχνησε ο Ερνέστος Τσίλλερ, και θα τη συνοδεύσει όλη η Αθήνα, με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ο αγαπημένος της ανιψιός, Γεώργιος Καστριώτης, το 1933 θα φιλοτεχνήσει, όπως η ίδια επιθυμούσε, μία μπρούτζινη προτομή της Ελληνίδας καλλονής, παρότι η οικογένειά της είχε επιλέξει τον Μιχαήλ Τόμπρο, δημιουργό της προτομής του Ερρίκου Σλήμαν, που βρισκόταν στην είσοδο της µυκηναϊκής αίθουσας στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Ο ίδιος ο Καστριώτης έλεγε χαρακτηριστικά για το εμβληματικό έργο του, που σήμερα βρίσκεται στη ∆ηµοτική Πινακοθήκη του Πειραιά: «Όταν φιλοτεχνούσα την προτοµή της θείας Σοφίας µε το διάδηµα της Τροίας µελετούσα, όχι µόνον την φωτογραφία που τη δείχνει να το φορεί αλλά κι ένα µικρό τεµάχιο από το ίδιο το διάδηµα».
σχόλια