Η ΙΔΕΑ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΣΗΜΕΡΑ για τον Ισθμό της Κορίνθου και τη διώρυγά του είναι ότι πρόκειται για ένα μάλλον cult και μπανάλ αξιοθέατο, στο οποίο το να τρως σουβλάκια κοιτάζοντάς το από ψηλά είναι σημαντικότερο από το να αφεθείς στο δέος που έχει τη δύναμη να προκαλέσει.
Επιπλέον, από τότε που ισχύει η αναδιάταξη της εθνικής οδού, ο Ισθμός, ως «στάση ανάσας» του ταξιδιού από και προς την Πελοπόννησο, μάλλον έχει ξεπέσει, χωρίς να του αξίζει τέτοιος παραγκωνισμός. Είναι σαν να μην αναγνωρίζει ο κόσμος σήμερα το ιστορικό βάρος και την ομορφιά αυτού του ασύλληπτου για την εποχή του τεχνικού έργου. Αλλά και σαν να μην αναλογίζεται την αρχαία προσδοκία να ξεπεραστούν οι εγνωσμένες ανθρώπινες δυνάμεις στο αέναο πεδίο μάχης για «τιθάσευση» της φύσης.
Γιατί οι αρχαίοι μας πρόγονοι φαίνεται πως ήξεραν πολύ καλά ότι μια διώρυγα στον ισθμό θα γλίτωνε τους ναυτικούς τους από τουλάχιστον οκτώ μέρες θαλάσσιο ταξίδι, αλλά κυρίως από επικίνδυνους πλόες σε ταραγμένα ύδατα, γύρω από τα νοτιότερα ακρωτήρια της Πελοποννήσου. Κι έτσι, ο Περίανδρος, ο περίφημος τύραννος της Κορίνθου και ένας εκ των επτά σοφών της αρχαιότητας, διατύπωσε πρώτος την ιδέα ενός τέτοιου έργου. Ωστόσο, δεν προχώρησε σε υλοποίησή του, τόσο από δικό του φόβο θεού όσο και των πολιτών του, καθότι κυριαρχούσε η δεισιδαιμονία ότι οποιαδήποτε τέτοια επέμβαση θα πρόσβαλε τον Ποσειδώνα, στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο ισθμός.
Αντί διώρυγας, λοιπόν, οι αρχαίοι δημιούργησαν τον Δίολκο. Αναρίθμητοι δούλοι έσερναν πάνω του τα πλοία από τον Σαρωνικό προς τον Κορινθιακό και αντίστροφα. Κι αυτό χάρισε πολλά εύηχα ρήματα στην ελληνική γλώσσα, όπως για παράδειγμα τα «διισθμείν», «υπερνεωλκείν» και «υπερισθμίζειν».
Είναι σαν να μην αναγνωρίζει ο κόσμος σήμερα το ιστορικό βάρος και την ομορφιά αυτού του ασύλληπτου για την εποχή του τεχνικού έργου. Αλλά και σαν να μην αναλογίζεται την αρχαία προσδοκία να ξεπεραστούν οι εγνωσμένες ανθρώπινες δυνάμεις στο αέναο πεδίο μάχης για «τιθάσευση» της φύσης.
Περί τους επτά αιώνες μετά τον Περίανδρο, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες επανήλθαν στην ιδέα της διάνοιξης διώρυγας. Eκείνος που κατάφερε τελικά να κάνει ένα βήμα παραπάνω ήταν ο Νέρων, τον οποίο ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι έχουν συγκρατήσει ως αδιόρθωτο πυρομανή, αλλά είχε και ένα ακόμη έντονο ενδιαφέρον που θα τον καθόριζε και που με σημερινά κριτήρια θα τον έκανε «freak» των μεγάλων υποδομών.
Για παράδειγμα, χάρη στον Νέρωνα δημιουργήθηκε η πρώτη περιστρεφόμενη αίθουσα τραπεζαρίας. Κι αυτό έγινε στην αρχαία Ρώμη του καιρού του, ενώ εμείς χρειάστηκε να περιμένουμε το 1970, οπότε ολοκληρώθηκε ο Πύργος Τηλεπικοινωνιών του ΟΤΕ στη Θεσσαλονίκη, για να δούμε κάτι τόσο φαντεζί και χαριτωμένο.
Ο Νέρων εγκαινίασε την εκσκαφή της διώρυγας με μια πολύ κομψή και κατάλληλη χειρονομία που ήταν η αφαίρεση μιας μικροποσότητας χώματος από το έδαφος με ένα χρυσό φτυάρι. Χρειάστηκε να ολοκληρωθεί η διώρυγα του Σουέζ το 1869 για να τροφοδοτηθεί ξανά ο ενθουσιασμός για τη διάνοιξη μίας και στον Ισθμό της Κορίνθου. Εξάλλου, οι διώρυγες υπήρξαν η μεγάλη σπεσιαλιτέ του δέκατου ένατου αιώνα στον κλάδο των μεγάλων έργων υποδομών.
Η κατασκευή της ξεκίνησε το 1882 και ολοκληρώθηκε έντεκα χρόνια αργότερα. Το πρώτο πλοίο που διέσχισε τη διώρυγα ήταν γαλλικό και ονομαζόταν «Παναγία του αποχαιρετισμού». Σίγουρα είναι μια δευτερεύουσας σημασίας πληροφορία, αλλά έχει μια κάπως αυξημένη σπουδαιότητα αν αναλογιστεί κανείς πως όταν κάθεται σήμερα σε ένα από τα δύο εναπομείναντα ταβερνο-εστιατόρια στα Ίσθμια, κατά κάποιον εντελώς αυθόρμητο τρόπο θέλει να σηκώσει το χέρι του και να αποχαιρετήσει το πλοίο που περνά σε μια απρόσμενα κοντινή απόσταση από το τραπεζάκι, στο οποίο μπορεί αμέριμνα να τρώει π.χ. άψογα τηγανισμένες μελιτζάνες.
Δεν είναι τυχαίο το παράδειγμα με τις μελιτζάνες, καθότι και τα δύο αυτά υπέροχα ρεστοράν, εκ των οποίων το μεν βρίσκεται στην Αττική, το δε στην Πελοπόννησο και αντικριστά πλευρίζουν τη διώρυγα επί των οχθών της, βιώνουν μια μετα-τουριστική ωριμότητα που τα έχει φέρει σε ένα επίπεδο απλότητας και γαλήνης, καθώς και ειλικρίνειας προς τον πελάτη, που είναι εντελώς παλαιού ελληνικού τύπου. Και είναι σημαντικό να αφιερώσει κάποιος χρόνο και στα δύο. Στο επί της Αττικής για παραδοσιακότερη κουζίνα και μετά στο εκείθεν, διασχίζοντας τη διώρυγα μέσω της υπέροχης αναδυόμενης-καταβυθιζόμενης γέφυρας, για πίτσα, γλυκό και καφέ. Γιατί είναι ουσιώδες να αποκτήσει κάποιος πλήρη αίσθηση του όλου και από τις δύο αυτές θέσεις παρατήρησής του.
Γενικά, η τεράστια γοητεία της διώρυγας και του Ισθμού προκύπτει από ένα απροσδόκητο «παιχνίδισμα» της κλίμακας στην οποία συμβαίνουν τα πράγματα. Με πλάτος περίπου είκοσι μέτρα και ύψος τοιχωμάτων που κατά σημεία υπερβαίνει τα πενήντα μέτρα όταν την κοιτάζει κάποιος από τις όχθες της στα Ίσθμια, η διώρυγα της Κορίνθου μοιάζει τόσο μεγαλοπρεπής και επιβλητική που δημιουργεί ανάλογη εντύπωση με εκείνη των πυραμίδων της Αιγύπτου ή του Γκραν Κάνιον στο Κολοράντο.
Πρόκειται για εικόνα μαγευτική, τονισμένη με σουρεαλιστικές πινελιές την ώρα που με ταχύτητα ιερατικής πομπής ένα μεγάλο ρυμουλκούμενο πλοίο τη διαπλέει από τη μια είσοδό της στην άλλη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.