Μπορεί να μην είχαν την ευκταία εκπροσώπηση στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, αλλά τα βραβεία του κυρίου τμήματος του 77ου Φεστιβάλ Καννών, ένα μεγάλο «ναι» στις εκδοχές της φεμινιστικής διεκδίκησης, αντανακλούν την πολυπρισματική ματιά στη σύγχρονη γυναίκα από τη διεθνή κινηματογραφική κοινότητα, αλλά και το άγχος ενός μεγάλου φεστιβάλ να βρει έναν τρόπο να προλάβει γκρίνιες για τα ποσοστά και τις ισορροπίες.
Αναμενόμενο: με την Γκρέτα Γκέργουιγκ πρόεδρο, τις Λίλι Γκλάντστοουν και Έβα Γκριν συμβατές στην ευαισθησία της, και τα υπόλοιπα μέλη χωρίς τη φήμη του πιεστικού παρτιζάνου ενός είδους σινεμά έναντι άλλου, η κριτική επιτροπή θα ευνοούσε τον ουμανισμό έναντι του φορμαλισμού. Στη λογική ότι στις Κάννες πάνε μόνο auteurs, από τον Ζιλ Λελούς μέχρι τον Μιγκέλ Γκομέζ, το θέμα είναι τι ταιριάζει περισσότερο στον καθένα, και το Anora του Σον Μπέικερ δείχνει τελικά πως το γούστο της Γκέργουιγκ επικράτησε άνετα, ή πως η ταινία άρεσε σε όλους.
Σε μια χρονιά που μετά βίας θυμόμασταν τους άνδρες ηθοποιούς του Φεστιβάλ (οι δυο πρωταγωνιστές του «Apprentice», ο Μπεν Γουίσο στο «Λιμόνοφ») το βραβείο ερμηνείας στον Τζέσι Πλέμονς δείχνει, εκτός από το ότι όντως καταπλήσσει με τη χαμαιλεόντεια παρουσία του στις τρεις ιστορίες, πως τα τελευταία 15 χρόνια κάθε ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, από τον «Κυνόδοντα» μέχρι τις «Ιστορίες Καλοσύνης», αποσπά κι από ένα μεγάλο βραβείο.
• Δημιουργός που έχει κάνει αισθητή την παρουσία του την τελευταία δεκαετία, ο Μπέικερ δίνει τις μάχες του με ένα απροσποίητο, απολαυστικών χαρακτήρων, σινιέ ιδίωμα και ο Χρυσός Φοίνικας, ο πρώτος για τις ΗΠΑ μετά το «Δέντρο της ζωής» το 2011, σε μια δραματική κομεντί με ηρωίδα την Άνι που βγάζει το ψωμί της με το σώμα της, ζει για λίγο το παραμύθι και η πραγματικότητα τη δένει χειροπόδαρα σε μια «ανεύθυνη» έπαυλη, για να την προσγειώσει μαγικά στη θέση του οδηγού, δεν είναι μόνο η επιβράβευση μιας υπέροχης ταινίας, αλλά και μια γενναία ενθάρρυνση του ανεξάρτητου κινηματογράφου, ειδικά του αμερικανικού indie, που τρώει πολύ ξύλο εδώ και αρκετό καιρό στη διανομή, ασθμαίνει και ταπεινώνεται από επενδυτές και παραγωγούς, αναπνέει μόνο στα φεστιβάλ και ελπίζει για ένα αξιοπρεπές comeback στις αίθουσες, εκεί όπου ανήκει, όπως είπε ο ευγνώμων Μπέικερ από το βήμα του νικητή στο Palais de Festival. Σε παιγνιώδη αλλά όχι αβάσιμο παραλληλισμό, ο Μπέικερ είναι η σεξεργάτρια της ταινίας του, μια Ανόρα που ίσως μπει στον πειρασμό από τα λεφτά και τις υποσχέσεις, ώσπου η μάνα του studio του τραβήξει το αυτί, τον στείλει από εκεί που ήρθε, και συνειδητοποιήσει σε ποια αγκαλιά θα βρει την αγάπη.
• Τότε, τι δουλειά είχε ο σκηνοθέτης του Tangerine, πάλι με ηρωίδα σεξεργάτρια, του «Starlet», του «Red Rocket» και του «Florida Project» να υποκλιθεί βαθιά στον νικητή του τιμητικού Χρυσού Φοίνικα, Τζορτζ Λούκας; Τι σχέση έχει με τον πάμπλουτο δημιουργό του «Πολέμου των Άστρων»; Μην μπερδεύεστε, ο Λούκας δεν είναι στέλεχος, ούτε αφεντικό κινηματογραφιστών – μάλιστα η δεύτερη τριλογία του «Star Wars» χρηματοδοτήθηκε από τον ίδιο και μετά διαβιβάστηκε με το αζημίωτο στη Fox. Τον Flash Gordon ήθελε να κάνει, και επειδή κανείς δεν του χάριζε την εμπιστοσύνη του, πόσο μάλλον να τον αξιώσει με μπάτζετ, έγραψε ένα ποτ πουρί από ό,τι μυθολογία είχε στο μυαλό του και έγραψε Ιστορία. Ταινίες ήθελε να κάνει, Καλές Τέχνες σπούδασε, κι αν δεν τα είχε καταφέρει, θα κατέφευγε σε πατέντες και ευρεσιτεχνίες, αν δεν γινόταν κομίστας ή animator. Η στιγμή της βραδιάς ήταν ο αδελφικός εναγκαλισμός του με τον μεγάλο αδελφό, όπως τον αποκαλεί χαϊδευτικά, και μέντορα, τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, που του παρέδωσε το έπαθλο. Το μεγαλύτερο σκορ στο χειροκροτόμετρο, που φέτος γινόταν καθημερινά πρώτο θέμα στα sites, λες και διαγωνίζονταν οι θεατές στη βραδινή προβολή του Palais, ανήκει στον Μοχάμαντ Ρασούλοφ.
• Η ταινία του μάλλον δίχασε ή μούδιασε την επιτροπή, έτσι ερμηνεύω το ειδικό βραβείο, που ουσιαστικά «παραδέχεται» πως δεν ήταν κακή η ταινία, αλλά υστερεί μπροστά στο επίτευγμα του σκηνοθέτη να τη γυρίσει μυστικά, αν και άρτια, από το καθεστώς του Ιράν, να φυγαδευτεί περπατώντας 28 ημέρες μέχρι να φτάσει στις Κάννες μέσω Γερμανίας και να δώσει το «παρών» στο Φεστιβάλ, υψώνοντας τις φωτογραφίες των δυο εκ των τεσσάρων πρωταγωνιστών του που τέθηκαν υπό περιορισμό στην Τεχεράνη. Ο «Σπόρος της ιερής συκιάς», το φιλμ με την υψηλότερη βαθμολογία των κριτικών του «Screen International», είναι οικογενειακό δράμα, θρίλερ και καταγραφή της προπέρσινης εξέγερσης, ένα ράπισμα εναντίον της πατριαρχικής θεοκρατίας και ωδή στη δύναμη των γυναικών, που την ύστατη στιγμή αντιλαμβάνονται τη σπάθη του ακλόνητου, αμφίσημου ανδρικού προτύπου.
• Η Εμίλια Πέρεζ έγινε η μοναδική ταινία με δυο βραβεία στο Φεστιβάλ, αυτό της επιτροπής και για την ερμηνεία και των τριών πρωταγωνιστριών, ασχέτως αν μόνο η Κάρλα Σοφία Γκασκόν ήταν στις Κάννες και έκλεψε την παράσταση με τα ακατανόητα εσπεράντο αγγλικά που μίλησε με καπνισμένη φωνή. Αξιότερη ήταν η παράσταση της Ντέμι Μουρ στο «The Substance», που περιορίστηκε στο βραβείο σεναρίου για την Καρολίν Φαρζά.
• Από τους δημιουργούς μιας τολμηρότερης, πειραματικότερης, πιο απαιτητικής αφήγησης, ο Μιγκέλ Γκομέζ προτιμήθηκε για τη σκηνοθεσία του αδιαπέραστου, στιλιζαρισμένου, «αναχρονιστικού» «Grand Tour», κάτι που σημαίνει πως το «Caught by the Tides» του Τζία Ζανγκέ έμεινε ως η καλύτερη αβράβευτη ταινία του Φεστιβάλ.
• Κι αν υποθέσουμε πως ο Χρυσός Φοίνικας σπάνια δίνεται σε άγνωστο σκηνοθέτη, σε πρώτη ή δεύτερη ταινία, κάτι που υπαγορεύει κάποιος κανόνας, κι έχει συμβεί λίγες φορές, το δεύτερο σε σπουδαιότητα έπαθλο, το Grand Prix της επιτροπής, απονεμήθηκε στην πραγματική ανακάλυψη του Φεστιβάλ, την Παγιάλ Καπάντια, για το έξοχο, μυριάδων εικαστικών και δραματικών αποχρώσεων «All we Imagine as Light», την ανακουφιστική απόδραση τριών γυναικών από το πολύβουο Μουμπάι προς την αχτίδα φωτός ενός παραθαλάσσιου χωριού. Τριάντα χρόνια είχε να συμμετάσχει η Ινδία στο διαγωνιστικό, το προσπαθούσε πολύ, και το κατάφερε στο πρόσωπο μιας σκηνοθέτιδος που έχει ένα ντοκιμαντέρ στο ενεργητικό της, και εδώ ξακρίζει ποιητικά και ανθρώπινα τους χαρακτήρες από τον ασφυκτικό αστικό ιστό. Οι Κάννες ξεχώρισαν και ανέδειξαν μια νέα φωνή – αυτός άλλωστε είναι ο ρόλος τους.
• Σε μια χρονιά που μετά βίας θυμόμασταν τους άνδρες ηθοποιούς του Φεστιβάλ (οι δυο πρωταγωνιστές του «Apprentice», ο Μπεν Γουίσο στο «Λιμόνοφ») το βραβείο ερμηνείας στον Τζέσι Πλέμονς δείχνει, εκτός από το ότι όντως καταπλήσσει με τη χαμαιλεόντεια παρουσία του στις τρεις ιστορίες, πως τα τελευταία 15 χρόνια κάθε ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, από τον «Κυνόδοντα» μέχρι τις «Ιστορίες Καλοσύνης», αποσπά κι από ένα μεγάλο βραβείο, κάθε φορά διαφορετικό, σε ένα από τα δυο κορυφαία φεστιβάλ –των Καννών ή της Βενετίας– στα οποία συμμετέχει.