Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Ποζάροντας για την τέχνη

Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Ποζάροντας για την τέχνη Facebook Twitter
Ο Τζόνι Ντεπ υποδύεται τον φωτογράφο Γιουτζίν Σμιθ στο «Minamata»
0

Ο επί σειρά ετών καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Βερολίνου, Ντίτερ Κόσλικ, απήλθε και το δίδυμο των Κάρλο Σατριάν (μεταγραφή από το Λοκάρνο) και Μαριέτ Ρίσενμπεκ είχαν να αντιμετωπίσουν μερικά σοβαρά προβλήματα, με το καλημέρα. Το κυριότερο ήταν να διασκεδάσουν όσο γίνεται πιο βελούδινα τη σπίλωση του κύρους του πρωτεργάτη της Μπερλινάλε, Άλφρεντ Μπάουερ.

Ο Γερμανός που βοήθησε στην ίδρυση του φεστιβάλ, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του '50, δίνοντας την υπόσχεση να ανοίξει το διαγωνιστικό τμήμα σε χώρες του ανατολικού μπλοκ, και ετησίως δινόταν ένα σημαντικό βραβείο προς τιμήν του, αποκαλύφθηκε πως είχε στενή συνάφεια με τους Ναζί, έχοντας υπηρετήσει στο κεντρικό γραφείο κινηματογραφίας του Γκέμπελς, πριν από τη συνοπτικών διαδικασιών «αποναζιστικοποίησή» του. Το γιατί ένα τόσο νευραλγικό στέλεχος, επιφανές και διόλου κρυφό στις αρμοδιότητές του, δεν είχε εντοπισθεί επί 70 ολόκληρα χρόνια, παραμένει ένα μυστήριο, που η νέα διοίκηση έσπευσε να μαζέψει, καταργώντας αμέσως το βραβείο και κινώντας τις έρευνες για τις περαιτέρω λεπτομέρειες της δράσης του, μέχρι να εκδοθεί το τελεσίδικο πόρισμα.

Το άλλο αγκάθι ήταν ο τρόπος με τον οποίο τα νέα αφεντικά θα γιόρταζαν τα 70 χρόνια ενός από τα τρία μεγαλύτερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Το χαμηλό τους προφίλ δεν επιτρέπει φανφάρες και οι πρώτες ημέρες όντως κινούνται σε χαμηλές πτήσεις, με προσανατολισμό στο καλλιτεχνικό στρώσιμο ενός εναλλακτικού δρόμου, παρά σε μια φανταχτερή χειραφέτηση, εξού και η κατάργηση ενός επιτυχημένου θεσμού, των ταινιών με επίκεντρο τη γαστριμαργία και το Kulinarische Festival, που προφανώς κρίθηκε παράταιρο.

Το κλίμα μετάβασης του φεστιβάλ σημειώνει ακόμη μεγαλύτερη βουτιά στις θερμοκρασίες, με μια εικόνα όχι και τόσο κολακευτική στην περιοχή που το αγκαλιάζει εδώ και δυο δεκαετίες, μετά τη μετακόμισή του από το δυτικό Βερολίνο, στην Potsdamer Platz. 

Η πιο χτυπητή καινοτομία σε σύγκριση με τον προκάτοχό τους είναι η θέσπιση ενός παράλληλου διαγωνιστικού τμήματος, με τίτλο Encounters – βέβαια, έρχονται αμέσως στο νου τα αντίστοιχα Ένα Κάποιο Βλέμμα και Ορίζοντες, των Καννών και της Βενετίας αντίστοιχα.

Το κλίμα μετάβασης του φεστιβάλ σημειώνει ακόμη μεγαλύτερη βουτιά στις θερμοκρασίες, με μια εικόνα όχι και τόσο κολακευτική στην περιοχή που το αγκαλιάζει εδώ και δυο δεκαετίες, μετά τη μετακόμισή του από το δυτικό Βερολίνο, στην Potsdamer Platz: Το εμπορικό κέντρο Arcaden υπολειτουργεί, έκλεισαν πολλά εστιατόρια αλλά και οι βοηθητικές κινηματογραφικές αίθουσες Star στο Sony Center, που τόσα χρόνια στέγαζαν προβολές του Panorama.

Η κύρια εκδοχή για την πιθανή ανακαίνιση είναι μια επερχόμενη επέτειος, αλλά η αλήθεια είναι πως οι Βερολινέζοι ποτέ δεν αγάπησαν πραγματικά την πολυέξοδη και εντέλει ψυχρή επένδυση στην παλιά νεκρή ζώνη της πόλης τους, προτιμώντας τις πιο ζωτικές και ζωντανές γειτονιές της πόλης για έξοδο και διασκέδαση. Το γεγονός πως ελάχιστοι Κινέζοι δημοσιογράφοι, διανομείς και αγοραστές ταξίδεψαν μέχρι τη Γερμανία φέτος, προσθέτει στην εντύπωση πως η Berlinale έχει πατήσει pause.

Ο Κόσλικ υπέγραψε πέρυσι ένα μνημόνιο καλλιτεχνικής ισότητας, υποσχόμενος ένα γενναίο 50/50 σε γυναίκες και άνδρες σκηνοθέτες στο πρόγραμμα. Οι Σατριάν και Ρίσελμπεκ εξήγγειλαν diversity, εκτός από την πολιτική και τις αποκαλύψεις από τη ναζιστική περίοδο, που αποτελούν σταθερά στο φιλμικό μενού, αλλά από τους 18 συμμετέχοντες στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, μόλις οι 6 είναι γυναίκες – εκτός αν εννοούν πως τα θέματα με γυναίκες είναι περισσότερα απ' ό,τι συνήθως.

Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Ποζάροντας για την τέχνη Facebook Twitter
Η Σιγκούρνι Γουίβερ στο «My Salinger Year»

Το My Salinger Year που εγκαινίασε το φετινό φεστιβάλ είναι σκηνοθετημένο από τον Φιλίπ Φαλαρντό (του Κυρίου Λαζάρ), αν και βασίζεται στο αυτοβιογραφικό memoir της Τζοάνα Ράκοφ, με πρωταγωνίστριες δυο γυναίκες εντελώς διαφορετικών γενεών, την Μάργκαρετ Κουόλι που γνωρίσαμε στο Κάποτε στο Χόλιγουντ και τη (Ρίπλεϊ αυτοπροσώπως) Σιγκούρνι Γουίβερ.

Η ηρωίδα είναι η Τζοάνα, μια νεαρή φοιτήτρια στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, που μετακομίζει στη Νέα Υόρκη το 1995 για να αναπνεύσει τον καλλιτεχνικό αέρα της πόλης και να γίνει, αν όλα πάνε καλά, ποιήτρια. Στο μεταξύ, προσλαμβάνεται ως γραμματέας της φοβερής και τρομερής Μάργκαρετ, διευθύντριας του λογοτεχνικού πρακτορείου που εκπροσωπεί, ανάμεσα στα πολλά ηχηρά ονόματα, τον λατρεμένο μέχρι μανίας διαβόητο ερημίτη των αμερικανικών γραμμάτων, Τζέι Ντι Σάλιντζερ, γνωστό στο γραφείο απλά ως Τζέρι.

Αφού παραδέχεται στον φίλο της πως δεν έχει διαβάσει ποτέ στη ζωή της Σάλιντζερ, ούτε καν τον εμβληματικό Φύλακα στη Σίκαλη (ή, κατά τη νέα μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης), γνωρίζει τον συγγραφέα μέσα από τα τηλεφωνήματα και την απροσδόκητη ενθάρρυνσή του προς εκείνην, σα μακρινό μέντορα που θέλει κανάκεμα και ειδικό χειρισμό, αλλά, κάνοντας ένα διάλειμμα στον μόνιμο πανικό από τις μανίες καταδίωξης που τον στοιχειώνουν, μπορεί να προσφέρει γενικές συμβουλές που βρίσκουν τον στόχο.

Η Τζοάνα χειρίζεται την αλληλογραφία του, υπακούοντας στις στάνταρ απαντητικές εντολές του γραφείου, και συμπονά μερικούς από τους φαν του Σάλιντζερ, τους ζηλωτές του Χόλντεν Κόλφιλντ που οδήγησαν τον «Τζέρι» να κρυφτεί στο σπίτι του στα δάση και να αποφεύγει συστηματικά και εμμονικά κάθε επαφή με τη δημοσιότητα και τον έξω κόσμο.

Ο Φαλαρντό δίνει υπόσταση στους αποστολείς των επιστολών, σε ένα τρικ που ως έναν βαθμό λειτουργεί σε παράλληλο επίπεδο, αν και επιμένει σε μια χαλαρή απεικόνιση της κοινωνίας των γραμμάτων, μέσα από τα άδολα μάτια μιας ενθουσιώδους κοπέλας, η οποία έχει ταυτίσει το βάθος της λογοτεχνίας με τον μποέμ αέρα της Νέας Υόρκης, στην εκπνοή της αυθεντικότητάς της, αλλά μόνο στην επιφάνεια των πραγμάτων και στις εντυπώσεις.

Σε αντίθεση με τον ανήλικο πειρασμό που υποδύθηκε στο Κάποτε στο Χόλιγουντ, η Κουόλι συλλαμβάνει τα εσωτερικά διλήμματα ενός «ελαφιού» που σκάλωσε στα φώτα μιας βεβιασμένης ενηλικίωσης, δείχνοντας ποικιλία στο παίξιμο και υποσχέσεις ρόλων με ενδιαφέρον, αλλά η ταινία ανήκει στην πεπειραμένη Σιγκούρνι Γουίβερ και τον μικρότερο και πιο ζουμερό ρόλο της ηγεμονικής Τζοάνα. Παίζοντας μια grande dame με πείσμα και ασάλευτη συμπεριφορά, που σνομπάρει τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και το Διαδίκτυο, χαρακτηρίζοντάς το ως περαστική μόδα, η Γουίβερ αποκαλύπτεται και σπάει προς το τέλος, δείχνοντας πως ακόμη και η πιο ακέραια θεματοφύλακας, μεγαλοαστή και κολλημένη στο πάλαι ποτέ προβάδισμα της πόλης στη λογοτεχνική αιχμή, οπαδός του σοβαρού έργου έναντι της φτηνής εμπορικότητας, υποκλίνεται μπροστά στη χάρη της αθωότητας των καλών προθέσεων και τη σπίθα της ανθρώπινης αγάπης χωρίς αντάλλαγμα.

Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Ποζάροντας για την τέχνη Facebook Twitter
Ο Τζόνι Ντεπ στο photo call της ταινίας «Minamata». Φωτο: Andreas Rentz/Getty Images

Ο Γιουτζίν Σμιθ ήταν σκαπανέας του φωτογραφικού δοκιμίου, ένας ευαίσθητος και αυτοκαταστροφικός δημοσιογράφος της κάμερας, με καλλιτεχνική ματιά και μισανθρωπικές τάσεις. Με τις λήψεις του στο παραθαλάσσιο χωριό Minamata της Ιαπωνίας, έφερε στο προσκήνιο ένα άγνωστο έγκλημα, με τραγικούς πρωταγωνιστές ντόπιους που υπέκυψαν σε επώδυνα τραύματα, ανάμεσα στους οποίους μικρά παιδιά και ανθρώπους παραμορφωμένους από τη μόλυνση που προκάλεσε επί δεκαετίες ένα εργοστάσιο υδραργύρου στην περιοχή.

Βρισκόμαστε στο 1971, τη χρονιά που ο Μάρβιν Γκέι κυκλοφόρησε το ανατριχιαστικό τραγούδι του What's Going On, με στίχους που εκτός από τον κοινωνικό αντίκτυπο του Βιετνάμ και τις αναταράξεις στα γκέτο των μεγαλουπόλεων, θίγει και το περιβάλλον, με την αναφορά στο «fish full of mercury».

Ο Σμιθ πέρασε πολλά μέχρι να κάμψει την αρχική καχυποψία του περιοδικού Life, με εβδομαδιαία κυκλοφορία ακόμη τότε, να τον εμπιστευθεί με μια πολυέξοδη αποστολή και στη συνέχεια να κερδίσει τη συμπάθεια των φοβισμένων και βασανισμένων κατοίκων, ως το σημείο της αποτύπωσης του δράματος με μια σειρά εκπληκτικών ασπρόμαυρων ενσταντανέ, εφάμιλλων με έργα τέχνης, αλλά με σημαντικό εκτόπισμα στην κοινή γνώμη.

Μετά από ηθελημένες εκδρομές σε κινηματογραφικές αποδράσεις και ακούσια, αν και σίγουρα επαγγελματικά ζημιογόνα έκθεση στην ταμπλόιντ δημοσιογραφία, ο Τζόνι (Ντεπ) πήρε το όπλο της διασημότητάς του για καλό σκοπό, αυτόν της αφύπνισης και της ευαισθητοποίησης για ένα θέμα που δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά απασχολεί και στις μέρες μας, όπως φροντίζουν να μας υπενθυμίσουν οι εικόνες οικολογικής και ανθρώπινης καταστροφής που τρέχουν παράλληλα με τους τίτλους τέλους της ταινίας του Αμερικανού εικαστικού και σκηνοθέτη Άντριου Λέβιτας.

Για να το πετύχει, μεταμορφώνεται εξωτερικά, όπως το συνηθίζει, και αγκαλιάζει με ζέση την πόζα ενός καταραμένου καλλιτέχνη, φορώντας μπίτνικ μπερέ, ακούγοντας τζαζ, λέγοντας αφοριστικά τσιτάτα και φυσικά καπνίζοντας ασταμάτητα και πίνοντας μέχρι τελικής πτώσης. Προειδοποιεί, δηλαδή, με όλα τα δυνατά σήματα και κλισέ, πριν λυτρωθεί. Συνεπώς, είναι σα να προεξοφλεί τη συνέχεια και την έκβαση της ταινίας, η οποία αναδεικνύεται στις φωτογραφικές λήψεις και απλώς συμπληρώνει τα κενά της διαδρομής στο ενδιάμεσο του χρονικού.

Ανταπόκριση από το Βερολίνο: Ποζάροντας για την τέχνη Facebook Twitter
First Cow

Αντίθετα, η Κέλι Ράιχαρτ δείχνει για μια ακόμη φορά πως είναι πραγματική καλλιτέχνις, με πίστη στους ρυθμούς και τη θεματική της, στο First Cow, μια εξαιρετική ταινία που ωστόσο δεν αποτελεί επιτυχία των εκλεκτόρων του Φεστιβάλ Βερολίνου, έχοντας κάνει πρεμιέρα ήδη από τον Αύγουστο του 2019 στο φεστιβάλ του Τέλιουραϊντ, καθώς και μια ακόμη στάση σε σημαντικό αμερικανικό venue, στη Νέα Υόρκη, το περασμένο φθινόπωρο. Η δημιουργός των υπέροχων Wendy and Lucy και Meek's Cutoff φτιάχνει ακόμη ένα γουέστερν από την ευδιάκριτη προοπτική μιας γυναίκας που ενδιαφέρεται για κάτι πρωτόγνωρο για το είδος, τη συναισθηματική δράση, και μάλιστα όπως αυτή αναπτύσσεται και εξελίσσεται ανάμεσα σε δυο άνδρες.

Οι πρωταγωνιστές είναι ο συνεσταλμένος μάγειρας Κούκι και ο συγκρατημένα τυχοδιώκτης Κινέζος Κινγκ Λου, που γίνονται φίλοι και, κλέβοντας το γάλα μιας δυσεύρετης για την περίοδο της αμερικανικής χρυσοθηρίας αγελάδας, φτιάχνουν και πουλάνε σαν χρυσάφι τα πεντανόστιμα μπισκότα τους στους πεινασμένους περαστικούς, ώσπου γίνεται αντιληπτή η λαθραία προέλευση του πολύτιμου υλικού τους.

Οι μεταφορές είναι πολλές και με απόχρωση δηλωμένες – το ίδιο και οι συμβολισμοί του genre, με τους βίαιους κυνηγούς του πλούτου και τη λασπωμένη αναρχία της άγριας δύσης να περιβάλλει τους φιλήσυχους, απροσδόκητους συγκατοίκους και τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή. Οι σχεδόν ψιθυριστές συζητήσεις των συνοδοιπόρων αποπνέουν μια πολιτισμένη αντιπαράθεση του καπιταλισμού και της εφευρετικότητας, συνθέτοντας διαλεκτικά και ψύχραιμα δυο από τα πιο θεμελιώδη και εύφλεκτα υλικά της αμερικανικής κοινωνίας.

Η Ράιχαρτ επιμένει στην παρατήρηση και την ενδοσκόπηση, αφήνοντας τον ωφέλιμο χρόνο της κάμερας να κυλήσει υπέρ των χαρακτήρων, χωρίς να προτρέχει στα γεγονότα ή να σπεύδει σε συμπληρωματική αφήγηση και επεξηγήσεις, Το First Cow ξεκινά από το σήμερα, δείχνοντας την τυχαία ανακάλυψη δυο σκελετών, θαμμένων δίπλα δίπλα, σε έναν τόπο που μοιάζει με το φλασμπάκ που αποτελεί το κύριο σώμα της ταινίας.

Μέρος της μαεστρίας της Ράιχαρτ είναι πως δεν θα μάθουμε ποτέ το πώς βρέθηκαν εκεί, αλλά θα υποθέσουμε τον τρόπο, τους δράστες και θύματα, ανατρέποντας έτσι την κλασική συνταγή της κλιμακούμενης μονομαχίας στην πλειοψηφία των γουέστερν – κάτι που ο Ζακ Οντιάρ είχε εν μέρει αποπειραθεί στο Sisters Brothers.

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Για μένα αυτό είναι οι ταινίες, μια περιπέτεια έξω και πέρα από την ηθική»

Οθόνες / «Για μένα αυτό είναι οι ταινίες, μια περιπέτεια έξω και πέρα από την ηθική»

Μια μεγάλη κουβέντα με τον σκηνοθέτη και μουσικό Γιάννη Βεσλεμέ που κυκλοφορεί ταυτόχρονα το νέο του άλμπουμ και η ρετροφουτουριστική του ταινία «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο». (SPOILER ALERT)
M. HULOT
Οι δέκα αγαπημένες ταινίες του Capétte

Μυθολογίες / «Όταν είδα το "Climax", δεν μπορούσα να συνέλθω για ώρες»: Οι δέκα αγαπημένες ταινίες του Capétte

Τι συνδέει τον Αρονόφσκι με τον Αλμοδόβαρ και τον Λάνθιμο με τον Βούλγαρη; Ο μουσικός Capétte φτιάχνει τη δική του αγαπημένη κινηματογραφική δεκάδα.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
the last showgirl

Οθόνες / Πρεμιέρα προσεχώς: 10 ταινίες που θα ξεχωρίσουν το επόμενο δίμηνο

Η επιστροφή του Βάλτερ Σάλες, ένας στοχαστικός Κώστας Γαβράς, τα φαντάσματα του Γιώργου Ζώη, ο Ντίλαν κατά τον Τιμοτέ Σαλαμέ, το βάπτισμα της Πάμελα Άντερσον στην υποκριτική, ένα χαμηλόφωνο διαμάντι από την Ινδία και η μεγαλόπνοη αλληγορία του Μπρέιντι Κόρμπετ είναι μερικές από τις ταινίες που θα μας απασχολήσουν τον χειμώνα του 2025.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Phyllis Dalton (1925-2025): Η κορυφαία ενδυματολόγος της κινηματογραφικής ιστορίας

Pulp Fiction / Phyllis Dalton (1925-2025): Η κορυφαία ενδυματολόγος της κινηματογραφικής ιστορίας

Πέθανε στα 99 της χρόνια η Βρετανή ενδυματολόγος που έντυσε χιλιάδες πρωταγωνιστές και κομπάρσους, πάντα με το βλέμμα στραμμένο στην αναπαραγωγή της αυθεντικότητας και στην αντίληψη της δραματικότητας του σεναρίου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Το υπερβατικό σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς διέρρηξε δια παντός την πραγματικότητα

Απώλειες / Το υπερβατικό σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς διέρρηξε διά παντός την πραγματικότητα

Το όνομα του Ντέιβιντ Λιντς (1946-2025) έγινε επιθετικός προσδιορισμός και οι ταινίες του μας προσκάλεσαν να βλέπουμε και να αισθανόμαστε αλλιώς τον κόσμο: με τα μάτια μιας απόκοσμης ψευδαίσθησης και την ψυχή της υπέροχης εμμονής.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Oι 10 αγαπημένες ταινίες του Αχιλλέα ΙΙΙ

Μυθολογίες / «Μετά το “Blues Brothers” φορούσα μαύρα γυαλιά στην τάξη»: Oι 10 αγαπημένες ταινίες του Αχιλλέα ΙΙΙ

Έχοντας συμπεριλάβει στη λίστα του από τους αδελφούς Μαρξ μέχρι μια ταινία με τον Θανάση Βέγγο, o συγγραφέας πιστεύει πως το τραγικό και το γελοίο συναντιούνται σε κάποιο σημείο, το οποίο δεν είναι πάντα ευδιάκριτο.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
pamela anderson

Οθόνες / H όψιμη δικαίωση της Πάμελα Άντερσον

Μια γυναίκα που επί δεκαετίες αντιμετωπιζόταν από τον πλανήτη ως αντικείμενο (ηδονής και χλεύης) βρίσκει στο «Last Showgirl» την ευκαιρία να αποδείξει ότι υπάρχει θέση γι’ αυτήν και σε άλλους ρόλους από εκείνους που της φόρεσε η βιομηχανία του θεάματος.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Movie Galaxy: Το βιντεοκλάμπ που κρατάνε ανοιχτό οι σινεφίλ Εξαρχιώτες

Οθόνες / Movie Galaxy: Το βιντεοκλάμπ που κρατάνε ανοιχτό οι σινεφίλ Εξαρχειώτες

Ο Λευτέρης Τζώρτζης έχει συγκεντρώσει 50.000 τίτλους. Το όνομά του έχει αναφερθεί σε έργο της Κιτσοπούλου, «ξεπουλάει» Ταρκόφσκι και έχει ζήσει επικούς καβγάδες για ταινίες - πιο πρόσφατα για τα «Μαγνητικά Πεδία».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Βαγγέλης Μουρίκης: «Tι σχέση έχω εγώ με τον Ντε Νίρο;»

Οθόνες / Βαγγέλης Μουρίκης: «Tι σχέση έχω εγώ με τον Ντε Νίρο;»

Λίγο πριν από την κυκλοφορία του «Arcadia» του Γιώργου Ζώη στις αίθουσες, ο Βαγγέλης Μουρίκης μιλάει στη LiFO για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει έναν ρόλο, για τον Οικονομίδη, τον Γραμματικό, τα spoilers και τη χαμένη αρετή τού να ακούμε.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Oι δέκα αγαπημένες ταινίες του Spyros Rennt

Μυθολογίες / «Αγάπησα τόσο τη "Lola Rennt" που βάσισα το καλλιτεχνικό μου όνομα πάνω της»: Oι δέκα αγαπημένες ταινίες του Spyros Rennt

Λάρι Κλαρκ, Μίκαελ Χάνεκε, «Στρέλλα», «Κυνόδοντα» και Κωνσταντίνο Γιάνναρη περιλαμβάνει η δεκάδα αγαπημένων ταινιών του φωτογράφου Spyros Rennt.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΝΕΤΤΑ ΓΙΑΚΙΝΤΖΗ
«Threads»: Η συγκλονιστική βρετανική ταινία που απεικόνισε τον φόβο του πυρηνικού ολέθρου /«Threads»: To βρετανικό «Chernobyl» εξακολουθεί να συγκλονίζει 40 χρόνια μετά

Οθόνες / «Threads»: Η ανατριχιαστική βρετανική ταινία που απεικόνισε τον φόβο του πυρηνικού ολέθρου

Σαράντα χρόνια κλείνει η σοκαριστική δημιουργία του BBC, που κάνει το «Chernobyl» του HBO να μοιάζει με τη «Mary Poppins» και αφορά τις πιθανές επιπτώσεις πυρηνικής επίθεσης σε μια βρετανική πόλη, όπως προκύπτουν μέσα από τις φριχτές δοκιμασίες των κατοίκων της.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ