Γενέθλια σήμερα για τον Τζόνι Ντεπ που γίνεται πενήντα έξι ετών, εκ των οποίων τα τριάντα πέντε τα πέρασε μπροστά στον κινηματογραφικό φακό. Στο επάγγελμα βρέθηκε από σπόντα, συνόδευσε έναν φίλο του σε μια οντισιόν για τον Εφιάλτη στον Δρόμο με τις Λεύκες (1984), το πρόσωπο του άρεσε στους υπεύθυνους κάστινγκ και τον Γουές Κρέιβεν και κάπως έτσι βρέθηκε να κάνει το ντεμπούτο του στο σινεμά, με τον Κρέιβεν να φροντίζει να τον θυμόμαστε, χαρίζοντας του την χαρακτηριστικότερη σκηνή θανάτου της ταινίας.
Γράφεται συχνά για τον Ντεπ ότι γεννήθηκε σε λάθος εποχή, ότι στα 20's θα ήταν ο μεγαλύτερος σταρ του βωβού κινηματογράφου. Αμφότερα κάπως υπερβολικά, έχουν όμως το έρεισμα τους. Αφενός τις λιγοστές φορές που ο Ντεπ κλήθηκε να υποδυθεί άνθρωπο της εποχής του με την ανάλογη ενδυμασία, μοιάζει κάπως έξω από τα νερά του, εκτεθειμένος, λες και έχει ανάγκη την μεταμφίεση για να νιώσει άνετα. Αφετέρου βάλε κάτι σαν το Sleepy Hollow (1999) για δυο λεπτά στο mute, παρακολούθησε τις κινήσεις του σώματος και τις εκφράσεις του προσώπου του Ντεπ και θα διαπιστώσεις πως ανά πάσα στιγμή ξέρεις τί περίπου σκέφτεται και πώς νιώθει. O ίδιος δεν θα αρνηθεί την αγάπη του για τους ηθοποιούς του βωβού σινεμά, στο Μπένι και Τζουν (1993), μάλιστα, θα υποδυθεί έναν νεαρό που έχει τον Μπάστερ Κίτον ως πρότυπο.
Εκκινώντας από τον Ψαλιδοχέρη (1990) ο Τιμ Μπέρτον θα βρει στο πρόσωπο του Τζόνι Ντεπ τον ιδανικό ηθοποιό για να υποδυθεί τους αλαφροϊσκιωτους, μη «κανονικούς» ήρωες του με την χρυσή καρδιά. Μέχρι στιγμής μετρούν οκτώ κοινές συνεργασίες και, δοθέντων των κατάλληλων εγχειρημάτων, θα είναι έκπληξη αν ο αριθμός δεν γίνει διψήφιος.
Η σειρά 21 Jump Street (1987-1990) τον έκανε διάσημο εν μια νυκτί, ο ίδιος όμως ένιωθε άβολα με το status του εφηβικού ειδώλου και το παιχνίδι της διασημότητας. Κάπου εκεί γνώρισε άλλον έναν καλλιτέχνη που δεν ένιωθε άνετα μέσα στους μηχανισμούς του Χόλιγουντ και ήταν εξίσου ντροπαλός και εσωστρεφής κι έτσι σχηματίστηκε ένα από τα πιο ταιριαστά παντρέματα ηθοποιού και σκηνοθέτη.
Εκκινώντας από τον Ψαλιδοχέρη (1990) ο Τιμ Μπέρτον θα βρει στο πρόσωπο του Τζόνι Ντεπ τον ιδανικό ηθοποιό για να υποδυθεί τους αλαφροϊσκιωτους, μη «κανονικούς» ήρωες του με την χρυσή καρδιά. Μέχρι στιγμής μετρούν οκτώ κοινές συνεργασίες και, δοθέντων των κατάλληλων εγχειρημάτων, θα είναι έκπληξη αν ο αριθμός δεν γίνει διψήφιος.
Στο μεταξύ ο Ντεπ θα πρωταγωνιστήσει στο Arizona Dream (1993) του Κουστουρίτσα – σύνηθες φαινόμενο οι ευρωπαίοι δημιουργοί να επιλέγουν το είδος της ταινίας δρόμου για το αμερικανικό τους ντεμπούτο-, στο Τι Βασανίζει τον Γκίλμπερτ Γκρέιπ (1993) του Λασέ Χάλστρομ, όπου ένας νεαρός Ντι Κάπριο κλέβει την παράσταση, και στο Εντ Γουντ (1994) του Μπέρτον, το οποίο πολλοί από εμάς έχουμε ψηλά, μα, περιέργως, ο μέσος φαν του Μπέρτον άμα του το επισημάνεις, θα σου γνέψει ένα «ναι, καλό κι αυτό» με μισή καρδιά.
Ακολουθούν μεγάλες συναντήσεις. Το 1994 συναντά τον Μάρλον Μπράντο στο Don Juan de Marco, αδίκως ξεχασμένο crowd pleaser που διατείνεται ότι χωρίς τα παραμύθια θα ήμασταν χαμένοι, και συνάπτουν χρόνια φιλία. Ο Μπράντο θα του στήσει μερικές ευφάνταστες φάρσες, θα του μάθει να ακολουθεί το ένστικτο του, να μη φοβάται να προσθέσει στοιχεία στον χαρακτήρα του αντλώντας έμπνευση από τις πιο απίθανες πηγές και θα ευλογήσει με την παρουσία του το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ντεπ, τον Γενναίο(1997).
Δεύτερη μεγάλη συνάντηση αυτή με τον Τζιμ Τζάρμους που παράγει τον Νεκρό (1995), ένα sui generis (μη) γουέστερν, κινούμενο στο μεταίχμιο φαντασίας και πραγματικότητας, ένα πυρετικό κινηματογραφικό όνειρο όπου οι στοιχειωτικοί κιθαρισμοί του Νιλ Γιανγκ παίζουν σε λούπα, συνοδεύοντας στο διηνεκές, θαρρείς, το ταξίδι του ήρωα.
Tρίτη και τελευταία μεγάλη συνάντηση εκείνη με έναν άλλο ερμηνευτικό ογκόλιθο της αμερικανικής υποκριτικής, με τον Αλ Πατσίνο στο Donnie Brasco (1997) του Μάικ Νιούελ, χορταστικό γκανγκστερικό δράμα σύγκρουσης καθήκοντος και προσωπικής επιθυμίας, όπου ο Ντεπ στέκει υποστηρικτικά στον κουρασμένο, παραγκωνισμένο κακοποιό του Πατσίνο.
Ακολουθούν Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας (1998) δια χειρός Τέρι Γκίλιαμ, η Κόρη του Αστροναύτη (1999), νερόβραστη παραλλαγή του πολανσικού Μωρού της Ρόζμαρι, η Ένατη Πύλη (1999) σε σκηνοθεσία του ίδιου του Πολάνσκι, όπου ο Ντεπ κατά κάποιο τρόπο υποδύεται το μωρό της Ρόζμαρι που μεγάλωσε και έρχεται η στιγμή να εκπληρώσει το πεπρωμένο του και το προαναφερθέν Sleepy Hollow (1999), φόρος τιμής στο σινεμά της Hammer κι από τις ωραιότερες ταινίες τρόμου των 90's.
Η νέα χιλιετία βρίσκει τον Τζόνι Ντεπ έτοιμο να ασπαστεί τον τίτλο του σταρ. Για πρώτη φορά στα Ο Άνδρας που Έκλαιγε (2000) και Chocolat (2000) θα υποδυθεί τον «ωραίο», θα αναζητήσει τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη στο στιλιζαρισμένο From Hell (2001), θα σηκώσει στις πλάτες του τους ελάσσονες σκορσεζισμούς του Blow (2001) του Τεντ Ντέμι και, φυσικά, θα ντυθεί Τζακ Σπάροου στο Pirates of the Carribean: Curse of the Black Pearl (2003). Ο ρόλος του στο φιλμ ήταν δεύτερος, οι Κίρα Νάιτλι και Ορλάντο Μπλουμ αποτελούσαν το πρωταγωνιστικό δίδυμο, τόσο ενθουσίασε όμως η εμφάνιση του Ντεπ το κοινό στις δοκιμαστικές προβολές, που αυξήθηκε ο χρόνος συμμετοχής του και ο χαρακτήρας του απέκτησε κομβικότερο ρόλο στην αφήγηση.
Τρεκλίζοντας, ευρισκόμενος σε μια δική του διάσταση που μόνο ανά διαστήματα εφάπτεται με εκείνη των υπολοίπων, αλλά ταυτόχρονα και με μια ανεξήγητη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, μια υπεράνω (αλλά ποτέ υπεροπτική) στάση απέναντι στον κίνδυνο κι ένα μειδίαμα που καθησυχάζει τον θεατή ότι όλα θα πάνε καλά – σκέψου τον Κάρι Γκραντ στο North by Northwest ή τον Σον Κόνερι και , ακόμα περισσότερο, τον Ρότζερ Μουρ ως Μποντ ας πούμε, αλλά σε μια πιο μεθυσμένη, alternative εκδοχή-, ο Ντεπ πραγματοποιεί εμφάνιση σταρ, αναδεικνύεται σε τέτοιον μετά από αυτή την ταινία και κερδίζει την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Η δεύτερη υποψηφιότητα θα έρθει για το Finding Neverland (2003) του Μαρκ Φόρστερ - από τις πιο μετρημένες ερμηνείες, τo δε μουσικό score από εκείνα που οι εραστές της κινηματογραφικής μουσικής ψάχνουμε πια με το κιάλι- η τρίτη θα έρθει για το Sweeney Todd (2008) του φίλου του Τιμ Μπέρτον, ταξική ιστορίας εκδίκησης και υπόδειγμα γότθικου οπερατισμού. Όλες τους άκαρπες μεν, πλην όμως αποδεικνύουν πως οι συνάδελφοι του πια τον υπολογίζουν και τον αναγνωρίζουν, τα στούντιο τον εμπιστεύονται με παραγωγές υψηλού κόστους και το κοινό τον αναζητεί.
Σε αυτή την φάση της καριέρας του ο Ντεπ μπορεί να κάνει ακόμα κι ένα μικρό, ολωσδιόλου αβαρές θριλεράκι εσωτερικών χώρων όπως το Secret Window (2004) να κόψει μερικά εισιτήρια παραπάνω (92 εκατομμύρια δολάρια σε όλο τον κόσμο). Φυσικά οι Πειρατές της Καραϊβικής και ο Τζακ Σπάροου του εξακολουθούν να αποτελούν την εμπορική αιχμή του δόρατος.
Έλα όμως που εκείνο που λατρεύει περισσότερο ο κίτρινος τύπος από το να πλέκει εγκώμια για το άστρο ενός σταρ, είναι να το βλέπει να καταρρακώνεται, έχοντας συνδράμει σε αυτή την πτώση, (αυτό)επιβεβαιώνοντας έτσι την δύναμή του. Τα αστειάκια για το πόσο βαριόμαστε αυτό τον τύπο που ντύνεται περίεργα και κάνει συνέχεια το ίδιο πράγμα πληθαίνουν – βάλε δίπλα δίπλα τον ρομαντικό, πλην επικίνδυνο Ντίλιντζερ που παλεύει να χτίσει έναν κινηματογραφικό μύθο γύρω από τον εαυτό του στο Public Enemies (2009) με τον ανδρόγυνο, παιδιαρίζοντα Γούλι Γουόνκα του Charlie and the Chocolate Factory (2005) και θα καταλάβεις πόσο άδικη είναι αυτή η κριτική-, μια σειρά από εισπρακτικές αποτυχίες ενισχύουν τα αρνητικά δημοσιεύματα κι ας μην ευθύνεται απολύτως εκείνος για αυτές – θα σωζόταν πχ. η επιστημονικοφανής φλυαρία του άστοχα νολανίζοντος Transcendence (2014) με άλλον πρωταγωνιστή;-, σωρεύονται και δυο διαζύγια σε μια πενταετία και σταδιακά ο Ντεπ μετατρέπεται σε (σοσιαλ)μιντιακή persona non grata.
Ο ίδιος λειτουργώντας σαν σταρ πια, που μέσα από τα έργα του επαναθεωρεί (και) την περσόνα του, ασπάζεται την εικόνα του κακού παιδιού και δεν χαλάει χατίρι στο κοινό. Στο Black Mass (2015) φορά τα παπούτσια ενός στυγνού εγκληματία, στο Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές(2017) δίνει στο κοινό ακριβώς αυτό που θέλει να δει –αν ξέρεις το φινάλε της ιστορίας της Αγκάθα Κρίστι, καταλαβαίνεις τί θέλω να πω- και στο franchise των Φανταστικών Πλασμάτων υποδύεται το ανάλογο του Χίτλερ στο σύμπαν της J. K. Rowling.
Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να αποσυρθεί, ευτυχώς σε πείσμα του όχλου το αντιλαμβάνεται κι ο ίδιος και συνεχίζει ακάθεκτος. Για χρόνια επιβίωσε κινηματογραφικά και κέρδισε οπαδούς ως «αυτός ο εκκεντρικός τύπος που παίζει σε κάτι παράξενες ταινίες, ενώ θα μπορούσε να έχει τον κόσμο στα χέρια του με την εμφάνιση του».
Θα ήταν ωραίο αν επέστρεφε εκεί, όμως το χρηματοδοτούμενο από δραστήρια παρακλάδια των στούντιο σινεμά δημιουργού φυτοζωεί πια, με τα εν λόγω παρακλάδια να κλείνουν ή να συγχωνεύονται, κι έτσι πολλές από τις ταινίες που απαρτίζουν την φιλμογραφία του στα 90's δύσκολα θα περνούσαν στο στάδιο της παραγωγής σήμερα.
Όπως και να'χει, χρόνια του πολλά. Αναμένουμε με περιέργεια και προσμονή να δούμε τί μας έχει για μετά.
σχόλια