Πάει χρόνια που μπήκα πρώτη φορά στο Exile Room και από την πρώτη στιγμή ένιωσα σαν να βρισκόμουν σε άλλη πόλη, σε άλλη χώρα, σε άλλον πλανήτη. Κι όμως το βασικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα που τρέχει εκεί μέσα αυτήν τη στιγμή έχει το όνομα «Planet G(reece)». Αφορά την εξοικείωση νέων ανθρώπων, εφήβων μεταξύ 13 και 19 ετών, με το ντοκιμαντέρ, μέσα από μια σειρά εργαστηρίων που απευθύνονται τόσο σε Έλληνες όσο και σε παιδιά μεταναστών, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία και τη φιλική σύνδεση μεταξύ τους, εισάγοντάς τους στα μυστικά αυτού του τόσο ενδιαφέροντος μέσου. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, αφού η ιδρύτρια αυτού του ιδιότυπου εναλλακτικού χώρου είναι μια Ελληνίδα που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, η Βάλερυ Κοντάκου. Δηλαδή γόνος μεταναστών και η ίδια, που εγκαταστάθηκε στη χώρα καταγωγής της σε μια ηλικία στην οποία είχε ήδη αξιοσημείωτη πορεία στο ντοκιμαντέρ.
Οι ταινίες τεκμηρίωσης, όπως τις λέμε στα ελληνικά, είναι κινηματογραφικό είδος που συνδέει την εικόνα, τον ήχο, την αφήγηση με τα φλέγοντα θέματα της εποχής, την ιστορία και τον πολιτισμό, τον ακτιβισμό και τη δημοσιογραφία, αλλά και με τη γραφιστική και το animation. Τα μαθήματα στο Exile Room γίνονται με τη βοήθεια έμπειρων εκπαιδευτών ενώ η Βάλερυ Κοντάκου, αν και το οραματίστηκε και το δημιούργησε, δεν διδάσκει. Είναι παρούσα σε κάθε ανάγκη, με κάθε βοήθεια που μπορεί να προσφέρει.
Το Exile Room είναι ένας τόπος συνάντησης ανθρώπων που ενδιαφέρονται για το ντοκιμαντέρ, όχι απαραίτητα κινηματογραφιστές. Να μην ξεχνάμε ότι είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός και όλες οι προβολές και τα εκπαιδευτικά προγράμματα –για ενήλικες αλλά πιο πολύ για παιδιά και εφήβους– είναι δωρεάν.
Το Exile room βρίσκεται σε όροφο πολυκατοικίας επί της οδού Αθηνάς, στο κέντρο της αγοράς της πόλης, πάνω από μικρομάγαζα κάθε λογής, και δίνει την αίσθηση γκαλερί. Ένα κατάφωτο διαμέρισμα με λευκούς τοίχους στους οποίους κρέμονται αφίσες ταινιών τις οποίες η Β. Κοντάκου έχει σκηνοθετήσει ή έχει αναλάβει την παραγωγή τους, αλλά και πίνακες και χαρακτικά του συζύγου της, του γνωστού εικαστικού Μαρκ Χατζηπατέρα. Ο ίδιος έχει σχεδιάσει τα φώτα του χώρου και τις μοκέτες στο δάπεδο, ενώ χαρακτηριστικά του γλυπτά είναι διάσπαρτα στην κεντρική σάλα και στο screening room. Εκεί γίνονται οι προβολές του μήνα, που είναι άλλοτε μέρος αφιερωμάτων και άλλοτε ταινίες προσκεκλημένων καλλιτεχνών από το εξωτερικό.
Όταν η Βάλερυ το έστησε πριν από δεκαπέντε χρόνια, ήλπιζε ότι θα αποτελέσει σημείο συνάντησης κινηματογραφιστών που θα έδειχναν τη δουλειά τους, αποσπάσματα work-in-progress ντοκιμαντέρ, επιδιώκοντας feedback ή και σε αναζήτηση οικονομικών πόρων. Σήμερα δηλώνει απογοητευμένη, καθώς δεν κατάφερε να συγκεντρώσει τους ντοκιμαντερίστες. Έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι από τη μέρα που προσγειώθηκε στην Αθήνα και έκανε τις πρώτες επαφές που σχετίζονταν με τη δουλειά της. Θυμάται σήμερα: «Λίγο πριν φύγω από τη Νέα Υόρκη είχα δουλέψει σε ένα ντοκιμαντέρ με προϋπολογισμό μισό εκατομμύριο δολάρια. Όταν πήγα στην ΕΡΤ, εκτός του ότι δεν είδα παρά ελάχιστο ενδιαφέρον για το αντικείμενο, μετά βίας έδιναν δέκα χιλιάδες. Τελικά το πρώτο μου ελληνικό ντοκιμαντέρ έγινε με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, σχετικά με την εθνική ομάδα μπέιζμπολ της Ελλάδας, την απόπειρα να δημιουργηθεί ομάδα ενόψει των αγώνων, και λεγόταν "Who’s on first?". Ακολούθησαν δύο μίνι σειρές για την ΕΡΤ, το "Μαθήματα, παθήματα" και το "Οικολογικά ημερολόγια". Δεν υπήρχε ακόμα το Exile Room. Αρχικά ξεκίνησα κάτι ανάλογο στο ΒΙΟS, αλλά δεν πέτυχε ιδιαίτερα».
Ο curator του Exile Room Θανάσης Πατσαβός συμπληρώνει: «Μπορεί εν τέλει να μην έγινε το filmmaking community που ονειρευόταν η Βάλερυ, αλλά δημιούργησε community από απλούς ανθρώπους που έρχονται στις προβολές και ανακαλύπτουν το ντοκιμαντέρ. Έρχονται σε επαφή με το άλλο πρόσωπο του είδους, με ταινίες στις οποίες δεν έχουν εύκολα πρόσβαση, με περιορισμένη διανομή και τις οποίες μπορείς να τις δεις μόνο σε φεστιβάλ. Αυτό το έχει πετύχει σε ικανοποιητικό βαθμό το Exile Room».
Πρόκειται για ένα συνεχές φεστιβάλ με καλεσμένους καλλιτέχνες από διάφορες χώρες, ενώ στηρίζει σταθερά το American Showcase σε συνεργασία με την Αμερικανική Πρεσβεία. Επίσης έχουν συνεργαστεί δύο χρονιές με την Ταινιοθήκη της Ελλάδος, συνδιοργανώνοντας το φεστιβάλ Art & Docs με έμφαση στην εικαστική σκηνή. Οργανώνουν και πολλά masterclass με καλλιτέχνες, όπως τους Sophie Finnes, Sergio Oksman, Michael Glowogger, Mark Rappaport, Laura Nix, Debra Zimmerman, Gordon Quinn, Carolyn Hepburn, Marie Losier, τρανταχτά ονόματα του χώρου, που πάντα προσέλκυαν κοινό.
Ρωτάω τον Θανάση Πατσαβό πώς θα περιέγραφε το Exile Room. Μου απαντάει: «Ως έναν τόπο συνάντησης ανθρώπων που ενδιαφέρονται για το ντοκιμαντέρ, όχι απαραίτητα κινηματογραφιστές. Να μην ξεχνάμε ότι είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός και όλες οι προβολές –για ενήλικες αλλά πιο πολύ για παιδιά και εφήβους– και τα εκπαιδευτικά προγράμματα είναι δωρεάν», ενώ η Βάλερυ προσθέτει: «Συνεργαζόμαστε τώρα με δομές και έρχονται παιδιά που είναι πρόσφυγες, έτσι 50% είναι Έλληνες και 50% ξένοι. Η αλήθεια είναι ότι αυτά τα παιδιά θα ζήσουν εδώ και πρέπει όλοι να γνωριστούν μεταξύ τους. Πρέπει να μάθουμε να συμβιώνουμε, αλλιώς πώς θα γίνει; Βασικά είναι ένας χώρος όπου θέλουμε να μοιραστούμε όσα ξέρουμε και ό,τι διαθέτουμε με όποιον ενδιαφέρεται. Και αυτό που ξέρουμε είναι το ντοκιμαντέρ. Γιατί δεν είναι ότι δεν υπάρχει ταλέντο, όλοι το ξέρουν ότι υπάρχουν πολύ ωραία μυαλά, αλλά πρέπει να τους προσφέρουμε την ευκαιρία – και αυτοί να μην την αφήσουν να τους ξεφύγει, να την αρπάξουν. Όπως μαθαίνεις να γράφεις διαβάζοντας, έτσι είναι και με τον κινηματογράφο, πρέπει να έρθεις σε επαφή μαζί του για να τον μάθεις και να τον καταλάβεις. Αλλιώς μην περιμένεις να συμβεί από μόνο του. Γενικά, πάντως, καλλιεργώ μια αίσθηση κοινότητας. Μου ζήτησε η Ένωση Ελλήνων Ντοκιμαντεριστών να συναντιούνται εδώ και να δείχνουν τη δουλειά τους. Ασφαλώς και είπα ναι. Άλλωστε και η Ακαδημία έρχεται εδώ και άλλοι φορείς».
Γιατί επιλέχτηκε το όνομα Exile για αυτόν τον τόσο δημιουργικό και αισιόδοξο χώρο; Ρωτάω και η Κοντακου μου απαντάει: "Γιατί νοιώθω ότι βρίσκομαι σε μια μόνιμη εξορία".
Φυσικά η Βάλερυ Κοντάκου εκφράζει τα πιο θετικά συναισθήματα για τον Δημήτρη Εϊπίδη. Χάρη στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, το ελληνικό ντοκιμαντέρ έχει σήμερα εξελιχθεί και έτσι μέχρι σήμερα συνεργάζεται με τη σπουδαία διοργάνωση. Παράλληλα, το Exile Room λειτουργεί και τρόπον τινά ως δίκτυο για ξένους παραγωγούς που έρχονται στην Ελλάδα και ενδιαφέρονται να συνεργαστούν με νέους κινηματογραφιστές, είτε προσφέροντας consulting είτε προτείνοντάς τους παραγωγή. Η ίδια έχει αναλάβει παραγωγές με την εταιρεία της, Exile Films. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «Βόλτα» της Στέλλας Κυριακοπούλου, η πρώτη ελληνική ταινία μικρού μήκους που συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ του Sundance και αργότερα απέσπασε εννέα διεθνή βραβεία σε 75 φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Επίσης ο «Τελευταίος Παρτιζάνος» του Ανδρέα Χατζηπατέρα, που αποτελεί τη μοναδική κινηματογραφική καταγραφή της ζωής του Μανώλη Γλέζου, και τα δικά της ντοκιμαντέρ, όπως το «Μάνα» και τώρα το «Η βασίλισσα της Νέας Υόρκης», σε συμπαραγωγή με την καναδική Storyline Entertainment, που έκανε διεθνή πρεμιέρα στο DOC NYC, ενώ προβάλλεται και στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Με επίσημο αγγλικό τίτλο «Queen of the Deuce» (που σημαίνει ντόρτια, έκφραση για την περιοχή γύρω από την Times Square και τους 42 δρόμους), αφηγείται τη θυελλώδη ζωή της Τσέλι Γουίλσον (1908-1995), μιας εκκεντρικής Ελληνοεβραίας που έχτισε στη δεκαετία του ’60 μια ολόκληρη αυτοκρατορία, ξεκινώντας με προβολές ελληνικών ταινιών για τους Έλληνες της Αστόρια, πράγμα που την οδήγησε στην κύρια ασχολία της, τους κινηματογράφους γκέι πορνό. Μάλιστα, η δαιμόνια επιχειρηματίας ζούσε επάνω από έναν από αυτούς, την αίθουσα Eros.
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη ως Ραχήλ Σερέρο, στο περιβάλλον μιας τυπικής οικογένειας Σεφαραδιτών, παντρεύτηκε τον Μωυσή Μπουρλά. Έκαναν δύο παιδιά, εκ των οποίων το αγόρι έμεινε με τον πατέρα του όταν οι δυο τους χώρισαν και το κορίτσι κατέβηκε μαζί της στην Αθήνα. Λίγο πριν τον πόλεμο, διαισθανόμενη τι θα ακολουθήσει μετά την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία, έφυγε για την Αμερική αφήνοντας την κόρη της με τη γραμματέα της, με την οδηγία να μην τη δώσει σε κανέναν. Έτσι, το κορίτσι σώθηκε όσο η μητέρα της έχτιζε μια θεαματική καριέρα στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Στον πόλεμο δραστηριοποιήθηκε στέλνοντας βοήθεια στη δοκιμαζόμενη Ελλάδα, ενώ αργότερα επέστρεψε για να παραλάβει την κόρη της και για να ταξιδέψει μέχρι την Παλαιστίνη για τον γιο της, ο οποίος είχε ακολουθήσει εκεί τον πατέρα του.
Η «Βασίλισσα της Νέας Υόρκης» πιάνει το νήμα από τη Θεσσαλονίκη, το φευγιό τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα πρώτα της βήματα στον επιχειρηματικό κόσμο στη Νέα Υόρκη, αρχικά με μια καντίνα σε λούνα παρκ, για να εκσφενδονιστεί στην πορεία χάρη σε μια σειρά από δραστηριότητες, τον δεύτερο γάμο της, τον εθισμό της στη χαρτοπαιξία, την άνοδο του φεμινισμού και τη σεξουαλική απελευθέρωση, την επιλογή της εν τέλει να ζήσει ως γκέι γυναίκα, τη σαρωτική της επιτυχία, το ελληνικό κέντρο «Mykonos» που άνοιξε με πελάτες διεθνείς διασημότητες, μια απίθανη και «ακατάλληλη» εκδοχή του αμερικανικού ονείρου. Με πολύ χιούμορ και εξαιρετικό αρχειακό υλικό, στην ταινία τα παιδιά της και τα εγγόνια της –υπήρξε η αδιαμφισβήτητη κεφαλή της οικογένειας– αλλά και φίλοι αφηγούνται απολαυστικά περιστατικά από τη ζωή μιας γυναίκας που σεβόντουσαν οι πάντες για τον δυναμισμό της και την αστείρευτη εφευρετικότητά της.
Η Βάλερυ Κοντάκου πρόλαβε να τη γνωρίσει στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και για χρόνια σκεφτόταν να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ γι’ αυτήν. Λέει: «Ο θείος μου ήταν ο κινηματογραφικός παραγωγός Ηλίας Περγαντής και έστελνε ταινίες στην Τσέλι. Κάποια στιγμή ζήτησε από τη μητέρα μου να πάει να τη συναντήσει. Πήγε, τη βρήκε και έγιναν φίλες. Έπαιζε στο Μανχάταν ιταλικές, ρωσικές και ελληνικές ταινίες, όπως και ελληνικά επίκαιρα, μαζί με τον σύζυγό της Γουίλσον που ήταν μηχανικός προβολής. Όταν έγινα 15 χρονών και επιτρεπόταν να δουλέψω, είπα να βρω δουλειά για να είμαι ανεξάρτητη και η Τσέλι μου πρότεινε να αναλάβω το ταμείο του Τίβολι τις Κυριακές που έπαιζε ελληνικές ταινίες. Την υπόλοιπη εβδομάδα έπαιζε γκέι πορνό, αλλά εγώ το έβρισκα εκπληκτικό να πηγαίνω στην Times Square, να είμαι μέσα σε ένα γυάλινο κλουβί, όπως ήταν τότε τα ταμεία, και να βλέπω τον κόσμο να περνάει. Κατέβαινα στους 42 Δρόμους και Μπροντγουέι και περπατούσα μέχρι τους 50 Δρόμους όπου ήταν ο κινηματογράφος Adonis, στην 8η Λεωφόρο. Δούλεψα 7-8 μήνες. Για μένα ήταν ένας μύθος η Τσέλι, άκουγα τις ιστορίες της από τη μαμά μου, η οποία τις μοιραζόταν μαζί μου, όπως ότι ζούσε με μια γυναίκα. Αποτελούσε πρότυπο ανεξαρτησίας και δύναμης, είχε πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Αργότερα βέβαια, όταν ωρίμασα, συνειδητοποίησα ότι ζούσε εις βάρος γυναικών τις οποίες εκμεταλλευόταν. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που άργησα να ξεκινήσω αυτή την ταινία. Το θέμα είναι ο καθένας να μπορεί να χειριστεί τέτοιες περιπτώσεις. Νομίζω ότι φτάνεις στο σημείο να καταλάβεις τα πράγματα σφαιρικά όταν κάνεις παιδιά. Ωριμάζεις, αλλάζεις, βλέπεις ότι ένας άνθρωπος δεν είναι μόνο άσπρο-μαύρο αλλά έχει και ενδιάμεσες διαβαθμίσεις».
Τελικά αποφάσισε να γυρίσει την ταινία πριν 5 χρόνια. Ξεκίνησε με pitching στη Λισαβόνα, η συμπαραγωγή βρέθηκε στον Καναδά, κι από εκεί άρχισε να πηγαινοέρχεται στη Νέα Υόρκη, όπου έπρεπε να μιλήσει με πολύ κόσμο, ανάμεσά τους και με τα παιδιά της Τσέλι. Υπήρχαν άνθρωποι και στην Ελλάδα να μιλήσουν, όπως ο Νίκος Κούνδουρος, στου οποίου την ταινία «Το ποτάμι» η Τσέλι ήταν executive producer το 1960 και ο σκηνοθέτης την πήγε στα δικαστήρια καθώς άλλαξε το τέλος που εκείνος είχε δώσει στην ταινία, αλλά η Βάλερυ δεν θέλησε να τον ενοχλήσει. Αποφάσισε να δώσει έμφαση στον χαρακτήρα της. Λέει: «Ήταν αφεντικό του εαυτού της. Είχε την αυτοπεποίθηση και τη δύναμη να υποστηρίξει αυτό που ήθελε να κάνει. Μια αγωνίστρια που επιβίωσε και όρισε η ίδια τη μοίρα της. Δεν περίμενε τα πράγματα να συμβούν, αλλά διαμόρφωνε εκείνη αυτό που ήθελε να κάνει στη ζωή της. Αυτό το βρίσκω πολύ σπουδαίο. Φυσικά την ακολουθούσε μια ολόκληρη φημολογία μέσα στην ελληνική κοινότητα της Αστόρια, λεγόντουσαν ένα σωρό ιστορίες για εκείνη, άλλες αληθινές και άλλες όχι. Κουτσομπολιά για το πόσο εκκεντρική και ακραία ήταν. Όσοι μιλάνε όμως στο ντοκιμαντέρ τη θυμούνται ως μια γυναίκα που μπορούσε να κάνει τα πάντα».
Στα χαρτιά κέρδιζε και έχανε μεγάλα ποσά, αλλά δεν την ένοιαζε, καθώς έβγαζε πολλά λεφτά. Υπάρχει μια σκηνή στο ντοκιμαντέρ με σακούλες μέσα στο σπίτι της γεμάτες με δολάρια. Χάρη στο φιλμ η Βάλερυ Κοντάκου πιστεύει ότι φωτίστηκε κάθε πλευρά της προσωπικότητας της Τσέλι Γουίλσον με διαφορετικό τρόπο. Αλλά εκείνο που την ενθουσίασε περισσότερο από όλα ήταν η «επιστροφή» στη Νέα Υόρκη των ’70s, στην πόλη που έβλεπε να περνάει από μπροστά της μέσα από το γυάλινο κουβούκλιο του ταμείου του γκέι πορνοσινεμά Adonis.
Το ντοκιμαντέρ «Η βασίλισσα της Νέας Υόρκης» θα προβληθεί στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης στις 10&11 Μαρτίου και στον κινηματογράφο Άστορ από τις 31 Μαρτίου.