Στις 4 Δεκεμβρίου 1969 η αστυνομία του Σικάγο και ένοπλοι πράκτορες του FBI ξεκινούν για την πιο φιλόδοξη επιχείρησή τους. Στόχος ήταν ένα μεγάλο διαμέρισμα της οδού West Monroe, όπου διέμενε ένας από τους ανθρώπους που βρισκόταν στις κορυφαίες θέσεις της λίστας του FBI με τους «Σημαντικότερους Μαύρους Εξτρεμιστές», κάτω από τον κωδικό KBE. Ήταν ο Φρεντ Χάμπτον, ο οποίος, λίγες ώρες αργότερα, θα ήταν νεκρός. Νομοτελειακή κατάληξη, επεισοδιακή διαδρομή.
Ο Χάμπτον ήταν από καιρό ένας από τους βασικούς στόχους του FBI, καθώς, κατά κοινή ομολογία, ήταν ο πιο ισχυρός και χαρισματικός ηγέτης των Μαύρων Πανθήρων. Ήταν ο αρχηγός της οργάνωσης για όλη την Πολιτεία του Ιλινόις, με το παράρτημα αυτό να είναι η μεγαλύτερη τοπική οργάνωση σε όλες τις ΗΠΑ. Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1968, το FBI και η αστυνομία είχαν εξαπολύσει δεκάδες επιθέσεις σε γραφεία των Μαύρων Πανθήρων σε ολόκληρη τη χώρα. Γραφεία ανατινάχθηκαν, σε άλλα έγιναν έφοδοι και συνελήφθησαν δεκάδες μέλη, ενώ στο παράρτημα του Ντένβερ καταστράφηκε επιδεικτικά μια μεγάλη ποσότητα τροφίμων και ρούχων που προοριζόταν για τα προγράμματα αλληλοβοήθειας.
Μέχρι τα τέλη του Οκτωβρίου τα γραφεία της οργάνωσης είχαν δεχτεί τρεις φορές επίθεση από την αστυνομία. Καταστράφηκαν γραφεία, έπιπλα και γραφομηχανές, σε μια περίπτωση πυρπολήθηκε και ένας όροφος, ενώ συνελήφθησαν συνολικά περίπου εκατό μέλη με αστήρικτες κατηγορίες, οι οποίες κατέπεσαν πάραυτα κατά την ανακριτική διαδικασία. Τίποτα, όμως, δεν συγκρίνεται με την επιχείρηση που στήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου στο Σικάγο.
Υπήρξε ριζοσπάστης και δηλωμένος πολέμιος του καπιταλισμού. Δεν θεωρούσε τίποτε χειρότερο από την εξέλιξη των ομόφυλών του σε κομφορμιστές. Γι’ αυτόν τον λόγο κατέφευγε στα κατώτερα στρώματα και, ως γνήσιος μαρξιστής/λενινιστής, αντιτασσόταν στη δυτικού τύπου δημοκρατία.
Τον Νοέμβριο του 1969, ο Χάμπτον ταξίδεψε ως την Καλιφόρνια για να συναντηθεί με την ηγεσία των Μαύρων Πανθήρων. Εκεί του προσφέρθηκε θέση στην κεντρική επιτροπή, όπως και εκείνη του εκπροσώπου της οργάνωσης σε εθνικό επίπεδο. Όσο ο Χάμπτον έλειπε, δύο αστυνομικοί σκοτώθηκαν στο Σικάγο σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τους Μαύρους Πάνθηρες, ενώ έχασε τη ζωή του και το 19χρονο μέλος των Μαύρων Πανθήρων, Σπέρτζον Γουίντερ.
Μετά το περιστατικό αυτό η τοπική εφημερίδα «Chicago Tribune» στο κύριο άρθρο της με τίτλο «No quarter for wild beasts» («Κανένας χώρος για τα άγρια θηρία») καλούσε τους αστυνόμους του Σικάγο να είναι «έτοιμοι να πυροβολήσουν» κάθε φορά που πλησίαζαν τους Μαύρους Πάνθηρες.
«Οι αστυνομικοί πρέπει να λάβουν εντολές να είναι έτοιμοι να πυροβολήσουν όταν πλησιάζουν ύποπτοι των Μαύρων Πανθήρων» ανέφερε ο δημοσιογράφος που διατηρούσε την ανωνυμία του, τονίζοντας ότι «οι Μαύροι Πάνθηρες θα πρέπει να είναι υπό συνεχή παρακολούθηση. Έχουν κηρύξει πόλεμο στην κοινωνία μας. Γι’ αυτόν τον λόγο έχουν χάσει το δικαίωμα να αντιμετωπίζονται όπως οι απλοί παραβάτες του νόμου».
Το τελευταίο του βράδυ, στις 3 Δεκεμβρίου, ο Χάμπτον είχε παραδώσει ένα μάθημα πολιτικής εκπαίδευσης σε τοπική εκκλησία, στο οποίο είχαν συμμετάσχει πολλά μέλη των Μαύρων Πανθήρων. Στη συνέχεια, όπως συνηθιζόταν, αρκετοί «Πάνθηρες» είχαν μεταβεί στο διαμέρισμα του Χάμπτον – συνολικά δέκα άτομα. Εκεί, τους περίμενε ο Ο’Νιλ, ο οποίος είχε ετοιμάσει το γεύμα της βραδιάς.
Ωστόσο, ο πληροφοριοδότης του FBI είχε προσθέσει στο ποτό ή, κατ’ άλλους, στη σούπα του Χάμπτον αρκετή ποσότητα βαρβιτουρικών, ώστε να είναι σε καταστολή όταν θα εισέβαλλαν οι αστυνομικοί στο διαμέρισμα. Οι «Πάνθηρες» δείπνησαν περίπου γύρω στα μεσάνυχτα και ο Ο’Νιλ έφυγε από το διαμέρισμα γύρω στη 1:30. Ο Χάμπτον αποκοιμήθηκε, ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο με τη μητέρα του.
Παρόλο που δεν υπάρχουν αναφορές ότι ο Χάμπτον έπαιρνε ναρκωτικά, η χημικός της Κομητείας Κουκ, Έλινορ Μπέρμαν, θα ανέφερε στη συνέχεια ότι σε δύο διαφορετικά τεστ εντόπισε βαρβιτουρικά στο αίμα του Χάμπτον. Ο χημικός του FBI θα δήλωνε στη συνέχεια ότι εκείνος δεν μπόρεσε να εντοπίσει ανάλογα ευρήματα.
Και ενώ μέρος της πλοκής της ταινίας του Σάκα Κινγκ, Judas and the Black Messiah, αφορά το διαδικαστικό (procedural) και το χρονικό μιας κρίσιμης περιόδου, επικεντρώνοντας στην τελευταία φορά που ένα οργανωμένο, καθαρά αριστερό κίνημα έθετε βάσεις για μια καίρια παρέμβαση σε μια κοινωνία που έβραζε, εδώ ο τόνος είναι πιο ζωτικός και το περιεχόμενο πιο βαθύ απ’ ό,τι στην πολύ πρόσφατη Δίκη των 7 του Σικάγο, που διαδραματίζεται την ίδια περίοδο. Ο Σόρκιν αναλύει αναδρομικά τα γεγονότα, περισσότερο σεναριακά, κατά τη διάρκεια της μακρόσυρτης δίκης, ενώ το αφήγημα του Αφροαμερικανού Μεσσία της πολιτικής σκηνής μιλάει για έναν εμπνευσμένο ηγέτη, έναν ραψωδό των καταφρονεμένων, de facto καταδικασμένο σε βίαιη εξαφάνιση.
Ο τίτλος υποδεικνύει το κέντρο βάρους: η προτεραιότητα δίνεται στον Ιούδα, τον Γουίλιαμ «Μπιλ» Ο’Νιλ, ο οποίος συλλαμβάνεται στην αρχή της ταινίας για κλοπή αυτοκινήτου σε νεαρή ηλικία και εξαναγκάζεται να ανταλλάξει την ποινή, και μαζί μια κηλίδα στο μητρώο που θα τον ακολουθούσε για όλη του τη ζωή, με τη σταδιακή συμμετοχή του στο κίνημα και την προσχώρησή του στον στενό κύκλο των έμπιστων του Χάμπτον. Εξελίσσεται σε αγαπημένο μαθητή του δασκάλου, όχι αυθαίρετα, αλλά διότι σημαντικό μέρος του πλάνου του Χάμπτον ήταν να πλησιάσει και να προσηλυτίσει τους πιο φτωχούς από τους άπορους, τους άστεγους, καθώς και τις συμμορίες του δρόμου, κάτι που σίγουρα δεν είχε στο μυαλό της η επίσημη κομμουνιστική θεωρία της ενωμένης στον αγώνα εργατικής τάξης μέσω των ευδιάκριτων συνδικάτων τους.
Ο Ο’Νιλ δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να παρασυρθεί από τον ευαίσθητο και αιχμηρό λόγο του πρωτο-ράπερ της πάλης για τα δικαιώματα της καταπιεσμένης τάξης και από τη μεριά του ο Χάμπτον καλωσόρισε έναν ακόμη εθελοντή και τον ξεχώρισε, αφού πρώτα η κουστωδία του τον τέσταρε για να διαπιστώσει αν ήταν όντως αυθεντικός.
Ακόμη κι αν η βιογραφία του Κινγκ δεν δίνει έμφαση στο μαρξιστικό προφίλ του ηγέτη των Μαύρων Πανθήρων, δεν αποφεύγει τη βασική αλήθεια της δράσης και της ρητορικής του. Υπήρξε ριζοσπάστης και δηλωμένος πολέμιος του καπιταλισμού. Δεν θεωρούσε τίποτε χειρότερο από την εξέλιξη των ομόφυλών του σε κομφορμιστές. Γι’ αυτόν τον λόγο κατέφευγε στα κατώτερα στρώματα και, ως γνήσιος μαρξιστής/λενινιστής, αντιτασσόταν στη δυτικού τύπου δημοκρατία.
Στον ρόλο του ανάδελφου Μεσσία μόνο μια χαρισματική ερμηνεία ταιριάζει. Και ο Ντάνιελ Καλούγια του Τρέξε αποδεικνύεται ιδανικός ενσαρκωτής. Τρυφερός με τη σύζυγό του, Ακούα Ντζέρι, πρώην Ντέμπορα Τζόνσον, η οποία μάλιστα έδωσε την «ευχή» της στους συντελεστές και δημιουργούς, ευγνώμων για το δώρο του παιδιού που θα έφερνε σύντομα στον κόσμο, δοτικός στους φίλους και ομοϊδεάτες του, αλλά και διαπρύσιος στις δημόσιες εμφανίσεις του, ένας σταρ που οπλιζόταν με το δίκιο του κόσμου αλλά και με τη μελαγχολία ενός μάρτυρα στα κενά διαστήματα που έντεχνα αξιοποιεί ο Σάκα Κινγκ με τις λυρικές μουσικές φράσεις του Μαρκ Ίσαμ, ο καθηλωτικός Καλούγια, που κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα δεύτερου ανδρικού ρόλου και είναι υποψήφιος στην ίδια κατηγορία στα SAG Awards, πλάθει έναν εμβληματικό χαρακτήρα, άγνωστο στο πλατύ κοινό, με την οξυμμένη αντίληψη και την πεποίθηση πως ο θεατής οφείλει να βαφτιστεί στο πνεύμα του – είναι μάλιστα συγκινητικό το πώς ο Βρετανός ηθοποιός μεταφέρει το νήμα από τον Μαύρο Πάνθηρα της Marvel και την προβολή ενός εξιδανικευμένου αφρικανικού κόσμου ανάποδα, ξεκινώντας από τις ρίζες και το ρεαλισμό μιας άνισης μάχης.
Ωστόσο, το Σικάγο του ’69 δεν είχε καμία σχέση με τη Γουακάντα και ο υποψήφιος καταδότης έγινε μαριονέτα στα χέρια του Έντγκαρ Χούβερ (αγνώριστος στον ρόλο του δαιμονικού αφεντικού του FBI ο Μάρτιν Σιν) και του πονηρού σχεδίου των Αρχών να προσεγγίσουν τον στόχο εκ των έσω. Ο Λακίθ Στάνφιλντ εξερευνά όλα τα χαρακτηριστικά του προδότη, στριμωγμένος, επιπόλαιος, μαγεμένος από ένα ευγενές θηρίο, καιροσκόπος αλλά και survivor – κανονικός Ιούδας, χωρίς τα περιττά μυθολογικά αξεσουάρ, αρμονικά συγχρονισμένος με τον δάσκαλό του. Η παρουσία του πραγματικού Ο’Νιλ στην ταινία (αυτά που λέει, η ψυχραιμία και η αποστασιοποίησή του) είναι ανατριχιαστική.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.