Όσοι παρακολούθησαν το διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου Φεστιβάλ Βερολίνου στοιχημάτιζαν ότι νικήτρια στο τέλος θα βγει η Ισπανίδα Κάρλα Σιμόν με τη μόλις δεύτερη ταινία της, τις «Ροδακινιές του Αλκαράς», παρά το γεγονός ότι στο τμήμα συμμετείχαν ονόματα όπως η Κλερ Ντενί, o Φρανσουά Οζόν, ο Πάολο Ταβιάνι και ο συνήθης ύποπτος Χονγκ Σανγκ-Σου. Έτσι ακριβώς συνέβη, και στη συνέχεια, με τη Χρυσή Άρκτο στις αποσκευές της, η Σιμόν σημειώθηκε ως μια από τις δυνατές ανερχόμενες σκηνοθετικές φωνές του ευρωπαϊκού σινεμά, ενώ η ταινία της ξεκίνησε το ταξίδι της για τα υπόλοιπα φεστιβάλ και τις αίθουσες του κόσμου.
Στις «Ροδακινιές του Αλκαράς», όπως είναι ο ελληνικός τίτλος της ταινίας, βλέπουμε τη ζωή μιας οικογένειας ροδακινοπαραγωγών να αλλάζει ριζικά, όταν ο ιδιοκτήτης της γης που καλλιεργούν εδώ και δεκαετίες αποφασίζει να πουλήσει τα χωράφια για να εγκατασταθούν φωτοβολταϊκά. Στην ταινία παρακολουθούμε τον τρόπο που αυτή η εξέλιξη επηρεάζει κάθε μέλος ξεχωριστά αλλά και τις σχέσεις μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του τελευταίου καλοκαιριού τους στον οπωρώνα του τίτλου.
Με αφορμή την έξοδο της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες, επικοινωνήσαμε με την Κάρλα Σιμόν και συνομιλήσαμε μαζί της.
Την Γκλόρια, την αδελφή που έρχεται από τη Βαρκελώνη, την υποδύεται η αδελφή μου, η οποία είναι επαγγελματίας ηθοποιός. Όλοι οι υπόλοιποι, όμως, ήταν ερασιτέχνες που έπαιζαν για πρώτη φορά και προέκυψαν μετά από μια εξαντλητική διαδικασία casting. Είδαμε γύρω στους 9.000 ανθρώπους μέσα σε διάστημα ενός έτους.
— Να ξεκινήσω με κάτι εξω-κινηματογραφικό που μου κίνησε την περιέργεια. Στην Ελλάδα έχουμε τον θεσμό της έκτακτης χρησικτησίας, βάσει του οποίου όταν κάποιος έχει στη νομή του έναν οπωρώνα σαν αυτόν της ταινίας και τον καλλιεργεί καλόπιστα και χωρίς διατάραξη επί 20 συναπτά έτη, μετά την πάροδο της εικοσαετίας αποκτά την κυριότητα. Στην Ισπανία δεν υπάρχει αντίστοιχος κανόνας δικαίου;
Υπάρχει και στην Ισπανία κάτι αντίστοιχο, αλλά έχει πολλές προϋποθέσεις. Νομίζω, π.χ., ότι αν έχεις πληρώσει ένα μικρό ποσό για τη χρήση του ακινήτου, έστω κι ένα μικρό μέρος, τότε ο νόμος δεν ισχύει. Ή αν πληρώνεις ενοίκιο αντίστοιχα, τότε ο νόμος πάλι δεν ισχύει. Το ψάξαμε λίγο, αλλά επειδή πρόκειται για μυθοπλασία, σκεφτήκαμε ότι θα γινόταν πολύ περίπλοκο για τον θεατή, οπότε αποφασίσαμε να κάνουμε στην άκρη αυτό που ισχύει νομικά και απλοποιήσαμε τα πράγματα.
— Άλλωστε, αν πηγαίνατε με το γράμμα του νόμου, οι ροδακινιές θα ανήκαν στην οικογένεια Σολέ και δεν θα είχατε ταινία.
Ναι! Και δυστυχώς για την οικογένεια Σολέ, αυτό είναι κάτι που δεν θέλαμε να συμβεί. (γέλια)
— Για να περάσουμε στην ταινία, φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι θα σας ρωτούν για το χαρακτηριστικό τελευταίο πλάνο. Θα ήθελα, όμως, να σας ρωτήσω για την εισαγωγή. Γιατί επιλέξατε να ξεκινήσετε την ταινία σας με τα παιδιά που παίζουν;
Με την έλευση των φορτηγών τα παιδιά χάνουν το μέρος που παίζουν. Άρα κατά κάποιον τρόπο η πλοκή συμβαίνει σε αυτά προτού συμβεί στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Για μένα είχε μεγάλο ενδιαφέρον η δική τους υποπλοκή, που ψάχνουν να βρουν άλλο μέρος για να παίζουν και τελικά το βρίσκουν. Ήταν ένας τρόπος να πω ότι τα παιδιά τοποθετούν όσα συμβαίνουν στον δικό τους κόσμο και προσαρμόζονται γρήγορα. Οι μεγάλοι ξοδεύουν όλη τη διάρκεια του φιλμ προσπαθώντας να αποδεχτούν την κατάσταση, ενώ τα παιδιά περνούν γρήγορα στο επόμενο στάδιο. Άρα είναι σε όλα πρώτα.
— Αυτό ήταν ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία της ταινίας, ο διαφορετικός τρόπος αντίδρασης κάθε μέλους. Ο παππούς, για παράδειγμα, δεν χαμογελά ούτε στην οικογενειακή φωτογραφία, είναι χαμένος στις σκέψεις του.
Αυτό ήταν το πιο περίπλοκο ζήτημα που είχα να αντιμετωπίσω. Υπάρχουν διαφορετικές οπτικές γωνίες στην ταινία και έπρεπε να τις διαχειριστώ όλες ισότιμα και αποτελεσματικά, σε αντίθεση με την προηγούμενη ταινία μου, το «Summer 1993», όπου υπήρχε μόνο μια οπτική γωνία. Βέβαια, προέρχομαι από μια πολυμελή οικογένεια, στα τραπέζια της οποίας συνέβαιναν πάντα πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Η «προϋπηρεσία» μου με βοήθησε να το εκφράσω όλο αυτό καλύτερα. Ξέρετε, δοκίμασα να αφηγηθώ την ιστορία από την οπτική γωνία του πάτερ φαμίλια, ενός άντρα 45 χρονών, αλλά δεν είμαι ούτε άντρας, ούτε 45 χρονών, οπότε αποφάσισα να πω την ιστορία μέσα από το βλέμμα όλων των μελών της οικογένειας.
— Μιας και αναφέρατε την προηγούμενη ταινία σας, όπου η ιστορία ήταν ιδωμένη μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, σκέφτομαι ότι η εισαγωγή με τα παιδιά ίσως να λειτουργεί και σαν δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο ταινίες.
Ομολογουμένως λατρεύω να δουλεύω με παιδιά και να αφηγούμαι τις ιστορίες μέσα από το βλέμμα τους. Ξέρετε, πριν από δύο μήνες έγινα μητέρα. Μέχρι πρότινος η θέση μου ήταν άλλη, οπότε έλεγα τις ιστορίες μέσα από το βλέμμα της νέας γενιάς. Γι’ αυτό ένιωθα πιο άνετα με τα παιδιά και τη φαντασία τους ως όχημα για να αφηγηθώ τις ιστορίες μου. Υποθέτω, όμως, ότι τώρα αυτό θα αλλάξει, θέλοντας και μη. (γέλια)
— Στην ταινία σας αφιερώνετε ένα σεβαστό μέρος στην κατάδειξη της διαδικασίας, στη συλλογή των ροδάκινων για παράδειγμα. Πιστεύετε ότι αυτό βοηθά μια ταινία να δείξει πιο ρεαλιστική;
Ναι, γιατί είναι κάτι που βοήθησε πολύ τους ηθοποιούς μου να παίξουν. Συνεργάστηκα με ερασιτέχνες ηθοποιούς που ανήκουν σε αγροτικές οικογένειες, είναι και οι ίδιοι καλλιεργητές και έτσι ήξεραν όλα τα σχετικά με την αγροτική ζωή. Οπότε όταν τους βάζεις να συγκεντρωθούν σε κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά, εστιάζουν εκεί, αντί να σκέφτονται ότι πρέπει να υποδυθούν και να πουν τα λόγια τους με έναν συγκεκριμένο τρόπο κι αυτό βοηθά να βγουν τα λόγια πιο φυσικά από το στόμα τους.
— Ήταν όλοι οι ηθοποιοί ερασιτέχνες;
Σχεδόν όλοι. Την Γκλόρια, την αδελφή που έρχεται από τη Βαρκελώνη, την υποδύεται η αδελφή μου, η οποία είναι επαγγελματίας ηθοποιός. Όλοι οι υπόλοιποι, όμως, έπαιζαν για πρώτη φορά και προέκυψαν μετά από μια εξαντλητική διαδικασία casting. Είδαμε γύρω στους 9.000 ανθρώπους μέσα σε διάστημα ενός έτους.
— Σε κάποιες περιπτώσεις πάντως δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις. Ο ηθοποιός που υποδύεται τον παππού δίνει μια τόσο εσωτερική ερμηνεία που θα ορκιζόσουν ότι είναι επαγγελματίας.
Κοιτάξτε, είδαμε τόσους πολλούς ανθρώπους με σκοπό να εντοπίσουμε εκείνους που είχαν προσωπικότητα που ταίριαζε με τον χαρακτήρα που ήθελα να υποδυθούν. Εύλογα, καθένας τους προερχόταν από διαφορετική οικογένεια και δεν ήξεραν ο ένας τον άλλο. Φροντίσαμε λοιπόν για τέσσερις μήνες πριν την έναρξη των γυρισμάτων να έρχονται τα απογεύματα ή τα Σαββατοκύριακα σε έναν δεντρόκηπο με αχλαδιές που βρήκαμε και αυτοσχεδιάζαμε, ώστε να προβάρουμε πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν πριν τα γεγονότα της ταινίας. Με αυτό τον τρόπο συσφίξαμε τις σχέσεις τους, γεννήσαμε μια συλλογική μνήμη μεταξύ τους, τους κάναμε οικογένεια. Όταν λοιπόν νιώσαμε ότι ήταν έτοιμοι, κάναμε ένα μεγάλο meeting και διαβάσαμε το σενάριο μόλις μία φορά. Δεν ήθελα να το μάθουν, γιατί θα τους ήταν δύσκολο. Οπότε όταν ξεκινήσαμε τα γυρίσματα, ένιωθαν ήδη σαν οικογένεια κι αυτό έκανε τη δουλειά μου εύκολη. Ξέρετε, ακόμα και σήμερα αποκαλούν ο ένας τον άλλον με τα ονόματα και τις ιδιότητές τους στην ταινία. Μαμά, μπαμπά και ούτω καθεξής. Κατά κάποιον τρόπο παρέμειναν οικογένεια.
— Είχατε κάποιες δημιουργικές επιρροές όταν γράφατε και σκηνοθετούσατε την ταινία κι αν ναι, ποιες ήταν αυτές;
Παρακολούθησα πολλές ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού πριν ξεκινήσω τα γυρίσματα για να δω τον τρόπο που δουλεύουν με ερασιτέχνες ηθοποιούς, αλλά και πώς αποτυπώνουν τα συναισθήματα των χαρακτήρων και πού τοποθετούν την κάμερα. Ένα επίσης σημαντικό, μεταγενέστερο ιταλικό φιλμ ήταν το «Δέντρο με τα Τσόκαρα» του Ερμάνο Όλμι, καθώς είχε στοιχεία όπως η αγροτική περιοχή και η οικογένεια και ήταν κι αυτό ένα πολυπρόσωπο δράμα. Μου αρέσει επίσης η Λουκρέσια Μαρτέλ επειδή καταφέρνει να κάνει ταινίες όπου συμβαίνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα σε κάθε σκηνή κι αυτό αποτέλεσε μεγάλη έμπνευση για μένα. Τέλος, λατρεύω την Κλερ Ντενί για την αγάπη με την οποία σκιαγραφεί τους χαρακτήρες της, κάτι που για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό.
— Φαντάζομαι ότι σας φάνηκε πολύ παράξενο που βρεθήκατε να διαγωνίζεστε για τη Χρυσή Άρκτο ενάντια σε ένα σκηνοθετικό σας είδωλο, την Κλερ Ντενί, και τελικά κερδίσατε εσείς.
Ναι, και μάλιστα συνέβη κάτι πολύ αστείο. Στην τελετή, πριν την απονομή του εκάστοτε βραβείου, διαβάζουν το σκεπτικό της επιτροπής πίσω από την επιλογή των μελών της. Οπότε όταν ήρθε η ώρα να δώσουν την Αργυρή Άρκτο Σκηνοθεσίας και διάβαζαν το σκεπτικό, νόμισα ότι περιέγραφαν τη δική μας ταινία. Και ενώ σκέφτηκα «ουάου» και ήμουν έτοιμη να πανηγυρίσω, άκουσα το όνομα της Κλερ Ντενί και πάγωσα για λίγο.
— Τα τελευταία χρόνια οι διεθνείς αγορές φαίνεται να ζητούν από την Ισπανία κυρίως ταινίες είδους, με έμφαση στα θρίλερ και στις κωμωδίες. Αυτό κάνει πιο δύσκολη την εξεύρεση χρηματοδότησης για ένα σινεμά σαν το δικό σας;
Δεν μπορώ να παραπονεθώ, καθώς βρήκα σχετικά εύκολα χρήματα για την ταινία μου. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, όμως, είναι δύσκολο να βρεις χρηματοδότηση για ένα ανεξάρτητο φιλμ. Αν θέλεις να κάνεις ένα τέτοιο με λίγο περισσότερα χρήματα, αλλά η ταινία σου δεν ανήκει σε κάποιο είδος που θεωρείται εμπορικό και θες να έχεις περισσότερο χρόνο γυρισμάτων ή πιο γνωστούς ηθοποιούς στο καστ, είσαι αναγκασμένος να στραφείς στη συμπαραγωγή, να αναζητήσεις κεφάλαια σε άλλες χώρες. Κι αυτό θεωρώ ότι είναι λάθος των ισπανικών φορέων, καθώς όταν έχεις ένα πιο φιλόδοξο καλλιτεχνικό πρότζεκτ, αυτό θα ταξιδέψει σε φεστιβάλ, οπότε στο τέλος βγαίνεις κερδισμένος. Γενικά, δεν μπορώ να πω ότι είμαστε μια από τις καλύτερες χώρες της Ευρώπης όσον αφορά το ζήτημα της χρηματοδότησης του ανεξάρτητου σινεμά κι αυτό είναι μεγάλο κρίμα, καθώς βρισκόμαστε σε μια περίοδο που υπάρχει ταλέντο. Σήμερα αναδύεται μια νέα γενιά κινηματογραφιστών στη χώρα μου που στοχεύουν στα διεθνή φεστιβάλ, αντί να απευθύνονται στο εγχώριο κοινό.
— Και μια τελευταία ερώτηση, πριν σας αφήσω. Μπορείτε να μας αποκαλύψετε τι ετοιμάζετε στη συνέχεια;
Ασφαλώς! Εγώ και η ομάδα μου μόλις τελειώσαμε ένα φιλμ μικρού μήκους πολύ προσωπικό. Πρόκειται για μια επιστολή στη μητέρα μου, που πέθανε όταν ήμουν έξι ετών, που την ενημερώνει για την εγκυμοσύνη μου και τη γέννηση του γιου μου. Ήταν μια ωραία δημιουργική εμπειρία για μένα, καθώς το γυρίσαμε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μου. Μετά από αυτό, σχεδιάζω μια μεγάλου μήκους ταινία που σχετίζεται με την οικογενειακή μνήμη. Με απασχολεί τι συμβαίνει όταν δεν γνωρίζεις το οικογενειακό ιστορικό σου και το πώς προσδιορίζεις τον εαυτό σου. Όπως το βλέπω, δύο είναι οι επιλογές σου σε αυτή την περίπτωση. Είτε ανακαλύπτεις τις ρίζες σου, είτε τις επινοείς.
Η ταινία κυκλοφορεί στους κινηματογράφους την Πέμπτη 25 Αυγούστου από το Cinobo.