O Μιχάλης Κακογιάννης υπήρξε σαφέστατα ένας από τους ελάχιστους έλληνες σκηνοθέτες που κατάφερε να συμπυκνώσει στο έργο του αρμονικά την (so called) ελληνικότητα με τα διεθνή ρεύματα της εποχής του χωρίς να καταφύγει ούτε σε τσαπατσούλικες αντιγραφές ούτε σε μεταξωτά ορατόρια για εστέτ αμφιβληστροειδείς.
Αλλά και χωρίς να κολακεύει και οπτικά και θεματικά τον μέσο αποδέκτη του. Δεν ξέρω αν είχε να κάνει με την αεικίνητη αμφιθυμία του και την τάση που είχε (από πολύ νωρίς) να αλλάζει τις συντεταγμένες της ζωής του και να ανακαλύπτει νέες προκλήσεις.
Αυτό που ξέρω είναι πως σε μια διαλυμένη, μεταπολεμικά, χώρα με παντελή έλλειψη κινηματογραφικής παιδείας και κουλτούρας και από το κοινό αλλά και από τους ηθοποιούς (των οποίων η πλειοψηφία ήταν καταρτισμένη μονάχα στο θεατρικό κομμάτι) κατάφερε ήδη από τη πρώτη του ταινία, το Κυριακάτικο Ξύπνημα, να θέσει στέρεα τις βάσεις αυτού που θα γινόταν αργότερα ξεχωρίζοντας και σε επίπεδο ταμείου αλλά και σε επίπεδο κινηματογραφικής γραφής. Με την σαρωτική επιτυχία της επομενής του ταινίας της θρυλικής Στέλλας καθιερώθηκε στην Ελλάδα, αλλά το πιο σημαντικό, έγινε κινηματογραφικά γνωστός και στο εξωτερικό. Κατάσταση υπερσπάνια για τα σκηνοθετικά δεδομένα εκείνης της περίόδου.
Τον βοήθησαν αναμφισβήτητα και οι συγκυρίες. Το παγκόσμιο greek momentum της δεκαετίας του 60, το ελληνικό ιδιοκτησιακό λόμπυ στα χολυγουντιανά στούντιο εκείνης της περιόδου, η ποπ επιτυχία του Ζορμπά. Γιατί μπορεί οι σκηνοθετικές του ικανοτητές του να ήταν αδιαμφισβήτητες αλλά καμια φορά η τύχη και η συγκυρία είτε σε εκτοξεύουν είτε σε καταβαραθρώνουν.
Αν θέλαμε κάπως να τον κατηγοριοποιούσαμε σκηνοθετικά θα έλεγα πως κατα τη προσωπική μου άποψη συνδύαζε τη αγαπητική οπτική του Τζώρτζ Κιούκορ στο τρόπο με τον οποίο σκηνοθετούσε τις γυναίκες πρωταγωνιστριές του, την περιπλάνηση στον αισθητικό φορμαλισμό με μια εσάνς Βισκόντι όταν ήταν στην ακμή του και με τον Τζεφιρέλι τώρα στα τελευταία του (στον Βυσσινόκηπο).
Εμένα η αγαπημένη του περίοδος, αυτή που με αγγίζει συναισθηματικά πιο πολύ, είναι αυτή όταν γύριζαν τις ταινίες με τη Λαμπέτη. Η ματιά του πάνω στην Ελλάδα εκείνης της περιόδου, μιας Ελλάδας που χανόταν καθώς η αστικοποίηση των σιξτις και η επέλαση των μικροαστών θα έδινε τη χαριστική βολή στα κομμάτια από αρχαίο μετάξι της προηγούμενης περιόδου, είναι η ματιά ενός αποστασιοποιημένου εμιγκρέ από την μια και ενός αθεράπευτα ερωτευμένου με αυτό που καταγράφει από την άλλη.
Το αποτέλεσμα το βλέπουμε και το απολαμβάνουμε απαράλλαχτο ακόμα και τώρα μετά από τόσα χρόνια. Και στο Κυριακάτικο Ξύπνημα και την σλάπστικ σπιρτάδα του (που χάρις στη Λαμπέτη εμπλουτίζεται από λεπταίσθητες μελαγχολικές αποχρώσεις) και στο Κορίτσι με τα Μαύρα, μια σύγχρονη ελληνική ιστορία εκείνης της χρονικής περιόδου φιλμαρισμένη ως πανάρχαια τραγωδία και στο Τελευταίο Ψέμα το οποίο στην ουσία είναι ένα φιλμικό ρέκβιεμ για την Αθήνα των αστών, των νεοκλασσικών και των τάξεων εκείνων που οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές στην εκπνοή των 50ς θα τους ξεράσουν ως απρονόητα απομεινάρια (λίγο πριν ο Καραμανλής ο Α' εγκαθιδρύσει για τα καλά το δίκαιον του τσιμέντου).
Δεν ξέρω κατά πόσο θα μείνει στην κινηματογραφική ιστορία ως ένας σημαντικός σκηνοθέτης (που θα μείνει). Για μένα το σημαντικότερο είναι να διδαχθούν οι νεότεροι από αυτό το αμάλγαμα παγκοσμιότητας και ελληνικότητας που έφερε και εξέφρασε, να αφήσουν πίσω τους τους ομφαλοσκοσπικούς αυνανισμούς και να συντονιστούν μιλώντας για το ελληνικό Εδώ με το παγκόσμιο Εκεί.
Το greek momentum, σε πιο δυσοίωνη έκφανση, άλλωστε είναι πάλι εδώ. Όπως και η τέχνη του Μιχάλη Κακογιάννη.
__________
Το άρθρο είχε δημοσιευτεί στην στήλη noMIRACLEShere* το 2011