Η Joyce Nashawati έχει πολλά να πει για ταινίες. Για σινεφίλ, b-movies, για κάθε ταινία από τις αμέτρητες που έχει δει στη ζωή της. Τόσα πολλά που οι άντρες φίλοι της ξαφνιάζονται που ένα κορίτσι έχει περισσότερες γνώσεις κι από ενός geek. Την ρωτάω πώς είναι τα πράγματα για μια γυναίκα που κάνει σινεμά –αν είναι διαφορετικά από ό,τι για κάποιον άντρα- και απορεί γιατί τις τελευταίες μέρες της έχουν κάνει δυο φορές την ίδια ερώτηση. «Θα έλεγα ότι είναι όπως στους άλλους χώρους ακριβώς», απαντάει γελώντας, «αν και στο σινεμά υπάρχει ένα boys club και σε αντιμετωπίζουν με έναν περίεργο τρόπο. Είναι αυτό που λένε οι αμερικάνοι mansplaining, δηλαδή όταν συζητάς με έναν άντρα και αντανακλαστικά σου εξηγεί κάτι που του το εξηγείς ταυτόχρονα και μπορεί να το ξέρεις πολύ καλύτερα». Μιλάει πολύ καλά ελληνικά, παρόλο που ξεκαθαρίζει ότι δεν μπορεί να βρει πάντα τις κατάλληλες λέξεις και με ρωτάει αν έχω πρόβλημα που χρησιμοποιεί τόσες πολλές αγγλικές φράσεις. Η αλήθεια είναι ότι τα ελληνικά της είναι πιο σωστά από πολλών Ελλήνων που γνωρίζω.
Η Joyce ήρθε με την οικογένειά της στην Αθήνα όταν ήταν έξι χρονών. «Γεννήθηκα στη Βυρηττό ένα πρωινό με σφοδρούς βομβαρδισμούς και για να φτάσουμε στο νοσοκομείο μας συνόδεψε ένα τανκ» λέει. «Πάντα αισθανόμουν πολύ cool όταν το έλεγα αυτό στα άλλα παιδιά. Στην Ελλάδα ήρθαμε αφού περάσαμε ένα διάστημα στην Γκάνα και στο Κουβέιτ, όπου δούλευε ο πατέρας μου. Έζησα στη Γλυφάδα μέχρι τα 17 μου, τη δεκαετία του ’90, που για ένα παιδί ήταν τέλεια. Θυμάμαι τις βόλτες στο πάρκο που έκαναν skate και στην παραλία, τους φοίνικες στο δροσερό αεράκι. Πήγαινα στο γαλλικό σχολείο στην Αθήνα και στην αρχή ήμουν παράξενη και μοναχική, επειδή δεν ήξερα ούτε γαλλικά ούτε ελληνικά. Τα πιο πολλά παιδιά ήταν από ευκατάστατες οικογένειες.
Γεννήθηκα στη Βυρηττό ένα πρωινό με σφοδρούς βομβαρδισμούς και για να φτάσουμε στο νοσοκομείο μας συνόδεψε ένα τανκ.
Μου άρεσε να διαβάζω και να βλέπω ταινίες από ένα βιντεοκλάμπ κοντά στο σπίτι μου. Δεν υπήρχε έλεγχος σε όσα νοίκιαζα, με θυμάμαι να βλέπω το Blue Velvet και να πιστεύω ότι ήταν κάτι υπερφυσικό γιατί δεν μπορούσα να πιάσω το κρυφό του νόημα. Τα βιβλία έγιναν ένα πάθος για μένα, μια εμμονή. Θυμάμαι να λέω σε μια δασκάλα ότι είχα τελειώσει όλα τα βιβλία, -νόμιζα ότι είχα διαβάσει τα πάντα. Γέλασε και με πήγε στη βιβλιοθήκη των μεγαλύτερων παιδιών όπου γνώρισα από πολύ νωρίς συγγραφείς όπως ο Μπουκόφσκι, ο Καμί και ο Μίλερ.
Στην εφηβεία μου η Γλυφάδα και το διάβασμα δεν ήταν αρκετά για να με καλύψουν. Έπινα κουτάκια μπίρας με την καλύτερη φίλη μου καθισμένη στα βράχια κοιτάζοντας τη θάλασσα και μετά έτρεχα μαζί της στα μπαρ και τα κλαμπ της Αθήνας. Η μουσική έγινε πολύ σημαντική για μένα, άρχισα να μαζεύω δίσκους. Η φίλη μου έμαθε ντραμς κι εγώ κιθάρα, αλλά τα παρατήσαμε πολύ γρήγορα. Έβλεπα την Αθήνα με τα μάτια κάποιου που ζει στα προάστια, το κέντρο το είχα σχετίσει με την περιπέτεια και τα σέξι αγόρια. Οι δρόμοι της Αθήνας μου φαίνονταν πολύ ασφαλείς τη νύχτα, θυμάμαι πόσο αργά έβγαιναν όλοι, με τρελή κίνηση στις 5 το πρωί και τις μελαγχολικές διαδρομές με το ταξί όταν επιστρέφαμε στο σπίτι με τα γουόκμαν στα αυτιά μας.
Δεν είμαι σίγουρη τι με οδήγησε από τα βιβλία στις ταινίες. Κατανάλωνα ταινίες σε τεράστιες ποσότητες, έτσι είναι δύσκολο να απαντήσω χωρίς να παραθέσω ένα σωρό. Είχα την εντύπωση ότι έπρεπε να παρακολουθήσω τα πάντα: The Shining, The apartment, Laura, Videodrome, Kiss me deadly, Night of the hunter, Tetsuo, Eraserhead, Metropolis, Sunrise, The years of living dangerously, L’Aldida, Suspiria, Walkabout, The Innocents, Onibaba, Once upon a time in the west, The hill, Big Wednesday, Phase IV, The Exorcist, Rosemary’s baby, Splendor in the grass, Seconds, The Get-Away και πάρα πολλές ακόμα που ήταν δυνατά σημεία αναφοράς. Εκτός από τις κλασικές που με εντυπωσίαζαν έψαχνα να βρω τις πιο τρελές, τις πιο αλλόκοτες ταινίες, οι οποίες με οδήγησαν στα b-movies.
Είναι πολλοί αυτοί που άνοιξαν τους ορίζοντές μου. Τρελοί δάσκαλοι, φανταχτεροί losers που γνώρισα τη νύχτα, το LSD που έπαιρνα ως μαθήτρια, μεγαλύτεροι σε ηλικία σκηνοθέτες ή συγγραφείς που με ενθάρρυναν να κάνω ταινίες. Οι γονείς μου δεν με προόριζαν να γίνω καλλιτέχνης, ήταν κάτι πολύ επιφανειακό για ανθρώπους όπως αυτούς που ξέφυγαν από τον πόλεμο και ξεκίνησαν μια νέα ζωή.
Έφυγα να κάνω σινεμά και φιλοσοφία στην Αγγλία και μετά συνέχισα στο Παρίσι. Σπούδαζα στο πανεπιστήμιο και προετοίμαζα τη διατριβή στο Παρίσι για να γίνω καθηγήτρια κινηματογράφου όταν άρχισα να κάνω internship σε μια εταιρία παραγωγής ταινιών, αναζητώντας κάτι που δεν ήξερα. Ήταν κάτι που μίσησα γιατί ανακάλυψα τις ανθρώπινες σχέσεις στη δουλειά, την απογοήτευση, την πίκρα, τα παιχνίδια εξουσίας.
Κάποια στιγμή χρησιμοποίησα λίγα από τα λεφτά που είχα βγάλει δουλεύοντας ως κειμενογράφος για να μετατρέψω σε ταινία τις τρεις σελίδες που είχα γράψει. Την «Ομπρέλα» τη γύρισα σε μια παραλία εδώ, στην Ελλάδα. Ήταν κάτι μεταξύ πολεμικής στρατηγικής και παιδικού έργου. Κατάλαβα ότι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω. Έτσι παράτησα τη διατριβή και πέρασα από το θεωρητικό σινεμά στο πρακτικό. Έχω κάνει πια τρεις ταινίες μικρού μήκους και πρόσφατα ολοκλήρωσα την πρώτη μεγάλου μήκους.
Θέλω οι ταινίες μου να είναι σαν όνειρο, ένας εφιάλτης. Ο διάλογος δεν είναι ένας πολύ δυνατός άξονας στα όνειρα, για αυτό και δεν μου αρέσει να μιλάνε πολύ οι ήρωές μου. Σημαντικά είναι ο χώρος και τα κοστούμια, οι συνθέσεις ήχου και εικόνας. Μου αρέσει να έχω σασπένς, ένταση και μυστήριο και νομίζω ότι η δουλειά μου έχει μια αίσθηση ζώνης του λυκόφωτος, η τουλάχιστον έτσι μου λένε. Οι μικρού μήκους ταινίες είναι το σχολείο μου. Δεν είναι πολύ αφηγηματικές, είναι πιο πολύ βασισμένες στη διάθεση. Πιστεύω ότι μια ταινία είναι δεξιοτεχνία και ταξίδι που σημαίνει ότι είναι η εξάσκηση αυτή που θα με καθοδηγήσει περισσότερο από ό,τι εγώ καθοδηγώ αυτή.
Μου αρέσει πολύ να κάνω ταινίες με άντρες πρωταγωνιστές και το βρίσκω περίεργο, γιατί σπάνια κάνουν γυναίκες ταινίες με άντρες. Μου αρέσουν τα χαρακτηριστικά που έχουν σχέση με το αντρικό φύλο, μάλλον για ερωτικούς σκοπούς (γελάει). Θα ήθελα να κάνω μια μέρα μια ταινία τεστοστερόνης, με δράση. Είναι μια φαντασίωση που έχω. Θέλει πολλά λεφτά όμως και είναι δύσκολο να βρεις μια ιδέα που να είναι πρωτότυπη και έξυπνη».
Τη ρωτάω πώς βλέπει πια την Αθήνα -που τη θεωρεί την πιο δική της πόλη από όλες που έχει ζήσει. «Την έχω ζήσει σε μια περίοδο που μου φαινόταν πολύ καλή. Και ήταν καλή για όλους. Βέβαια, είχε και πολλά προβλήματα που δεν αντιλαμβανόμουν, γιατί δεν ήξερα την κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Ήταν σαν φούσκα. Το περίεργο που συμβαίνει τώρα είναι ότι έξω έχει πάρει μια περίεργη αύρα η Αθήνα που με ενοχλεί. Βρίσκουν αυτό που γίνεται εδώ γοητευτικό και αποκτάει τουρισμό από περιέργεια. Με σοκάρει που ενδιαφέρονται για αυτή επειδή υποφέρει. Μου θυμίζει τη Βυρηττό.
Μου αρέσει πολύ η Αθήνα. Η ζωή έξω, οι πλατείες με τις γιαγιάδες και τους παππούδες που βγαίνουν τα βράδια και κουβεντιάζουν ανάμεσα από παιδιά που παίζουν μπάλα. Μου αρέσει το φως της, είναι κάτι που λείπει όταν μένεις βόρεια. Μου αρέσει το αγαπημένο μου μπαρ σε ολόκληρο τον κόσμο, το Galaxy στη Στοά στη Σταδίου –ελπίζω ο κύριος που με σερβίρει να είναι εκεί για πάντα. Είναι κάψουλα από άλλη εποχή, ακόμα και η τελετουργία που γίνονται τα πράγματα είναι μοναδική. Μπορείς να πας μόνος σου και να είσαι μια χαρά. Μου αρέσει η ψαραγορά. Τα καλοκαιρινά σινεμά στις ταράτσες με γάτες και τις διακοσμημένες γλάστρες, τα διαλείμματα και τις ζωγραφισμένες αφίσες που δεν υπάρχουν πουθενά στη Γαλλία».
Ο «Καύσωνας» έχει πρωταγωνιστή τον Ziyad Bakri, έναν Παλαιστίνιο που η Joyce ανακάλυψε σε casting στις Αραβικές χώρες. Ήταν ιδανικός για το ρόλο του νεαρού μετανάστη που προσέχει μια βίλα όσο οι ιδιοκτήτες της λείπουν και του κλέβει ένας Έλληνας αστυνομικός τα χαρτιά. Είναι ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ γυρισμένο στο λιοπύρι του καλοκαιριού με Γάλλους και Έλληνες ηθοποιούς και απρόβλεπτες συμμετοχές (οι Έλληνες που παίζουν είναι ο Γιάννης Στάνκογλου, ο Γιώργος Γάλλος και η Μιμή Ντενίση)
Μιλάμε για την ταινία της που προβάλλεται στο 56o φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τον «Καύσωνα» που έχει πρωταγωνιστή τον Ziyad Bakri, έναν Παλαιστίνιο που ανακάλυψε στο casting στις Αραβικές χώρες και ήταν ο ιδανικός για το ρόλο του νεαρού μετανάστη που προσέχει μια βίλα όσο οι ιδιοκτήτες της λείπουν και του κλέβει ένας Έλληνας αστυνομικός τα χαρτιά. Είναι ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ γυρισμένο στο λιοπύρι του καλοκαιριού με Γάλλους και Έλληνες ηθοποιούς και απρόβλεπτες συμμετοχές (οι Έλληνες που παίζουν είναι ο Γιάννης Στάνκογλου, ο Γιώργος Γάλλος και η Μιμή Ντενίση). «Ήταν πολύ συναρπαστική συνάντηση» λέει. «Συναντήθηκαν άνθρωποι που δεν θα συναντιούνταν ποτέ σε άλλη περίπτωση. Όταν προσέγγισα τη Μιμή Ντενίση για το ρόλο δεν ήξερα ότι είναι τόσο γνωστή. Στο θέατρο που πήγα να τη δω είδα ανθρώπους να ουρλιάζουν το όνομά της και εντυπωσιάστηκα. Είναι τρελή εμπειρία να έχεις αυτό το vibe από τον κόσμο. Το avant-garde θέατρο δεν το έχει αυτό το vibe».
Πριν τελειώσει την αφήγησή της τη ρωτάω ποια ήταν η τελευταία ταινία που είδε και της άρεσε. «Το Silent Running, μια οικολογική ταινία επιστημονικής φαντασίας του 1972» λέει, «λίγο b-movie». Πρόσεξα ότι το Star Wars του έχει κλέψει πράγματα και όντως, ψάχνοντας στο google αν το έχει πει κανείς για την ταινία, βρήκα μια επίθεση του Λούκας στο Battlestar Galactica που το κατηγορεί ότι αντιγράφει το Star Wars. Εκεί κάποιος του είχε απαντήσει ‘εσύ μη μιλάς γιατί έχεις αντιγράψει το Silent Running»! Και το πρόσφατο Alone in Mars το θυμίζει πολύ. Μου άρεσαν οι μακέτες και το πνεύμα των ’60s και τα φυτά στο διάστημα. Στα δυο ρομποτάκια που συνόδευαν τον βοτανολόγο αστροναύτη έμαθα ότι έβαζαν νάνους και ανάπηρους για να κινούνται. Δεν μου άρεσε και η φωνή της Τζόαν Μπαέζ που ακουγόταν να τραγουδάει. Ανακάλυψα ότι είναι πολύ ενοχλητική».
Αυτό είναι το τραγούδι της ταινίας:
Η ταινία προβάλλεται στο 56ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την Τετάρτη, 11 Νοεμβρίου στις 22:00 και επαναλαμβάνεται την Παρασκευή, 13 Νοεμβρίου στις 15:00 στην αίθουσα TONIA MARKETAKI.
σχόλια