Δέκα χρόνια έλειψε από τα κινηματογραφικά πλατό η Κάμερον Ντίαζ. Χρειαζόταν ένα διάλειμμα, όπως δήλωσε πρόσφατα, μεσολάβησε και ο Covid-19 και το διάλειμμα πήρε μεγαλύτερη παράταση, καθώς της άρεσε να μένει σπίτι με τα παιδιά της. Στο διάστημα της απουσίας της, μια σημαντική αλλαγή σημειώθηκε στην κινηματογραφική βιομηχανία. Η κωμωδία και η ρομαντική κομεντί, τα είδη στα οποία διέπρεψε, εξορίστηκαν από τα στούντιο στις streaming πλατφόρμες. Όχι τυχαία, η επιστροφή της, το αρμοστά τιτλοφορούμενο «Back in Action», είναι μια κωμωδία που κάνει πρεμιέρα στο Netflix.
Ένας άλλος κόσμος δηλαδή, σε σχέση με το 1994, όταν έκανε ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη με μια τρομερή εισπρακτική επιτυχία. Η «Μάσκα» ήταν το ένα μέρος μιας τριάδας ταινιών που θα μετέτρεπαν τον Τζιμ Κάρεϊ «from zero to hero» μέσα σε μια χρονιά. Στην ταινία ο ήρωας μεταμορφώνεται σε ένα ολοζώντανο καρτούν αλά Τεξ Έιβερι, χάρη σε μια σκανδιναβική μάσκα και, κυρίως, χάρη στην πλαστικότητα της κινησιολογίας του Κάρεϊ. Για να ολοκληρωθεί το περιβάλλον Έιβερι, χρειαζόταν και μια sex bomb με τον τρόπο εκείνων των καρτούν. Μπορεί να ήταν ακόμα άγουρη υποκριτικά, αλλά πέρα από την παρουσία, η Ντίαζ αντιλήφθηκε πλήρως ότι χρειαζόταν και μια έξτρα δόση σαχλαμάρας, ένας υπερτονισμός για να υπονομευτεί ο αισθησιασμός. Με απλά λόγια, η ανερχόμενη τότε σταρ του modeling απέδειξε ότι διέθετε ένα έμφυτο κωμικό ένστικτο.
Μετά από προτροπή του φίλου της, Τζέιμι Φοξ, αλλά και του συζύγου της, Μπέντζι Μάντεν, που την κάλεσε «να τους δείξει», η Ντίαζ αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να ξεσκουριάσει. «Δεν θέλω να τελειώσει ακόμα το πάρτι για μένα», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Η κινηματογραφική διαδικασία τής άρεσε πολύ και, παράλληλα με την εργασιοθεραπεία, θα λάμβανε εντατικά μαθήματα υποκριτικής. Για τα επόμενα δυο χρόνια η Ντίαζ θα κινηθεί στον χώρο των indies. Θα εμφανιστεί στο «Last Supper» (1995), που ο υπογράφων δεν έχει δει, αλλά άρεσε στον Ρότζερ Ίμπερτ –κι αυτό είναι λόγος σοβαρός για να το αναζητήσουμε–, στο «She’s the One» (1996) του Έντουαρντ Μπερνς, που από τότε προσπαθεί να επαναλάβει το «Brothers McMullen» (1995) –κι ο λόγος που δεν τα καταφέρνει είναι επειδή το φιλμ εκείνο εξαρχής δεν είχε τίποτα σπουδαίο μέσα του, θα πούμε εμείς– και θα αποτελέσει μήλον της έριδος ανάμεσα σε Κιάνου Ριβς και Βίνσεντ Ντ’Ονόφριο στο δικαίως ξεχασμένο «Feeling Minesotta» (1996). Η Ντίαζ εμπλουτίζει το βιογραφικό της και ταυτόχρονα παρατηρεί προσεκτικά πώς δουλεύουν εμπειρότεροι στον κλάδο από εκείνη και διδάσκεται.
Έναν χρόνο μετά, θα έρθει η απρόσφορη (λόγω χαοτικού σεναρίου) απόπειρα του Ντάνι Μπόιλ στη ρομαντική φαντασία, το «Life less Ordinary» (1997) και, φυσικά, το «My Best Friend’s Wedding» (1997), μια από τις πιο αγαπητές ρομαντικές κομεντί των ’90s. Εκεί η Ντίαζ υποδύεται την ερωτική αντίζηλο της Τζούλια Ρόμπερτς. Σε μια ανατροπή της συνήθους σύμβασης, η ηρωίδα είναι που φέρεται κακόβουλα, που έχει έναν σωρό κουσούρια και η Ντίαζ όχι μόνο δεν έχει ψεγάδι, αλλά είναι και ένας πολύ καλός (και καλόπιστος) άνθρωπος. Η καλοσύνη και η αφέλεια είναι τα βασικά στοιχεία με τα οποία θα συνδυάσει το κοινό την αναπτυσσόμενη κινηματογραφική περσόνα της Ντίαζ και θα τη συνοδεύσουν και στην επόμενη ταινία της, εκείνη που θα τη μετατρέψει σε πραγματική σταρ: το «There’s Something about Mary» (1998).
Αν στα ’00s η κωμωδία της σχολής Άπατοου ήταν ακατάλληλη λόγω της κοπρολαλίας των χαρακτήρων, μια δεκαετία πριν οι αδερφοί Φαρέλι το είχαν πάει ήδη ένα βήμα παραπέρα, με πάσης φύσεως σωματικές εκκρίσεις να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των κωμικών gags. Ένα τέτοιο, από εκείνα που συνδυάζουν το γέλιο με την αμηχανία και τη σιχασιά, θα καταστήσει την Ντίαζ αναπόσπαστο κομμάτι της pop κουλτούρας των ’90s. Αναφερόμαστε στη σκηνή όπου η ηρωίδα χρησιμοποιεί εν αγνοία της το σπέρμα του Μπεν Στίλερ ως gel για να φτιάξει το μαλλί της. Το styling που προέκυψε αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης αλλά και μίμησης στο μέλλον – ευτυχώς με κανονικό gel.
There's Something About Mary - Hair Gel (1998) HD
Το πρωταγωνιστικό της όχημα σπάει ταμεία και η ίδια μετατρέπεται σε σταρ. Μια σταρ που δεν εξαργύρωσε άμεσα την επιτυχία της με ανάλογες ταινίες, όμως. Η Ντίαζ ήθελει να δοκιμάσει πράγματα. Θα παίξει, έτσι στο sui generis «Being John Malkovich» (1999) του Σπάικ Τζόνζι, όπου «τσαλάκωσε την εμφάνισή της», κατά το δημοσιογραφικό κλισέ της εποχής –μυστηριωδώς, κάποιοι συντάκτες του πολιτιστικού ρεπορτάζ το χρησιμοποιούν ακόμα– αλλά και στο παροξυσμικά μονταρισμένο «Any Given Sunday» (1999) του Όλιβερ Στόουν, στον ρόλο της αντιπαθητικής ιδιοκτήτριας της ομάδας που προπονεί ο Αλ Πατσίνο. Εκεί θα γνωρίσει τον Τζέιμι Φοξ, με τον οποίο θα αναπτύξουν μια βαθιά φιλία μέσα στα χρόνια. Να σημειωθεί ότι το «Being John Malkovich» θα της φέρει τη μία και μοναδική υποψηφιότητά της για BAFTA αλλά και τη δεύτερη για Χρυσή Σφαίρα – είχε ήδη μία για το «Something about Mary».
Η έλευση του νέου αιώνα συνοδεύεται απο το «Charlie’s Angels» (2000), όπου η Ντίαζ είναι μέλος τριάδας μεν, αναλαμβάνει τα πρωταγωνιστικά ηνία δε – είναι το κεντρικό πρόσωπο των «Αγγέλων» και όχι άδικα. Υπήρξε εισπρακτικό hit αυτή η αναβίωση της τηλεοπτικής σειράς, οδήγησε και σε ένα sequel που κινήθηκε εξίσου καλά, θεμελιώνοντας το star status της ίδιας. Ταυτόχρονα η ηθοποιός θα γίνει η φωνή της Φιόνα στο «Shrek», την πασίγνωστη πια animated αποδόμηση των παραμυθιών, που έκανε την πρεμιέρα της στις Κάννες, και στις συνέχειές του, προσθέτοντας έτσι μερικές επιτυχίες ακόμα στο βιογραφικό της. Δεν υπήρξε τέτοια το «Vanilla Sky» (2001), το ριμέικ του ισπανικού «Abre los Ojos» (1998) –αδίκως, αν μας ρωτάτε–, αλλά έχει ενδιαφέρον που η ίδια θα επιλέξει τον (φαινομενικά) λιγότερο συμπαθή ρόλο, εκείνον της ζηλόφθονης, περιστασιακής ερωμένης που υποδυόταν η Νάζουα Νίμρι στο πρωτότυπο.
Charlie's Angels: Full Throttle - Last Dance Scene
Περίπου την ίδια περίοδο βρίσκει την ευκαιρία να συνεργαστεί με έναν από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς σκηνοθέτες, τον Μάρτιν Σκορσέζε, συμμετέχοντας στο (τότε) πολυετές pet project του, το «Gangs of New York» (2002). Ομολογουμένως, ο ρόλος χρειαζόταν μια ηθοποιό με μεγαλύτερη ευχέρεια στην τέχνη του διφορούμενου, αλλά η Ντίαζ διαθέτει τον μαγνητισμό για να τη θυμάσαι σε μια ταινία στην οποία κυριαρχούν ένας αγριεμένος Λεονάρντο Ντι Κάπριο και ο Ντάνιελ Ντει Λιούις στην καλύτερη ντενιρική ερμηνεία που δεν έδωσε ποτέ ο Ντε Νίρο. Στις Χρυσές Σφαίρες θα την αναγνωρίσουν, με ακόμα μια υποψηφιότητα, στα Όσκαρ δεν χώρεσε, καθώς ήταν ισχυρός ο ανταγωνισμός στις ερμηνευτικές κατηγορίες εκείνη τη χρονιά. Κατά τα άλλα, έχουν τα θέματά τους οι «Συμμορίες», αλλά παραμένουν πολύ αγαπημένες του ελληνικού κοινού – σε συζητήσεις με τον κόσμο, θα δεις να αναφέρονται με ενθουσιασμό στην ταινία.
Στο «Sweetest Thing» (2002) προσπάθησε να επαναφέρει το άξεστο χιούμορ των Φαρέλι. Οι θεατές δεν ανταποκρίθηκαν με ανάλογη θέρμη στα σινεμά, αλλά η ταινία θριάμβευσε στην αγορά του DVD. To 2005 η Ντίαζ βρίσκει τον Κέρτις Χάνσον σε πτώση, ωστόσο βλέπεται ευχάριστα το «In her Shoes», κόβει αρκετά εισιτήρια για τα δεδομένα του και της δίνει τη δυνατότητα να εμφανιστεί πλάι στη Σίρλεϊ ΜακΛέιν – πώς λες όχι σ’ αυτό; Έναν χρόνο μετά, έρχεται η Νάνσι Μέγιερς και το «The Holiday» (2006), που για πολλούς αποτελεί χριστουγεννιάτικη συνήθεια που έγινε λατρεία. Στην ταινία η ηθοποιός αλλάζει σπίτια με την Κέιτ Γουίνσλετ, γνωρίζει τον εξίσου φωτογενή Τζουντ Λο, αποδεικνύει ότι το ένστικτό της ως κομεντιέν είναι πια πλήρως ακονισμένο και προκύπτει ιδανική πρωταγωνίστρια για την ελαφριά ρομαντζάδα της Νάνσι Μέγιερς.
Αυτό το ένστικτο θα αξιοποιήσει και στο «What Happens in Vegas» (2008), που θα ξεπεράσει τα 200 εκατομμύρια δολάρια στο παγκόσμιο box-office, με την ίδια να αποτελεί τον μοναδικό λόγο για να δεις μια ταινία από εκείνες τις ανέμπνευστες rom-com των ’00s, που ένιωθες ότι είχαν βγει από την ίδια πρέσα και ξεχώριζες μόνο από τα ονόματα στη μαρκίζα. Ακόμα και το μελόδραμα του Νικ Κασαβέτης «My Sister’s Keeper» (2009) θα επωφεληθεί εισπρακτικά από τη λάμψη της – τέτοια δράματα ασθενειών την εποχή εκείνη στην καλύτερη περίπτωση έκοβαν τα μισά εισιτήρια και ρέφαραν από το DVD και την τηλεόραση.
Θα βάλει και Ρίτσαρντ Κέλι στο βιογραφικό της με το «The Box» (2009), αλλά μόνο το «Donnie Darko» είχε μέσα του αυτός, θα βρεθεί και στο πλευρό του Τομ Κρουζ ξανά, αλλά στην πιο αδιάφορη περιπέτεια του τελευταίου μέσα στον 21ο αιώνα. Μαζί, όμως, θα φέρουν πίσω δυο φορές το μπάτζετ του «Knight and Day» (2010) – καθόλου άσχημα για μια ταινία που φάνηκε να μην πολυαρέσει και στον κόσμο, πέρα από την κριτική. Παίζει και στο «Green Hornet» (2011), μάλλον επειδή ήθελε να συνεργαστεί με τον Μισέλ Γκοντρί, και ταυτόχρονα αποφασίζει να αναδείξει την «κακή» της πλευρά στο είδος στο οποίο την αγάπησε ο κόσμος. Στο «Bad Teacher» (2011) η Ντίαζ υποδύεται πρώην δασκάλα, παντελώς αδιάφορη για τη διδασκαλία, που επιστρέφει στη σχολική έδρα ώστε να εξασφαλίσει αρκετά χρήματα για επέμβαση προσθετικής στήθους. Το αποτέλεσμα; Ακόμα μια τεράστια εισπρακτική επιτυχία που πιστώθηκε στο όνομά της.
Το 2013 έρχεται ο Ρίντλεϊ Σκοτ στο τρομερά παραγνωρισμένο «Counselor» του, μια ηθική ιστορία του Κόρμακ ΜακΚάρθι για έναν δικηγόρο που θέλησε παραπάνω και πλήρωσε τις συνέπειες. Η απληστία διέπει όλους τους ήρωες, κανέναν περισσότερο από αυτόν της Ντίαζ, που κινείται με τρόπο ανάλογο των αιμοβόρων αιλουροειδών που συντηρεί. Η ηθοποιός έχει μια σκηνή όπου, κυριολεκτικά, πηδάει το αυτοκίνητο του έκπληκτου Χαβιέ Μπαρδέμ – πρέπει να το δεις για να το πιστέψεις. Η εχθρική υποδοχή της ταινίας παρασέρνει και την ίδια. Για πρώτη φορά θα ακουστούν τόσο χολερικά σχόλια από την κριτική για το πρόσωπό της, με τα social media να ακολουθούν.
Στο τρομερά παραγνωρισμένο Counselor έχει μια σκηνή όπου, κυριολεκτικά, πηδάει το αυτοκίνητο του έκπληκτου Χαβιέ Μπαρδέμ – πρέπει να το δεις για να το πιστέψεις.
Το 2014 θα φέρει μια τριπλέτα ταινίων, το «The Other Woman» (2014), που είναι η τελευταία της μεγάλη επιτυχία, το «Sex Tape» (2014), από το οποίο θυμόμαστε μόνο την εμμονή του Ρομπ Λόου με το «Lion King» και την αποτυχία του remake της «Annie» (2014) που σίγουρα δεν χρεώνεται στην ίδια. Κάπου εκεί αποφασίζει να κάνει το διάλειμμα για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή.
Μετά από προτροπή του φίλου της, Τζέιμι Φοξ, αλλά και του συζύγου της, Μπέντζι Μάντεν, που την κάλεσε «να τους δείξει», η Ντίαζ αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να ξεσκουριάσει. «Δεν θέλω να τελειώσει ακόμα το πάρτι για μένα», δήλωσε χαρακτηριστικά. Και η επιστροφή της έρχεται στον καιρό του brand name, του franchise και του διευρυμένου σύμπαντος, για να μας θυμίσει ότι το σινεμά είναι τέχνη (και) προσώπων. Ότι χρειάζεται τους σταρ, που έχουν αναπτύξει μια περσόνα και μια σχέση εμπιστοσύνης με το κοινό.
Η Ντίαζ είναι μια τέτοια σταρ. Και σε μια περίοδο δοκιμασίας των ειδών στα οποία διαπρέπει, η επαναφορά της μπορεί να αποβεί καταλυτική. Αρκεί να επιλέξει εγχειρήματα που θα προβληθούν στο σινεμά και, κυρίως, θα αποδειχθούν καλύτερα από το «Back in Action», που μοιάζει να γράφτηκε και να σκηνοθετήθηκε από τον αλγόριθμο του Netflix.
Back in Action | Jamie Foxx, Cameron Diaz | Official Trailer | Netflix