Γιάννης Πετρίδης
David Bowie – Blackstar
Μια άσχημη χρονιά για την μουσική, όχι για την ποιότητα των άλμπουμ που κυκλοφόρησαν, αλλά για την απώλεια μεγάλων ονομάτων που μεγαλώσαμε μαζί τους. Είχα την τύχη να συναντήσω τον David Bowie σε τρεις διαφορετικές δεκαετίες, η πρώτη και πιο απολαυστική ήταν στην δεκαετία του '70 όταν είχε έλθει στην Ελλάδα με τον Iggy Pop.
Δεν αποτελεί πρωτοτυπία βέβαια το ότι ο David αγαπούσε την πατρίδα μας. Στις 3 μέρες που φιλοξενήσαμε αυτόν και τον φίλο του Iggy Pop μαζί με τον αξέχαστο Μίκη Κορίνθιο, ταξιδεύαμε για τρεις μέρες στους αρχαιολογικούς τόπους της πατρίδας μας και εκτός από μουσική, μιλάγαμε για την ιστορία μας και το πόσο σημαντικό ρόλο έχει παίξει στην ιστορία όλου του πλανήτη.
Εντυπωσιάσθηκαν και οι δύο, όπως και η γραμματέα του που τους συνόδευε και ήταν στριμωγμένη μαζί τους στο πίσω κάθισμα του Austin 1100, από την επίσκεψη στους Δελφούς και την απέραντη γαλήνη που προσφέρει το τοπίο και η θέα στο Σούνιο. Ήταν η εποχή που είχε κυκλοφορήσει το Young Americans και μου έλεγε για την συνεργασία του με τον John Lennon στο Fame, μια συνεργασία που είχε αποφασισθεί σε ένα πάρτι για μια νέα ταινία της Elizabeth Taylor. Εκείνη την περίοδο, είχε έλθει στην Ελλάδα για να περάσει ένα τριήμερο ξεκούρασης μετά τις ηχογραφήσεις του Βερολίνου. Στην δεκαετία του '80 συναντηθήκαμε ξανά όταν ήμουν ένας από αυτούς που παρακολούθησαν στο Λονδίνο την παρουσίαση του άλμπουμ Let's Dance.
Στην δεκαετία του '90 είχα την τύχη να περάσω μαζί του 5 ώρες γευματίζοντας μαζί με 4 άλλους σε ένα από τα μεγάλα ξενοδοχεία του Λονδίνου. 5 ώρες που πέρασαν σύντομα μιλώντας συνέχεια για μουσική και κριτικάροντας το τι συνέβη στην μουσική στα 20 σχεδόν χρόνια που είχαν περάσει από τις μέρες που περάσαμε μαζί στην δεκαετία του '70. Ο ξαφνικός για μας θάνατος του ήλθε σε μια στιγμή που απολαμβάναμε ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της καριέρας του, γιατί το Blackstar ήταν το καλύτερο άλμπουμ που είχε κυκλοφορήσει από την εποχή του Let's Dance και με το πρώτο άκουσμα ήξερα ότι θα ήταν στις επιλογές μου με τα καλύτερα της χρονιάς και το είχα επισημάνει στο apotis4stis5.
Καλές γιορτές
Μαρία Παππά
Regressverbot – Music for Ordinary Life Machines
Οι Regressverbot είναι ένα συγκρότημα από την Θεσσαλονίκη. Σχηματίστηκαν το 2012 και πλέον δεν είναι ενεργοί. Δεν έχουν διαλυθεί ακριβώς αλλά δεν εμφανίζονται live. Καινούργιο υλικό όμως βγάζουν. Το Music for Ordinary Life Machines είναι η πρώτη επίσημη κυκλοφορία τους. Περιέχει κομμάτια που γράφτηκαν το 2013. Πριν βγουν έτσι, τα κομμάτια τους, τα έβρισκες μόνο στο Διαδίκτυο και τα άκουγες μόνο όταν έβγαινες έξω σε διάφορα μαγαζιά χωρίς να ξέρεις τι είναι. Δεν ήξερες καν ότι ήταν ελληνικό το συγκρότημα. Είναι από τους πιο γνήσιους απόγονους της Λένας Πλάτωνος και των Stereo Nova αλλά και των Χωρίς Περιδέραιο. Οι μελωδίες τους είναι πολύ συνθ 80s με αγγλικό στίχο αλλά ακούγονται πολύ σύγχρονες ταυτόχρονα. Το μοναδικό «ελληνικό» κομμάτι του δίσκου είναι το ζοφερό ‘Ωδή στο Μίλτο Σαχτούρη’, που θυμίζει αρκετά ένα παρόμοιο ξεχασμένο κομμάτι του Frouto5. Χρησιμοποιούν την απαγγελία του ίδιου του Σαχτούρη στο ποίημα του τα ‘Δώρα’ και την αναμιγνύουν με επιβλητικούς ηλεκτρονικούς ήχους, Το αποτέλεσμα ακούγεται τρομερά επίκαιρο και είναι ικανό να σου παγώσει το αίμα. Δεν ξέρω αν συμφωνώ απόλυτα με την επιλογή των κομματιών του συγκεκριμένου δίσκου. Από τότε το σχήμα έχει κάνει και άλλες απόπειρες στα ελληνικά που αξίζει να αναζητηθούν. Οι Regressverbot που το όνομα τους σημαίνει ‘απαγόρευση επιστροφής’ είναι από τα ελάχιστα συγκροτήματα που κάνουν μουσική για την γενιά που μεγαλώνει στην κρίση, για μια γενιά που το μέλλον φαντάζει πιο αβέβαιο από ποτέ. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για νέες φωνές και νέους κώδικες στην Ελληνική σκηνή που να χρησιμοποιούν το παρελθόν για να προχωρήσουν μπροστά και να βγάλουν εντελώς κάτι άλλο. Δεν το κάνουν πολλοί αυτό. Το θεωρώ ευτύχημα που βγαίνουν άλμπουμ σαν το ‘Music for Ordinary Life Machines’, μουσική που πρέπει να βγει από τα στενά όρια του underground επειδή απλά έχει κάτι να πει σε μια εποχή που η ουσία είναι απαραίτητη.
Μαριάννα Βασιλείου
Nick Cave & The Bad Seeds – Skeleton Tree
Τον δίσκο αυτό τον περίμενα με ανυπομονησία ανάμεικτη με τρόμο, για δυο λόγους κυρίως. Ο ένας ήταν το ότι θα κυκλοφορούσε μετά το θάνατο του Arthur Cave, του έφηβου γιου του Nick Cave. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του είχε γραφεί πριν από αυτό το τραγικό συμβάν, ο Cave ξαναδούλεψε στίχους και ηχογράφησε εκ νέου κομμάτια, εστιάζοντας στο θρήνο και στην απώλεια. ‘Όταν σου συμβαίνει κάτι τόσο φρικτό, ή θα μεγαλουργήσεις ή θα καταρρεύσεις. Ο Cave πάντα ήταν μεγαλειώδης στις οδυνηρές στιγμές του, φοβόμουν όμως μήπως ο πόνος του τον γονάτιζε ολοκληρωτικά εδώ. Διαψεύσθηκα απόλυτα, καθώς το “Skeleton Tree” είναι ό, τι καλύτερο έχει βγάλει τα τελευταία 10 – 15 χρόνια. Στίχοι βασισμένοι στην προσωπικότητα και όχι στην αφήγηση, σπασμένη, εύθραυστη και αβέβαιη ερμηνεία, τρυφερή μουσική γεμάτη ambient πειραματικές παραμορφώσεις χωρίς ξεσπάσματα ή εξάρσεις, μουδιασμένα συναισθήματα που μετατρέπονται σε σπαρακτικά κομμάτια, αξέχαστο πορτραίτο βαθιάς θλίψης και ωμό ξεγύμνωμα ευαίσθητης ψυχής, δυσπρόσιτο και δύσκολο αλλά δυνατό και αποκαλυπτικό ταυτόχρονα και ένα αριστουργηματικό μοιρολόι – ελεγεία σε όλα όσα χάνονται για πάντα, αλλάζοντας ριζικά τη ζωή μας και αναγκάζοντάς μας να μάθουμε να ζούμε χωρίς αυτά. Η ζωή συνεχίζεται, ό, τι και να συμβεί – δεν υπάρχει πιο μεγάλη και πιο οδυνηρή αλήθεια. Ο άλλος λόγος είναι το ότι έτρεμα ότι ο δίσκος θα μου θύμιζε δικές μου στιγμές πίκρας και θα με έκανε να κλαίω από την πρώτη ως την τελευταία νότα – όπως και έγινε. Ακόμα δεν μπορώ να τον ακούσω χωρίς να δακρύσω. Αυτή όμως είναι και η ύψιστη λειτουργία της Τέχνης: το να επισκέπτεσαι, να επεξεργάζεσαι και να βιώνεις εκ νέου δικά σου συναισθήματα με αφορμή την ένταση στο έργο ενός άλλου Δημιουργού. Στην τελική, το “Skeleton Tree” αποτελεί την ανεπίσημη συνέχεια του “Hurt” των Nine Inch Nails, όπως το ερμήνευσε ο Johnny Cash: μια εντοσθιακή κραυγή απελπισίας για τη ματαιότητα της Ύπαρξης και τον πόνο της Απώλειας και μια ενστικτώδη καταφυγή στην Αγάπη ως τη μοναδική δύναμη που μπορεί να φτάσει ως το Άπειρο και να νικήσει τον Θάνατο.
Φώντας Τρούσας
Δικά μας: Επειδή έχω μια αρκετά καλή εικόνα της ελληνικής μουσικής παραγωγής αισθάνομαι μια σιγουριά για την παρακάτω πρόταση. Την κάνω, δηλαδή, χωρίς την αίσθηση ότι μπορεί να έχω λησμονήσει κάτι σημαντικό, κάτι που να μου έχει διαφύγει. Ο λόγος, λοιπόν, για το LP τού Σείριου Σαββαΐδη «Πλανωδία» [G.O.D. Records], στο οποίο ακούγονται παράξενα, μυστηριακά τραγούδια, φτιαγμένα από σπαράγματα της αρχαίας ελληνικής μουσικής και δημοτικά που ξαναγίνονται, κατά μίαν έννοια, hit μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Ακούστε αυτό το άλμπουμ, που υπάρχει και στο bandcamp…
Πίσω από την «Πλανωδία», αλλά κοντά σ’ αυτή, θα τοποθετούσα το άλμπουμ των CHiCKN [Inner Ear], το “Quantum Unknown” [Inner Ear] των Gravitysays_i και το LP των Appalachian Cobra Worshipers [Ανεξάρτητη Παραγωγή].
Κι ένα απ’ έξω: Είναι αδύνατον να έχει κάποιος μια πλήρη εικόνα της ξένης δισκογραφικής παραγωγής, ώστε «τα καλύτερα» να έχουν ένα πιο ακριβές νόημα. Έτσι, οι σχετικές επιλογές νοούνται μόνον κάτω από την εξής σημείωση: «ό,τι έφθασε στ’ αυτιά μας». Απ’ αυτά, λοιπόν, που φτάσανε στα δικά μου αυτιά το 2016 (παραγωγές του 2016 εννοώ) μένω έκπληκτος από το 2CD των Club D'Elf “Live at Club Helsinki” [Face Pelt].
Το άλμπουμ είναι γραμμένο στο κλαμπ Helsinki, στο Hudson της Νέας Υόρκης και περιέχει φοβερή και εν τω γεννάσθαι ethnic-trance-groovy jazz, βγαλμένη όχι από τίποτα χθεσινούς, αλλά από ένα μεγάλο γκρουπ με ιστορία (που τυγχάνει να έχει στη line-up του και μια τρανή μορφή, τον οργανίστα John Medeski, που οργιάζει).
Από τα δώδεκα κομμάτια του 2CD τα έντεκα είναι πρωτότυπα, ενώ υπάρχει και μια διασκευή σ’ έναν παλιό βερβέρικο σκοπό, που ξεπερνά τα 12 λεπτά και είναι «θάνατος». Δύσκολο και ίσως αχρείαστο, λοιπόν, να μείνει κανείς σ’ ένα προς ένα τα κομμάτια των CD, αφού, εδώ, δεν υπάρχει ούτε μισή αδιάφορη στιγμή. Κάθε track, κάθε σύνθεση είναι τέλεια μελετημένη, με τα παιξίματα και τα soli να εντυπωσιάζουν, όπως φυσικά εντυπωσιακές είναι και οι αναπτύξεις των θεμάτων, καθώς συναισθηματικό δόσιμο και δεξιοτεχνία συναγωνίζονται στον αυτό βαθμό.
Το «χάσιμο», η έκσταση και εν τέλει η ψυχεδελική διαύγεια προσφέρονται σε… κιλά κατά την εκτέλεση των κομματιών, με τους μουσικαράδες των Club D'Elf να ίπτανται, και με το κοινό, από κάτω, φαντάζομαι, να ταξιδεύει σε «άλλους κόσμους πρώτη θέση και με εισιτήριο διαρκείας. Χίλια «εύγε» σε όλους και ειδικά στον John Medeski, που το γλεντάει όσο λίγες άλλες φορές στην τεράστια καριέρα του.
Σπύρος Zoυπάνος
μουσικός παραγωγός στον Intersonik.net
Oren Ambarchi - Hubris
Πως θα ακούγονταν οι Can σήμερα αν ηχογραφούσαν με τον Miles Davis ( της ηλεκτρικής του περιόδου ) και τις πινελιές στην παραγωγή έβαζε ο John Carpenter; Κατα πάσα πιθανότητα όπως αυτό το εξαιρετικό άλμπουμ του Αυστραλού πολυοργανίστα στο οποίο συμμετέχουν σπουδαία ονόματα όπως ο Ricardo Villalobos, o Jim O'Rourke, o Arto Lindsay και άλλα εξέχοντα μέλη του σύγχρονου πειραματισμού. Σε μια χρονιά που η κυριαρχία της μαύρης μουσικής υπήρξε πρόδηλη, το Hubris παίρνει εντελώς διαφορετικό δρόμο, προσφέροντας ένα συναρπαστικό αλλά και απαιτητικό άκουσμα στους τολμηρούς.
Leon Segka
ιδρυτής του Homcore, Synthesizers & Vinyl homcore.com και μουσικός παραγωγός στον intersonik.net/
Black Merlin: Hypnotik Tradisi ( Island Of Gods )
Από τους καλύτερους drone / ambient δίσκους που έχω ακούσει και μάλιστα μας έρχεται από παραγωγό που δεν εξειδικεύεται στο συγκεκριμένο είδος. Απλές συνθέσεις, ιδρωμένη ατμόσφαιρα και εξωτικά subs.
Aggelos K.
Radiohead - A Moon Shaped Pool
Μπορεί να τους πεις radio...boring και τον Thom Yorke σαν τον πιο ανυπόφορο κλαψιάρη ερμηνευτή (ώπα υπάρχει και
η Anohni), όμως, αναμφισβήτητα, είναι το μεγαλύτερο γκρουπ του πλανήτη αυτή τη στιγμή. Oταν βγάζουν νέο άλμπουμ γίνεται ο κακός χαμός. Τα νέα σταματάνε και για 15 λεπτά η προσοχή όλου του κόσμου είναι στραμμένη εκεί, το έκαναν τρείς φορές συνεχόμενα και προφανώς θα το ξανακάνουν. Το ίδιο πήγε να κάνει και ο Kanye West, αλλά την αλληλεπίδραση που έχουν κτίσει οι radiohead με τον κόσμο δεν θα την αποκτήσει ποτέ. Είναι το "A Moon Shaped Pool", ο καλύτερος δίσκος που κυκλοφόρησαν οι radiohead:προφανώς όχι (to ok computer δεν θα το ξεπεράσουν ποτέ), είναι όμως ένας από τους πιο απολαυστικούς, ένας δίσκος που σου τραβάει όλη την προσοχή σου και χάνεσαι μέσα στον ηχητικό καμβά που δημιούργησε ο Greenwood. Eίναι, όμως, ο δίσκος που άκουσα περισσότερο στη χρονιά και ήταν το προσωπικό μου αντίβαρο στα ζόρια μου. Οπως λένε και οι ίδιοι:
This Album, Is like a Weapon Of self defence, against Present, The Present Τense...
Και επίσης τα: 2) Swans - The Glowing Man (το άλμπουμ - κάθαρση) 3) The Body – No One Deserves Happiness ο ήχος του 2016. 4) Arabrot – 'The Gospel' το υβρίδιο του 2016, 5) Pop 1280 – Paradice το cyberpunk.
Μαρία Μαρκουλή
Swans – The Glowing Man
Αφήνει πίκρα και θλίψη φεύγοντας το 2016 με τις τόσες μουσικές απώλειες - δύσκολο να το πιστέψεις ότι χώρεσαν τόσα κακά μαντάτα μέσα σε ένα μόλις χρόνο στη μουσική- ωστόσο ήταν μια χρονιά που ακούσαμε εξαιρετικά άλμπουμ, που έγιναν «μεταμορφώσεις», απλώθηκαν ήχοι, μίκρυναν αποστάσεις ανάμεσα σε underground και mainstream, έσβησαν διαχωριστικές γραμμές. Απόλαυσα Beyonce και Chance The Rapper, νοιώθω ακόμη τις ανατριχίλες από το Blackstar του David Bowie, σβήνω τα φώτα και ακούω Leonard Cohen, βυθίζομαι στην ‘απόγνωση’ (Hopelessness ) της Αnohni. Και έχω την αίσθηση ότι μαγεύτηκα από την απίστευτη ενέργεια που ο Michael Gira και οι Swans απελευθέρωσαν μέσα από το The Glowing Man, εκρηκτικό και ιλιγγιώδες, ξεκινώντας από ένα άγριο ξεφλούδισμα της επιφάνειας και φτάνοντας ως την τρυφερή παραδοχή της ολικής υποταγής στις περιπέτειες του ήχου. Ο τρόπος τους να πουν… ‘πάμε γι’ άλλα’.
Σάκης Δημητρακόπουλος
Εφημερίδα το Βήμα
David Bowie – Blackstar
Δεν υπήρχε περίπτωση να είναι κάτι άλλο από το Blackstar του Bowie. Για όλους τους λόγους. Γιατί ένα άλμπουμ με τη σφραγίδα του έχει πάντα ιδιαίτερη αξία. Γιατί είναι το καλύτερο άλμπουμ που ηχογράφησε από το Scary Monsters του 1980. Γιατί έφτιαξε ένα εντυπωσιακό υβρίδιο όπου το τζαζ session τιθασεύεται από τη ροκ δυναμική. Γιατί υπάρχουν μέσα του όλα αυτά για τα οποία τον αγαπήσαμε: υπέροχα φωνητικά, εκπληκτικά ρεφρέν, κρυπτογραφικοί στίχοι, μαγεία, και το βασικότερο η αίσθηση ότι σαλπάρεις για ένα ακόμη μοναδικό και περιπετειώδες ταξίδι στη ζωή σου.
Δημήτρης Λίλης
DJ / avopolisradio.gr
Frank Ocean - Blonde
Το μουσικό περιεχόμενο από μόνο του που σε επίπεδο ενορχήστρωσης, παραγωγής και καλλιτεχνικής διαχείρισης δείχνει το μέλλον για την επόμενη γενιά τραγουδοποιών, είναι σχεδόν το 50% της αξίας και της επιδραστικότητας που αναμένεται να έχει το Blonde του Frank Ocean στην δεκαετία που διανύουμε.
Για αρχή, η πολυαναμενόμενη επιστροφή του νεαρού Αμερικανού r’n’b καλλιτέχνη, υπήρξε καταλύτης για μια ακόμη κατρακύλα του μηχανισμού υποστήριξης των πολυεθνικών και της μουσικής βιομηχανίας όπως την ξέραμε. Μέσα σε 48 ώρες κυκλοφόρησε δύο δίσκους. To “Endless” που κυκλοφόρησε στις 19 Αυγούστου, πήρε την μορφή video album συνοδευόμενο από το σχετικό 45λεπτο φιλμ (ακριβώς στην ίδια λογική με το "Lemonade" της Βeyonce) και στην ουσία ολοκλήρωνε τον κύκλο εργασιών και υποχρεώσεων του Ocean με την πολυεθνική Def Jam / Universal Group. Η ανάγκη του δε, να “τελειώνει” με τις παλιές και παραδοσιακής μορφής δισκογραφικές δεσμεύσεις ήταν τέτοια που τους έδωσε σχεδόν ένα album από demo ηχογραφήσεις, δηλαδή μια ασυνεχή καταγραφή μουσικών ιδεών που απείχαν έτη φωτός από τα πιασάρικα “chorus” του προηγούμενου δίσκου του “Channel Orange”.
Χωρίς ιδιαίτερη προώθηση, με μηδενική προθυμία για promo συνεντεύξεις αλλά και χωρίς καν να ενημερώσει την πολυεθνική Universal για την ημερομηνία κυκλοφορίας του “Endless”, το άφησε ατελείωτο για αποκλειστικό stream από το iTunes, με αφαιρετικά, χαοτικά πλάνα και ανοργάνωτες μουσικές ιδέες, παίρνοντας έτσι την εκδίκηση του απέναντι στο σύστημα και στην εταιρεία που μέχρι την αναγνώριση του “Orange” από το κοινό είχε φτάσει στο οριακό σημείο να τον απορρίψει από το roster της.
Σε λιγότερο από 24 ώρες, δηλαδή τα ξημερώματα της 20ης Αυγούστου, το “Blonde” έκανε με κάθε επισημότητα την εμφανισή του σε όλα τα streaming και download services από την νεοσύστατη δισκογραφική και publishing εταιρεία του ίδιου του Frank Ocean.To label του Boys Don’t Cry, θα φρόντιζε μέσα στις επόμενες μέρες να ανακοινώσει pop up stores σε 4 μητροπόλεις προκειμένου να προμηθεύσει τους φανς του τραγουδοποιού με το νέο του album συνοδευόμενο από το Boys Don’t Cry fanzine / περιoδικό.
Το video που έγινε για το κομμάτι “Nikes” υπήρξε και το μοναδικό promo υλικό καθώς και στη περίπτωση του “Blonde” ο Frank Ocean ένιωσε περιττή την ανάγκη για συνεντεύξεις. Συνάντησε μονάχα για 15 λεπτά τον Jon Caramanica των New Υork Times περίπου ένα μήνα μετά την κυκλοφορία και ενώ το album είχε στρογγυλοκαθήσει στο νούμερο 1 τoυ Billboard.
Moυσικά εδώ υπήρχε συνοχή σε επίπεδο μάλιστα, concept album . Από το περίφημο ποστ στο tumblr που έψαχνε απεγνωσμένα να βιώσει την ζωή μέσα από το σώμα μιας ξανθιάς λευκής γυναίκας (να θυμίσουμε ότι έχει προηγηθεί σχεδόν 5 χρόνια πριν ένα επικό ποστ του πάλι στο tumblr όπου δήλωνε ανοιχτά τις gay, bi προτιμήσεις του) μέχρι τους ερωτικούς στίχους της νέο soul μπαλάντας “Ivy", ο Ocean κατευθύνει μια απίστευτη ομάδα μουσικών συνεργατών με μοναδικό στόχο την δημιουργία ενός δεμένου δίσκου που τηρώντας την παραγωγική αξία του "less is more", δίνει σε εκατομμύρια μουσικόφιλους ανά τον κόσμο την ευκαιρία να αποθεώσουν για μια ακόμη φορά το ταλέντο και το μουσικό όραμα του νεαρού.
Από τα credits συμπαραγωγής των the Beatles, Kendrick Lamar, Elliott Smith, Pharrell Williams, Jamie xx, Rostam Batmanglij, James Blake, Gang of Four, Todd Rundgren και του καλού του φίλου Tyler, the Creator, μέχρι τον skateboarder Sage Elsesser και τα φωνητικά της Beyonce ή τα πλήκτρα του Γάλλου Chassol, τα 17 κομμάτια του “Βlonde” συνθέτουν τον πιο καθημερινό και αστικό δίσκο που μπορεί να ακούσει κανείς το 2016. Και αυτό γιατί έχουν την μαγική ικανότητα να σε μεταφέρουν στον δημιουργικό κόσμο του Ocean και είναι τόσο άμεσα, τόσο λιτά και παράλληλα τόσο “δικά σου" που σε περιπτώσεις νιώθεις τον εαυτό σου να ακούει τα sessions από μια γωνιά στα περίφημα Abbey Road studios.
To μεγαλείο του δίσκου βρήκε πρόσφορο έδαφος στο χρώμα μαλλιών του Kanye West που αν και ο νούμερο ένα συνυποψήφιος για το album της χρονιάς δήλωσε πως θα περάσει άσχημα στα Grammy’s αν δεν είναι υποψήφιο το “Blonde”. Kαι όντως δεν είναι, ο Frank Ocean αρνήθηκε να το καταχωρήσει στις σχετικές λίστες υποψηφιοτήτων θεωρώντας ότι την μουσική του την ακούνε όντως οι πιτσιρικάδες που πρέπει και σε αυτούς τους ανήκει το μέλλον καθώς ελάχιστα τον ενδιαφέρει να τον εκτιμούν λευκοί βολεμένοι μεσήλικες του Hollywood που ψάχνουν τρόπους να αναστήσουν την ανύπαρκτη μουσική βιομηχανία.Όπως άλλωστε αρνείται προς το παρόν να περιοδεύσει και όπως έλυσε το συμβόλαιό του και με την δημιουργική ομάδα management του Christian Clancy που τον είχε αναλάβει από τα χρόνια των Odd Future και αποφάσισε να ενταχθεί στο καλλιτεχνικό ρόστερ του ID management που ειδικεύεται στο management ηθοποιών κλάσης Sean Pen.
Βλέπετε ο κατά κόσμον Christopher Francis σαν γνήσιος καλλιτεχνικός εκπρόσωπος της γενιάς που κάνει τα πάντα μέσα από το iphone, έχει μάθει ο ίδιος να παίζει εξαιρετικά και το παιχνίδι της επικοινωνίας. Στο Blonde δεν ένιωσε ότι πρέπει να κάνει θόρυβο γιατί όντως το μουσικό του όραμα γύρω από αυτό τα λέει πολύ πιο δυνατά από μόνο του και για αυτό ένας twitter λογαριασμός με εκατομμύρια ακόλουθους να περιμένουν μερικές λέξεις ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν. Για κομμάτια όπως το "Self Control" που οι νεαροί μουσικοί θα συζητούν για καιρό το μόνο που χρειάστηκε ήταν μερικά ακόρντα από μια ηλεκτρική κιθάρα και το vibe τoυ Electric Ladyland studio και αυτή η αμεσότητα είναι που έκανε μέσα στο 2016 το καλύτερο δυνατό reboot για τις επόμενες γενιές.
Αντώνης Ξαγάς
ENAΣ ΔΙΣΚΟΣ ΠΡΟΤΑΣΗ (και ουχί καλύτερος ή ...καλυτερότερος)
Jambinai – A Hermitage (Bella Union)
Από τα πολλά επίθετα τα οποία χρησιμοποιούνται στην μάταιη(;) απόπειρα της περιγραφής της μουσικής με λέξεις, δεν πρέπει νομίζω να υπάρχει κάποιο πιο ανόητο/άκυρο από το «παρωχημένος». Πέραν όμως του αυθαίρετου (και βασικά αναπόδεικτου) του χαρακτηρισμού, αξίζει να σημειώσουμε (και να στηλιτεύσουμε αγρίως) την μετα-νεωτερική οικονομικίστικη αντιμετώπιση της μουσικής την οποία υπονοεί, ως κάτι που μπορεί να υπακούει σε μόδες και ως κάτι που εξελίσσεται «αναπτυξιακά». Δεν υπάρχουν μόδες και τάσεις στην μουσική λοιπόν; Φυσικά και υπάρχουν (φέτος φοριέται πολύ το χιπ-χοπ π.χ.). Αλλά πολλές φορές εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα συμβαίνουν εκεί ακριβώς που δεν πέφτει το μάτι των κάθε λογής επίδοξων trend-setters, σε είδη που μπορεί ακόμη και να μοιάζουν αισθητικά παγιωμένα (εκείνα που σε πολλούς αρέσει να τα ανακηρύσσουν «πεθαμένα»). Στην πραγματικότητα η μουσική μάλλον αδιαφορεί για τέτοιες μελοδραματικές αποφάνσεις, όλα τα είδη της (φαντασιακές άλλωστε κατασκευές εν πολλοίς) μεταλλάσσονται, διαπλέκονται και ανακατεύονται διαρκώς, οι σπόροι τους μπορεί να μεταφέρονται πια και να φυτρώνουν στην πιο απίθανη γωνιά του κόσμου δίνοντας νέους και απρόβλεπτους καρπούς. Στην Κορέα ας πούμε (την Νότια ε;) από την οποία μας έρχονται τούτοι οι τρεις Jampinai. Οι οποίοι πιάνουν το καθαρά δυτικογενές post rock, υπερβαίνουν το κλασικό δίλημμα Mogwai-Godspeed και αναζητούν τον δικό τους τρίτο, τέταρτο ή και …πέμπτο δρόμο, βάζοντας πολλά ετερόκλητα στοιχεία στο γουόκ τους, και τζαζ σκληρή και μέταλ και ραπ ακόμη, χρησιμοποιώντας όμως ταυτόχρονα και μια σειρά από κορεατικά παραδοσιακά όργανα ως ενοφθαλμίσματα. Το αποτέλεσμα είναι δυνατό, είναι οργισμένο, είναι εντυπωσιακό, είναι μία από τις εκπλήξεις των τελευταίων καιρών από μία χώρα την οποία η στερεότυπη σκέψη έχει ταυτίσει με σαχλή και λιγωτικά κιτς ποπ.
Βύρωνας Κριτζάς
Δημοσιογράφος
Radiohead – A Moon Shaped Pool
Το 2016 οι μουσικόφιλοι που αναζητούν διακαώς νέα acts και διψούν για πρωτοπορία (δεν είμαι εδώ), αισθάνθηκαν λιγάκι κορόιδα. Κι αυτό γιατί οι περισσότεροι σπουδαίοι δίσκοι βγήκαν από μεγάλα, δημοφιλή ονόματα.
Για τη γενιά μου, τη γενιά που είναι λίγο πριν ή λίγο μετά τα 30, οι Radiohead κυρίως ήταν αυτοί που δίδαξαν ότι μια σοβαρή μπάντα οφείλει να ρισκάρει και να εξελίσσεται. Και να λοιπόν που εν έτει 2016, πλησιάζοντας τα 50 πια αλλά με έναν παράξενο τρόπο ακόμα νέοι, οι Radiohead κυκλοφορούν το A Moon Shaped Pool. Έναν δίσκο κατασταλαγμένο, βατό, ίσως όχι τόσο συναρπαστικό. Έναν δίσκο που δεν καίγεται (ή αδυνατεί) να ανοίξει νέους δρόμους για το ροκ και ακριβώς γι' αυτό παρουσιάζει το γκρουπ στην απόλυτη ωριμότητά του. Πλήρως συμφιλιωμένοι με τον θάνατο του μεγάλου στρογγυλού ρεφρέν, αλλά και χωρίς την εργαστηριακή ψυχρότητα του The King of Limbs, οι Radiohead πέτυχαν μια μεγαλειώδη επιστροφή χωρίς κανέναν ηρωισμό. Με έγχορδα, με μπαλάντες χωρισμού, με παλιά τραγούδια που τώρα ένιωσαν έτοιμοι να τα βγάλουν επίσημα, με μια υποτονική αύρα που κρύβει από πίσω της σιγουριά. Το “Identikit” και το “Present tense” είναι απίστευτα τραγούδια, από κάθε άποψη. Μάλιστα αν τα παίξεις με ακουστικά και κλείσεις τα μάτια βλέπεις την πρώην σου.
Με έναν δίσκο σαν κι αυτό, στο δικό μου ραδιοκεφάλι, οι άλλοτε καινοτόμοι Radiohead υποψιάζονται ότι το μέλλον μπορεί να μην είναι η πρωτοπορία, αλλά η καταβύθιση μέσα μας.“Τhe future is inside us” τραγουδάει ο Thom Yorke. Η “πισίνα σε σχήμα φεγγαριού” είμαστε τελικά εμείς οι ίδιοι.
Μιχάλης Ε.
David Bowie - Blackstar
Έχουν γραφτεί πολλά για το Blackstar του David Bowie και έχει αναγνωριστεί η καλλιτεχνική του αξία από τις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας του. Η επιλογή περισσότερο συμβολική (2016, η χρονιά των μεγάλων και αναπάντεχων ‘’αποχαιρετισμών’’ ) αφού και φέτος είχαμε αρκετούς εξαιρετικούς δίσκους από αναγνωρισμένα αλλά και νεοφερμένα ονόματα στο χώρο της μουσικής. Η ερώτηση , προσωπικά για τον καλύτερο δίσκο της χρονιάς γίνεται όλο και πιο δύσκολη με το πέρασμα των χρόνων μιας και προτιμώ να απολαμβάνω τον κάθε δίσκο ξεχωριστά παρά να τους αξιολογώ μεταξύ τους. Άλλωστε γιατί πρέπει να πείσω κάποιον ότι το Blackstar είναι καλύτερο από τα Skeleton Tree του Nick Cave & The Bad Seeds ή το Those Of You Who Have Never (And Also Those Who Have) του Huerco S.
Χρήστος Μίχος
tospitimetaparaxena.blogspot.gr
David Bowie - Blackstar
Στο ''Blackstar'' ο DAVID BOWIE, ακούγεται γεμάτος σιγουριά, αυτοπεποίθηση και με την ευτυχία του ανθρώπου που έφτασε πλέον στο υψηλότερο σημείο της μουσικής του πορείας. Δεν ήταν άλλη μια κορυφή από τις πολλές που πάτησε ο Bowie, ακριβώς. Ήταν η κορυφαία στιγμή του, η στιγμή που πέντε δεκαετίες καριέρας, αποκρυσταλλώνεται σε αυτό το υβρίδιο jazz/electronica/pop που δεν θυμίζει πολλά, δεν χρωστά πουθενά και συνδυάζει όλες τις περσόνες του σε μία. Ένα μεγάλο παιχνίδι έφτασε στο τέλος του. Δυστυχώς!
Άκης Καπράνος
κριτικός κινηματογράφου στα ΝΕΑ / μουσικός
David Bowie - Blackstar
Τι είναι αυτό που εκτιμά κανείς στους Μεγάλους εκεί έξω περισσότερο από τη συνέπεια; Ήταν τέλη Δεκεμβρίου του 2015, όταν ο Lemmy των Motorhead άφησε την τελευταία του πνοή, καταπονημένος από μια αλυσίδα ασθενειών που δεν υπάρχει λόγος να απαριθμήσω, μιας και το πραγματικά εντυπωσιακό είναι πως, δυο εβδομάδες πριν, αποχαιρετούσε τους οπαδούς του επί σκηνής. Εκεί λοιπόν που ο Lemmy πέθαινε εξαπολύοντας ντεσιμπέλ, ο David Bowie μετέτρεψε τον θάνατο του σε conceptual art, λίγες μέρες μετά: Το «Blackstar» ξεσήκωσε ένα κύμα ενθουσιασμού στο διαδίκτυο (μαζί με κάποιες επικριτικές φωνές που, μεταξύ άλλων, τον κατηγόρησαν για κοπιάρισμα των Radiohead – αστεία όλα αυτά σήμερα) ενώ το κλιπ του «Lazarus» ακολούθησε λίγο αργότερα. Εκστασιασμένοι από τη μουσική και αισθητική του αρτιότητα, προσπαθούσαμε να ερμηνεύσουμε λόγια και σύμβολα με τα λάθος εργαλεία: Δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε πως μας αποχαιρετούσε κι αυτός χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της τέχνης του. Μόνο που η βαρύτητα αυτής της πράξης εκτίναξε ολόκληρο το άλμπουμ στη σφαίρα του μύθου. Δικαιολογημένα: Συνεπικουρούμενος από τη σπουδαία δουλειά του Toni Visconti στη παραγωγή, ο Bowie φεύγει να συναντήσει τον Ziggy Stardust. Σπουδαίο να ξέρεις πως, πάνω απ’ όλα, ο άνθρωπος αυτός δεν μας κορόιδεψε ποτέ.
Άγγελος Κλείτσικας
avopolis.gr, περιοδικό Sonik
Frank Ocean – Blonde
Το 2016 θα το θυμόμαστε ως το έτος που η μουσική έγινε ξανά μόδα. Λίγο οι πολλαπλοί θάνατοι εμβληματικων ηρώων της μουσικής ιστορίας, λίγο οι σημαντικά εμπορικοί δίσκοι που έμοιαζαν περισσότερο με βαρύγδουπα κοινωνικόπολιτικα προϊόντα προσωπικής προωθησης πάρα αλλαγής, μετέτρεψαν την ενασχόληση με την τωρινή δισκογραφική πράγματικοτητα σε ένα pop culture γεγονός διαδικτυακής παράνοιας, αφήνοντας όμως ένα συναίσθηματικο κενό αληθινής επαφής με έναν δίσκο. Το Blonde της διάνοιας ονόματι Frank Ocean έρχεται να το καλύψει: είναι ένα άλμπουμ που ηχητικά ακούγεται 2016 όσο ελάχιστα, με την φουτουριστικη του soul, ριζωμένη όμως σε διαχρονικά μελωδικά μοτίβα και συνδυαστικά με στίχους που στοχεύουν στο κέντρο της ανθρώπινης ψυχής, αποφέρουν ένα βαθιά εσωστρεφη δίσκο που αν σπάσει κανείς τον κωδικό του θα ανταμείφθει με την πιο απολαυστική ηχητική εμπειρία της φετινής χρονιάς.
Δημήτρης Μεντές
avopolis.gr, περιοδικό Sonik
David Bowie - Blackstar
Το 2016 γράφτηκε στα κιτάπια μας ως ένας καθ' όλα θανατερός χρόνος. Είναι λοιπόν λογικό ο δίσκος της χρονιάς να είναι εκείνος που περιστρέφεται γύρω από ένα διήγημα περί του θανάτου. Το Blackstar του David Bowie μπορεί να μην ασχολείται στιχουργικά με τα πιο αμφιλεγόμενα θέματα του έτους όπως π.χ. το Lemonade της Beyoncé, το Hopelessness της Anohni ή το A Seat Αt Τhe Table της Solange. Όμως ο θεματικός του πυρήνας περικλείει τη θνητότητα, μία συνθήκη άρρηκτα συνυφασμένη στην ανθρώπινη φύση. Και αυτή η συνθήκη εξετάζεται εν προκειμένω με τον πλέον υπερβατικό τρόπο· προσφέροντας σαν πρίσμα τον επικείμενο (κατά τη δημιουργία του δίσκου) θάνατο του δημιουργού του.
Τα ηχητικά τοπία που δημιουργεί η μουσική είναι ερημικά: φανερώνουν την απουσία ζωής και το σκοτάδι, με έναν τρόπο σχεδόν διαστημικό. Ο Bowie εξετάζει τις αφηγηματικές γραμμές τις καριέρας του και την επιδραστικότητα τους και μας προσφέρει με κρυπτικά μηνύματα την ερμηνεία του για τη σημασία τους. Η μεταφορική στιχουργική του είναι τόσο πυκνά φορτωμένη με εικόνες ειδικού βάρους, με μυθολογικές και θρησκευτικές αναφορές, ώστε έχει προκαλέσει αναλύσεις επί αναλύσεων για την προοικονομία τους –βαφτίζοντας τον ίδιο τον Bowie μέχρι και προφήτη.
Ούτε όμως και μουσικά δεν αντανακλά το Blackstar τα trends της στιγμής (όπως π.χ. το Lemonade), ούτε και εξερευνά χάριν της εξερεύνησης (όπως το Blond του Frank Ocean). Αντιθέτως, προχωρά τη μουσική χωρίς να κάνει εκπτώσεις στον θεματικό του άξονα, αποτελώντας τουλάχιστον πρόταση για τις ροκ προοπτικές. Αν και βασίστηκε σε ένα ensemble jazz δεξιοτεχνών, ο Bowie δεν έφτιαξε έναν jazz δίσκο, αλλά ούτε και έναν αμιγώς ροκ δίσκο. Βρέθηκε αντιθέτως να συνδυάζει το ψηφιακό με το οργανικό, δίνοντας χώρο και στα δύο για να αναπνεύσουν. Oι σχεδόν απλές μπασογραμμές του Tim Lefebvre μετουσιώνονται όταν τις παίρνουν από το χέρι τα συνθετικά στοιχεία του δίσκου, η κουρασμένη, ριγηλή φωνή του Bowie άλλοτε περνά μέσα από ένα ψηφιακό πρίσμα και άλλοτε γίνεται διαπεραστική κραυγή, ενώ ως επισφράγισμα έρχεται το σαξόφωνο του Donny McCaslin, φέρνοντας ένα ακόμα βαθύτερο επίπεδο εκφραστικότητας στο διήγημα του Blackstar.
Ο όρος κύκνειο άσμα έχει πολυχρησιμοποιηθεί, μα λίγες φορές φάνηκε τόσο ταιριαστός. Γιατί το Βlackstar δεν είναι μόνο η επιθανάτια μουσική κραυγή ενός καλλιτέχνη, αλλά μία ματιά μέσα στον θάνατο και πέρα από αυτόν. Και κάπως έτσι κατάφερε να γίνει ο δίσκος της χρονιάς, από τη στιγμή που κυκλοφόρησε, στα σπάργανα του ’16.
Χάρης Συμβουλίδης
avopolis.gr, περιοδικό Sonik
Oranssi Pazuzu: Värähtelijä
Το φινλανδικό συγκρότημα έχει δώσει δύο συνεχόμενα live στη χώρα μας (πέρυσι στο An Club, φέτος στο Gagarin παρέα με τους Hexvessel), τώρα που κατά κοινή ομολογία «συμβαίνει». Όμως δεν φαίνεται να «συμβαίνει» για το ελληνικό κοινό, παρά την εξοικείωσή του με τα σκληρά ακούσματα και την αγάπη του γι' αυτά. Η αιτία ίσως βρίσκεται σε όσα κάνουν το Värähtelijä συναρπαστικό.
Το Värähtelijä δεν ενδιαφέρεται να επικοινωνήσει, γι' αυτό και παραμένει τραγουδισμένο στα φινλανδικά –σε μια γλώσσα δηλαδή μάλλον δύστροπη για τα περισσότερα αυτιά. Και δεν ενδιαφέρεται να χωρέσει ούτε σε περιγραφές. Είναι heavy metal; Δεν είναι; Είναι πειραματικό; Ανήκει με κάποιον τρόπο στην ψυχεδέλεια; Μήπως είναι τζαζ; Καμία ερώτηση δεν είναι άσχετη, καμία απάντηση δεν κρίνεται επαρκής.
Οι Oranssi Pazuzu κινούνται συνειδητά εκεί όπου τα σύνορα των μουσικών ειδών ξεθωριάζουν. Δεν είναι «σχετικοί» με ό,τι λογίζεται σήμερα ως ποπ κουλτούρα, φτιάχνουν όμως σπουδαιότερη μουσική από πολλούς που λαμβάνουν 8άρια στο Pitchfork (και αλλού) μηρυκάζοντας δανεικά μεγαλεία, ανθίζοντας σε εσχατιές οι οποίες ξενίζουν τους περισσότερους ακροατές –ακόμα και όσους ακούν σκληρά. Έτσι, το black metal των βορειοευρωπαϊκών δασών δεν αποτελεί πεδίο δράσης, μα είναι περισσότερο μνήμη και αφορμή, ενώ ο ψυχεδελικός ορίζοντας δεν αντιμετωπίζεται χαρωπά στα πλαίσια του trendy revival των τελευταίων ετών, μα χρησιμεύει ως όχημα εκσκαφής των ορίων, αποπνέοντας κάτι από τη space αισθητική των πιονέρων της δεκαετίας του 1970. Στο όλο παιχνίδι μπαίνει μάλιστα και η τζαζ, κάνοντας το αποτέλεσμα ακόμα πιο αλλόκοτο, ακόμα πιο περιπετειώδες, ακόμα πιο δύστροπο, εν τέλει ακόμα πιο όμορφο.
Δεν χρειάζεται βέβαια να επικροτούμε μόνο τους πρωτοπόρους, αν ήταν έτσι, θα έπρεπε να ακούμε πολύ λίγα πράγματα. Σε καιρούς όμως που σπανίζουν και η ευρύτερη ροκ οικογένεια δείχνει πελαγωμένη είτε σε χλιαρά πράγματα με νεανική/εναλλακτική βιτρίνα, είτε σε διαρκή αναμασήματα της παρακαταθήκης της, η αξία τέτοιων καλλιτεχνών θα έπρεπε να μεγενθύνεται και όχι να υποβιβάζεται.
Βαγγέλης Πούλιος
avopolis.gr, περιοδικό Sonik
Vijay Iyer & Wadada Leo Smith: A Cosmic Rhythm With Each Stroke
Ένα πιάνο, μία τρομπέτα και λίγα ηλεκτρονικά, δύο σπουδαίοι της σύγχρονης τζαζ (και όχι μόνο), μία «εκ βαθέων» συνομιλία μεταξύ τους κι ένα tribute σε μία σημαντική Ινδή ζωγράφο, τη Nasreen Mohamedi (1937-1990)· να ποια είναι όλα κι όλα τα υλικά για έναν από τους πιο γεμάτους δίσκους της χρονιάς που φεύγει.
Στα περισσότερα σημεία του, βέβαια, τούτος ο «γεμάτος» δίσκος είναι στην πραγματικότητα αραιοκατοικημένος, προικισμένος από έναν διάφανο λυρισμό ο οποίος δεν κοιτάζει να γίνει εμφατικός για να αποκτήσει πρόσβαση στη συναισθηματική νοημοσύνη του ακροατή και της ακροάτριάς του. Αντίθετα, προτιμάει να διατηρεί τους χώρους περισσότερο ανοιχτούς, να δίνει έμφαση τόσο στον ήχο όσο και στον απόηχο, να διαχέεται διακριτικά αντί να επιβάλλεται εμφατικά.
Ίσως λόγω αυτής της καλοζυγισμένης οικονομίας των πραγμάτων, το A Cosmic Rhythm With Each Stroke έχει μια σχεδόν ιαματική δράση. Είναι από τους δίσκους που αφήνεσαι μέσα τους, βάζεις τα ακουστικά, κλείνεις τα μάτια και τους εμπιστεύεσαι για τα υπόλοιπα. Ακούς, λοιπόν, την πάντοτε ευέλικτη μελωδικότητα από το πιάνο του Iyer, τα φορτισμένα φυσήματα ή εκείνες τις ολοστρόγγυλες και μεγάλες σε διάρκεια νότες από την τρομπέτα του Smith. Ακούς δύο μαέστρους να ανταλλάσσουν νότες, βασισμένοι σε μουσικό κείμενο, αλλά και στην έμπνευση της στιγμής. Προφανώς, βρίσκεσαι σε καλά χέρια…
Πρόκειται για έναν συναρπαστικό και ισότιμο διάλογο, για μια μουσική τουλάχιστον σαγηνευτική, η οποία ανταποκρίνεται με το παραπάνω στο βάρος των υπογραφών που φέρει.
Black Athena
ραδιοφωνικοί παραγωγοί
A Tribe Called Quest - We Got It from Here... Thank You 4 Your Service
Στην εποχή του στιγμιαίου και του εφήμερου, του facebook live, των αγνοούμενων snaps και του hasitleaked, η παλιά τέχνη του long player μοιάζει με πρωτόγονη ιεροτελεστία. Το 2016 πεθαίνει και αποδεικνύει πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, από το Awaken, My Love του Childish Gambino, το A Seat at The Table της Solange και το Konnichiwa του Skepta, το είκοσι δεκαέξι επιβεβαιώνει πως η τέχνη ανθίζει στις πιο δύσκολες εποχές και καταστάσεις. Αν μου έλεγε κάποιος στις αρχές του χρόνου πως το αγαπημένο μου άλμπουμ θα προερχόταν από ένα group το οποίο βρέθηκε στο ζενίθ του τη δεκαετία του 90 και το τελευταίο άλμπουμ που κυκλοφόρησε ήταν πριν 18 χρόνια, θα τον/την έλεγα αφελή η απλά ρομαντικό/η.
Το We Got It from Here... Thank You 4 Your Service των μυθικών A Tribe Called Quest κυκλοφόρησε 3 ημέρες μετα τις εφιαλτικές Αμερικάνικες εκλογές και λίγο καιρό μετά το θάνατο του ιδρυτικού τους μέλους Phife Dawg. Το We Got It from Here... Thank You 4 Your Service είναι μια αβίαστη γιορτή του ήχου τους, είναι ένας αβίαστος εορτασμός του Rap και του Hip Hop. Είναι το Rap και το Hip Hop σε όλο του το μεγαλείο. Οι Tribe σαν πραγματικοί σύγχρονοι masters παραμερίζουν τα εφήμερα trends και μας παίρνουν μαζί τους σε μια κατάδυση και εξερεύνηση του ήχου τους, του sound signature που τόσο μαεστρικά έχουν εδραιώσει από τις αρχές των 90s. Πολιτικά φορτισμένο, με χίπικες ποσότητες αγάπης και με έναν διαχρονικό ήχο, το νέο τους LP αποδεικνύει γιατί είναι ‘πραγματικά οι καλύτεροι’, όπως μου έγραψε στο messenger ο καλλιτεχνικός διευθυντής μεγάλου ελληνικού φεστιβάλ. Ενώ κατά τον Christopher R. Weingarten του Rolling Stone οι Tribe "καταφέρνουν να διατηρήσουν το ίδιο μποέμικο διαπλανητικό attitude, που ενέπνευσε σύγχρονους τιτάνες του είδους, όπως ο Kanye West, ο Andre 3000 και ο Kendrick Lamar.
It's time to go left and not right
Gotta get it together forever
Gotta get it together for brothers
Gotta get it together for sisters
For mothers and fathers and dead n¥¥¥¥€$
For non-conformists, one hitter quitters
For Tyson types and Che figures
Let's get it together, come on let's make it
Gotta make it to make it, to make it, to make it, to make it
To make something happen, to make something happen
To make something happen, let's make something happen
Άρης Μπούρας
Μουσικός Συντάκτης/Ραδιοφωνικός Παραγωγός
The Avalanches - Wildflower (XL)
Στην ευφραντικά χαοτική διαδικασία ακρόασης μουσικής μέσω streaming, mp3s και λιγοστών - ελέω υψηλού κόστους - βινυλίων, η επιλογή του καλύτερου άλμπουμ της χρονιάς φαντάζει χρόνο με το χρόνο όλο και πιο δύσκολη. Το άλμπουμ, ωστόσο, που μου κράτησε συντροφιά πολλάκις μες στο ζόφο του 2016 και το καθομολογώ δημοσίως δίχως δεύτερη σκέψη, είναι αυτό των Αυστραλών The Avalanches. Γνώριμη ηχητικά electronica που προκαλεί ευφορία, groovy ρυθμοί, οικεία φωνητικά, απλές ονειρικές μελωδίες που αρκούν για να ταξιδέψεις κάπου μακριά. Δεν καινοτομεί, ούτε δικαιολογεί την πολύχρονη απουσία τους, μας φέρνει όμως στο νου την τελευταία φορά που εμφανίστηκαν στη δισκογραφία, και πόσο καλύτερη χρονιά ήταν το 2000. Ραντεβού το 2032!
Μ.Hulot
Gaika – Security
Ο ήχος του σημερινού Λονδίνου ή, όπως και ο ίδιος ο Gaika το θέτει, «όλα αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν τη μουσική της μεγαλούπολης: υπερατλαντικά beat, η Τζαμαϊκανή μουσική των κλαμπ, οι άγριοι ήχοι των προαστίων, το μπάσο που κάνει τον κόσμο να ιδρώνει στις πίστες. Όλοι στο Λονδίνο είναι κατά κάποιον τρόπο μετανάστες και ο ήχος που προκύπτει από την ανάμιξη τόσων διαφορετικών εθνικοτήτων και φυλών έχει επιρροές από πολύ διαφορετικά πράγματα, από ανθρώπους που ταξιδεύουν παντού με Easy Jet, έχοντας για βάση τους τη βρετανική πρωτεύουσα». Το Security είναι ένα συναρπαστικό mixtape φουτουριστικού dancehall, grime και «παραπονιάρικου» hip hop, με τους χαρακτηριστικούς «βρόμικους» ήχους του νότιου Λονδίνου, με παραμορφωμένες φωνές που κάνουν τις νυχτερινές περιπλανήσεις στο West End σχεδόν δραματικές, με εικόνες οικείες, πολύχρωμα φώτα και μισοφωτισμένα πρόσωπα από τα φανάρια των αυτοκινήτων, ιστορίες της νύχτας, αλλά φιλτραρισμένες μέσα απ’ τις πίστες των underground κλαμπ. Ο Gaika –μουσικός, σκηνοθέτης και σχεδιαστής- λατρεύει τα βιβλία της Ούρσουλα Λε Γκεν, τον Akira και το Ghost In The Shell, το Blade Runner και τον Νευρομάντη και δημιουργεί έναν μουσικό κόσμο γεμάτο από αδρεναλίνη και παράνοια, με αγριάδα αλλά και απελπισία -με τόση απόγνωση που κάνει τη φωνή του να «σπάει»- με στιγμές ηδονιστικές αλλά και έντονη πολιτική χροιά όταν ο ρυθμός του γίνεται οργή, με την έντονη προφορά του νότιου Λονδίνου αλλά και την τραχιά τζαμαϊκανή διάλεκτο που λάμπουν κάτω από τα ηλεκτρονικά beat. Ιστορίες ασήμαντες αλλά και περιστατικά καταπίεσης που συνθέτουν την καθημερινότητά του ραπαρισμένες ή τραγουδισμένες μέσα από auto-tune, σε έναν απίθανο dancehall δίσκο, συναρπαστικό και εντελώς σημερινό.
σχόλια