Στα credits των συνεργατών του Frank Ocean ξεχωρίζει ένα ελληνικό όνομα. Ο Thomas Mastorakos είναι από τους πιο στενούς συνεργάτες του. Κρύβεται πίσω από το «Boys don’t cry», το συλλεκτικό περιοδικό που συνοδεύει το νέο του άλμπουμ – πλέον μπορεί κάποιος να το βρει μόνο στο eΒay και στοιχίζει πανάκριβα. Έχει δουλέψει επίσης με πολλούς άλλους διάσημους μουσικούς, από τον Kanye West μέχρι τη Lady Gaga και τον Seal. Γεννημένος στο Λος Άντζελες από Έλληνα πατέρα, ζει μόνιμα εκεί, αλλά επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα. Δεν βρίσκεις πολλά στοιχεία γι’ αυτόν στο Διαδίκτυο. Τον ανακαλύψαμε λίγες μέρες αφότου είχε επιστρέψει από τις διακοπές του στην Ελλάδα και του ζητήσαμε να μας πει μερικά πράγματα για τον εαυτό του και γι’ αυτά που κάνει.
«Ζω στο Λος Άντζελες και αυτήν τη στιγμή εργάζομαι ως καλλιτεχνικός διευθυντής για τον Frank Ocean. Οι σπουδές μου είναι πάνω στις Γραφικές Τέχνες. Αν και ακόμη ασχολούμαι με τη Γραφιστική, τα τελευταία χρόνια βοηθάω αποκλειστικά τον Frank να στήσει το περιοδικό που συνοδεύει τη νέα του κυκλοφορία, “Blonde”. Είναι μια τεράστια έκδοση 300 σελίδων που ζυγίζει περίπου 4 κιλά και ονομάζεται “Boys don’t cry”. Είναι το οπτικό μέρος της μουσικής του. Έχω αναπτύξει τις ιδέες για τα editorials, είμαι υπεύθυνος για την αισθητική κατεύθυνση του σχεδιασμού, την καλλιτεχνική διεύθυνση των φωτογραφιών κι έχω ασχοληθεί λίγο και με τα γραφιστικά και τη φωτογραφία – όλα αυτά σε πολύ στενή συνεργασία με τον Frank. Είναι απίστευτα δημιουργικός, ενδιαφέρων και ενθουσιώδης με ό,τι καταπιάνεται και το πρότζεκτ στο οποίο συμμετείχα, καταπληκτικό».
Οι καλοί συνεργάζονται μαζί σου και επιτρέπουν να περάσει η αισθητική σου στα πρότζεκτ. Τελικά, οι διάσημοι είναι απλοί άνθρωποι κι αυτοί, με μια συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία, με τα καλά και άσχημά τους.
— Πώς γνώρισες τον Frank Ocean;
Τον γνώρισα μέσω ενός κοινού φίλου που ήξερα όταν δούλευα για τον Kanye West. Ο Frank έψαχνε έναν καλλιτεχνικό διευθυντή την εποχή που κυκλοφόρησε το «Channel Orange». Συναντηθήκαμε και αμέσως ταιριάξαμε. Δούλεψα στις φωτογραφίσεις που έκανε γι’ αυτό το άλμπουμ και μετά ξαναμιλήσαμε όταν ξεκινούσε το «Blonde».
— Πώς είναι να δουλεύεις μαζί του;
Είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο. Απαιτεί το καλύτερο από τον εαυτό του και απ’ όσους τον περιτριγυρίζουν. Πάντοτε ψάχνει έναν τρόπο να κάνει τα πράγματα διαφορετικά, να προκαλέσει το status quo. Δεν πιέζει τα πράγματα, αλλά συνέχεια σχηματίζει και εξελίσσει μια ιδέα μέχρι να αισθανθεί ότι του ταιριάζει, ότι είναι η σωστή γι’ αυτόν. Αυτό είναι το ξεχωριστό χαρακτηριστικό του, ότι κάνει πράγματα με βάση τις δικές του υψηλές προσδοκίες και όχι με βάση τα μέτρα των άλλων. Δουλεύει ασταμάτητα.
— Ακούς τη μουσική του; Τι μουσική σου αρέσει;
Διάφορα πράγματα. Κατά καιρούς, τείνω να το παρακάνω με τη μουσική και μετά δεν ακούω καθόλου για μεγάλες περιόδους. Είμαι σαφώς μεγάλος φαν του Frank και τόσο ερωτευμένος με τη νέα του μουσική, που ακούω συνέχεια και το «Blonde» και το «Endless». Πραγματικά, δημιούργησε μια καταπληκτική συνέχεια του «Channel Orange» – δεν υπάρχει κανείς που να τραβάει στα άκρα τα μουσικά είδη και να γράφει μουσική όπως το κάνει αυτήν τη στιγμή ο Frank, κατά την ταπεινή και ίσως λίγο προκατειλημμένη άποψή μου.
— Ακούς μουσική όταν δουλεύεις;
Όταν εργάζομαι, είμαι τόσο αφοσιωμένος, που απολαμβάνω τους ήχους που πιάνω από το περιβάλλον, που μπαίνουν από το παράθυρό μου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο γραφείο μου. Προτιμώ να δουλεύω με αυτό τον τρόπο από το να ακούω μια συγκεκριμένη μουσική, μια και η μουσική επηρεάζει τη δουλειά μου. Καμιά φορά, μάλιστα, φτιάχνω ένα playlist, αν χρειαστεί να μπω σε έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης. Συνήθως, όμως, μου αρέσει να ακούω τους εξωτερικούς ήχους.
— Ποιo θεωρείς ότι είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα σου μέχρι τώρα και γιατί;
O γιoς μου, ο Nico! Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα δημιουργούσα κάτι τόσο τέλειο, όσο το αγόρι μου. Δεύτερο θα έβαζα μάλλον το περιοδικό, επειδή είναι μια σύνθεση από όλα αυτά που κάνω, από το να σχεδιάσω το λογότυπο του «Βlonde» και να φτιάξω το λογότυπο για το «Boys don’t cry», μέχρι τα σκηνικά, τη φωτογραφία, τον σχεδιασμό των sets κ.ά. Επίσης, μου έδωσε την ευκαιρία να δουλέψω με εξαιρετικά ταλαντούχους ανθρώπους, ιδιαίτερα φωτογράφους. Το να φωτογραφίζεις στην Ιαπωνία με τη Viviane Sassen, στο Πεκίνο με τον Ren Hang, το να σκέφτομαι και να συζητάω μια ιδέα ή μια ιστορία με τον Harley Weir –που αργότερα υλοποίησε τόσο καλά–, το να παρακολουθώ τον Frank να εξελίσσεται σε έναν επαγγελματία φωτογράφο και να δουλεύει τις λήψεις του ήταν μερικά καταπληκτικά πράγματα που κάναμε όλοι μαζί για να γίνει αυτό το περιοδικό.
— Πώς είναι να δουλεύεις με όλους αυτούς τους διάσημους;
Αρκετά απαιτητικό, αλλά ικανοποιητικό. Οι καλοί συνεργάζονται μαζί σου και επιτρέπουν να περάσει η αισθητική σου στα πρότζεκτ. Τελικά, οι διάσημοι είναι απλοί άνθρωποι κι αυτοί, με μια συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία, με τα καλά και άσχημά τους.
— Ποια είναι η καλύτερη συνεργασία που είχες μέχρι σήμερα;
Πάλι θα πω τα τελευταία 4 χρόνια με τον Frank. Ήταν απλώς καταπληκτικά.
— Από πού αντλείς έμπνευση;
Από τον κόσμο και τα μέρη που βλέπω. Οι άνθρωποι με εμπνέουν με την έννοια ότι πάντοτε υπάρχει κάποιος που έχει δει, ακούσει ή κάνει κάτι που εσύ δεν έχεις υπ’ όψιν σου. Οι καινούργιες τοποθεσίες, επίσης, με εμπνέουν, η αίσθηση του να βρίσκεσαι σε ένα τελείως άγνωστο μέρος και να προσπαθείς να βγάλεις νόημα. Το να ψάχνεις για το οικείο ή, τουλάχιστον, κάτι παρόμοιο είναι αρκετά τονωτικό δημιουργικά. Φυσικά, με εμπνέουν βιβλία, περιοδικά, τα μίντια γενικά είναι καταπληκτικά, το Google! Καμιά φορά μπορεί να βάλω δύο άσχετες μεταξύ τους λέξεις στη μηχανή αναζήτησης του για να δω τι θα βγάλει.
Είναι αρκετά λυπηρό να βλέπεις μια χώρα τόσο καταπληκτική και πλούσια πολιτισμικά, όπως η Ελλάδα, να μαραζώνει λόγω των μέτρων λιτότητας και της δυσλειτουργίας της Ε.Ε. Τόσοι νέοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ένα μέλλον με καχεκτική ανάπτυξη και έλλειψη ευκαιριών για σταδιοδρομία.
— Πώς αποφάσισες να δουλέψεις στην καλλιτεχνική διεύθυνση;
Είναι η φυσική εξέλιξη της Γραφιστικής. Δεν αποφάσισα να το κάνω τόσο επειδή ήταν κάτι που ήθελα να συμβεί, όσο επειδή αισθάνθηκα την ανάγκη να έχω τον έλεγχο των ιδεών στις οποίες βασίζονταν αυτά που έκανα. Ξεκίνησα με έναν πελάτη που μου έδωσε αυτή την ευκαιρία, μετά συνέχισα με έναν άλλο κ.ο.κ.
— Συνάντησες δυσκολίες στην καριέρα σου;
Για να είμαι ειλικρινής, όποιες δυσκολίες αντιμετώπισα, τις δημιούργησα ο ίδιος. Είμαι εξαιρετικά κλειστός ή, καλύτερα, ντροπαλός, έτσι δεν έφτιαξα ποτέ μια προσωπική ιστοσελίδα, δεν ανακατεύτηκα στην επανάσταση των social media. Μάλλον έχασα ευκαιρίες να δουλέψω με ακόμη περισσότερους σημαντικούς ανθρώπους ή σε άλλα μεγάλα πρότζεκτ, επειδή με προσλαμβάνουν κυρίως ανταλλάσσοντας πληροφορίες σε προσωπικό επίπεδο. Όταν δουλεύω με κάποιον, θα παραμείνω μαζί του για αρκετό καιρό, αν έχουμε καλή σχέση. Μέσω αυτού ή κάποιου άλλου που δουλεύαμε μαζί όταν κάναμε το συγκεκριμένο πρότζεκτ θα βρω την επόμενη συνεργασία. Αυτήν τη στιγμή προσπαθώ να το αλλάξω αυτό.
— Μίλησέ μου λίγο για σένα. Πού μεγάλωσες;
Μεγάλωσα στο Λος Άντζελες. Ο πατέρας μου είναι Έλληνας και η μητέρα μου από την Ονδούρα, έτσι κάθε καλοκαίρι σχεδόν πήγαινα από τη μία χώρα στην άλλη για έναν μήνα, καμιά φορά για δύο μήνες. Αυτή η εμπειρία συνέβαλε καθοριστικά ώστε να γίνω αυτό που είμαι σήμερα. Με έφερε αντιμέτωπο με εικόνες, ήχους, συμπεριφορές και γενικά πολιτισμούς που μου έδωσαν μια πραγματική εικόνα του κόσμου, όχι μια κοσμοθεωρία όπως αυτή που αποκομίζεις όταν διαβάζεις την εφημερίδα, η οποία, βέβαια, είναι επίσης σημαντική. Είναι η καλύτερη εμπειρία για ένα παιδί, ειδικά τώρα που μας «ταΐζουν» τόσες πληροφορίες μέσω του Διαδικτύου και τα πάντα είναι τόσο υπολογισμένα κι έχουν να κάνουν με αναλύσεις και μάρκετινγκ. Δεν υπάρχει υποκατάστατο για την εμπειρία τού να είσαι σε ένα μέρος, ξένος, χωρίς να ξέρεις τι σε περιμένει.
— Πόσες φορές έχεις έρθει στην Ελλάδα; Τι σου αρέσει περισσότερο;
Έχω έρθει στην Ελλάδα τουλάχιστον 10 φορές, μπορεί και παραπάνω, δεν θυμάμαι. Φέτος, μάλιστα, ήμασταν εκεί με την οικογένειά μου για τρεις εβδομάδες τον Αύγουστο. Μου αρέσουν τα πάντα: το φως, οι ήχοι, οι μυρωδιές της εξοχής, το φαγητό, τα πάντα εκτός από τα γκράφιτι (γέλια). Το αγαπημένο μου μέρος βρίσκεται στη νότια Πελοπόννησο, στη Μάνη συγκεκριμένα. Η οικογένεια του πατέρα μου προέρχεται από μια μικρή πόλη πάνω από τον Γερολιμένα που λέγεται Οχιά και πάντοτε με τραβούσε αυτή η περιοχή. Όλες αυτές οι ιστορίες για τις βεντέτες, τις μάχες με τους Οθωμανούς, τις περιπέτειες με τους κλέφτες, εξάπτουν τη φαντασία μου. Την τελευταία φορά, που νοικιάσαμε αυτοκίνητο, ξεκινήσαμε από το Γύθειο και σταματούσαμε για να κολυμπήσουμε σε όσο περισσότερους μικρούς κόλπους και παραλίες μπορούσαμε. Ήταν απλώς ένα επικό τοπίο, καθόλου τουριστικό. Επίσης, μας αρέσει ο Σαρωνικός, η Ύδρα συγκεκριμένα, αλλά και οι Σπέτσες. Ελπίζω, στο επόμενο ταξίδι μας να εξερευνήσουμε τη δυτική και βόρεια Ελλάδα.
— Γνωρίζεις τι συμβαίνει στην Ελλάδα αυτήν τη στιγμή; Τι σκέφτεσαι γι’ αυτή την κατάσταση;
Ναι, το γνωρίζω, επειδή το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειας από την πλευρά του πατέρα μου ζει ακόμη εκεί. Λίγο-πολύ, όλοι αγωνίζονται ή αισθάνονται ότι η κατάσταση είναι μάταιη, ότι δεν θα συμβεί κάτι καλό σύντομα. Είναι αρκετά λυπηρό να βλέπεις μια χώρα τόσο καταπληκτική και πλούσια πολιτισμικά, όπως η Ελλάδα, να μαραζώνει λόγω των μέτρων λιτότητας και της δυσλειτουργίας της Ε.Ε. Τόσοι νέοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ένα μέλλον με καχεκτική ανάπτυξη και έλλειψη ευκαιριών για σταδιοδρομία. Πραγματικά, ελπίζω η κατάσταση να αλλάξει και να βγει η χώρα από αυτό το χάος, χωρίς να επηρεαστούν οι επόμενες γενιές.
— Πως είναι η ζωή στο Λος Άντζελες;
Είναι καλή. Με τον καιρό, όμως, γίνεται πιο ακριβή, με τον πληθυσμό της πόλης να αυξάνεται. Παλιά, έβρισκες φτηνότερα ενοίκια απ’ ό,τι σε άλλες κοσμοπολίτικες πόλεις. Αυτό άλλαξε και νομίζω ότι συμβαίνει παντού. Αυτό που είναι υπέροχο στην πόλη είναι ότι ο χώρος έχει έντονο πολιτισμικό χαρακτήρα. Ακόμη και αν είσαι απλώς μέσα στο αμάξι σου, μπορείς να παρατηρήσεις το μέγεθος των διαμερισμάτων, των σπιτιών με αυλές, το μέγεθος των δρόμων και της πόλης γενικότερα, το οποίο είναι τέτοιο, που ο καθένας μπορεί να ορίσει τη δική του, προσωπική θέση, αν θέλει, σε αντίθεση με μέρη όπως η Νέα Υόρκη, όπου συνέχεια βρίσκεσαι ανάμεσα σε κόσμο. Αν και η αίσθηση του προσωπικού χώρου είναι υπέροχη, από το Λος Άντζελες λείπει η κουλτούρα του πεζού, που δίνει γοητεία σε μια πόλη και θρέφει την κοινότητα. Οι άνθρωποι περπατούν στο Λος Άντζελες, αλλά όχι τόσο για ευχαρίστηση ή ευκολία, όπως σε άλλες πόλεις. Αυτό όμως αλλάζει σταδιακά στο κέντρο. Πραγματικά, το κέντρο μεταμορφώνεται σε ένα μέρος όπου μπορείς να παρκάρεις το αμάξι σου και να περάσεις την υπόλοιπη μέρα, περπατώντας με ασφάλεια, περνώντας μπροστά από ενδιαφέροντα μαγαζιά, καφέ και εστιατόρια. Υπάρχει μια ζωντανή καλλιτεχνική σκηνή, γαστρονομική σκηνή, ένα σωρό εθνικότητες και, φυσικά, ο καιρός είναι καταπληκτικός.
— Τι χρειάζεται για να πετύχεις εκεί;
Το ίδιο πράγμα που χρειάζεται για να πετύχεις παντού: πάθος, σκληρή δουλειά και λίγη τύχη.
— Αισθάνεσαι ότι είσαι τυχερός; Τι σημαίνει τύχη για σένα;
Ναι, είμαι τυχερός. Έχω μια υπέροχη καριέρα μέχρι στιγμής, μια υπέροχη οικογένεια και χρήματα. Για μένα τύχη είναι όταν τα πράγματα εναρμονίζονται τη σωστή στιγμή, στο σωστό μέρος.
— Πώς βλέπεις τις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν υποστηρίζω κανέναν από τους δύο υποψήφιους. Πιστεύω ότι οι Δημοκρατικοί έκαναν λάθος από την αρχή που εξέλεξαν τη Χίλαρι, χωρίς να δώσουν, στην ουσία, καμιά ευκαιρία στον Μπέρνι Σάντερς, που ήταν μακράν περισσότερο οραματιστής. Αισθάνομαι ότι η Χίλαρι κρύβει πολλούς σκελετούς στην ντουλάπα της και με κάνει να αμφιβάλω για τα κίνητρα και τις προθέσεις της. Νομίζω επίσης ότι αντιπροσωπεύει το status quo του τρέχοντος συστήματος διακυβέρνησης, που αρκετοί άνθρωποι θα ήθελαν να δουν να αλλάζει. Οι Ρεπουμπλικάνοι απλώς θερίζουν ό,τι έσπειραν για δεκαετίες, που τώρα τους γυρίζει μπούμερανγκ. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής τους εκστρατείας γεμίζουν τους μη προνομιούχους συντηρητικούς λευκούς ψηφοφόρους με υποσχέσεις ότι θα επιστρέψουν στην Αμερική της δεκαετίας του ’50 και μετά, όταν εκλεγούν, υπηρετούν τις πολυεθνικές και τους πλούσιους που ευθύνονται για τον αποκλεισμό αυτών ακριβώς των ψηφοφόρων. Τώρα έχουν έναν υποψήφιο που επιδεικνύει τις χειρότερες ιδιότητες αυτών των δύο ομάδων: τον φόβο και την άγνοια αυτών που δεν έχουν τα μέσα να ανέλθουν και την εγωιστική απληστία των πλουσίων. Δεν ξέρω ακόμη αν θα ψηφίσω. Δεν νομίζω ότι τα συμφέροντά μου ή η φιλοσοφία μου εκπροσωπούνται από κάποιον από τους δύο υποψηφίους.
— Πώς αντιδρά ο κόσμος όταν λες ότι είσαι μισός Έλληνας;
Για κάποιον λόγο ξεχνούν το «μισός» και με αναφέρουν απλώς ως Έλληνας. Όσο κι αν θα ήθελα να ισχυριστώ ότι είμαι εξ ολοκλήρου Έλληνας, αισθάνομαι αρκετά Αμερικανός. Αυτό σημαίνει ότι νιώθω πως η μείξη των πολιτισμών που αντιπροσωπεύω και στους οποίους είμαι εκτεθειμένος εδώ στην Αμερική με καθορίζει περισσότερο από την αγάπη που έχω για ιδιαίτερα μέρη, όπως η Ελλάδα ή η Ονδούρα. Επίσης, δεν μεγάλωσα ανάμεσα σε πολλούς Έλληνες, ούτε μιλάω τη γλώσσα καλά, επειδή δεν τη χρησιμοποιώ αρκετά... Έτσι, νιώθω ότι είναι λίγο απάτη κάποιος να με θεωρεί βέρο Έλληνα.
— Ξέρεις άλλους πετυχημένους Έλληνες που ζουν στο Λος Άντζελες;
Όχι προσωπικά, αλλά το ενδιαφέρον μου κινητοποιείται όταν ακούω για κάποιον πετυχημένο Έλληνα. Και σίγουρα υπάρχουν πολλοί.
— Κάνεις παρέα με Έλληνες εκεί;
Δυστυχώς, όχι. Υπάρχουν μικρές κοινότητες εδώ, αλλά όχι κοντά μου. Επίσης, θα ήθελα να πω το εξής: αν υπάρχουν Έλληνες που μένουν στο Λος Άντζελες και με διαβάζουν, και θα ήθελαν να κάνουμε παρέα, ας επικοινωνήσουν μαζί μου.
σχόλια